ΤO L'AMOUR OUF δεν είναι μία από τις χειρότερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ. Αν τη βλέπαμε αλλού, ίσως και να τη βρίσκαμε οριακά χαριτωμένη. Και σίγουρα δεν φταίει ο Λελούς που βρίσκεται στις Κάννες, αλλά ο εκλέκτορας Τιερί Φρεμό που επιλέγει και, φυσικά, φροντίζει να κρατά ισορροπίες όχι μόνο ανάμεσα σε πρόσωπα αλλά και σε εταιρείες παραγωγής, γαλλόφωνες συμπαραγωγές και τον στρατηγικό ρόλο της χώρας στη διανομή και στην εξαγώγιμη εικόνα της.
Ως διοργανώτρια χώρα, η Γαλλία διατηρεί το προνόμιο να καταλαμβάνει 4 τουλάχιστον θέσεις στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα. Εκτός από τις δύο γυναίκες που την πρώτη εβδομάδα κάλυψαν την «υποχρέωση», ακολουθούν ο Χαζαναβίσιους και ο Λελούς, γνωστοί και μη εξαιρετέοι, ειδικά ο πρώτος, με Όσκαρ και Σεζάρ, και περισσότερο ως ηθοποιός ο δεύτερος, που πριν από μερικά χρόνια έκανε ένα συμπαθέστατο ντεμπούτο πίσω από τις κάμερες με το Le Grand Bain, που στα ελληνικά είχε μεταφραστεί γλαφυρά με τον τίτλο Κολύμπα ή αλλιώς βυθίσου.
Ως «Αγάπα (με αν τολμάς) ή αλλιώς βυθίσου» θα μπορούσε άνετα και πιασάρικα να βγει στις αίθουσες αυτό το σπαραξικάρδιο και ταυτόχρονα βίαιο ρομάντσο μεταξύ του ευέξαπτου Κλοτάρ με το βαρύ χέρι που δεν σηκώνει κουβέντα και της καμαρωτής Ζακλίν που δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω. Είναι σχεδόν επικό σε φιλοδοξία και διάρκεια (κοντά 3 ώρες) και μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στα '80s, με τον έφηβο ταραξία και την πανέξυπνη ορφανή να ερωτεύονται με την υπόκρουση των hits της εποχής, και κάπου στα '00s, που έχει κοπεί η μαγκιά και στους δυο περήφανους εραστές, αφού εκείνη μπήκε σε έναν ανούσιο γάμο, κι αυτός στη φυλακή.
O Ζιλ και ο Τρελός του έρωτας δεν έχουν να φοβούνται κάτι το τρομερά συναρπαστικό, όπως μια βράβευση ή τις αποδοκιμασίες, παρά μόνο τη λήθη και το ουφ της ανακούφισης με τους τίτλους τέλους.
Το στόρι της εφηβείας, αν και συνηθισμένης εξέλιξης, κάθεται καλύτερα και ακούγεται πειστικότερα ως ένα είδος endless love με ρεαλισμό και λίγη μαγεία εποχής να τον διακόπτει για να μη παραβαρύνει το θέμα. Στη νεότερη εξέλιξη των ηρώων, ο σταρ du moment στη χώρα, Φρανσουά Σιβίλ, παίρνει τη σκυτάλη δίπλα στην Αντέλ Εξαρχόπουλος, η οποία έχει παντρευτεί τον Βενσάν Λακόστ και έχει δυο εξαιρετικές σκηνές, η μία στον τηλεφωνικό θάλαμο και η άλλη όταν ξεσπά μπροστά στον στοργικό πατέρα (Αλέν Σαμπά).
Αν την ταινία την είχε σκηνοθετήσει οποιοσδήποτε Αμερικανός, όχι μόνο στις Κάννες δεν θα είχε ταξιδέψει αλλά δεν θα την είχε δει κανείς μας πουθενά. Επειδή το καθαρά αμερικανικό καρδιοχτύπι του φιλμ έχει αναπαραχθεί με γαλλικούς κινηματογραφικούς μορφασμούς, υπάρχει μια παραπάνω περιέργεια για το ποσοστό και την αυθεντικότητα. Πρωτοτυπία δεν υπάρχει απολύτως καμία, ευφυΐα πού και πού, μαζί με ικανότητα στην αφήγηση (για παράδειγμα, δεν μας ζαλίζει με ημερομηνίες πίσω μπρος, ο χρόνος κυλάει μια χαρά, όπως και το έργο, αν και δεν είναι εκεί τελικά το ζητούμενο), αλλά το Amour Ouf, που είναι αργκό αναγραμματισμός του fou, μιλάει για ένα ακόμα δύσκολο και τρακαρισμένο love story με ξεσηκωμένη διάθεση, μαζί με μια ξεπατικωμένη αισθητική.
Πριν από περίπου εξήντα χρόνια, ένας άλλος, γνωστότερος Λελούς, ο Κλοντ, είχε κερδίσει τον Χρυσό Φοίνικα με το Ένας άνδρας, μια γυναίκα, ένα ρομάντσο νέας γραφής με τη «σαμπανταμπαντά» μουσική του Φρανσίς Λε και τα ατελείωτα βλέμματα που αντάλλασσαν ο Τρεντινιάν και η Ανούκ Εμέ. Ο Κλοντ είναι σήμερα 86 ετών, μάλλον κατέχει το ρεκόρ του νεότερου ever νικητή Φοίνικα στα 28 του χρόνια και γρήγορα κατάφερε να ξεπεράσει το τρομερό κράξιμο της απίστευτα εμπορικής ταινίας του, που κατηγορήθηκε ως μια δήθεν άσκηση περί του τίποτε, μια μοδάτη εκμετάλλευση ψευτοσινεφίλ κλισέ και, εν πάση περιπτώσει, μια πλάνη της επιτροπής που τη βράβευσε ως κορυφαία, που ωστόσο συνεχίστηκε και στα Όσκαρ, αφού εκεί κέρδισε ως καλύτερη ξενόγλωσση ταινία και καλύτερο σενάριο (!). Αντίθετα, ο Ζιλ και ο Τρελός του έρωτας δεν έχουν να φοβούνται κάτι το τρομερά συναρπαστικό, όπως μια βράβευση ή τις αποδοκιμασίες, παρά μόνο τη λήθη και το ουφ της ανακούφισης με τους τίτλους τέλους.