Ένα από τα καλύτερα εγχώρια άλμπουμ που κυκλοφορούν φέτος είναι το «Diving» του MC Yinka. Ένα άλμπουμ-έκπληξη που κάνει μια χορευτική βουτιά στα βαθιά του grime και της κουλτούρας του μπάσου, δοσμένο, όμως, με πιο φρέσκια ματιά και με την προσωπική σφραγίδα του δημιουργού του. Ασταμάτητα χορευτικό στα 30 λεπτά που διαρκεί, μοιάζει με ιδανικό σάουντρακ ή το τέλειο σετ για μια νυχτερινή έξοδο σε κάποιο μπαρ ή κλαμπ.
Τo «Diving» είναι το έκτο σόλο άλμπουμ του και το πρώτο που έχει κυκλοφορήσει ποτέ σε βινύλιο από τη Mind The Wax. Είναι ενθουσιασμένος γι’ αυτό όταν τον συναντώ σε ένα καφέ στην Κυψέλη. Το αποτέλεσμα δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από δουλειές του εξωτερικού, μάλιστα δεν καταλαβαίνεις, αν δεν δεις τα credits, ότι πρόκειται για τη δουλειά ενός Αφροέλληνα. Επιπλέον, λειτουργεί ως το απόλυτο άνοιγμα για όποιον θέλει να εντρυφήσει στον συγκεκριμένο ήχο.
Και για να είμαι ειλικρινής, δεν κυκλοφορούν συχνά τέτοιες δουλειές στην Ελλάδα, κυρίως επειδή αυτή η σκηνή −που δημιουργήθηκε στις αρχές των ‘00s στη Βρετανία ως μετεξέλιξη του UK Garage− δεν είναι τόσο διαδεδομένη εδώ και παρόλο που είχε μεγάλο κοινό για κάποια περίοδο, δισκογραφικά τουλάχιστον είχαμε ελάχιστα δείγματα από Έλληνες μουσικούς. Για τον MC Yinka aka Μανώλη Αφολάνιο, όμως, όπως μου λέει, είναι μια επιστροφή σε όσα άκουγε όταν μεγάλωνε στα ’90s σε μια Αθήνα εντελώς διαφορετική από τη σημερινή.
Εδώ δεν είμαστε σε αυτήν τη φάση. Είμαστε στην Κυψέλη είμαι ένας Αφροέλληνας τραγουδιστής και περφόρμερ επηρεασμένος από αυτόν τον ήχο. Το έκανα ως Αφροέλληνας εδώ στην Κυψέλη και ως μέλος μιας σκηνής η οποία ειναι αυτή που είναι. Θέλω να βγει η ποιότητα, το vibe του grime πάνω από όλα.
«Πάντα είχα αγάπη γι’ αυτόν τον ήχο και ουσιαστικά κάπως έτσι ξεκίνησα να κάνω ραπ και να μπαίνω σε αυτήν τη φάση, από το drum ’n’ bass πιο πολύ», αναφέρει. Μου απαριθμεί έναν καταιγισμό ονομάτων που άκουγε τότε και γίνεται ξεκάθαρο ότι είναι από τις πιο αγαπημένες του μουσικές. «Από το ‘98 βρισκόμουν με έναν DJ φίλο από το σχολείο και ακούγαμε κασέτες από τους DJ Hype, DJ Zinc και MCs όπως ο συγχωρεμένος ο Conrad που πέθανε τώρα και λυπήθηκα, ρε γαμώτο. MC GQ, Stamina, κάπως έτσι μπήκα στον urban ήχο και στη φάση αυτή. Και μετά ήρθε το χιπ χοπ και το ελληνόφωνο, αλλά πάντα γούσταρα αυτά τα bpm: τα 140 bpm του dubstep αλλά και του steppers dub και επίσης έπαιζα και στους Direct Connection στις αρχές-μέσα των ‘00s. Έπαιζα μπάσο, τους έκανα φωνητικά και παίζαμε drum ‘n’ bass, dubstep. Ήταν μια μπάντα κάπως πρωτοπόρα σε αυτόν τον ήχο εδώ. Όταν διαλυθήκαμε, δεν υπήρχε κάποιος άλλος να τον συνεχίσει. Υπάρχουν μπάντες που παίζουν dub, όπως ειναι οι Raw Duck, αλλά όχι ακριβώς το ίδιο. Έπαιζα και σε drum ‘n’ bass και σε dubstep πάρτι παράλληλα με το χιπ χοπ. Γενικά έχω κάνει διάφορα, από φανκ, από χιπ χοπ και από σόουλ. Είμαι μέσα σε πολλά είδη, έτσι έχει κάτσει, καλώς η κάκως. Πάντοτε, όμως, γούσταρα να κάνω κάτι σε grime».
Για την παραγωγή του δίσκου συνεργάστηκε με μερικούς από τους πιο σύγχρονους Έλληνες παραγωγούς, τους: dj booker, GHETTO ROCK, Digital Monk, AJ_808, Dj Cron, wosui, Gio Melody και VoxPopuli (με τη σειρά που τους ακούμε στον δίσκο).
«Τα κομμάτια είναι 10 και οι παραγωγοί είναι 8. Όταν ένας MC δουλεύει με πολλούς παραγωγούς, μπαίνει σε μια διαδικασία curation, σαν να κάνει ο ίδιος επιμέλεια στον ήχο. Είναι όλοι τους παραγωγοί με τους οποίους έχω συνεργαστεί και ξέρω ότι βγάζουν αυτό τον ήχο. Είναι στον κύκλο μου, έχουν την εκτίμησή μου καλλιτεχνικά και έχουμε την ίδια κοινωνικοπολιτική συνείδηση».
Η αρχή του δίσκου έγινε τυχαία με κάποια beats που του έστειλε ο wosui το 2017 και έτσι έγινε το «Playing with time». Ήρθε η πρώτη καραντίνα και μετά η δεύτερη, τότε έστησε τα πρώτα 5-6 κομμάτια και μαζί με κάποια άλλα, που έγραψε πιο πρόσφατα, δημιουργήθηκε το «Diving». Το griming είναι βασισμένο σε ένα παλιό κομμάτι που έκανε με τον DJ Cron, το «Radical Breaks», μόνο που εδώ το remix του έχει αναλάβει ο Vox Populi. Δεν ραπάρει, όμως, μόνο στο άλμπουμ, τραγουδάει κιόλας, μην ξεχνώντας και τις μελωδικές του καταβολές – τα τελευταία χρόνια εργάζεται ως δάσκαλος φωνητικής.
Ο Yinka έχει πολλά κομμάτια στο συρτάρι και άλλα, διάσπαρτα στο YouTube, σκέφτεται κάποια στιγμή να τα κυκλοφορήσει. Ετοιμάζει ήδη ένα ακόμη άλμπουμ, ελληνόφωνο αυτήν τη φορά, ενώ έχει στα σκαριά και μια συνεργασία με τον αδελφό του. Αν και δεν περίμενε να κάνει ένα αγγλόφωνο άλμπουμ, του ήρθε φυσικά. Ως έμπνευση για το «Step Up», το κομμάτι που ανοίγει τον δίσκο, μου αναφέρει το «Shutdown» του Skepta και τους MCs του Top Boy.
«Ξέρεις, ως Αφροευρωπαίος μπορεί να κάνω πολύ relate με αυτόν ήχο και θα μπορούσα να κάνω ελληνόφωνο, αν ήθελα. Με τους ελληνικούς στίχους εκφράζομαι, αλλά το γυρνάω καμιά φορά στους αγγλικούς όταν είναι να παίξω σε ένα πάρτι ή σε κάποιο live. Υπάρχει μια αγγλόφωνη σκηνή στην τραπ και καλλιτέχνες όπως ο Mous ή o Kareem, αλλά εγώ είμαι και μεγαλύτερος από αυτούς και θέλω να δείξω ότι είμαι ένας MC καλλιτέχνης που έχει κάποιες ρίζες. Μπορεί να με ακούσεις, π.χ., να κάνω ένα κομμάτι με τον Πλιάτσικα και τους Imam Baildi, αλλά δεν είμαι μόνο αυτό. Το κάθε κομμάτι στιχουργικά, πέρα από το “Twilight”, δείχνει μια κατάσταση, ότι είσαι σε ένα στάδιο μεταβατικό, στη ζώνη του λυκόφωτος, ανάλογα με το vibe που βγάζει. Ένα vibe από το οποίο μπορείς να πάρεις πολλά πράγματα αλλά ταυτόχρονα σε παρασύρει. Αυτό είναι η δουλειά αυτή. Γι’ αυτό την ονόμασα έτσι, λόγω μιας νοσταλγίας για εκείνη την εποχή αλλά και για το τι skills μπορώ να βγάλω σε κάθε κομμάτι, επειδή μέσα στα χρόνια έχω έρθει σε επαφή με πολλές μουσικές και θέλω κάπως να φαίνεται η επιρροή του ρέγκε, του r’n’ b, του raga, σε ένα πιο φρέσκο setting. Μου έλεγαν ότι δεν παίζει πολύ αυτός ο ήχος, αλλά ο δίσκος δεν είναι μόνο αυτό».
—Γιατί πιστεύεις ότι αυτή η σκηνή δεν έχει ευδοκιμήσει τόσο εδώ;
Έχω προλάβει τη σκηνή του Άλσους λίγο πριν κλεισει το ‘97. Την πέτυχα στα 18-19. Τότε είχε τρία stages που έπαιζαν psychedelic trance, techno και drum’n’bass. Αργότερα στα ‘00s έγινε ένα μπαμ με το dubstep, αλλά κάποια στιγμή έγινε πολύ mainstream και εκεί κάπου έφυγε ο κόσμος, όταν έγινε trend. Κάποια πιο ποιοτικά act, όπως ο Mala ή ο Benga, δεν πολυέκατσαν εδώ και δεν υπήρξε κανείς να το συνεχίσει. Δεν ξέρω για ποιον λόγο έγινε αυτό. Ίσως επειδή έγινε αυτό που έγινε με το psychedelic trance, έναν πιο εξειδικευμένο ήχο. Mάλλον επειδή είναι και ένας ήχος πολύ Jamaican affected.
Όλα αυτά τα στυλ έχουν βγει από την Αγγλία, όπου είχαν πάει μετανάστες από την Καραϊβική και έκαναν τις παραγωγές τους. Υπήρχε dancehall σκηνή στα ‘80s, μετά από αυτή ξεπήδησε το jungle, μετά το drum ‘n’ bass και μετά το dubstep. Επίσης θεωρώ ότι τον ήχο αυτόν τον κρατάνε πλέον ελάχιστοι εδώ. Τότε, στις αρχές των ‘00s, υπήρχε μια σκηνή, τα πάρτι στο Bios. Ήξερες ότι θα πας και θα ακούσεις αυτά τα πράγματα, π.χ., στο braff, αλλά στη συνέχεια τα μαγαζιά δεν υποστήριξαν αυτήν τη φάση. To six dogs στην αρχή, αλλά το γύρισε στο τέκνο. Πλέον όμως δεν υπάρχει γενικά clubbing όπως παλιά στην Αθήνα. Σε πολλά μαγαζιά ο κόσμος δεν πάει για να χορέψει. Επιλέον, το grime δεν είχε ποτέ τόσο hype. Ήταν ένα αρκετά αγγλικό φαινόμενο. Μετά το drill έγινε πιο παγκόσμιο με τον Pop Smoke που πέθανε και πλέον μπορείς να πεις ότι ξεκίνησε από τον αμερικανικό Νότο, δεν έχει ρίζες μόνο στην Αγγλία. Έγινε παράλληλα το πράγμα.
Εγώ πρώτη φορά το άκουσα από Ολλανδούς που φόραγαν full face και νόμιζα ότι είναι grime, αλλά μου είπαν ότι είναι drill. Και ράπαραν καφρίλες για σκοτωμούς και συμμορίες και σκληρές καταστάσεις. Εδώ δεν είμαστε σε αυτήν τη φάση. Είμαστε στην Κυψέλη είμαι ένας Αφροέλληνας τραγουδιστής και περφόρμερ επηρεασμένος από αυτόν τον ήχο. Το έκανα ως Αφροέλληνας εδώ στην Κυψέλη και ως μέλος μιας σκηνής η οποία ειναι αυτή που είναι. Θέλω να βγει η ποιότητα, το vibe του grime πάνω από όλα. Επομένως, το άλμπουμ είναι πιο κοντά στον κόσμο που ακούει urban μουσική, θα το εκτιμήσει και αυτός που ακούει τραπ, τεκνο, χιπ χοπ − θα το συνδέσει με το drill, αλλά είναι στο πλαίσιο του urban ήχου για μένα.
— Κατά την άποψή σου, η τραπ έκανε τελικά καλό στη φάση γενικότερα;
Η τραπ πιστεύω ότι έκανε καλό στην ελληνική σκηνή. Στιχουργικά μπορώ να πω ότι δεν τρελαίνομαι, αλλά η μουσική και παλιότερα είχε αυτές τις θεματικές. Αναπαρήγαγε δηλαδή σεξιστικά και πατριαρχικά μοτίβα, νεοπλουτισμό, ναρκοκουλτούρα, πάντα υπήρχε αυτό το πράγμα, είτε στο ροκ είτε στο ρεμπέτικο, ακόμη και στην ποπ. Το θέμα είναι ότι επειδή η νεολαία δεν έχει αυτήν τη μουσική παιδεία ίσως επηρεαστεί περισσότερο και αυτό καθιστά αυτήν τη μουσική επικίνδυνη. Τώρα, όσον αφορά τον αντίκτυπο και το πώς έγινε αυτό το πράγμα, έγινε εντελώς DIY, και αυτό ειναι θετικό. Οι ράπερ έπαιρναν μια κάρτα ήχου, έπαιρναν ένα μικρόφωνο, έγραφαν και μίξαραν στο σπίτι τους, το ανεβάζαν στο YouTube και γινόταν clout.
Μετά έσκασαν οι εταιρίες ετεροχρονισμένα, αλλά ό,τι κάνανε το κάνανε με δικούς τους όρους. Δες τον Λεξ. Δεν ήταν ποτέ ο σταρ MC στο crew στο οποίο ήταν. Έβγαλε αυτό τον δίσκο με πολλές εικόνες από τη Θεσσαλονίκη και ήταν άμεσος, μπορούσες να ταυτιστείς. Τα έλεγε με έναν απλό τρόπο και μπορούσε να τραγουδήσει ο καθένας μαζί του. Έχει ένα περιεχόμενο που δουλεύει με το μήνυμα, λέει μια ατάκα και βγάζει ένα σωρό εικόνες και ή το νιώθεις ή δεν το νιώθεις, αλλά οι πιο πολλοί το νιώσανε. Πιστεύω ότι ήταν και το σάουντρακ της καραντίνας και προσθέτει και αυτή η περιθωριακή αισθητική που μοιάζει σαν να βγαίνει από το ροκ των ‘80s, τύπου Άσιμου και Σιδηρόπουλου.
— Πώς βλέπεις τη σκηνή σήμερα;
Η σκηνή είναι στα καλύτερά της. Πριν από τριάντα χρόνια με TXC και FFC ήταν μια κατάσταση πολύ μικρή. Τώρα βλέπεις μια σκηνή στην οποία ο πιο κοινωνικοπολιτικός ράπερ γεμίζει γήπεδα, και το ίδιο κάνει και ο εμπορικός. Πολλοί από αυτούς τους ράπερ μπορεί να σχετίζονται. Είναι μια πλήρης σκηνή, η οποία −σου αρέσει ή δεν σου αρέσει− αυτό είναι, και αυτό έχει να κάνει με την πολυπολιτισμικότητα και με τον πλουραρισμό των προσωπικοτήτων που δρουν μέσα σε αυτή. Από την άλλη, όταν εκτίθεσαι, θα κριθείς για το έργο σου. Αν είναι εντελώς τοξικό, προβληματικό, πρέπει να περιμένεις το κράξιμο. Επίσης, πλέον δεν υπάρχει αυτό το πράγμα του MC σαν να κάνει το αγροτικό του, να περάσει δηλαδή από τα καταγώγια να κάνει freestyle.
Βλέπω άτομα που αμέσως θέλουν να μπουν στα streams επειδή βλέπουν καλλιτέχνες που έχουν γίνει έτσι. Μπορεί να έχουν ταλέντο, αλλά δεν έχουν διανύσει μια πορεία, π.χ., τον Light τον ξέρανε όλοι στη Θεσσαλονίκη, ήταν ο πιτσιρικάς της φάσης. Ήρθε, π.χ., τις προάλες ένα crew για μαθήματα φωνητικής, είχαν ο καθένας την ειδικότητά του και ήθελαν να βρουν έναν παραγωγό για να μπουν αμέσως στα social media. Αυτή είναι η Gen Z φαση. Όταν ήμουν πιο πιτσιρικάς, δεν μπορούσες να σκάσεις ως MC από το πουθενά. Αυτή είναι η εποχή.
— Θα άλλαζες κάτι;
Δεν είμαι ο τύπος που θέλει να αλλάξει κάτι. Είμαι ο τύπος που παρατηρώ κάτι και βλέπω την εξέλιξή του, καλή ή κακή. Το θέμα είναι τι κάνει κάποιος βλέποντας όλο αυτό το πράγμα. Αν μπορεί, π.χ., να ακολουθήσει τους ρυθμούς όντας ένας MC που έχει μάθει εδώ και πάρα πολλά χρόνια να λειτουργεί αλλιώς και τώρα πρέπει να μάθει να λειτουργεί με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο και να μαθεί πώς μπορεί να γίνει relevant με τα σύγχρονα δεδομένα. Αυτοί είναι δικοί μου προβληματισμοί. Προσωπικά, προσπαθώ να έχω μια αξιοπρέπεια και να κάνω πράγματα που εμένα με εκφράζουν και να προκαλώ με τον δικό μου τρόπο, χωρίς να ειναι αυτοσκοπός αυτό το τελευταίο.