ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ η ιδέα μου, έχω την εντύπωση όμως ότι ως τηλεοπτικό θέαμα, αυτή η Ολυμπιάδα φαίνεται να εστιάζει λίγο παραπάνω στη διαδικασία της ανάκρουσης αλλά και στο όλο τελετουργικό με τους εθνικούς ύμνους. Γεγονός περίεργο, αν αναλογιστεί κανείς τις έντονες γεωπολιτικές ανισορροπίες και κρίσεις που βιώνει ο πλανήτης και που αναπόφευκτα αντικατοπτρίζονται και στους Αγώνες του Παρισιού, όσο κι αν οι διοργανωτές επιχείρησαν να μας πείσουν με την τελετή έναρξης ότι για λίγο καιρό θα ζούμε όλοι σε μια ολυμπιακή Barbieland.
Οι ευαισθησίες είναι συγχρόνως πιο λεπτές και πιο έντονες από κάθε άλλη φορά στο πρόσφατο παρελθόν. Ήδη έχουν ακουστεί αποδοκιμασίες κατά συγκεκριμένων εθνικών ύμνων και συμβόλων, κάτι που υποτίθεται ότι αποτελεί ένα από τα μεγάλα ταμπού του θεσμού.
Και αν πρόκειται για το Ισραήλ –η παρουσία του οποίου κατανοώ γιατί μπορεί να εκληφθεί ως προκλητική, δεδομένης της διαρκούς σφαγιαστικής του καμπάνιας στη Γάζα, ασχέτως αν οι αθλητές της χώρας δεν φταίνε στην πραγματικότητα–, υπάρχει κάποια δικαιολογία ίσως. Μοιάζει όμως σαν να έχουν ανοίξει οι ασκοί του Αιόλου και σε άλλες «διακρατικές» έριδες, και συχνά τη νύφη την πληρώνουν οι εθνικοί ύμνοι.
Η Ρωσία λείπει ως γνωστόν, αλλά αυτό που λείπει πραγματικά από μια τέτοια περίσταση είναι ο ρωσικός εθνικός ύμνος, ο οποίος παρέμεινε ο ίδιος με τον σοβιετικό (δεν αλλάζουν εύκολα τέτοια διαχρονικά σουξέ) με τον οποίον γαλουχηθήκαμε ως μικρά παιδιά.
Αδίκως, κατά τη γνώμη μου, όχι επειδή δεν κουβαλάνε κι εκείνοι τις αμαρτίες τους –ειδικά οι εθνικοί ύμνοι κάποιων αμετανόητων αποικιοκρατών– αλλά επειδή εμπεριέχουν συγχρόνως και μια αθωότητα ή μια ελκυστική αφέλεια, ως «αρχέγονες» μελωδίες που συνενώνουν ολόκληρους λαούς. Και οι πιο γνωστοί από αυτούς –συχνά οι ύμνοι των χωρών με τα πολλά μετάλλια, αλλά όχι πάντα– συνιστούν με τις δεκαετίες μια οντότητα που αυτονομείται πέρα από τα όρια προέλευσής της.
Οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν μόνο τα λόγια του δικού τους εθνικού ύμνου, αναγνωρίζουν όμως διάφορους άλλους, που τους ακούνε από παιδιά στις μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις. Πουθενά αλλού όμως δεν μετράνε τόσο πολύ οι εθνικές διακρίσεις όσο στην Ολυμπιάδα, πουθενά αλλού δεν προκαλεί η ανάκρουση του εθνικού ύμνου τόση ηλεκτρική συγκίνηση – στους αθλητές κυρίως, και ειδικά στους πρωτάρηδες, οι οποίοι ζουν ένα όνειρο από το οποίο δεν θέλουν να ξυπνήσουν ποτέ, καθώς βρίσκονται αυτές τις μέρες σ’ ένα απόγειο, όχι μόνο της καριέρας τους, αλλά γενικότερα, σε μια απόλυτη ακμή που ίσως να μην επαναληφθεί.
Γι’ αυτό ήταν και τόσο ωραίο και συγκινητικό ένα βίντεο που κυκλοφόρησε από τον αγώνα της Εθνικής γυναικών πόλο με την ομάδα των ΗΠΑ, και δείχνει αρκετά από τα δικά μας κορίτσια να απαγγέλλουν με δάκρυα στα μάτια τον εθνικό ύμνο, σε κατάσταση πλήρους συναισθηματικής ευφορίας.
Δεν έχει να κάνει με εθνικισμό ή ακόμα και με πατριωτισμό στην πραγματικότητα. Ούτε επειδή έχουμε τον «καλύτερο εθνικό ύμνο στον κόσμο», όπως θυμάμαι να μας λένε στο δημοτικό και όπως είπε το Σάββατο, χωρίς να διστάσει καθόλου, ο γνωστός για τις πατριωτικές εξάρσεις του εκφωνητής του αγώνα μεταξύ Ελλάδας και Καναδά στο μπάσκετ. Τα κορίτσια είχαν συγκινηθεί επειδή βρίσκονταν εκεί, στην κεντρική σκηνή, λίγο πριν από την πρώτη τους παράσταση και ο εθνικός ύμνος είναι η υπόκρουση που τους το υπενθυμίζει με τον πιο ένδοξο και υπερβατικό τρόπο.
Στο άλλο άκρο, ως θύματα κάποιας κακόγουστης φάρσας των Ολύμπιων θεών, βρέθηκαν οι παίκτες της (φοβερής) ομάδα μπάσκετ του Νότιου Σουδάν, που αποτελεί το σύνολο σχεδόν της αποστολής της χώρας στο Παρίσι, όταν στον αγώνα με το Πουέρτο Ρίκο, αντί να ακουστεί ο δικός τους εθνικός ύμνος, ακούστηκε αυτός του άλλου, του «κακού» Σουδάν.
Η Ρωσία λείπει, ως γνωστόν, αλλά αυτό που λείπει πραγματικά από μια τέτοια περίσταση είναι ο ρωσικός εθνικός ύμνος, ο οποίος παρέμεινε ο ίδιος με τον σοβιετικό (δεν αλλάζουν εύκολα τέτοια διαχρονικά σουξέ) με τον οποίον γαλουχηθήκαμε ως μικρά παιδιά και όλοι, ασχέτως ιδεολογικής καταβολής, συμφωνούσαμε, εντελώς αντικειμενικά, σαν κριτές της Eurovision, ότι ήταν ο «καλύτερος», τουλάχιστον από εκείνους που ακούγαμε πιο συχνά. Κρεσέντο με το καλημέρα και μετά η μια κορύφωση μετά την άλλη. Δεν συγκρινόταν με κανέναν άλλον, ούτε καν με τον ελληνικό, που τότε τον ακούγαμε εξαιρετικά σπάνια στις Ολυμπιάδες.