Δεν βαρέθηκες να είσαι σοβαρός, σοβαρός, σοβαρός;
Συζήτηση μεταξύ φίλων, αργά ένα βράδυ.
— Μισό λεπτάκι, πού είμαστε;
ΛΟΙΠΟΝ, κατεβαίνεις μεθυσμένος τη σκάλα στην γκαλερί Ζουμπουλάκη, φοράς ρούχα που φυσάνε και στο προτελευταίο σκαλί φτιάχνεις λίγο το μαλλί. Είσαι εκεί για να μπλοφάρεις. Ο κόσμος τριγύρω σε χαιρετάει. Με ύφος! Όχι, ξέρω ’γώ, καθημερινά, όπως σου γνέφει μια κυρία με καροτσάκι λαϊκής στο λεωφορείο. Αλλά δήθεν.
Όχι όπως σε χαιρετά μια κοπέλα που τη λένε Σοφία και δουλεύει στην κρεπερί της γειτονιάς σου, και έχει μια ολόκληρη ζωή που κανείς μας ποτέ δεν θα μάθει. Η Σοφία, ας πούμε, θα μπορούσε να έχει στην κατάψυξή της κλεισμένο τον αδερφό και τη μάνα της. Μπορεί το δόντι της σιγά σιγά, την ώρα αυτή που εμείς εδώ μιλάμε, να το τρώει τερηδόνα. Αλλά δεν μας είναι χρήσιμη η Σοφία για να τη χαιρετίσουμε έτσι δήθεν στα γκάδερινγκς.
[...]
ΠΙΣΩ ΣΕ ΕΣΕΝΑ. Σε αφήσαμε στη σκάλα. Τι φοράς; Δεν είναι σημαντικό. Νιώθεις πάντως θεός: Είσαι θεός. Δεν είσαι κανένας. Είσαι κάποιος από μια οικογένεια που κάποτε ήταν κάτι. Δεν είσαι ούτε αυτό. Είσαι ένα παιδί εκτός κυκλώματος.
Οι φίλοι σου τα ίδια, κοινωνικοί αναρριχητές με το μαχαίρι ανάμεσα στα δόντια, το μαλλί πιασμένο πίσω και τα έξι τους μάτια να σαρώνουν τον χώρο. Κανείς δεν σας πιάνει από το χέρι να σας πει:
— Συγγνώμη, αλλά είστε τόσο booooooring που θα λιποθυμήσω έτσι όπως σας βλέπω να κάθεστε σοβαροί και λαμπεροί, ενωμένοι στην κατάθλιψη, τις ενοχές, τα άγχη και τα κόμπλεξ σας. Να λέτε ο ένας στον άλλο «χαχαχαχαχαχαχαχχαχαχ» και να εννοείτε «είμαι κλασμένος, πώς θα βγάλω ποτέ πολλά λεφτά, να τα τρίψω στη μούρη όσων ήδη έχουν τώρα, ή όσων μου είπαν ότι σαν άνθρωπος αξίζω όσο ένα κουνούπι;».
[...]
ΚΑΘΕΣΑΙ ΔΙΠΛΑ ΜΟΥ. Πώς πάει; Περνάς καλά σε όλα αυτά;
[...]
Εννοώ πραγματικά καλά: Με την κοιλιά έξω από την μπλούζα να κοιτά τον ουρανό καθώς φουσκώνει και έπειτα βουλιάζει προς τα μέσα. Εννοώ λυμένος στα γέλια, αυτό το συναίσθημα όταν το στομάχι σου χύνεται έξω, τα μάτια σου δακρύζουν, φτύνεις νερό από το στόμα σου και η κόκα κόλα γλιστρά από τη μύτη για να λεκιάσει τον καναπέ ενός φοιτητικού σπιτιού γεμάτου πίτσες. Μη σηκώνεσαι, πού πας; Να κάτσεις να παρατηρήσεις πώς φιλιέται εκείνο το ζευγάρι στη γωνία.
— Μαρία, μη σταματάτε!
Δες πώς μετακινεί διακριτικά το χέρι της. Αυτό, αγαπητέ βλάκα, σοβαρέ τύπε και ηλίθιε γκόμενε, είναι σημαντικό. Ίσως μια μέρα ξυπνήσεις και το έχεις ξεχάσει. Θα θυμάσαι τα ονόματα των καλλιτεχνών που εκπροσωπεί η γκαλερί Ζουμπουλάκη και όχι αυτό;
[...]
Ναι, βέβαια... Πώς θα ζήσεις;
[...]
Ααα, πώς θα ζήσεις χωρίς εκείνον;
[...]
Το γύρισες... Συμφωνούμε, ωραία τα ποιήματα, αλλά οι ποιητές συνήθως είναι άσχημοι και δεν θέλει να τους πηδήξει κανείς. Τρομερή και η καταθλιπτικιά η Άκερμαν, αλλά οι φλέβες σου σού αρέσουν (ευτυχώς!). Ήσουν σοβαρός γιατί φοβόσουν. Η Louise Bourgeois λέει: «Ζωγράφισε έναν κύκλο και βάλε μέσα τους φόβους σου». Πες τα όλα εδώ και μετά θα τσιλάρεις, στο υπόσχομαι...
— Εντάξει, ξεκινάω... Να μωρέ, ο κόσμος μας δεν πάει και τόσο καλά. Είμαστε η χειρότερη γενιά που έχει υπάρξει ποτέ, η πιο άτυχη, η πιο δυστυχισμένη, η τελευταία γενιά... Θα πεθάνουμε όλοι ή θα μας φάνε τα πλαστικά: τρώμε εμείς πλαστικά. Θα έρθουν χειρότερες φωτιές και καύσωνες, θα πάθουμε καρκίνο μέχρι τα 30, θα πρέπει πάντα να δουλεύουμε για να ζούμε... Δεν θα μας ερωτευτεί ποτέ κανείς. Ποτέ. Όχι όπως θέλουμε. Αλλά πώς θέλουμε; Ξέρεις;
Με κούρασες... Mπορούσες να ήσουν έστω δημιουργικός στους φόβους σου. Μπορούσες, φερειπείν, να φοβάσαι τις κατσαρίδες, έτσι αηδιαστικές που είναι καθώς βγαίνουν με βρεγμένες τις κεραίες τους μέσα από τη λεκάνη της τουαλέτας. Μπορούσες να φοβάσαι τα... Δεν ξέρω. Συνέχισε...
— Φοβόμουν μη σε χάσω. Έκανα πρόβα τον φόβο μου και ήμουν καταπληκτικός. Το έλεγα μέσα μου ξανά και ξανά. Έλεγα στον αδερφό σου: «Είμαι τόσο ερωτευμένος με τον αδερφό σου που "Φοβάμαι! Φοβάμαι, φοβάμαι, φοβάμαι"». Φοβόμουν μη χάσω το μυαλό μου και έκλαιγα με λυγμούς μέσα στο κεφάλι μου. Άνοιγαν οι γρίλιες των ματιών και έπεφτε έξω βροχή, κατακλυσμός, όλη η καταστροφή του κόσμου. Ήμουν φανταστικός. Έδινα τέτοια ερμηνεία που το κοινό με καλούσε 10, 20 φορές στη σκηνή. Με έβαζε να το παίζω ξανά και ξανά στο YouTube σε αποσπάσματα. «Ο αδερφός σου, ναι, αυτό το βλαμμένο!».
Ποιος είσαι; Σε ποιον μιλάς; Δεν είναι κανείς εδώ. Μαζέψτε, παρακαλώ πολύ, τον κύριο στην πλαστική καρέκλα. Μιλάει μόνος του...
— Ωραία, μισό. Ήμουν σοβαρός γιατί φοβόμουν πως δεν είμαι αρκετά ωραίος.