Αν μου έλεγαν πριν από έναν χρόνο ότι μια σειρά από μινιμαλιστικά ποπ ηλεκτρονικά κομμάτια με μελαγχολικά και ζοφερά φωνητικά θα χίταραν στα αμερικανικά και βρετανικά τσαρτ ή ότι θα γίνονταν viral στα social media, σίγουρα θα τον κοίταζα περίεργα – τίποτα πια δεν πρέπει να κάνει εντύπωση στη μουσική βιομηχανία.
Κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί ούτε όταν είχε εμφανιστεί ως όρος κάπου εκεί στις αρχές των ’80s. Υποείδος, που δημιουργήθηκε από τις στάχτες του post punk και του new wave, περισσότερο ήταν μια ομπρέλα που συμπεριέλαβε ποικίλους και αταξινόμητους σκοτεινούς ήχους. Ακουγόταν ως μια πιο ελαφριά εκδοχή του gothic rock με έντονα lo-fi στοιχεία και λίγο cold wave και neue deutsche welle στο μείγμα. Σύμφωνα με την «Guardian», ανάμεσα στους κύριους εκπρόσωπους του είναι οι Clan of Xymox ή οι Γερμανίδες Malaria!
Η βρετανική εφημερίδα πρόσφατα έκανε ένα μεγάλο αφιέρωμα στο οποίο μιλάει για μια αναγέννηση του είδους από νεαρούς καλλιτέχνες όπως ο Artemas ή ο ThxSoMch, των οποίων όμως οι κύριες επιρροές είναι ο Weeknd, οι Crystal Castles και το soundcloud rap και όχι κάποιος ένδοξος δεινόσαυρος των ’80s. Παρά το σκότος, φωτίζουν με φρεσκάδα την ποπ μουσική, κάτι που της χρειαζόταν για να ξαναπάρει μπρος, έτσι όπως τα γράφουν. Και δεν έχουν άδικο, χρειάζεται επειγόντως νέα ονόματα και νέους ήχους.
Η αφοσίωση της σκηνής αυτής είναι κάτι που δεν έχω ξανασυναντήσει και μου φαίνεται απίστευτο ως συνθήκη. Λαμβάνουμε συχνά μηνύματα απ’ όλο τον πλανήτη για τη μουσική μας, και ακόμα και σήμερα δεν το πιστεύω πώς γίνεται να ταξιδεύει στη μορφή αυτή η αλήθεια σου και να έχει απήχηση. Μόνο θάρρος μού δίνει αυτό.
Πάντως, σ’ εμάς στην Ελλάδα που είναι το μόνο μουσικό είδος που έχει επιβιώσει από τα ’80s, παρά τα σκαμπανεβάσματα του όλα αυτά ακούγονται κάπως. Το darkwave, αν θέλει κανείς να το αποκαλέσει έτσι, είναι ίσως ο πιο συνηθισμένος ήχος της εγχώριας ανεξάρτητης μουσικής σκηνής. Βέβαια, καλά γκρουπ και πρότζεκτ έβγαιναν πάντα, τα περισσότερα με εξαιρετικές δουλειές που μπορεί να αφορούσαν λίγο κόσμο, κατάφερναν όμως να ξεχωρίζουν σε κύκλους του εξωτερικού που ακούνε αυτήν τη μουσική. Επιπλέον, δημιουργούσαν και μια μικρή, αλλά ζωηρή και αξιοπρόσεκτη σκηνή που λειτουργούσε εκτός των σύγχρονων τάσεων μέχρι πρόσφατα.
Μετά την πανδημία, βέβαια, τα πράγματα άλλαξαν ριζικά και εδώ. Τα ’80s ξαναγύρισαν στην ελληνική πραγματικότητα, με ορισμένους καλλιτέχνες που τα αγκάλιασαν εκ νέου να γνωρίζουν ακόμα και «mainstream» επιτυχία και να γεμίζουν venues.
Και σίγουρα όλα αυτό το κύμα που έχει δημιουργηθεί το τελευταίο διάστημα λειτουργεί θετικά για γκρουπ όπως οι δικοί μας Kalte Nacht –κρύα νύχτα στα ελληνικά– που σε μικρό χρονικό διάστημα από τη δημιουργία τους βγήκαν εκτός συνόρων. Από τον πρώτο, ομώνυμο δίσκο που κυκλοφόρησαν το 2020, έχουν αποκτήσει ένα πιο διεθνές κοινό – στη σελίδα τους στο Βandcamp τα σχόλια είναι αποθεωτικά απ’ όλα τα μέρη της Γης, ενώ ήδη έχουν εμφανιστεί σε δύο από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ του είδους στον κόσμο, το Wave Gotik Treffen στη Γερμανία και το Sinner's Day Festival στο Βέλγιο. Πίσω από το γκρουπ είναι ο Νίκος Κωνσταντινίδης και η Μυρτώ Στύλου που γνωρίστηκαν το 2017 στην Αθήνα. Αρχικά ήταν το σόλο πρότζεκτ του Νίκου που ξεκίνησε σε ένα δωμάτιο χωρίς κάποιο συγκεκριμένο στόχο ή σκοπό πέρα την ανάγκη για έκφραση. «Λόγω αυτής της κοινής ανάγκης, ήρθαμε σε επαφή», σχολιάζουν. «Τα είπαμε, τα ήπιαμε, ακούσαμε παρέα τα πρώτα, πρώιμα κομμάτια και αποφασίσαμε να συνεχίσουμε παρέα. Λίγο αργότερα γίναμε και φίλοι. Γνωριστήκαμε καλύτερα, πιο βαθιά».
Kalte Nacht - The Last Breath
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το δεύτερο άλμπουμ τους με τίτλο «Urge» από μια γερμανική δισκογραφική, την Cold Transmission. Ακόμα πιο μεστό, δεν έχει ελληνικά κομμάτια, όπως το προηγούμενο. Φαίνεται να είναι μια πιο συλλογική προσπάθεια στην οποία δοκιμάζουν τα όριά τους, βάζουν στοίχημα με τον εαυτό τους, αν και ακόμη δυσκολεύονται να «χωνέψουν» το γεγονός ότι ο πρώτος δίσκος ταξίδεψε τόσο μακριά.
«Δεν ξέρω αν ήταν τύχη, αλλά μας έχουν έρθει πολλά πράγματα για τα οποία είμαι και θα είμαι ευγνώμων. Η κυκλοφορία μας συνέπεσε με τον Covid, κι ενώ αρχικά φοβηθήκαμε πως το άλμπουμ θα θαβόταν, όλο αυτό λειτούργησε αντίθετα και μας εξέπληξε. Λόγω του υπέροχα μονοιασμένου κοινού σε αυτό το είδος και ίσως λόγω των λιγότερων συγκροτημάτων παγκοσμίως συγκριτικά με άλλα είδη, ο δίσκος έφτασε πολύ γρήγορα, μέσω ίντερνετ κυρίως, στο εξωτερικό. Μέχρι σήμερα ούτε κι εμείς έχουμε καταλάβει πώς ταξίδεψε αυτός ο πρώτος δίσκος τόσο μακριά. Ίσως να οφείλεται και στο ότι κι άλλοι άνθρωποι έχουν συνεισφέρει κατά καιρούς σε αυτό που κάνουμε, ανεβάζοντας κατά πολύ το συνολικό αποτέλεσμα. Νομίζω πως απλώς άρχισε να διαδίδεται από από στόμα σε στόμα, και μετά άρχισαν όλα να μπαίνουν σαν κομμάτια του παζλ στη θέση τους», λέει η Μυρτώ που μπήκε σε αυτή την υποκουλτούρα λόγω του γκρουπ. Η φωνή είναι το βασικό μέσο έκφρασής της, όπως μου αναφέρει –εκτός από το τραγούδι, ασχολείται και με εκφωνήσεις ή και μεταγλωττίσεις–, και πριν από αυτό πιο πολύ την ενδιέφερε το ροκ και τα μπλουζ. Τα βαριά γκοθ φωνητικά της, που στην αρχή δεν προδίδουν ότι τραγουδάει γυναίκα, της προέκυψαν φυσικά. Δεν πάτησε σε καμία αναφορά.
«Μου κέντρισε το ενδιαφέρον η πρόταση του Νίκου και πήγα εντελώς ψηλαφιστά όταν αρχίσαμε να δουλεύουμε τα πρώτα κομμάτια, και τελικά προέκυψε αυτή η μπάσα περσόνα που ακόμα εξελίσσεται. Ήταν βέβαια και πρακτικός ο λόγος που εμφανίστηκε αυτή η μπάσα προσέγγιση στα φωνητικά, γιατί ο Νίκος είχε γράψει ήδη κάποια κομμάτια όταν συναντηθήκαμε κι εγώ, αντί να τα φέρω στους τόνους μου, δοκίμασα τους δικούς του. Το αποτέλεσμα είναι άκρως σκοτεινό και κάπως άφυλο, οπότε μου ταίριαξε πολύ και το κράτησα».
Τους ρωτάω αν πιστεύουν ότι τους έχει ωφελήσει όλη αυτή η αναβίωση. «Δεν ξέρω αν μας ωφελεί. Ίσως σε έναν βαθμό να μας ωφελεί ποσοτικά, ίσως μας ανοίγει πόρτες και μέρη που υπό άλλες συνθήκες δεν θα άνοιγαν ποτέ. Ωστόσο, αυτοί που είναι εκεί για να μείνουν, τελικά θα μείνουν. Ή ας φύγουν κι αυτοί, για να έρθουν άλλοι. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, προχωράμε», σχολιάζει ο Νίκος.
«Σίγουρα, σε έναν βαθμό, και θα συμφωνήσω απόλυτα με τον Νίκο εδώ», προσθέτει η Μυρτώ. «Ταυτόχρονα, δεν έχει απολύτως καμία σημασία. Γιατί ποιος ξέρει; Μπορεί αύριο να μας πάνε και προς άλλα μέρη οι Kalte Nacht. Το βλέπω ως μια δυναμική διαδικασία και όχι τόσο ως γραμμική πορεία. Προς το παρόν, κινούμαστε στο ευρύτερο πλαίσιο του είδους. Θα δείξει. Το να δοκιμάζουμε συνεχώς τα όρια και να ξεβολευόμαστε, για μένα αυτό έχει σημασία πάνω απ’ όλα. Από πολύ νωρίς ήμασταν τυχεροί που πήραμε ένα πολύ ζεστό feedback γι’ αυτό που κάνουμε από την Ελλάδα αλλά κυρίως από το εξωτερικό.
Kalte Nacht - Runaway
Το κοινό μας βρίσκεται παντού και είναι υπέροχο αυτό: Γερμανία, Αμερική, Τουρκία, Μεξικό, Ρωσία, Αγγλία, Τσεχία, Πορτογαλία, Ισπανία, Γαλλία. Η αφοσίωση της σκηνής αυτής είναι κάτι που δεν έχω ξανασυναντήσει και μου φαίνεται απίστευτο ως συνθήκη. Λαμβάνουμε συχνά μηνύματα απ’ όλο τον πλανήτη για τη μουσική μας, και ακόμα και σήμερα δεν το πιστεύω πώς γίνεται να ταξιδεύει στη μορφή αυτή η αλήθεια σου και να έχει απήχηση. Μόνο θάρρος μού δίνει αυτό. Είναι τόσο σημαντικό για τη δημιουργική διαδικασία ενός συγκροτήματος ή καλλιτέχνη να λαμβάνει αυθεντική υποστήριξη από τον κόσμο που τον ακούει, κι ας το παραβλέπουμε συχνά. Γιατί με άλλο απόθεμα θα κάτσεις να συνθέσεις ή να σχεδιάσεις ένα live όταν έχεις νιώσει έστω και λίγο αποδεκτός –πόσο μάλλον όταν είσαι απόλυτα εσύ μέσα σ’ αυτό που προβάλλεις– και με άλλο όταν δεν έχεις καμία ή ελάχιστη ανταπόκριση».
Και για να γυρίσουμε στα δικά μας θα άλλαζαν κάτι στην εγχώρια σκηνή; Σύμφωνα με τον Νίκο, «αυτό που θα αλλάζαμε είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζονται οι local μπάντες από ένα μεγάλο ποσοστό των venues. Χρειάζονται περισσότερο σεβασμό, να ακουστούν, να τους δοθούν ισότιμες ευκαιρίες και να μη θεωρούνται αναλώσιμες, κομπάρσοι. Βέβαια, αυτό είναι κάτι το οποίο οι ίδιες οφείλουν να διεκδικήσουν».