O ρομαντικός των ανοιχτών πεδιάδων επανέρχεται με ένα κράμα σχοινοτενούς ουτοπίας και ματαιόδοξης ανασκόπησης του γουέστερν. Την πρώτη ώρα του (πιο) αμερικανικού (δεν γίνεται) έπους Horizon, η Σιένα Μίλερ και η κόρη της είναι από τους λίγους που σώζονται από τη σφαγή που πραγματοποιούν οι Απάτσι στην Κοιλάδα του Σαν Πέδρο το 1859, ενώ στη συνέχεια ο ακέραιος λοχαγός (Σαμ Γουόρδινγκτον) υπόσχεται να τις οδηγήσει σε ασφαλέστερη κοινότητα.
Στη δεύτερη ώρα εμφανίζεται ο Κέβιν Κόστνερ ως έμπορος αλόγων και προστατεύει, σε μια παρατεταμένη ανταλλαγή διαλόγων και πυρών, μια κοπέλα από μια συμμορία που την κυνηγά για το μυστικό που παίρνει μαζί της. Και στην τελική ευθεία, ένα καραβάνι ετερόκλητων χαρακτήρων, πρόσωπα που έχουμε ήδη δει και καινούργια, με αφεντικό τον Λιουκ Γουίλσον, που μοιάζει να ξεπήδησε από γουέστερν του παρελθόντος, ταξιδεύει, αντιμετωπίζοντας επικίνδυνες παγίδες στο δρόμο προς Σάντα Φε.
Από την συρραφή σκηνών του φινάλε που προλογίζουν το επόμενο τρίωρο saga προκύπτει μια μεγάλη ερώτηση: τι αινιγματικά συνωμοτικό κρύβεται πίσω από μια παρέα που εκτυπώνει φυλλάδια διαφημιστικά ενός επίγειου παραδείσου στη Δύση, δηλαδή του περιζήτητου Ορίζοντα του τίτλου; Βέβαια, το μεγάλο ερώτημα παραμένει. Τι ακριβώς πέρασε από το μυαλό του Κέβιν Κόστνερ, ώστε να επιμείνει τόσο πολύ στην προσωπική επιμέλεια, παραγωγή και χρηματοδότηση μιας σειράς ιστοριών για την αιματηρή ουτοπία της Άγριας Δύσης;
Ως πρωταγωνιστής, ο Κόστνερ ορθώνει το αρχοντικό του παράστημα και προτιμά να περιβάλλεται από ένα ήσυχο, χαμηλότονο μυστήριο, παρά να ανοίξει τα χαρτιά του, προς το παρόν.
Στο Φεστιβάλ Καννών εξηγήθηκε μέσα από πολλές συνεντεύξεις. Σκηνοθετεί, για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια και το Open Range, γιατί κανείς άλλος δεν φαίνεται πρόθυμος να αναλάβει το όραμά του και όχι διότι καίγεται ιδιαίτερα να πιάνει κάμερες στα χέρια του. Επίσης, έριξε στην ταινία δικά του χρήματα, ποσά διόλου ευκαταφρόνητα, βρίσκοντας studio διανομής (σε αντίθεση με τον πιο τζογαδόρο Κόπολα) γιατί πραγματικά πιστεύει πως το χρονικό της κατάκτησης της Αμερικής χρειάζεται εκλαΐκευση μέσα από μικρά stories με άξονα τον Εμφύλιο και έξτρα κίνητρο την απόδοση δικαιοσύνης στις μάχες μεταξύ των διεκδικητών εποίκων και των γηγενών «Ινδιάνων».
Η πρόθεση διόρθωσης μιας αδικίας που ολοένα περισσότερο απασχολεί τους κινηματογραφιστές, εκτός από τους ιστορικούς, χωλαίνει, καθώς η πλάστιγγα κλίνει συντριπτικά υπέρ των «Λευκών» και η ισορροπία δεν έρχεται ποτέ, τουλάχιστον σε ένα πρώτο μέρος δηλωτικό της ελλιπούς φύσης του. Αναγκαστικά, η προοπτική μιας τετραλογίας απισχναίνει τη συνοχή και εν τέλει αποδυναμώνει την αφήγηση – κάποιες εναλλαγές μελοδράματος και ρεαλισμού κρατούν το ενδιαφέρον, με τη συνοδεία της americana μουσικής επένδυσης του Τζον Ντέμπνι που ακούγεται σαν να ανακυκλώνει παλιά κλασικά western θέματα, αλλά το σύνολο χάσκει, τραβάει, απλώνεται σαν τις αχανείς εκτάσεις που ανέκαθεν γοήτευαν τον δημιουργό του Χορεύοντας με τους Λύκους. Υπάρχουν χαρακτήρες που ιντριγκάρουν, άλλοι που απλώς στέλνουν σήματα για τη συνέχεια (όπως συνέβη και στο πρώτο Dune, εξού και μερικές συγκρίσεις) και οι γυναίκες συλλήβδην φαντάζουν ως τέλειες δραματουργικές κατασκευές που περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να ανατρέψουν την προκατάληψη για το φύλο τους, τη συγκεκριμένη εποχή.
Ως πρωταγωνιστής, ο Κόστνερ ορθώνει το αρχοντικό του παράστημα και προτιμά να περιβάλλεται από ένα ήσυχο, χαμηλότονο μυστήριο, παρά να ανοίξει τα χαρτιά του, προς το παρόν. Παρότι κυριαρχεί, δεν μπορεί να κρύψει τον κεκτημένο ναρκισσισμό του, σαν να επιθυμεί την περιστροφή της πολύπλοκης ταινίας του γύρω από τον λακωνικά ηρωικό χαρακτήρα του. Ως σκηνοθέτης και συνσεναριογράφος μαζί με τον Τζον Μπερντ, και αρωγό τον Τζέικ Κάσνταν, δείχνει την ευγενή του διάθεση να εξαργυρώσει το momentum του Yellowstone, μεταφέροντας μια καθαρά τηλεοπτική δομή 12 επεισοδίων για τηλεοπτική χρήση στη μεγάλη οθόνη, εκεί όπου πιστεύει πως ταιριάζει από πλευράς κλίμακας, οπτικοακουστικής εμπειρίας, νοσταλγίας αν θέλετε, πεποίθησης και προσωπικού γούστου. Ειρωνικά, το αποτέλεσμα, χωρίς να είναι κακό, θα λειτουργούσε καλύτερα αλλιώς κομμένο. Διότι έτσι είναι μεγάλο αλλά λίγο. Και εμφανώς ένα πρώτο επεισόδιο, και μάλιστα πριν από πολλά που έπονται, με πατίνα που απευθύνεται αποκλειστικά σε ένα νοσταλγικό κοινό.
Η ταινία θα κάνει πρεμιέρα την Πέμπτη 27 Ιουνίου στους κινηματογράφους.