Μόντρεαλ, 1976: Το δέος
Επιτέλους, οι Ολυμπιακοί Αγώνες απευθείας από την κρατική τηλεόραση. Είχα παρακολουθήσει σε αίθουσα, πολύ μικρός, το σπονδυλωτό «Visions of Eight» με τα κατορθώματα του Σπιτς και του Μπορζόφ (αν και μου έμεινε αξέχαστο το κομμάτι για τους χαμένους, από τον Κλοντ Λελούς) για το Μόναχο του ‘72, εξίσου έκθαμβος με το δοξασμένο χρονικό της Βραζιλίας του Πελέ στο Μουντιάλ του Μεξικού το 1970 − ταινίες για διοργανώσεις που δεν είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε στην εξέλιξή τους, αλλά να θαυμάσουμε τον μονταρισμένο απόηχό τους, μήνες μετά. Αλλά σε ψύχραιμη, γαλλικής αισθητικής περιγραφή από τον Γιάννη Διακογιάννη, προβιβάστηκα από το μικρό κουτί της καθημερινότητας των σίριαλ και των λιγοστών εκπομπών σε ζωντανή σύνδεση με ένα παγκόσμιο γεγονός, το πρώτο μετά την προσελήνωση, που αμυδρά θυμάμαι από έναν δέκτη σε καφενείο της γειτονιάς, ανάμεσα στον συνωστισμό και την κακή λήψη.
Εκπαιδεύθηκα να παρακολουθώ τους Αγώνες με μια ιεραρχική αξιολόγηση: προηγείτο πάντα ο καλύτερος, ο πρώτος, και ακολουθούσαν οι υπόλοιποι. Η έμφαση δινόταν στις κορυφαίες επιδόσεις. Αυτονόητο; Όπως εξελίχθηκε, καθόλου!
Και ενώ για πολλούς οι Αγώνες του Μόντρεαλ ήταν η Ολυμπιάδα της Κομανέτσι και των νιτσεϊκά ανίκητων Ανατολικογερμανίδων στην κολύμβηση, προσωπικά με κέρδισε ανεπιστρεπτί ο κλασικός αθλητισμός, ο βασιλιάς των Ολυμπιακών, όπως τον αποκαλούσαν οι ρομαντικοί, με την ποικιλία και το σασπένς, τις εναλλαγές και τους πρωταγωνιστές του, τον αρχοντικού διασκελισμού Αλμπέρτο Χουαντορένα με το πρωτοφανές νταμπλ στα 400 και τα 800, τη μαχητική Ιρένε Σεβίνσκα, πρώην Κιρζενστάιν, τον Φινλανδό Βίρεν που διπλασίασε τις νίκες στο πεντάρι και το δεκάρι μετά το Μόναχο, τον Αμερικανό Στόουνς που ήταν και πάλι φαβορί στο ύψος αλλά αρκέστηκε στο χάλκινο, αλλά και τον δεκαθλητή Μπρους Τζένερ, που έκανε show από τότε σπάζοντας το παγκόσμιο ρεκόρ, πριν επανέλθει στα φώτα ως Κέιτλιν δεκαετίες αργότερα. Εκπαιδεύθηκα να παρακολουθώ τους Αγώνες με μια ιεραρχική αξιολόγηση: προηγείτο πάντα ο καλύτερος, ο πρώτος, και ακολουθούσαν οι υπόλοιποι. Η έμφαση δινόταν στις κορυφαίες επιδόσεις. Αυτονόητο; Όπως εξελίχθηκε, καθόλου!
Μόσχα, 1980: Το σοκ
Μποϊκοτάζ από τους Αμερικανούς και τους φίλιους δυτικούς, εκτός Βρετανών. Η πολιτική παρεισέφρησε κάθετα και εκβιαστικά στην περίφημη ολυμπιακή ιδέα, μετά τους 11 Ισραηλινούς νεκρούς από τον Μαύρο Σεπτέμβρη. Ή, όπως έχουμε μάθει στις κατασκοπικές ταινίες, ο Ψυχρός Πόλεμος δεν σταμάτησε ποτέ. Πέρασα όλο το καλοκαίρι στην Αμερική, και η τηλεοπτική κάλυψη του τσαντισμένου ABC δεν ξεπερνούσε το πεντάλεπτο καθημερινά. Κοινώς, δεν κατάλαβα τίποτε από τους λειψούς Ολυμπιακούς εκείνης της χρονιάς, εκτός από τις μονομαχίες των Κόε και Όβετ.
Ατλάντα, 1996: Η συνειδητοποίηση
Ήμουν στο Λος Άντζελες το καλοκαίρι του 1996, για συνεντεύξεις, την ίδια περίοδο που πραγματοποιούνταν οι Ολυμπιακοί στην Ατλάντα. Ο αδελφός μου προπονούσε τη Νίκη Μπακογιάννη στο ύψος γυναικών και το απόγευμα της 3ης Αυγούστου στήθηκα μπροστά στον δέκτη του δωματίου με αγωνία για να δω, συντονισμένος με όλη την Ελλάδα, αν ως άλλη Δαυίδ θα σταθεί με αξιώσεις απέναντι στο απόλυτο φαβορί και παγκόσμια ρεκορντγούμαν, μέχρι πριν από μερικές εβδομάδες όπως αποδείχθηκε, τη Βουλγάρα Στέφκα Κονσταντίνοβα. Επειδή όμως η Αμερικανίδα αθλήτρια του αγωνίσματος αποκλείστηκε από τα χαμηλά ύψη, οι Αμερικανοί τηλεσκηνοθέτες θεώρησαν πως το άθλημα δεν προσφέρει κάτι στο κοινό τους, προεξοφλώντας πως προηγούνται οι Αμερικανοί και όχι ο πλανήτης, και έκοψαν αλλού.
Μιλάμε για την εποχή πριν από το Internet, με τα κινητά ακόμη χαζά και πανάκριβα, και μάλιστα με τα ύψη να αναγράφονται σε πόδια και ίντσες, άρα ζήτησα ένα κομπιουτεράκι από τη ρεσεψιόν για να μετατρέψω τους αριθμούς, για να δω πού βρίσκονταν περίπου οι αθλήτριες πριν εξαφανιστεί ως διά μαγείας από τη ροή το ύψος. Κάποια στιγμή πέρασε ένα κρόουλ από την οθόνη με τα αποτελέσματα και κάπου τότε επικοινώνησα με τα χίλια ζόρια, ανάμεσα σε βραχνή τηλεφωνική λήψη και κραυγές χαράς, για τα συγχαρητήρια της δεύτερης θέσης της Νίκης.
Βλέπετε, ο τηλεσκηνοθέτης είχε επικεντρωθεί στο δράμα που ζούσαν οι Αμερικανοί από την απροσδόκητη ήττα τους στη μικρή σκυταλοδρομία από τους Καναδούς του Ντόνοβαν Μπέιλι. Ο τρόπος που μετέδιδαν τους Αγώνες ήταν τμηματικός, με συνεχείς εμβόλιμες διαφημίσεις, πολλά playback για να μη χάνεται νεκρός χρόνος με καθυστερήσεις στις εκκινήσεις και τις απονομές, και κυρίως πολλά βίντεο με stories γύρω από αθλητές και αθλήτριες, το παρελθόν και τη διαδρομή τους, ή κάτι αξιοσημείωτο που να κέντριζε αφηγηματικά το ενδιαφέρον.
Από τους Έλληνες εκείνης της χρονιάς, μόνο ο Ιωάννης Μελισσανίδης αναδείχθηκε τηλεοπτικά
Το live έγινε εκπομπή, με πρωταγωνιστές τους οικοδεσπότες, σταρ τους πιο δυνατούς και στόχο την τηλεθέαση, συνταγή που ξεκίνησε από τον Μπεν Τζόνσον, τον Καρλ Λιούις και τη ΦλοΤζο, και θα γιγαντωνόταν σε πάγιο σύνδρομο σαρωτικής υπεροχής με τον Μπολτ και τον Φελπς. Από τους Έλληνες εκείνης της χρονιάς, μόνο ο Ιωάννης Μελισσανίδης αναδείχθηκε τηλεοπτικά, γιατί η Ελλάδα είχε να κερδίσει στην ενόργανη από τους πρώτους Ολυμπιακούς, συνεπώς ένα στρογγυλό ρεκόρ ξεχώριζε από τα άλλα, τα πιο συνηθισμένα. Κι ενώ νόμιζα πως μόνο οι masters του θεάματος θα αδιαφορούσαν για την παγκοσμιότητα του θεσμού, εφαρμόζοντας έναν εστιασμένο τοπικισμό που προσιδιάζει σε υπερδύναμη, απλώς έδειξαν τον δρόμο που θα ακολουθούσαν οι υπόλοιποι.
Αθήνα, 2004: Η ευφορία
Φυσικά και ήμουν εκεί, στη σκονισμένη από τα εσπευσμένα έργα της τελευταίας στιγμής, άδεια Αθήνα, δυο ημέρες στον έξαλλο από ενθουσιασμό στίβο, μέσα στο ΟΑΚΑ, στα μετάλλια της Χαλκιά και της Μανιάνι και στην πανηγυρική, αν και casual στο concept της, τελετή λήξης, με τις πλαστικές καρέκλες και την Άννα Βίσση στο γκρουπ των νεότερων καλλιτεχνών. Την έναρξη την είδα σπίτι, και δεν νομίζω πως υπάρχει πεδίο που να μη συμπλήρωσε σωστά ο Δημήτρης Παπαϊωάννου: εικονοποιώντας όλες τις ιστορικές και πολυφασματικές ιδέες του ελληνισμού, κόντραρε την εννοιολογία του καλωσορίσματος με την ελληνική ψυχή στο φινάλε. Για έναν καλλιτέχνη που δεν είχε άμεση σχέση με το τηλεοπτικό θέαμα, το κατόρθωμά του, από το αφήγημα και τη ροή του ως τον σχεδιασμό και την αφήγηση, δεν είναι εύκολο να επαναληφθεί, τουλάχιστον εντός σταδίου.
Ο συμβολισμός στο απόγειό του, και ίσως γι’ αυτό έναν μήνα αργότερα, στο περιθώριο μιας συνέντευξης στο Φεστιβάλ Βενετίας, ο Βρετανός σκηνοθέτης Μάικ Λι με ρώτησε με το σύνηθες βλοσυρό του ύφος αν μου άρεσε η τελετή έναρξης, κι όταν του απάντησα (εμφατικά) καταφατικά, εκείνος μου αντιγύρισε ένα πνιχτό μουγκρητό, μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτα αρνητικό − θεωρώντας πως δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσουμε τη μετα-ολυμπιακή κουβεντούλα. Τα «Μυστικά και Ψέματα» έχει υπογράψει, τον ρεαλισμό ασπάζεται, λογικό είναι να αντιδράσει με τη συμπυκνωμένη αφαίρεση. Δεν αναρωτιέμαι τι γνώμη θα είχε για τα sequels που σκηνοθέτησαν κινηματογραφικοί συνάδελφοί του, ο Ντάνι Μπόιλ στο Λονδίνο και ο Ζανγκ Γιμού στο Πεκίνο.
Παρίσι, 2024: Όλα για τη χώρα μου
Για την τελετή έναρξης έχουν γραφτεί σχεδόν τα πάντα. Μερικοί την έκριναν με λογική Eurovision, άλλοι με σημείο αναφοράς τη δική μας στην Αθήνα, και συχνά με κριτήριο τι θα θέλαμε εμείς να δούμε, επειδή έχουμε κι έναν (βαρύνοντα) λόγο παραπάνω, ως γεννήτορες των Αγώνων. Ο Νικόλας Σεβαστάκης τα έγραψε όλα, πάρα πολύ σωστά και διεξοδικά, στο άρθρο του με το ερωτηματικό για τις τελετές συμπερίληψης, και κυρίως για τη δεδομένη πολιτιστική πολιτική της Γαλλίας εδώ και δεκαετίες, με την άλλοτε πειραματική εμπροσθοφυλακή να έχει πλέον διεισδύσει σε λειτουργικά επιτελεία.
Τις αντιθέσεις της η Γαλλία τις έχει νιώσει στο πετσί της, τις πολεμάει, πολύ πιο έντονα σήμερα, και προσπαθεί να τις αναδείξει, γιατί, κακά τα ψέματα, η νεότερη γενιά δεν έχει και μεγάλη επαφή με το τι πρεσβεύει το «Εξάγωνο». Δηλαδή τι περίμενε όλος ο κόσμος, να μας δείξουν οι Γάλλοι μπερέδες και μπαγκέτες, ακορντεόν και κλειδαριές, άντε και μια virtual ξενάγηση στο Λούβρο, τις Βερσαλλίες και τον Πύργο του Άιφελ, για να κολακευτούν όσοι νομίζουν πως γνωρίζουν την παρισινή κουλτούρα από μια επίσκεψη στην Πόλη του Φωτός και της Αγάπης; Τουλάχιστον remix-αραν τα μνημεία και τα κλισέ τους, τα ζωντάνεψαν έστω και με άγαρμπο και αφηγηματικά σκαλωμένο τρόπο, και μας πήγαν βόλτα εκτός σταδίου, γιατί βασικά οι Αγώνες τελούνται εκτός του σταδίου όπου παραδοσιακά γίνονται οι τελετές έναρξης.
Αυτό που κανείς δεν έχει θίξει είναι πως, αντίθετα με το πνεύμα της εκεχειρίας που ζητούν οι αγώνες κάθε τετραετία, συμβαίνουν δυο σοβαροί πόλεμοι παράλληλα με τη διοργάνωση, και μάλιστα ο ένας κλιμακώνεται επικίνδυνα. Και δεύτερον, ελάχιστοι ασχολούνται πραγματικά με τους αγώνες per se. Κάθε χώρα βρίσκει ευκαιρία να πιέσει για ένα μετάλλιο, και δείχνει να μην ενδιαφέρεται για το τι γίνεται αν δεν έχει συμμετοχή σε άλλο άθλημα. Δείτε την επισκόπηση κάθε βράδυ από την κρατική τηλεόραση: εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, δηλαδή παγκοσμίου ρεκόρ με διαφορά, μόνο η ελληνική αποστολή καλύπτεται, και όλοι οι άλλοι, οι «ξένοι», απουσιάζουν εκκωφαντικά. Στα αθλητικά sites, ακόμη και οι ειδήσεις για τους Έλληνες (για τους άλλους ας μην το συζητάμε) διακόπτονται από τις τελευταίες μεταγραφικές σπέκουλες στην μπάλα και στο μπάσκετ.
Κατανοητό το κέντρο βάρους στα «δικά μας παιδιά». Τρομερή προσπάθεια, χίλια μπράβο για τις επιτυχίες μας, γνωστές οι συνθήκες και οι δυσκολίες, συγκίνηση και ανατριχίλα, σίγουρα νιώθουμε όλοι τη συγγένεια, ταυτιζόμαστε, συνομιλούμε σαν οικογένεια. Ο αποκλεισμός της ευρύτερης «οικογένειας» και της μεγάλης εικόνας, ωστόσο, δημιουργεί δυσάρεστη ανισορροπία, και μια στρεβλή εντύπωση, όχι για την εξιδανίκευση, αλλά για τη φύση των Ολυμπιακών Αγώνων. Πρόκειται για αθλητικό ανταγωνισμό, πάνω απ’ όλα. Μετράει η προσπάθεια, αλλά οφείλει να ξεχωρίζει η αριστεία, από όπου προέρχεται. Και σίγουρα, να διαδίδεται η αγωνιστικότητα, η ποικιλομορφία, μαζί με την ειδική και επίπονη τεχνική σε κάθε σπορ. (Καλό θα ήταν να μάθουμε και κάποιο άλλο άθλημα, μια φορά στα 4 χρόνια μάς δίνεται η ευκαιρία να βγούμε από το βολικό μας deja vu.) Όχι ο πάση θυσία εθνοκεντρισμός, σαν παρενθετική ανάταση κόντρα στα μεγαθήρια, τους αντιπάλους μας.
Μπορεί να ανήκω πλέον σε μια αθόρυβη μειοψηφία, αλλά εξακολουθεί να με ενδιαφέρει περισσότερο από το συναίσθημα του Απόστολου Χρήστου πώς κατάφερε, προπονητικά και κολυμβητικά, να ακολουθήσει τόσο εντυπωσιακή τακτική, ειδικά στο πρώτο μισό της διαδρομής στο διακοσάρι του ύπτιου, όπως με ιντριγκάρει απεριόριστα η τόλμη του Μίλτου Τεντόγλου να ψυχανεμίζεται τις συνθήκες, να «διαβάζει το δωμάτιο» σε ένα αγώνισμα που μοιάζει με δραματικό θρίλερ, να πηδά χωρίς να λογαριάζει ρίσκο, μπροστά και μακριά, ενώ οι συναθλητές του σαν να αυτολογοκρίνονται περισσότερο στον αέρα και να τρομοκρατούνται μπροστά στο θαύμα των εννιά μέτρων, και να κλιμακώνει με top-end απόθεμα εκεί που οι συναγωνιστές του τα παίζουν κανονικά.
Μέχρι στιγμής, και πριν από τον στίβο, τον Λάιλς, τη Φρέιζερ, τη Μακλόφλιν, τον Βάρχολμ, τον Ντιπλάντις και βέβαια τον Μίλτο, οι αθλητικοί σταρ των αγώνων είναι ο Λεόν Μαρσάν και η Σιμόν Μπάιλς, με βαθμό δυσκολίας δυσθεώρητο και αθροιστικά επιτεύγματα εφάμιλλα, αλλά αν ρωτήσεις τον μέσο παρατηρητή, θα έχει να θυμάται, εκτός από τις εμψυχωτικές μας επιτυχίες και τα μπράβο για τα γενναία δοκάρια μας, τον Τούρκο πιστολέρο και την cool Κορεάτισσα της σκοποβολής με τον Μπαμπάρ στην πλαϊνή τσέπη, τον Ιταλό Τσεκόν και τους κοιλιακούς του, γραμμωμένους σέρφερ στην Πολυνησία, την Αλγερινή που πολλοί θέλουν να δουν γυμνή για τους λάθος λόγους, τον Αμερικανό στον πλάγιο ίππο με το πρόβλημα όρασης και τα ασυνήθιστα goggles του, την Αλίσα, τη Γερμανίδα σπρίντερ που μοιάζει να κατασκευάστηκε από ορεξάτο ΑΙ, τους Instagrammable πρωταγωνιστές δηλαδή, και άλλα χαριτωμένα, που ουδεμία σχέση έχουν με το τι έχουν κάνει αυτοί οι άνθρωποι στη ζωή τους, και γιατί δεν αναφέρονται παρά σποραδικά όσοι δεν γεννήθηκαν με rizz, φωτογένεια ή αυτό το je ne sais quoi που ψάχνουν όσοι βαριούνται με εικόνες διάρκειας πάνω από το ενός δευτερολέπτου TikTok ανοιγόκλεισμα ματιών.
Λος Άντζελες, 2028: Showtime forever
Αν όντως ο Τομ Κρουζ εμφανιστεί στο Παρίσι βουτώντας με αλεξίπτωτο, τότε να ακονίσουμε τα social μας κι ας ετοιμαστούμε για την ολοσχερή απόβαση του σύσσωμου αν και όχι αύτανδρου Χόλιγουντ, αιχμαλωτίζοντας τους Ολυμπιακούς σε ένα υπερηρωικό παραμύθι.