Στη δροσιά του Intermission στην οδό Πολυδεύκους στον Πειραιά, η Άρτεμις Μπαλτογιάννη ξεναγεί ευγενικά δυο επισκέπτες της έκθεσης της Stella Zhong, «Inertia».
Μαζί με την ομάδα της τρέχουν –στον χώρο τέχνης που μαζί με τη Rodeo μεταμόρφωσε αυτόν τον δρόμο του Πειραιά και έκανε μια άγνωστη περιοχή hot spot για τους φιλότεχνους– ένα εκθεσιακό πρόγραμμα με καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο που προσκαλούνται να παρουσιάσουν τη δουλειά τους, στηρίζοντας την παραγωγή νέων έργων τέχνης και στοχεύοντας στην καλλιέργεια δυναμικών και δημιουργικών συνεργασιών. Αυτό το νέο μοντέλο επιτρέπει έναν ευέλικτο και αντισυμβατικό προγραμματισμό, που καλύπτει τις διαρκώς εναλλασσόμενες ανάγκες της καλλιτεχνικής κοινότητας στην Ελλάδα και διεθνώς.
Η Άρτεμις είναι άνθρωπος ειλικρινής, διάφανος, και το καλό της όνομα στην αγορά στα 12 χρόνια που δουλεύει ως art advisor οφείλεται όχι μόνο στο πάθος με το οποίο καθοδηγεί κάποιον που ενδιαφέρεται να αγοράσει ένα έργο τέχνης αλλά και στο ότι ξένες γκαλερί εμπιστεύονται την πλατφόρμα του Intermission.
Η Άρτεμις θεωρεί τον εαυτό της «σπασίκλα», την ενδιαφέρει να συνδέεται και να δουλεύει με τον καλλιτέχνη, να σου μιλάει για το έργο. «Πωλήσεις όμως δεν γίνονται έτσι ή, αν το θες κι αλλιώς, συγκεκριμένοι άνθρωποι μπορεί να αγοράσουν έτσι, με αυτό τον τρόπο που είναι πιο σχολαστικός», λέει.
Όποιος την ακολoυθεί στο Instagram δεν θα αργήσει να καταλάβει ότι το άλλο μεγάλο πάθος της είναι να κυνηγάει τα κύματα και ότι θεωρεί το σερφ μια πνευματική δραστηριότητα που έχει καθορίσει όχι μόνο την κοσμοθεωρία και τη στάση της απέναντι στη ζωή αλλά και την απόφασή της να περνά ένα μεγάλο μέρος του χρόνου της και να εργάζεται και στο Λος Άντζελες. Και αν το ψάξετε λίγο περισσότερο, θα ανακαλύψετε ότι γράφει υπέροχους στίχους για τους «The Page of Cups».
Η Άρτεμις γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, όταν οι γονείς της είχαν πάει εκεί για να κάνει ειδικότητα στη χρήση λέιζερ ο πατέρας της, αλλά μεγάλωσε στην Ελλάδα, σε ένα περιβάλλον μέσα στην τέχνη, σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία, με καλλιτέχνες φίλους που περνούσαν το κατώφλι τους.
«Μια από τις αναμνήσεις μου εκείνη την εποχή ήταν το σπίτι του συλλέκτη Γιάννη Περδίου. Ήταν ένα σπίτι κλειστό, σκοτεινό, κρύο και ίσως ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβα την έννοια του συλλέκτη. Ήταν ο συλλέκτης που εκείνη την περίοδο συναγωνιζόταν την Εθνική Πινακοθήκη, τέτοιου εύρους. Όταν μάζευε πορτρέτα από Επτανήσιους μιας συγκεκριμένης περιόδου, έκανε ιστορική έρευνα, τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Ήταν ένα όνειρο για μένα, έπαιζε μαζί μου, έλεγε απίθανες ιστορίες και θυμάμαι τα τελευταία χρόνια είχε παθιαστεί με τα χάλκινα, τα τουρκικά, και καθόταν σε αυτό το μεγάλο σπίτι, σε μια μικρή κουζίνα, και τα αρχειοθετούσε, τα ζωγράφιζε και έγραφε σημειώσεις. Είχε μάθει τόσο καλά να μεταφράζει από τα αρχαία τουρκικά που τον έπαιρναν από την Τουρκία για να τους βοηθήσει. Είναι από τους ανθρώπους που με καθόρισαν, ο μαγικός τρόπος που σκεφτόταν με συνάρπαζε», λέει.
Ήθελε να γίνει καλλιτέχνιδα, ζωγράφιζε και έφτιαχνε πράγματα. Ήταν ένα εσωστρεφές παιδί, είχε λίγες φίλες και της άρεσε να περνάει χρόνο μόνη της. Της άρεσε η λογοτεχνία, να γεννάει ιδέες, η μουσική και τα πάρτι και έτσι πέρασε την εφηβεία της.
«Πήγα να σπουδάσω στο Κεντ, να γίνω ζωγράφος. Όταν ήμουν εκεί είπα στον εαυτό μου "δεν είσαι αρκετά καλή". Δεν ήθελα να κάνω κάτι στο οποίο δεν θα ήμουνα καλή και κατάλαβα τελικά ότι δεν μου άρεσε να είμαι μέσα στο στούντιο και να δουλεύω μόνη μου».
Αποφάσισε να κάνει σπουδές Ιστορίας Τέχνης στο USL και κάποιος της πρότεινε και το Goldsmiths, που τότε δεν ήξερε τι σημαίνει.
«Μέχρι τότε σύγχρονη τέχνη είχα δει μόνο στο ΔΕΣΤΕ. Θυμάμαι το πρώτο έργο, μια γυναίκα που καίγεται σε μια οθόνη στο πάτωμα, της Pipilotti Rist. Έπαθα σοκ, δεν είχα δει κάτι τέτοιο σε μουσεία, από τα οποία έχω πολύ ωραίες αναμνήσεις, η εμπειρία δεν ήταν ποτέ βαρετή. Θυμάμαι ακόμα το ΔΕΣΤΕ στο Ψυχικό, που ήταν σαν να έχει προσγειωθεί διαστημόπλοιο στην πόλη, έργα και καλλιτέχνες. Και μια και το συζητάμε, πάντα πιστεύω στη σημασία που έχει αυτή η πρώτη εμπειρία. Όταν είσαι παιδί και σου συμβαίνει κάτι που δεν το καταλαβαίνεις, αφήνει αποτύπωμα, δεν ξεχνάς τίποτα».
Η Άρτεμις θεωρεί δώρο Θεού ότι την πήραν στο Goldsmiths και δεν θα ξεχάσει ποτέ την πρώτη της μέρα εκεί. «Μας έδωσαν ένα κείμενο δυο σελίδες και έκλαψα με δάκρυα πικρά. Εγώ πάντα έπαιρνα βραβείο στα αγγλικά, αλλά δεν ήξερα τι είναι αυτές οι λέξεις, ούτε τις έβρισκα στο λεξικό. Πήγα την επομένη, δεν είχε καταλάβει κανένας μας τι έλεγε το χαρτί, ούτε οι Άγγλοι, γιατί ήταν ένα κείμενο με ειδική ορολογία, λεξιλόγιο, ιδιωματισμούς, η γλώσσα της τέχνης που τη μαθαίνεις με την τριβή. Οπότε αυτή είναι η ιστορία μου. Πήγα σε αυτό το πανεπιστήμιο και πήραν ένα σφυρί και ό,τι ήξερα και καταλάβαινα για τη γη, τον άνθρωπο και τον εαυτό μου το διέλυσαν και το ξαναχτίσανε από την αρχή.
Μοναδική εμπειρία, με τη μεγαλύτερη επιρροή στη ζωή μου. Γι' αυτό έχω μεγάλο σεβασμό στους εκπαιδευτικούς, στα πανεπιστήμια, στο πώς μπορεί να επηρεάσουν τη σκέψη ενός ανθρώπου. Σήμερα το συζητάμε ψύχραιμα, με την απόσταση που δίνει ο χρόνος, αλλά τότε ταράχτηκα πολύ, ζορίστηκα, ήταν κάτι υπαρξιακό να συνειδητοποιείς αλλιώς τα πράγματα. Μέσα από τη θεωρία της τέχνης έμαθα τη θέση μου στον κόσμο, ψυχανάλυση, πολιτική φύλων, φυλετικά ζητήματα, αποικιακές μελέτες, που ήταν και το αγαπημένο μου μάθημα».
Η Άρτεμις ήθελε να κάνει ακαδημαϊκή καριέρα, της άρεσε να γράφει, δεν ήθελε να πουλάει έργα και να μιλάει για λεφτά. Ένα γύρισμα της ζωής την έκανε να αποφασίσει να αφήσει το Λονδίνο και να κάνει αιτήσεις για μάστερ στην Art Business, για να έχει μια πρακτική χρήση το πτυχίο της, και έφτασε στην πόρτα του New York University. «Να πω κάτι ως σημείωση», μου λέει. «Θεωρώ πολύ μεγαλύτερης αξίας να κάνεις ένα πτυχίο ακαδημαϊκό, παρά να σπουδάσεις Art Business, δεν έχει νόημα, αυτά τα μαθαίνεις στη δουλειά».
Βρέθηκε στο περιβάλλον της Νέας Υόρκης χωρίς να το διαλέξει καλά-καλά. «Δεν μπορώ να πω ότι διάλεγα τότε, μου συνέβαινε η ζωή, έτσι το έκανα και το καταλαβαίνω σήμερα που προσπαθώ να αφήνομαι και να μην τα ελέγχω όλα. Δεν ήμουν φιλόδοξη, αυτό χτύπησε την πόρτα μου πολύ αργότερα, τότε ήθελα να κάνω σερφ, να βλέπω τους φίλους μου, να πηγαίνω ταξίδια και να μ' αγαπάνε όλοι, γιατί είχα και τέτοιες ανασφάλειες».
Η ανήσυχη τότε νεαρή δεν ταίριαξε στην πόλη, αλλά το πάλεψε. Την κάλεσε ο Δάκης Ιωάννου να κάνει ένα internship την πρώτη χρονιά στα Σφαγεία και γνώρισε τον Μάθιου Μπάρνεϊ, που τον έβλεπε και «βγάζαν αστεράκια τα μάτια της», και την Ελίζαμπεθ Πέιτον που της ζήτησε να δουλέψει γι' αυτήν στη Νέα Υόρκη. Έπιασε την πρώτη της δουλειά όσο ήταν στο πτυχίο. «Η Ελίζαμπεθ ήθελε να δουλέψω με τον γκαλερίστα της, τον Γκάβιν Μπράουν, αλλά μέχρι να συμβεί αυτό γνώρισα έναν art advisor, τον Πολ ΜακΚέι, που ήθελε βοηθό – είχα μόλις τελειώσει το πανεπιστήμιο. Έμεινα κοντά του δυο χρόνια και μου έμαθε πραγματικά πώς είναι η δουλειά.
Και μετά έφυγα για σερφ στο Μοντόκ. Εκεί γνώρισα τον Άνταμ Λίντεμαν, μεγάλο συλλέκτη και γκαλερίστα, ο οποίος μου είπε "ανοίγω γκαλερί, θες να τη διευθύνεις;". Πήγα και άντεξα έναν χρόνο. Από αυτή την εμπειρία έμαθα ότι είμαι προνομιούχο άτομο, υπήρχαν άνθρωποι γύρω μου που δεν μπορούσαν να φύγουν όπως εγώ, που υπέφεραν και δεν είχαν επιλογή. Εγώ είχα, μπορούσα να μείνω χωρίς δουλειά μέχρι να αποφασίσω το επόμενο βήμα, είχα στήριξη από την οικογένεια. Έμαθα πολλά για τη δουλειά, γνώρισα πάρα πολύ κόσμο και το τότε αφεντικό μου, που ήταν ένα δημιουργικό μυαλό αλλά δύσκολος άνθρωπος, μου έκανε ένα μεγάλο δώρο: την απόφαση που πήρα να μην ξαναδουλέψω για κανέναν. Κι ας μην μπορούσα να δέσω ούτε τα κορδόνια μου όταν έφυγα».
Και μετά έφυγε για να κάνει σερφ, ένα μοτίβο που υπάρχει ανάμεσα σε κάθε σημαντικό της βήμα, και ενώ κοίταζε τη θάλασσα αποφάσισε ότι δεν θα επιστρέψει στη Νέα Υόρκη ποτέ και για κανέναν λόγο. «Ήμουνα 23 χρονών και ζούσα σαν να ήμουν 40. Ξυπνούσα, διάβαζα την εφημερίδα στο μετρό, δούλευα, έτρωγα μπροστά στο κομπιούτερ, τέλειωνα και έβλεπα άτομα που μπορεί να ήταν πελάτες, πήγαινα σε εγκαίνια, έβλεπα μόνο άτομα που είχαν λεφτά, γιατί υπήρχε πίεση να κάνω πωλήσεις. Δεν είχα φίλους στην ηλικία μου, έβλεπα μόνο ανθρώπους της δουλειάς και είπα "θα γίνω ένα τέρας, θα είμαι εδώ σε δέκα χρόνια και δεν θα είμαι η Άρτεμις που κάνει αυτό το πράγμα, θα γίνω αυτό το πράγμα"».
Επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και μάζεψε τα πράγματά της. Αποχαιρέτησε την καθηγήτριά της, Άνι Κοέν Σολάλ, που ετοίμαζε τη βιογραφία του Ρόθκο, και τη ρώτησε αν υπάρχει δουλειά για εκείνη στο Παρίσι. «Μου είπε "έλα, θα με βοηθάς στη μετάφραση του Ρόθκο". Και ξεκίνησα να δουλεύω στο Παρίσι. Είχα πουλήσει μόνη μου, χωρίς αφεντικό, ένα έργο της Ελίζαμπεθ Πέιτον, αυτό ήταν το πρώτο μου, και όταν πήγα στο Frieze το 2013 ήρθαν πέντε-έξι άτομα, φίλοι μου, και μου είπαν "μπορείς να μας δείξεις το Frieze και να μας συμβουλεύσεις τι να πάρουμε;". Και έτσι έγινα art advisor».
Η Άρτεμις θεωρεί τον εαυτό της «σπασίκλα», την ενδιαφέρει να συνδέεται και να δουλεύει με τον καλλιτέχνη, να σου μιλάει για το έργο. «Πωλήσεις όμως δεν γίνονται έτσι ή, αν το θες κι αλλιώς, συγκεκριμένοι άνθρωποι μπορεί να αγοράσουν έτσι, με αυτό τον τρόπο που είναι πιο σχολαστικός», λέει. «Οπότε, βήμα-βήμα, βρήκα άτομα που ταιριάξαμε τελικά και έτσι άρχισα να μιλάω και για λεφτά, έμαθα ότι δεν είναι ντροπή να κάνεις πωλήσεις και σιγά- σιγά έχτισα τον τρόπο που δουλεύω. Δεν είμαι "καλή πωλήτρια", μιλώντας γενικά, δεν θα σου πω "είναι υπέροχο, πάρ' το". Αν δεν με εμπιστεύεσαι, ότι είμαι με το μέρος σου, δεν θα σε πείσω να πάρεις κάτι, δεν μου αρέσει αυτός ο τρόπος, μου δημιουργεί άγχος».
Μου εξηγεί με σαφήνεια ότι η σχέση του advisor είναι ξεκάθαρη. «Έρχεται σε μένα ένας συλλέκτης και μου λέει "θέλω να αγοράσω έργα γιατί θέλω να γεμίσω το σπίτι μου ή γιατί μου αρέσει η τέχνη, θέλω να φτιάξω μια συλλογή, ακόμα και μικρή" – δεν σημαίνει ότι όλοι θα γίνουν Ιωάννου. Πληρώνομαι από αυτούς τους ανθρώπους. Είμαι καλή στη δουλειά μου αν φτιάξω μια καλή συλλογή για τον άλλο.
Ο Πάνος, ο φίλος μου, μου είπε κάτι ενδιαφέρον: "Σε όλες αυτές τις ερωτήσεις που τους κάνεις πρέπει να ξέρεις τι τους αρέσει και από ταινίες και από μουσική". Με ενδιαφέρει και το ψυχαναλυτικό κομμάτι, γιατί πιστεύω ότι μια συλλογή τέχνης είναι και μια διαδικασία ανακάλυψης του εαυτού. Σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορείς να κάνεις τη συλλογή που θα ήθελες ιδανικά, αλλά μπορείς –όλοι μπορούμε– να κάνεις μια εικονική συλλογή, γιατί αυτό ακριβώς λέει πράγματα για σένα. Ε, λοιπόν, αυτό είναι το πιο αγαπημένο μου πράγμα στη δουλειά».
Αν συζητήσει κάποιος με την Άρτεμη θα καταλάβει ότι περισσότερο από την πώληση, μια διαδικασία που σέβεται απόλυτα και την κάνει τελικά εξαιρετικά, την ενδιαφέρει η διαδικασία, ο διαρκής διάλογος. Η χαρά που της δίνει κάποιος που έχει μαζέψει ένα κομπόδεμα και θέλει να αγοράσει ένα μικρό έργο, να δουλέψουν μαζί, να βρουν κάτι με το οποίο θα συνδεθεί αισθητικά, συναισθηματικά και εννοιολογικά, θα ταιριάξει, είναι ασύγκριτη.
«Έφτιαξα όλη μου τη δουλειά στα μέτρα των ανθρώπων που θέλουν να ζήσουν με αυτά τα έργα όλη τους τη ζωή. Βεβαίως, υπάρχουν και άλλοι που το κάνουν επενδυτικά, εκεί νιώθω μεγαλύτερη ευθύνη, μπαίνει στη μέση και το χρηματιστήριο της τέχνης και έχω μεγαλύτερη αγωνία για τις επιλογές. Με ενδιαφέρει να προτείνω έργα από τη δική μου οπτική, αυτά που θεωρώ ότι έχουν κάποια αξία στην ιστορία της τέχνης. Βάζω τη γνώση και το ένστικτό μου στο τι είναι "καλή τέχνη", αλλά εκεί μπαίνει και το γούστο του πελάτη, δουλεύω και με αυτό. Με τον κάθε αγοραστή έχουμε μια σε βάθος επικοινωνία, δημιουργούμε μια σχέση».
Μου εξηγεί ότι μπορεί κάποιος να διαλέξει έργα που έχουν αξία στην αγορά και κάποια που έχουν την υπογραφή ενός εξαιρετικού καλλιτέχνη που αγαπά. Υπάρχουν και περιπτώσεις που μέσα από τις ιδέες που συζητούνται προκύπτει η εξερεύνηση της ταυτότητας, το τεχνολογικό κομμάτι, η επίδραση της πολιτικής ή του ΑΙ στη ζωή μας. «Έτσι με πάει ένα ταξίδι και ο πελάτης, δεν τον πάω μόνο εγώ». Μένει στο Λος Άντζελες ένα μεγάλο μέρος του χρόνου και η πελατεία της είναι διεθνής. «Ιδανικά, σε αυτήν τη δουλειά θέλω την προσοχή του άλλου, να κάτσουμε να μιλήσουμε και να σχεδιάσουμε, θέλω χρόνο. Για να ασχοληθείς πραγματικά με τη συλλογή του άλλου πρέπει να αφοσιωθείς, γιατί μια συλλογή θέλει πολλή δουλειά».
«Υπάρχει άραγε ιδανικός πελάτης;», τη ρωτάω. «Υπάρχει, νομίζω τον έχω βρει», μου απαντά. «Είναι αυτοδημιούργητος, ευφυής, αστείος, εμπιστεύεται την εμπειρία σου και τη δουλειά που θέλεις να κάνεις γι' αυτόν και σε αφήνει να την κάνεις. Έχει καλή αισθητική και ο ίδιος, οπότε ανταλλάσσουμε ιδέες, μαθαίνει και εξελίσσεται και τον βρίσκεις στο τηλέφωνο όταν κυνηγάς ένα έργο που ξέρεις ότι τον ενδιαφέρει. Έχουμε κάνει την καλύτερη συλλογή, την αγαπημένη μου, και έχω περάσει τέλεια δουλεύοντας γι' αυτό τον άνθρωπο. Πιστεύω και εύχομαι κάποια μέρα αυτήν τη συλλογή να μπορέσουμε να τη δούμε όλοι».
Ενώ η αγορά τέχνης άνθισε κατά τη διάρκεια της καραντίνας για τον κορωνοϊό, με πολλούς ανθρώπους να ξοδεύουν χρήματα για την τέχνη αφού δεν μπορούσαν να τα ξοδέψουν αλλού, ή γιατί ήθελαν να φτιάξουν τα σπίτια τους, σήμερα είμαστε σε μια κάπως πιο ζόρικη στιγμή. Ωστόσο, ακόμα και στην Ελλάδα υπάρχει πια πολύς νέος κόσμος που ενδιαφέρεται και αγοράζει. Η Άρτεμις μου επισημαίνει ότι το άνοιγμα του ΕΜΣΤ, που κάνει μια συγκροτημένη προσπάθεια ως ίδρυμα, έχει διαμορφώσει μια άλλη κατάσταση, η οποία πιστεύει ότι θα προσελκύσει και συλλέκτες, και θα παρακινήσει και νέους να κάνουν συλλογές. Θα απευθυνθούν σε art advisors ή θεωρούν ότι είναι μια ακριβή υπηρεσία;
«Μου αρέσει να μιλάμε γι' αυτά, γιατί εγώ ανήκω σε μια γενιά που πιστεύει ότι είναι καλό να συμβουλεύεσαι ειδικούς. Όπως πάει κάποιος να κάνει ψυχοθεραπεία, έτσι, πιστεύω, μπορεί να μιλήσει με έναν art advisor με τον οποίο θα ταιριάζουν και θα συνεννοηθούν. Δεν είναι ακριβή υπηρεσία, στην ουσία δεν ανεβάζει την τιμή του έργου. Το προτείνω σε όποιον θέλει να πάρει έργα. Εμένα αυτό που με ενδιαφέρει είναι να μην τους "φορέσω" τη γνώμη μου, να τους βάλω σε μια κατεύθυνση, να πάρουν την καλύτερη εκδοχή του δικού τους γούστου, αγοράζοντας ένα έργο τέχνης».
Το Intermission, που είναι το δεύτερο σπίτι της, φιλοξενεί γκαλερί από το εξωτερικό και κάνει ατομικές εκθέσεις. Το προτιμούν πολλοί καλλιτέχνες που θέλουν πολύ να κάνουν κάτι στην Ελλάδα και το βρίσκουν πιο δημιουργικό και αποτελεσματικό από το να πάνε σε ένα fair. «Εδώ μπορούμε να κάνουμε πράγματα πιο πειραματικά, εγκαταστάσεις, η παραγωγή είναι πιο φθηνή και όσοι φτάνουν νιώθουν ελευθερία σε αυτήν τη μικρή κλίμακα να κάνουν κάτι με διαφορετικό τρόπο. Φτάνει ένα νέο κοινό που δεν αισθάνεται χαμένο όπως σε μεγάλες διοργανώσεις, έχει χρόνο και να παρατηρήσει και να συζητήσει, αν το θέλει, μαζί μας ή με τους φίλους του.
Με ενδιέφερε πολύ να δώσω την ευκαιρία να δει το κοινό καλλιτέχνες που δεν γνωρίζει, και έχει λειτουργήσει καλά αυτό ως μοντέλο. Μπορούν να συνδεθούν πιο εύκολα, γι' αυτό μου αρέσουν οι ατομικές εκθέσεις, εκεί μπορείς να δεις, να καταλάβεις τι κάνει ένας καλλιτέχνης, τι σκέφτεται. Όταν έστησε εδώ την έκθεσή του ο Νίκος Μπάικας, ήταν ένα έργο τέχνης και το στήσιμο, δεν θα μπορούσες να το δεις σε μια μεγάλη διοργάνωση».
Η Άρτεμις πιστεύει στους Έλληνες καλλιτέχνες, αλλά επισημαίνει ότι η Ελλάδα αποτελεί μια αντίφαση. «Δεν είμαστε κεντρική Ευρώπη, δεν είμαστε και αρκετά διαφορετικοί για να πέσουμε στο global South και σε όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας τώρα. Χαθήκαμε κάπου στη μέση, δεν είμαστε μέρος της ετερότητας αλλά δεν είχαμε ποτέ, πέραν της αρχαιότητας, και κεντρική θέση.
Από την άλλη, βλέπεις πολύ ταλαντούχους ανθρώπους, θα βγουν και πολλοί από τη ΛΟΑΤΚΙ+ σκηνή γιατί υπάρχει ενδιαφέρον, γενικά θα ζήσουμε αλλαγές και μέσα από κοινότητες που θα γνωρίσουμε και ο χρόνος θα δείξει, όπως πάντα, τι θα αντέξει. Άλλωστε, η τέχνη είναι πάντα παλλόμενη και ενδιαφέρουσα και συναρπαστική και αυτό συνέβαινε πάντα, και πριν και τώρα, και θα συνεχιστεί και μετά από εμάς».