Στο έργο του Μπιλ Βαϊόλα «Ascension», ένα βίντεο του 2000, ένα ανθρώπινο σώμα βυθίζεται στο ακίνητο νερό και αιωρείται σαν άλλος Εσταυρωμένος, ενώ η φιγούρα φωτίζεται από δέσμες γαλάζιου φωτός που δίνουν δραματική ένταση σε ένα θέμα που αφορά τη ζωή και τον θάνατο. Ήχος και εικόνα συμπλέκονται συναρπαστικά μέχρι η φιγούρα να εξαφανιστεί από το οπτικό μας πεδίο σε μια λευκή υδάτινη δίνη. Αποκλείεται να δει κανείς αυτό το βίντεο και να μην το συνδέσει με μια βαθιά πνευματικότητα. Όπως στα περισσότερα έργα του, ο Βαϊόλα χρησιμοποιεί τη δύναμη των φυσικών στοιχείων και την κάμερά του για να εμβαθύνει στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής.
Θα μπορούσε να είναι μια αναφορά στον Καραβάτζο ή στους Μεγάλους Δασκάλους που μελετούσε παθιασμένα και δεν είναι τυχαία η αναγνώρισή του ως «Παλιού Δασκάλου των νέων μέσων», ως ενός «υψηλής τεχνολογίας Καραβάτζο» ή «Ρέμπραντ της εποχής του βίντεο». Καρέ-καρέ, η νέα οπτική γλώσσα που δημιουργεί κάθε φορά ωθεί τον θεατή σε υπαρξιακή ενδοσκόπηση. Αυτή η καταβύθιση, που αφήνει τους θεατές σε μια κατάσταση μεταιχμιακή, αδιευκρίνιστων συναισθημάτων, προέρχεται από ένα πολύ προσωπικό βίωμα, μια σχεδόν θανατηφόρα εμπειρία που είχε ο Βαϊόλα ως παιδί. Ενώ έκανε διακοπές με την οικογένειά του κοντά σε μια λίμνη, πλησίασε το νερό. Δεν ήξερε κολύμπι και βυθίστηκε και έτσι βίωσε «τον πιο όμορφο κόσμο» που είχε δει ποτέ: «Το βλέπω συνεχώς με τα μάτια του νου μου. Ένιωσα ότι ήταν ο πραγματικός κόσμος, ότι υπάρχουν περισσότερα κάτω από την επιφάνεια της ζωής. Το πραγματικό είναι κάτω από την επιφάνεια», θυμόταν από αυτή την παγωμένη στον χρόνο στιγμή, που την ανακαλούσε ως πνευματική αφύπνιση η οποία ενέτεινε το ενδιαφέρον του για την τέχνη.
Οι φιγούρες του στέκονται μπροστά μας με σύγχρονα ρούχα, αλλά αντιλαμβανόμαστε αυτόματα ότι έρχονται από πολύ παλιές εικόνες, με χρώματα γεμάτα ένταση, φέρνοντας στο σήμερα ένα βαρύ, μυστηριώδες παρελθόν, μια διαχρονική αίσθηση ομορφιάς και μια πανάρχαιη πνευματικότητα.
Γεννημένος το 1951 στο Κουίνς της Νέας Υόρκης, ο Βαϊόλα ήταν ένα πολύ ντροπαλό και εσωστρεφές παιδί. «Ο κόσμος στο μυαλό, την καρδιά και το σώμα μου ήταν πιο αληθινός από τον άμεσο κόσμο γύρω μου», έλεγε. Όπως στην περίπτωση πολλών άλλων, βρήκε την τέχνη ως δημιουργική διέξοδο που του επέτρεπε να εκφραστεί, να κερδίσει την ενθάρρυνση και να βιώσει την επιβράβευση. Αργότερα, ερμήνευε τη μνήμη ως μια συλλογή βιολογικών, πνευματικών και συναισθηματικών «δεδομένων» που υπάρχουν σε κάθε άνθρωπο. Η διαρκής ενασχόλησή του με το στοιχείο του νερού είναι εγγενώς συνδεδεμένη με την εμπειρία της λίμνης ή αλλιώς μια επαναλαμβανόμενη ανάμνηση της πρώτης του συνάντησης με τον κόσμο κάτω από μια εντελώς διαφορετική οπτική, που αργότερα τον έκανε να συνειδητοποιήσει τον ισχυρό ρόλο που έπαιξαν οι εικόνες στη ζωή του, με το στοιχείο του νερού να χρησιμοποιείται ως συναισθηματικό μέσο για να μεταφέρει το πάθος του.
Το νερό είναι το καθοριστικό στοιχείο και σε ένα έργο που του ανατέθηκε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στη χώρα μας το 2004, με τίτλο «Η Σχεδία» («The Raft»), ένα βίντεο-ηχητική εγκατάσταση που αποτελεί παράδειγμα της δυναμικής δουλειάς του. Τραβηγμένο σε φιλμ υψηλής ταχύτητας 35 mm, το διάρκειας δέκα λεπτών έργο απεικονίζει σε εξαιρετικά αργή κίνηση μια ομάδα ανθρώπων που βρίσκονται ξαφνικά στη μέση ενός κατακλυσμού. Με το νερό να τους χτυπά από όλες τις κατευθύνσεις, στριμώχνονται ο ένας δίπλα στον άλλο ή βοηθούν αυτούς που έχουν πέσει, ενώ ακούγεται ο καθηλωτικός ήχος του ορμητικού νερού.
Το έργο αναφέρεται σε έναν μνημειακό πίνακα του Τεοντόρ Ζερικό με τίτλο «The Raft of the Médusa», ένα σύμβολο του γαλλικού ρομαντισμού που απεικόνιζε τις στιγμές μετά το ναυάγιο της «Μέδουσας», ενός γαλλικού πλοίου που έπλεε προς τη Σενεγάλη το 1816. Οι περισσότεροι ναυαγοί έμειναν αβοήθητοι και κατασκεύασαν μια σχεδία πάνω στην οποία έπλεαν για 13 ημέρες. Από τους 147 ανθρώπους της σχεδίας, επέζησαν 15 και για να επιβιώσουν επιδόθηκαν σε κανιβαλισμό. Ενώ ο Ζερικό επέκρινε την αποτυχία της γαλλικής κυβέρνησης, απεικονίζοντας τη χειρότερη όψη της ανθρώπινης κατάστασης, ο Βαϊόλα, επισημαίνοντας τη δύναμη των φυσικών φαινομένων και την αδυναμία του ανθρώπου να αντιμετωπίσει απρόβλεπτες «επιθέσεις», υπογραμμίζει τη σημασία της αλληλοβοήθειας ως συστατικού της ανθρώπινης ανθεκτικότητας.
Bill Viola: The Raft
Το 1973 ο Βαϊόλα αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο των Συρακουσών, ενώ είχε πάρει μέρος στο πειραματικό πρόγραμμα Synapse. Ανήκει στις πρώτες γενιές Αμερικανών καλλιτεχνών που έλαβαν ακαδημαϊκή εκπαίδευση στην τεχνολογική πρόοδο της φωτογραφίας, του βίντεο, του ήχου και των εικαστικών τεχνών, η οποία δημιουργούσε νέες δυνατότητες για την τέχνη. Παρακολούθησε ένα πρόγραμμα που ονομαζόταν «Experimental Studios», εργαστήρια ηλεκτρονικής μουσικής, και ήταν βοηθός του David Ross, του πρώτου επιμελητή video art στο Μουσείο Τέχνης Everson στις Συρακούσες και στη διοργάνωση εκθέσεων πρωτοπόρων video artists όπως ο Nam June Paik και ο Peter Campus.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο Βαϊόλα απέκτησε γρήγορα τη φήμη του γνώστη των νέων μεθόδων εγγραφής και επεξεργασίας του βίντεο. Πολλά από τα πρώιμα έργα του αντανακλούσαν το γεγονός ότι ήταν γοητευμένος από τα ειδικά εφέ, τις οπτικές παραμορφώσεις και τις εγκαταστάσεις κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης. Αποδέχτηκε την πρόταση να γίνει τεχνικός διευθυντής του στούντιο video art Art/Tapes/22 στη Φλωρεντία και εκεί εργάστηκε για δύο χρόνια με καλλιτέχνες όπως ο Mario Merz, ο Vito Acconci, ο Γιάννης Κουνέλλης, ο Chris Burden και η Joan Jonas. Το 1975 έκανε την πρώτη του έκθεση στη Φλωρεντία με την ιστορική εγκατάσταση «Il Vapore». Έναν χρόνο αργότερα δημιουργεί το «He Weeps for You», μια εγκατάσταση με ζωντανή κάμερα που μεγεθύνει μια εικόνα μέσα σε μια σταγόνα νερού, η οποία παρουσιάστηκε στη Documenta 6 το 1977 και στο MoMA της Νέας Υόρκης το 1979, ενώ ξεκινά τα ταξίδια του σε απομακρυσμένες τοποθεσίες, επισκεπτόμενος τα νησιά του Σολομώντα και την Ινδονησία για να ηχογραφήσει παραδοσιακές παραστάσεις.
He Weeps For You
Το 1977 γνώρισε την Kira Perov, διευθύντρια πολιτιστικών εκδηλώσεων στο Πανεπιστήμιο La Trobe στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, όταν τον κάλεσε εκεί για να παρουσιάσει μερικά από τα βίντεό του. Παντρεύτηκαν το 1980, πέρασαν πάνω από έναν χρόνο στην Ιαπωνία μελετώντας τον βουδισμό ζεν και τελικά μετακόμισαν στο Λονγκ Μπιτς, όπου έφτιαξαν ένα στούντιο και άρχισε η διά βίου συνεργασία τους.
Η περίοδος που έζησε στην Ιταλία επηρέασε μερικά από τα πιο διάσημα έργα του. Η επαφή του με την αρχιτεκτονική καθόρισε πολλές αρχιτεκτονικές βιντεοεγκαταστάσεις που θα δημιουργούσε αργότερα, καθώς και τα σκίτσα και τις μελέτες του για βίντεο και ηχητικά γλυπτά. Τα αριστουργήματα της ιταλικής Αναγέννησης που είδε στη Φλωρεντία τον ενέπνευσαν να ξανασκεφτεί αυτή την ιστορική περίοδο με τις τεχνικές δυνατότητες της εποχής του.
Αφοσιώθηκε στη μελέτη των Μεγάλων Δασκάλων της μεσαιωνικής και αναγεννησιακής περιόδου. Με την αργή κίνηση των συνθέσεών του αποτίνει φόρο τιμής σε μια εικαστική παράδοση που υπάρχει ακόμα στη συλλογική μνήμη, όπως τα οράματα γνωστών θρησκευτικών εικόνων που μετέφερε στην κινούμενη εικόνα, χειραγωγώντας τον χρόνο και τον χώρο. Όταν επισκέφθηκε το Μουσείο Πράδο είπε «με το ζόρι βγήκα ζωντανός από την αίθουσα με τους μαύρους πίνακες του Γκόγια». Αυτήν τη σχέση θα θελήσει να δημιουργήσει με το κοινό του, την απόλυτη συναισθηματική σύνδεση και τον ισχυρό δεσμό, το σοκ των αισθήσεων και του πνεύματος.
Δημιουργεί εικόνες οικείες, ακόμη και ανησυχητικές, αλλά η απίστευτη ομορφιά της σύνθεσης σού δίνει την αίσθηση ότι παρακολουθείς έναν πίνακα που κινείται. Τα θέματά του παραπέμπουν στα μεγαλύτερα αριστουργήματα της Αναγέννησης. Οι φιγούρες του στέκονται μπροστά μας με σύγχρονα ρούχα, αλλά αντιλαμβανόμαστε αυτόματα ότι έρχονται από πολύ παλιές εικόνες, με χρώματα γεμάτα ένταση, φέρνοντας στο σήμερα ένα βαρύ, μυστηριώδες παρελθόν, μια διαχρονική αίσθηση ομορφιάς και μια πανάρχαιη πνευματικότητα.
«Η μεγάλη κρυμμένη παράδοση στη ζωγραφική είναι ο χρόνος και το ξεδίπλωμα της συνείδησης. Η κίνηση της συνείδησης είναι το πραγματικό θέμα πολλών πινάκων των Παλαιών Δασκάλων», λέει σε μια συνέντευξή του. «Ένας καμβάς μπορεί να αποτυπώσει ρευστές σκηνές όπως το τελευταίο φως που ξεγλιστρά από το τοπίο ή το φευγαλέο βλέμμα ενός ανθρώπου σε μια στιγμή συνειδητοποίησης».
Ο μυστικισμός και η αγιότητα, η πνευματική εμπειρία, οι βουδιστικές πρακτικές, τα αρχετυπικά στοιχεία της φύσης, η φωτιά, το νερό, η γη και ο αέρας, ενυπάρχουν στο έργο του σε πολλαπλές καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις και σε εικόνες και θεότητες από πολλούς διαφορετικούς πολιτισμούς. Αναλήψεις και Ευαγγελισμοί, επαναλαμβανόμενα χριστιανικά μοτίβα, συγκροτούν ένα σώμα έργου το οποίο προτιμούσε να θεωρεί «πνευματικό» παρά θρησκευτικό. Μάλιστα, όταν το Βατικανό τού ζήτησε να συμμετάσχει στο πρώτο περίπτερο της χώρας στην περσινή Μπιενάλε της Βενετίας, αρνήθηκε ευγενικά. Αλλά το 2014 είχε δεχτεί μια άλλη πρόκληση, να δημιουργήσει ένα έργο στον καθεδρικό του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο, την πρώτη μόνιμη εγκατάσταση βίντεο σε καθεδρικό ναό στη Βρετανία.
Ο Βαϊόλα στοχάστηκε πάνω στην ιδέα του βασανισμού του σώματος ως απόλυτης πνευματικής θυσίας, αναζήτησε την ελληνική λέξη «μάρτυς» και έδωσε αυτό τον τίτλο στην εγκατάστασή του, «Martyrs (Earth, Air, Fire, Water)», ένα πολύπτυχο με τέσσερις οθόνες πλάσμα. Ενώ τα στοιχεία μαίνονται, η αποφασιστικότητα κάθε μάρτυρα παραμένει αμείωτη, μέχρι να διέλθουν μέσω του θανάτου στο φως.
Martyrs Composite - Bill Viola
Το έργο μπορεί να είναι τοποθετημένο μέσα σε μια χριστιανική εκκλησία, αλλά καταφέρνει να ξεφύγει από τα θεσμοθετημένα δόγματα και να προχωρήσει πέρα από τις μονοθεϊστικές πεποιθήσεις, με τους σύγχρονους μάρτυρες να μεταμορφώνονται εκστατικά και να μεταδίδουν τελετουργικά οράματα που αναδύονται βαθιά μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία και φτάνουν πέρα από την εποχή και τον πολιτισμό από τον οποίο προήλθαν.
Το 1992 άρχισε να συνεργάζεται με τον γκαλερίστα James Cohan και έξι χρόνια αργότερα επιλέχθηκε να εκπροσωπήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Μπιενάλε της Βενετίας, όπου έδειξε πέντε βίντεο, συμπεριλαμβανομένου του «The Greeting», ενός από τα πιο αξιομνημόνευτα έργα του. Είκοσι χρόνια αφότου είχε έρθει σε επαφή με την ιταλική Αναγέννηση, τυχαία, σαγηνεύτηκε από έναν πίνακα του αναγεννησιακού ζωγράφου Τζάκοπο Ποντόρμο με τίτλο «The Visitation», ο οποίος απεικονίζει τη Μαρία, έγκυο στον Ιησού, να συναντά την ξαδέρφη της Ελισάβετ, έγκυο στον Ιωάννη τον Βαπτιστή, όπως περιγράφεται στο Κατά Λουκά Ευαγγέλιο.
Λίγο αργότερα, βρισκόταν στο αυτοκίνητό του οδηγώντας προς το στούντιο, όταν σταμάτησε σε ένα κόκκινο φανάρι και παρατήρησε σε μια γωνιά του δρόμου τρεις γυναίκες των οποίων τα φορέματα κυμάτιζαν στον αέρα καθώς τα φύλλα στα δέντρα θρόιζαν. Οι δυο σκηνές ήταν παρόμοιες: οι φιγούρες που αλληλεπιδρούν, το φως και η χρωματική παλέτα, η κίνηση των ρούχων τους στον άνεμο. Άρχισε να δημιουργεί το «The Greeting» όχι για να απεικονίσει ένα έργο των αρχών του 16ου αιώνα ή ένα επεισόδιο από τη Βίβλο, αλλά χρησιμοποιώντας το ιταλικό έργο ως έμπνευση για να δημιουργήσει κάτι νέο. Ο Βαϊόλα αιχμαλωτίζει το πνεύμα της ζωγραφικής του Ποντόρμο, αλλά μεταφέρει τη σκηνή σε ένα σύγχρονο αστικό περιβάλλον με βιομηχανικά κτίρια και ένα φαινομενικά λιτό αστικό υπόβαθρο, σε μια περίτεχνη χορογραφία δέκα λεπτών. Η ασυνείδητη γλώσσα του σώματος και οι αποχρώσεις ορισμένων φευγαλέων ματιών και χειρονομιών ενισχύονται και παραμένουν αιωρούμενες στη συνείδηση του θεατή. Ωστόσο, η ιστορία εξακολουθεί να είναι σκόπιμα ασαφής – οι πράξεις των γυναικών δεν εξηγούνται, αφήνοντας τον θεατή να κάνει εικασίες σχετικά με το ακριβές νόημα αυτού του αινιγματικού χαιρετισμού σε ένα σκηνικό αμφίρροπο.
Bill Viola - The Greeting (1995)
Το 1997 διοργανώθηκε από το Μουσείο Whitney με επιμελητές τον θεατρικό σκηνοθέτη Peter Sellars και τον David Ross, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν διευθυντής του μουσείου, μια έκθεση με έργα του Βαϊόλα που στη συνέχεια ταξίδεψε στο Λος Άντζελες, το Σαν Φρανσίσκο, το Σικάγο, το Άμστερνταμ και τη Φρανκφούρτη. Για τα περισσότερα μουσεία, ήταν η πρώτη τους μεγάλη έκθεση video-art. Για χιλιάδες επισκέπτες, ήταν η εισαγωγή τους σε αυτήν τη μορφή τέχνης. Ο Sellars σχεδίασε μια υποβλητική έκθεση με σκοτεινούς χώρους που φωτίζονταν είτε από τα ίδια τα έργα τέχνης είτε από τους φακούς των φρουρών. Οι κριτικές ήταν ανάμεικτες. Η Roberta Smith των «New York Times» έγραψε ότι «ο Βαϊόλα είναι καλύτερος σε μικρές δόσεις, σε καταστάσεις όπου μπορείς να μελετήσεις το έργο του χωρίς να χρειαστεί να πέσεις πάνω σε έναν άλλο Βαϊόλα».
Ο Βαϊόλα και ο Sellars συνεργάστηκαν το 2005, δημιουργώντας μια απόκοσμη εγκατάσταση βίντεο και το σκηνικό για το έργο του Βάγκνερ «Τριστάνος και Ιζόλδη» στην Όπερα του Παρισιού, με μαγευτικές εικόνες νερού και σώματα που βυθίζονται και αναδύονται μέσα από αυτό. Γυρισμένες σε μια δημόσια πισίνα κοντά στο Λονγκ Μπιτς, οι σκηνές αυτές δεν προδίδουν κανένα ίχνος της πεζής προέλευσής τους, αλλά μοιάζουν με αρχετυπικές εικόνες της Αναγέννησης.
Το έργο του Βαϊόλα πήρε μια πιο προσωπική τροπή στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν ο θάνατος της μητέρας του ακολούθησε τη γέννηση του δεύτερου γιου του. Έφτιαξε το «Τρίπτυχο της Νάντης» το 1992, χρησιμοποιώντας τρία πάνελ βίντεο: το ένα, στα αριστερά, δείχνει μια γυναίκα που γεννάει, ένα άλλο, στα δεξιά, απεικονίζει τη μητέρα του στο νεκροκρέβατό της σε ένα νοσηλευτικό ίδρυμα, και το τρίτο, στο κέντρο, δείχνει έναν πλήρως ντυμένο άνδρα να επιπλέει στο νερό σαν να βρίσκεται, όπως είπε ο ίδιος ο καλλιτέχνης, «σε έναν ασαφή, σκιώδη χώρο, αιωρούμενος μεταξύ γέννησης και θανάτου».
Οι εγκαταστάσεις του Μπιλ Βαϊόλα εξερευνούν θεμελιώδεις ιδέες της ανθρώπινης κατάστασης όπως η ζωή, ο θάνατος, ο χρόνος, ο χώρος και η ατομική συνείδηση.
Χρησιμοποίησε το μέσο του ως λεωφόρο αυτογνωσίας. Εστιάζοντας στις παγκόσμιες ανθρώπινες εμπειρίες, το έργο του έχει τις ρίζες του τόσο στην τέχνη της Ανατολής όσο και σε εκείνη της Δύσης, καθώς και στις πνευματικές παραδόσεις, συμπεριλαμβανομένου του βουδισμού ζεν, του ισλαμικού σουφισμού και του χριστιανικού μυστικισμού.
Ένα διαρκές θέμα που διερευνά συνεχώς είναι ο δυϊσμός ή η ιδέα ότι η κατανόηση ενός θέματος είναι αδύνατη εκτός αν είναι γνωστό το αντίθετό του. Για παράδειγμα, πολλά από τα έργα του έχουν θέματα όπως η ζωή και ο θάνατος, το φως και το σκοτάδι, η φωτιά και το νερό, το άγχος και η ηρεμία, η φωνή και η ησυχία.
Με τη χρήση του βίντεο, έδωσε την ψευδαίσθηση του αέναου ενεστώτα, για να εξερευνήσει τη δύναμη της ανθρώπινης συνείδησης. Πολλά από τα πιο ισχυρά έργα του έχουν εξαιρετικά αργή κίνηση, μια επιβράδυνση του χρόνου, έτσι ώστε οι θεατές να συνειδητοποιούν έντονα τη δική τους φυσική παρουσία και τις σκέψεις τους. Πριν από την αναδρομική έκθεσή του στο Grand Palais προέτρεψε τους επισκέπτες να «πάρουν τον χρόνο τους για να δημιουργήσουν το δικό τους ταξίδι».
Έργα του έχουν εκτεθεί και αγοραστεί από τα μεγαλύτερα μουσεία της Νέας Υόρκης και του Λος Άντζελες, όπως το Guggenheim, το Whitney Museum of American Art, το Metropolitan Museum of Art, το Museum of Modern Art, το Los Angeles County Museum of Art, το Museum of Contemporary Art και το Getty Museum.
Bill Viola - Ascension
Με πληροφορίες από billviola.com, ΝΥΤ, Bill Viola: Installations and Videotapes, Stations: Bill Viola