Ο Κοκομπίλ υπήρξε αυτό που λέει ο τίτλος, ένα μυθικό κόμικ. Νομίζω, δε, πως δεν υπάρχει άλλο, που να μπορεί να συναγωνιστεί τον θρύλο του –τουλάχιστον για τα παιδιά, που μεγάλωναν στα σέβεντις– και οι λόγοι είναι πολλοί. Θα τους δούμε σιγά-σιγά...
Κατ’ αρχάς να πω πως ο Κοκομπίλ ήταν δημιούργημα του μεγάλου ιταλού σκιτσογράφου, γελοιογράφου και κομίστα Benito Jacovitti (1923-1997) και πως στα ιταλικά γραφόταν Cocco Bill (προφερόταν δε Κόκ-κο Μπιλ). Το κόμικ θα εμφανιζόταν για πρώτη φορά στις 28 Μαρτίου 1957 στο νεανικό περιοδικό “Il Giorno dei Ragazzi”, που επισυναπτόταν κάθε Πέμπτη με τη μιλανέζικη εφημερίδα “Il Giorno”, για να μεταφερθεί, στην πορεία, στο ιστορικό κόμικ περιοδικό “Corriere dei Piccoli” την 1η Δεκεμβρίου 1968.
Στην Ελλάδα ο Κοκομπίλ σκάει σαν βόμβα –λίγο μέρες πριν από τη Μεταπολίτευση σε μια πολύ ταραγμένη εποχή– από τις εκδόσεις του Στέλιου Ανεμοδουρά (Μικρός Ήρως, Μπλεκ, Ζαγκόρ, Όμπραξ κ.λπ.). Η χούντα παραπαίει, η ακρίβεια έχει καθηλώσει τα νοικοκυριά, ενώ το «κυπριακό» βρίσκεται σε μια πολύ κρίσιμη φάση, με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο να συντάσσει επιστολή προς τον τότε «πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας» στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη (2 Ιουλίου 1974), διαμαρτυρόμενος, βασικά, για τους χειρισμούς τής «ελληνικής κυβερνήσεως».
Ο Κοκομπίλ πορεύεται μέσα σ’ αυτό το σκηνικό, και στο μυαλό των παιδιών της εποχής, και βεβαίως στο δικό μου, όλες αυτές οι φοβερές εξελίξεις έχουν συνδεθεί με τον ήρωα του Jacovitti. Πρώτο τεύχος Κοκομπίλ σημαίνει τα τραγικά γεγονότα στην Κύπρο και τη μετάβαση από τη χούντα στη δημοκρατία, στην Ελλάδα.
Στις 13 Ιουλίου 1974 κυκλοφορεί το πρώτο ελληνικό τεύχος του Κοκομπίλ, δύο μέρες αργότερα γίνεται το πραξικόπημα στην Κύπρο, μια βδομάδα πιο μετά, στις 20 Ιουλίου, εισβάλλουν οι Τούρκοι στη μεγαλόνησο και 11 μέρες αργότερα, από την έκδοση του τεύχους, στις 24 Ιουλίου, πέφτει η χούντα και έρχεται ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ο Κοκομπίλ πορεύεται μέσα σ’ αυτό το σκηνικό, και στο μυαλό των παιδιών της εποχής, και βεβαίως στο δικό μου, όλες αυτές οι φοβερές εξελίξεις έχουν συνδεθεί με τον ήρωα του Jacovitti. Πρώτο τεύχος Κοκομπίλ σημαίνει τα τραγικά γεγονότα στην Κύπρο και τη μετάβαση από τη χούντα στη δημοκρατία, στην Ελλάδα.
Γύρω από ’κείνο το πρώτο τεύχος, της 13ης Ιούλη του ’74, έχω ακούσει μέσα στα χρόνια διάφορους μύθους (που ίσως να μην είναι και τόσο μύθοι τελικά). Ένας λέει πως πολλά αντίτυπα είχαν φορτωθεί στα καράβια, για να διανεμηθούν στα νησιά, και πως, τέλος πάντων, θα τα προλάβαινε η επίταξη (των καραβιών), λόγω της επιστράτευσης της 20ης Ιουλίου, με αποτέλεσμα τα αντίτυπα να χαθούν.
Ένας άλλος μύθος λέει πως το πρώτο τεύχος του Κοκομπίλ κακόπεσε, ξανά λόγω της επιστράτευσης. Όταν οι πατεράδες ντύνονταν στα χακί για να πάνε στην Κύπρο οι μανάδες, πίσω, δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο την έλλειψη του μεροκάματου (τότε οι περισσότερες γυναίκες δεν δούλευαν), αλλά και την οικονομική κρίση, που μάστιζε τη χώρα. Έτσι, το 25άρι που κόστιζε ο Κοκομπίλ ήταν πολυτέλεια.
25άρι; Ναι. Η τιμή αυτή ήταν πολύ ακριβή, για την εποχή. Αρκεί να πω πως ο «Μεγάλος Μπλεκ», που ήταν λίγο μικρότερος σε μέγεθος από τον Κοκομπίλ, κόστιζε τότε 12 δραχμές (χωρίς να είναι έγχρωμος βέβαια), ενώ και το μεγάλο «Μίκυ» είχε ένα δεκάρικο.
Γιατί ήταν τόσο ακριβός ο Κοκομπίλ; Προφανώς γιατί ήταν ακριβά τα δικαιώματα, επίσης επειδή ήταν μεγάλου μεγέθους (22,5 cm Χ 28,6 cm) και 52 σελίδων, και κυρίως γιατί ήταν έγχρωμος (εξαιρουμένων των σελίδων 2 και 51, που ήταν στο γνωστό πορτοκαλί χρώμα των τότε κόμικς).
Η ακριβή τιμή πρέπει να ήταν κι ένας από τους λόγους, που δεν μακροημέρευσε το περιοδικό –υπήρχαν κι άλλοι–, αν και ακούγεται και η άποψη πως το αρχικό συμβόλαιο με τους Ιταλούς του Eurostudio (Μιλάνο) αφορούσε μόνο για δέκα τεύχη. Σε κάθε περίπτωση το δέκατο και τελευταίο τεύχος του Κοκομπίλ, θα κυκλοφορούσε τον Απρίλιο του 1975.
Το πρώτο τεύχος του Κοκομπίλ, που μας ενδιαφέρει εδώ, κυκλοφορεί όπως προείπα στις 13 Ιουλίου του ’74, έχοντας τίτλο «Οι Τρομεροί 7». Το εξώφυλλο... σουρεαλιστικό. Ο καουμπόι Κοκομπίλ δεν καπνίζει, αλλά καπνίζει το άλογό του, ο Αργοπόδης! Η ουρά του αλόγου είναι... made in Japan και πάνω της στέκεται ένα ψάρι. Ένα οδικό τρίγωνο κρέμεται από τη σέλα του Κόκο, ένα ζάρι κείται λίγο παραπέρα, ενώ ένα κομμένο σαλάμι είναι πεταμένο στο έδαφος. Σίγουρα εδώ κάτι συμβαίνει... Κάτι χιουμοριστικό και ανατρεπτικό συνάμα. Με το που άνοιγες το τεύχος, στη σελίδα 2, διάβαζες το εξής κείμενο:
«Ο Κοκομπίλ, εκπληκτικό δημιούργημα του μεγαλύτερου γελοιογράφου της Ιταλίας, του ΓΙΑΚΟΒΙΤΙ, είναι μια παρωδία “καλού πιστολέρο” του Φαρ Ουέστ, που κάνει την Ευρώπη να ξεκαρδίζεται στα γέλια με τις απίθανες περιπέτειές του! Οι νευρολόγοι συνιστούν ΚΟΚΟΜΠΙΛ στους ασθενείς τους, γιατί τους γιατρεύει με την... γελωτοθεραπεία! Οι δάσκαλοι και οι παιδαγωγοί τον συνιστούν στα παιδιά, γιατί τα ξεκουράζει και τους δίνει όρεξη για μελέτη! Οι γεροντολόγοι τον συνιστούν στους ηλικιωμένους, γιατί με το γέλιο τούς ανανεώνει, τους γεμίζει αισιοδοξία και τους παρατείνει τη ζωή! Τέλος, οι κοινωνιολόγοι και οι ψυχολόγοι συνιστούν ΚΟΚΟΜΠΙΛ σ’ όλους ανεξαιρέτως, μικρούς και μεγάλους, γιατί τους χαρίζει το αλάτι της ζωής, το κέφι, που τόσο σπάνιο έχει γίνει στην εποχή μας! Πιστεύουμε ότι με την έκδοση του ΚΟΚΟΜΠΙΛ στην Ελλάδα παρέχουμε στον τόπο μας μια κοινωνική υπηρεσία, προσφέροντας στους συμπολίτες μας –και στον εαυτό μας!– τη χαρά! Μην ξεχνάτε, λοιπόν, να προμηθεύεστε κάθε μήνα τον ΚΟΚΟΜΠΙΛ σας και να κάνετε την... Κοκομπιλοθεραπεία σας! Κυκλοφορεί στις 13 κάθε μηνός... Θα απορήσετε: Γιατί στις 13; Θα απαντήσουμε: Γιατί όχι; Πάντως, αν θέλετε, πάρτε το και σαν αντίδραση στην κακομοιριά και την απαισιοδοξία! Κάτω η γρουσουζιά! Ζήτω το κέφι και η αισιοδοξία!».
Στα πρώτα δύο πλαίσια με κείμενο, του τεύχους #1 του Κοκομπίλ, διαβάζεις: «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο ήρωας Κοκομπίλ, γρήγορος στο πιστόλι και μανιώδης... χαμομηλάκιας! Όλοι οι παράνομοι του Φαρ Ουέστ έτρεμαν στο άκουσμα του ονόματός του... Μια ανοιξιάτικη μέρα ο Κοκομπίλ και ο Αργοπόδης (Αργοπόδης είναι το άλογο) τραβούν κατά την πόλη που γράφει η πινακίδα...». Είναι η... Ciattanuga Ciu’ Ciu’ και στο εν λόγω καρέ πέφτουν και τα δύο πρώτα «συννεφάκια». Στο ένα μιλάει ο Κοκομπίλ... «Φτάνουμε!» και στο δεύτερο ο Αργοπόδης... «Κιόλας;»! Γύρευε πόσες ώρες ταξίδευαν... Τα πρώτα χαμόγελα πέφτουν ήδη από το ξεκίνημα.
Ο Κοκομπίλ ταξιδεύει ώρες, πεινάει και σκοτώνει ένα ορτύκι, για να φάει. Ξάφνου έρχεται ένας Ινδιάνος και ζητάει πίσω το ορτύκι από τον Κοκομπίλ, γιατί ήταν δικό του θήραμα, όπως ισχυριζόταν. Ο Ινδιάνος επιμένει και γίνεται κολλιτσίδα στον Κόκο. Ο Αργοπόδης γελάει με το πάθημα του αφεντικού του. Ο Κόκο τσαντίζεται και λέει στον Αργοπόδη πως αν συνεχίσει να μην τον σέβεται θα τον... υποβιβάσει σε γαϊδούρι! Ένα δάκρυ κυλάει από τα μάτια του Αργοπόδη...
Το σενάριο είναι πολύ ωραίο, η πλοκή σύνθετη, με πολλά πρόσωπα, τα πλαίσια πηγμένα, οι διάλογοι πολλές φορές είναι σουρεαλιστικοί, όπως βεβαίως και οι ενέργειες των ηρώων, και κυρίως τα αποτελέσματά τους, που συχνά δεν ανταποκρίνονται σε καμία λογική, ενώ και το κάδρο έχει διάφορα παράλογα, που αξίζει να τα προσέχεις γιατί και αυτά βγάζουν γέλιο.
Βλέπεις, για παράδειγμα, συνεχώς κομμένα σαλάμια στους δρόμους, σκουλήκια να σέρνονται φορώντας καπέλα, ψάρια που έχουν χαθεί στη στεριά, μολύβια και κομμένα δάχτυλα να ξεπετάγονται από το χώμα και ταμπέλες – διάφορες ταμπέλες, που παίζουν το δικό τους ρόλο. Πέρα λοιπόν από τους ξεκάρφωτους... ηλεκτρικούς σηματοδότες κυκλοφορίας, λίγο έξω από την Ciattanuga Ciu’ Ciu’, υπάρχουν ταμπέλες, κρεμασμένες ή χωμένες στο χώμα, που γράφουν... «απαγορεύεται το διάβασμα εδώ», «τι έντονη ζωή παιδιά!», «μην κόβετε τους κάκτους», αλλά και «μη πατάτε τους κάκτους», ενώ βλέπουμε ακόμη και το «σκέψου πριν αγοράσης» (το γνωστό σλόγκαν της χούντας, που βεβαίως περιπαίζεται).
Με δυο λόγια η υπόθεση. Ο Κοκομπίλ με τον Αργοπόδη περιφέρονται ασκόπως στο Φαρ Ουέστ και λίγο έξω από την Ciattanuga Ciu’ Ciu’ δοκιμάζονται σε μία φάση ληστείας τραπεζικής άμαξας, την οποία έχουν στήσει κακοποιοί, αλλά μετά από κάποια παρεξήγηση, εκείνοι που θα συλλαμβάνονταν από τις αρχές είναι ο Κοκομπίλ και το άλογό του. Άλλο που δεν θέλανε ο διεφθαρμένος δήμαρχος, ο υποστατικός του σερίφης και το πρωτοπαλίκαρο της Τσατανούγκα, ο απίστευτος Σκληρούτσικος –που χτυπάει με την παλάμη του ένα κρανίο, το οποίο, λες και είναι πλαστικό, αναπηδά σαν μπάλα μπάσκετ(!) και που ιππεύει σιαμαίο άλογο(!), με δυο κεφάλια και οκτώ ποδάρια(!)–, για να βγάλουν από την μέση τον Κοκομπίλ, ο οποίος είναι ο φόβος και ο τρόμος των ληστών και των παρανόμων.
Ο Κοκομπίλ πρόκειται να αθωωθεί στη δίκη που θα γίνει, και γι’ αυτό οι αρχές της πόλης σκέφτονται να απαλλαγούν από ’κείνον πριν δικαστεί. Γι’ αυτό απευθύνονται στους 7 Κούκνας Μπρόδερς, στους επτάδυμους αγροίκους πιστολάδες, που λύνουν και δένουν στην περιοχή, έχοντας όλοι την ίδια φάτσα, αλλά ζωγραφισμένη αυτή με διαφορετικά χρώματα (καφετί, άσπρο, πράσινο, μαύρο, κίτρινο, θαλασσί και κόκκινο). Τα ίδια, δε, χρώματα έχουν και τα άλογά τους, τα πιστόλια τους, οι σφαίρες που ρίχνουν κτλ. Ο Κοκομπίλ με τον Αργοπόδη (που, αν και άλογο, έχει ανθρώπινη νοημοσύνη, βλέπει όνειρα, καπνίζει κ.λπ.), μέσα από ένα μπαράζ, αστείρευτων σκηνών δράσης, γέλιου και παράλογου χιούμορ, που διαδραματίζονται σε σαλούν, ξενοδοχεία και ύπαιθρο, θα απαλλάξει την πόλη από τον λωποδύτη δήμαρχό της και τους επτάδυμους κακοποιούς, φέρνοντας την ηρεμία στην Ciattanuga Ciu’ Ciu’. Στο τελευταίο καρέ ο Κοκομπίλ, χαμογελαστός, κάνει «σχοινάκι» πάνω στο άλογό του, με τον Αργοπόδη να πηδάει, στο σωστό χρόνο...
Ο Κοκομπίλ δεν όφειλε πολλά μόνο στο πυκνό και εντελώς προχωρημένο σχέδιο του Jacovitti, αλλά και στις ωραίες μεταφρασμένες λεζάντες της Ελένης Ντέκα, που κατορθώνουν να μεταφέρουν όλη τη σπιρτάδα του πρωτότυπου κειμένου.
Ο Κοκομπίλ του Jacovitti, εν τω μεταξύ, δεν έχει καμία σχέση με τον άλλο διάσημο καουμπόι της εποχής, τον Λούκυ Λουκ του Morris. Τα Λούκυ Λουκ μπορούσες να τα διαβάσεις πολύ πιο εύκολα, όντας πιο κατανοητά από τα δεκάχρονα ή τα δωδεκάχρονα παιδιά – με τα καρέ τους να είναι πολύ πιο απλά, χωρίς δεύτερα και τρίτα επίπεδα. Αντιθέτως τα καρέ του Κοκομπίλ είναι φισκαρισμένα σε «σημασίες», τις οποίες ένα παιδί των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού δύσκολα θα αποκρυπτογραφούσε και από ’κει και πέρα θα απολάμβανε. Το καρέ του Jacovitti δεν έχει κενά. Ο ιταλός σκιτσογράφος εκμεταλλεύεται κάθε τετραγωνικό χιλιοστό, για να «χώσει» κάτι από τον ήχο μιας γροθιάς, αστεράκια, άναρθρες κραυγές ή ό,τι άλλο. Οι δε λεζάντες του είναι και αυτές πυκνές – καμιά φορά δε και τα καρέ του, που μπορεί να φθάσουν μέχρι και 15 ανά σελίδα, ενώ σ’ ένα μεγάλο καρέ, με άπειρη σχεδιαστική απεικόνιση, μπορεί να υπάρχουν μέχρι και 15 «συννεφάκια» με λόγια.
Θυμάμαι πως ως παιδιά, πολλές φορές, διαβάζαμε τον Κοκομπίλ κάπως... περιγραφικά. Κοιτάζαμε περισσότερο τις εικόνες, που έβγαζαν το πολύ γέλιο και αφήναμε τα «συννεφάκια» με τις λεζάντες πιο πίσω, για να επανέλθουμε αργότερα. Ήταν δύσκολο, δηλαδή, να διαβάζεις ταυτόχρονα και το κείμενο και να βλέπεις το κάδρο – ιδίως αν είχες συνηθίσει το μάτι σου στις περιπέτειες του Μπλεκ, του Ζαγκόρ και του Όμπραξ, που μπροστά στον Κοκομπίλ έμοιαζαν με... προνηπίου.
Ήταν και αυτός ένας λόγος, που δεν πήγε καλά, εμπορικά, το περιοδικό. Πέρα από την επιστράτευση του Ιούλη του ’74, που σίγουρα ταλαιπώρησε το πρώτο τεύχος, ήταν η τιμή και η συνθετότητα του κόμικ, εκείνα που θα το απομάκρυναν από την πλατιά μάζα των πιτσιρικάδων. Ήταν, όμως, κι ένα τόλμημα, παράλληλα, για τον ιστορικό εκδότη Στέλιο Ανεμοδουρά, που πόνταρε σ’ αυτή την εντυπωσιακή, ιταλική, κόμικ περιπέτεια, προσδοκώντας να φέρει κάτι άλλο στον παιδικό περιοδικό Τύπο.
Εδώ και πολλά χρόνια ο Κοκομπίλ αποτελεί αντικείμενο των συλλεκτών. Λογικό. Όλα τα τεύχη του είναι σπάνια πλέον και ακόμη πιο σπάνιο είναι να τα βρεις σε πολύ καλή κατάσταση. Λόγω της ιδιαιτερότητας του περιοδικού και του μειούμενου τιράζ του από τεύχος σε τεύχος, όσο προχωρούν οι αριθμοί τόσο σπανίζουν τα τεύχη και τόσο πιο ακριβά πουλιούνται. Το ευτύχημα είναι πως στα πρώτα τεύχη, τα πιο φθηνά, εκείνος που πρωταγωνιστεί είναι ο Κοκομπίλ – λέμε για τις περιπέτειες «Οι τρομεροί 7», «Ο “Παροιμίας”» (ίσως η ωραιότερη όλων), «Το τραίνο φάντασμα», «Το μάτι του κόκορα» και «Επτά επί δύο»–, ενώ στα τελευταία, τα πιο ακριβά, πρωταγωνιστής είναι ο Ζορρό Κιντ (Zorry Kid), ένας άλλος ήρωας του Jacovitti, στον οποίον ανήκουν, επίσης, τα τέσσερα τελευταία εξώφυλλα της έκδοσης (τα #7, #8, #9 και #10).
Ως παιδί διάβαζα πολλά κόμικς – Σεραφίνο, Τιραμόλα, Ποπάϋ, Μπλεκ, Ζαγκόρ, Όμπραξ, Μίκυ Μάους, Λούκυ Λουκ, Τεν Τεν και άλλα διάφορα. Αυτά, μέχρι να σκάσει ο Κοκομπίλ, ο οποίος τα έβαλε όλα, και δια παντός, στον πάγο. Μετά τον Κοκομπίλ, την άνοιξη του ’75, βγαίνει ο Τζόννυ Λόγκαν και το καλοκαίρι του ’75, βγαίνει το Δυναμικό Αγόρι, και μ’ αυτό το περιοδικό θα έκλεινε η παιδική ηλικία μου, πριν μπω σιγά-σιγά στην εφηβική.
Μπορεί να μην ήμουν φανατικός των ενήλικων κόμικς, ούτε είμαι, και δεν ξανασχολήθηκα ποτέ επισταμένως με τους χάρτινες ήρωες μέχρι σήμερα (αν και στα έιτις ξεφύλλιζα Βαβέλ και Παρά Πέντε, βασικά λόγω κάποιων underground κόμικς, με μουσικό ενδιαφέρον, του R. Crumb), όμως τον Κοκομπίλ τον απολαμβάνω και τώρα, περισσότερο θα έλεγα και από τον Ιούλη του ’74...
Remo Germani: La ballata di Cocco Bill - Coccobillagini