Η αποκατάσταση στην Ελλάδα είναι η μαύρη τρύπα του Εθνικού Συστήματος Υγείας, την οποία καμία κυβέρνηση μέχρι σήμερα δεν έχει ενδιαφερθεί σοβαρά να κλείσει.
Τι συμβαίνει όταν ένας πολυτραυματίας από σοβαρό τροχαίο ατύχημα έχει διαφύγει τον κίνδυνο και βγαίνει από τη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας; Πώς μπορεί να σηκωθεί ξανά όρθιος; Ποιες διεξόδους έχει ένας άνθρωπος που βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ασθένεια που περιορίζει την κινητικότητα ή την ομιλία του;
Τι μπορεί να κάνει ένας ανασφάλιστος ο οποίος μετά τη νοσηλεία του εξαιτίας κάποιου ατυχήματος πρέπει να ανακτήσει την κινητικότητά του; Ποιες επιλογές για αποκατάσταση έχει κάποιος που παθαίνει εγκεφαλικό;
Τα κινητικά και λειτουργικά προβλήματα που μπορούν να δημιουργήσουν διάφορες παθήσεις, άλλοτε σοβαρές όπως ένα βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο, άλλοτε λιγότερο βαριές όπως ένας οξύς πόνος στη μέση, αντιμετωπίζονται μέσα από ένα ευρύ φάσμα θεραπειών αποκατάστασης.
Η αποθεραπεία και η αποκατάσταση στο δημόσιο σύστημα υγείας παρέχεται σχεδόν εξ ολοκλήρου ιδιωτικά. Οι περισσότεροι πολίτες πρέπει να βάλουν το χέρι στην τσέπη για να ξαναγίνουν λειτουργικοί μετά από κάποια πάθηση, είτε παροδική είτε μόνιμη.
«Δεν υπάρχει σοβαρή οργανωμένη δομή αποκατάστασης από τα Γιάννενα μέχρι το Διδυμότειχο. Είναι 700 χιλιόμετρα. Αντιλαμβάνεστε το μέγεθος; Δεν υπάρχει δημόσια αποκατάσταση στη Θεσσαλονίκη. Αυτό είναι ντροπή για το ελληνικό κράτος».
Το μοναδικό οργανωμένο κέντρο που διαθέτει το ΕΣΥ και μπορεί να δεχθεί μια κρίσιμη μάζα ασθενών είναι το Εθνικό Κέντρο Αποκατάστασης, που βρίσκεται στο Ίλιον.
Ο Νίκος Ψαρρός, αναπληρωτής διοικητής του Εθνικού Κέντρου Αποκατάστασης, εξηγεί στη LiFO ότι «είμαστε εκ των βασικών πυλώνων της φυσιατρικής επιστήμης. Το ΕΚΑ είναι ένα κέντρο υψηλών προδιαγραφών στο οποίο παρέχονται εξειδικευμένες υπηρεσίες με τη χρήση σύγχρονων τεχνικών και μεθόδων».
Παρά τις όποιες ελλείψεις, όπως λέει, «μπορούμε και παρέχουμε υψηλού επιπέδου υπηρεσίες. Το ΕΚΑ είναι ένα πολύ σύγχρονο κέντρο αποκατάστασης, το οποίο έχει περάσει πια στη ρομποτική εποχή και ανταγωνίζεται με πολύ υψηλά στάνταρ την ιδιωτική αγορά».
Το γεγονός αυτό, μας λέει, δρα θετικά στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των παρεχόμενων υπηρεσιών της ιδιωτικής αγοράς που υπάρχει στον χώρο της αποκατάστασης: «Το υψηλό επίπεδο υπηρεσιών του Εθνικού Κέντρου Αποκατάστασης είναι ο δείκτης αναφοράς για τα ιδιωτικά κέντρα. Όσο ανεβαίνει το δικό μας επίπεδο τόσο αναγκάζουμε και την ιδιωτική αγορά να ανεβάσει το δικό της».
Στην ιδιωτική αγορά δραστηριοποιούνται 25 κέντρα αποκατάστασης σε όλη την Ελλάδα. Σύμφωνα με την Ένωση Κέντρων Αποκατάστασης, που αποτελεί τη θεσμική εκπροσώπηση των κέντρων αυτών, τα ιδιωτικά κέντρα διαθέτουν πάνω από 2,5 χιλιάδες ενεργές κλίνες, «καλύπτοντας το συντριπτικό ποσοστό των εθνικών αναγκών σε υπηρεσίες Φυσικής Ιατρικής και Αποκατάστασης», όπως λένε.
Κάτι που πράγματι ισχύει, αφού οι δημόσιες κλίνες είναι μετρημένες. Το Εθνικό Κέντρο Αποκατάστασης διαθέτει, σύμφωνα με τα όσα μας είπε ο αναπληρωτής διοικητής, «ανεπτυγμένες 128 κλίνες και ουσιαστικά τρέχει με 100/110».
Σε όλη την Αττική λειτουργούν ακόμη 38 δημόσιες κλίνες, που βρίσκονται σε τρία νοσοκομεία τα οποία διαθέτουν τμήματα αποκατάστασης: πρόκειται για το ΚΑΤ, στο οποίο λειτουργούν 18 κλίνες, το Ασκληπιείο Βούλας, που έχει 15, και το «Γ. Γεννηματάς», στο οποίο υπάρχουν 5 μόνο κλίνες αποκατάστασης.
Τα κέντρα αποκατάστασης-φαντάσματα
Σε όλη την Ελλάδα υπάρχουν ακόμη 31 δημόσιες δομές. Τα περισσότερα όμως Κέντρα Φυσικής και Ιατρικής Αποκατάστασης (ΚΕΦΙΑΠ), τα οποία είναι διάσπαρτα στη χώρα, «με μικρές εξαιρέσεις, όπως για παράδειγμα αυτό που βρίσκεται στο Αμύνταιο, υπολειτουργούν ή δεν λειτουργούν καθόλου, λόγω έλλειψης προσωπικού», όπως λέει στη LiFO o Πέτρος Λυμπερίδης, πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Φυσικοθεραπευτών.
Τα ΚΕΦΙΑΠ δημιουργήθηκαν στις αρχές του 2000. Στη συνέχεια ενσωματώθηκαν στους οργανισμούς των πλησιέστερων νοσοκομείων. Κάποια από αυτά συστάθηκαν για να προσφέρουν υπηρεσίες αποκατάστασης κλειστής νοσηλείας, δηλαδή θα μπορούσαν οι πολίτες να νοσηλεύονται σ' αυτά και παράλληλα να έχουν εντατική θεραπεία αποκατάστασης.
Κάποια άλλα είναι κέντρα ημερήσιας νοσηλείας. Αυτός ο διαχωρισμός μικρή σημασία έχει, καθώς τα περισσότερα βρίσκονται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. «Ο κάποτε υπερσύγχρονος εξοπλισμός σε πολλά από αυτά έχει απαξιωθεί και τα κτίρια έχουν ρημάξει. Στο ΚΕΦΙΑΠ Νιγρίτας στις Σέρρες έχουν μπει χελιδόνια και έχουν κάνει φωλιά», λέει ο πρόεδρος των φυσικοθεραπευτών.
Ο ίδιος θυμάται έναν χρόνο πριν από τις βουλευτικές εκλογές του 2004 ακόμη να λαμβάνει υποσχέσεις από τους τότε υποψηφίους πολιτευτές ότι αυτά τα κέντρα θα λειτουργήσουν κανονικά με στελέχωση προσωπικού. Από τότε μέχρι σήμερα, τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Το προσωπικό τους, όπου υπάρχει, προσλαμβάνεται κατά κύριο λόγο μέσω επιδοτούμενων προγραμμάτων και πολλές από τις συμβάσεις που έληξαν δεν ανανεώθηκαν. Κάποια, μάλιστα, δεν λειτούργησαν ποτέ, όπως λέει.
Τον Ιανουάριο του 2019, επί ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, είχε ανακοινωθεί ένα εθνικό σχέδιο δράσης για τις δημόσιες αυτές δομές αποκατάστασης, το οποίο προέβλεπε προσλήψεις και αναβάθμιση των υπαρχουσών δομών.
Το σχέδιο δεν προχώρησε, αναφέρει ο Γ. Λυμπερίδης: «Για να φτιάξεις ένα κρατικό δίκτυο αποκατάστασης, πρέπει να έχεις πολιτική βούληση, να έχεις τα κότσια, να έχεις και τα χρήματα», μας λέει.
Στη Β. Ελλάδα, μια περιοχή που γνωρίζει καλά ο Γ. Λυμπερίδης καθώς εκεί δραστηριοποιείται επαγγελματικά, η εικόνα είναι ακόμη χειρότερη: «Στις περιφέρειες Κεντρικής Μακεδονίας και Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης δεν υπάρχει δημόσιο κέντρο αποκατάστασης που να λειτουργεί κανονικά, ενώ στη Θράκη δεν υπάρχει καν ιδιωτικό.
Δεν υπάρχει σοβαρή οργανωμένη δομή αποκατάστασης από τα Γιάννενα μέχρι το Διδυμότειχο. Είναι 700 χιλιόμετρα. Αντιλαμβάνεστε το μέγεθος; Δεν υπάρχει δημόσια αποκατάσταση στη Θεσσαλονίκη. Αυτό είναι ντροπή για το ελληνικό κράτος», λέει.
Ο αδύναμος κρίκος των ανασφάλιστων
Η έλλειψη δημόσιων δομών αποκατάστασης χτυπάει τον πιο αδύναμο κρίκο, δηλαδή τους ανασφάλιστους πολίτες. Οι άνθρωποι που έχουν χάσει την ασφαλιστική τους ικανότητα έχουν το δικαίωμα ιατρικής προληπτικής παρακολούθησης, εξετάσεων και νοσηλείας στις δημόσιες δομές, δηλαδή τα νοσοκομεία και τα κέντρα υγείας, βάσει του νόμου 4368/2014.
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που έχουν ανάγκη από υπηρεσίες αποθεραπείας και αποκατάστασης. Μπορούν να τους παρασχεθούν μόνο μέσα από δημόσιες δομές.
«Πού να τις βρεις όμως τις δημόσιες δομές;», αναρωτιέται ο Π. Λυμπερίδης: «Πρόσφατα ένας κύριος ανασφάλιστος έπεσε και έσπασε το πόδι του. Μου ζήτησε να του κάνω μια καλή τιμή για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στο κόστος των θεραπειών. Ο άνθρωπος χειρουργήθηκε στο ισχίο, μετά την κινητική αποκατάσταση είναι μια χαρά και περπατάει».
«Κουκουλωμένοι στις κουβέρτες»
Τι γίνεται όμως όταν υπάρχουν σοβαρότερα περιστατικά; «Τι να σας πω. Όσοι μπορούν να πληρώσουν, πληρώνουν, και αν δεν μπορούν να πληρώσουν, κάθονται στο σπίτι κουκουλωμένοι με μια κουβέρτα», λέει ο κ. Λυμπερίδης.
Για το ζήτημα των ανασφάλιστων πολιτών τον περασμένο Οκτώβριο ο Πανελλήνιος Σύλλογος Φυσικοθεραπευτών είχε στείλει επιστολή στον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, τότε υπουργό Υγείας: «Σήμερα που είμαστε στη μετά Covid εποχή, με πολλά περισσότερα περιστατικά που χρήζουν αποκατάστασης, πολλούς βαριά τραυματισμένους από τροχαία ατυχήματα και μεγάλο αριθμό συμπολιτών μας που πάσχει από σοβαρά προβλήματα (νευρολογικά, ρευματολογικά κ.λπ.) που χρήζουν αποκατάστασης, δεν μπορεί το κράτος να αρκείται στην παροχή ανάλογων υπηρεσιών μόνο στο κομμάτι που πληθυσμού που έχει πρόσβαση στον ιδιωτικό τομέα. Δεν μπορεί το κράτος να κλείνει τα μάτια για 1.000.000 ανασφάλιστους συμπολίτες μας», ανέφερε.
Η προτεραιότητα και τα αδιέξοδα
Η LiFO μίλησε με φυσικοθεραπευτές οι οποίοι εργάζονται στις λιγοστές κλινικές που διαθέτουν κλίνες αποκατάστασης.
«Δίνεται προτεραιότητα σε ανασφάλιστους, κατάγματα και περιστατικά που χρήζουν αποκατάστασης μετά από χειρουργεία», μας λένε. Ακόμη όμως και αν κάποιος που είναι ανασφάλιστος ή δεν έχει τη δυνατότητα να πληρώσει έξτρα χρήματα για να πάει σε ιδιωτικό κέντρο αποκατάστασης εξασφαλίσει μία θέση από τις ελάχιστες που υπάρχουν στα νοσοκομεία της Αττικής, δεν λύνονται τα προβλήματά του:
«Η αποκατάσταση, που υπάρχουν φυσικοθεραπευτές για να την κάνουν, με καλά αποτελέσματα, δεν φτάνει. Οι ασθενείς αυτοί έχουν κινητικά προβλήματα. Χρειάζονται φροντίδα υγιεινής ή μια βόλτα με το καροτσάκι. Και κυρίως χρειάζονται μετακίνηση από και προς τους χώρους θεραπείας, το γυμναστήριο ή την εργοθεραπεία. Δεν υπάρχει όμως προσωπικό, δηλαδή νοσηλεύτριες και τραυματιοφορείς».
Εάν ο ασθενής δεν μπορεί να επωμιστεί το κόστος μιας αποκλειστικής νοσοκόμας, τότε δίπλα από το κρεβάτι του υπάρχει μια καρέκλα για το συγγενικό ή το φιλικό του πρόσωπο το οποίο θα συνδράμει.
Διαφορετικά, τα πράγματα λύνονται εκ των ενόντων, όπως μας λένε άνθρωποι που εργάζονται στα τμήματα αυτά: «Βάζοντας όλοι ένα χεράκι, φυσικοθεραπευτές, οι εναπομείνασες νοσηλεύτριες, οι ελάχιστοι τραυματιοφορείς που τρέχουν από τα επείγοντα ως τις κλινικές, και σε κάποιες περιπτώσεις εθελοντές, οι οποίοι πηγαίνουν συγκεκριμένες ώρες, φροντίζοντας για τις μετακινήσεις των ασθενών στα τμήματα αποκατάστασης».
H λίστα αναμονής και τα κοινωνικά περιστατικά
Πριν από τρεις μήνες ένας 20χρονος κατάφερε να βγει ζωντανός από ένα σοβαρό τροχαίο. Έχοντας σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, νοσηλεύτηκε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας στον «Ευαγγελισμό» για δύο μήνες. Οι γιατροί του «Ευαγγελισμού» τον έσωσαν. Το μετά για τον 20χρονο, που θα έπρεπε να σταθεί στα πόδια του, δεν ήταν αυτονόητο.
Καθώς προερχόταν από άπορη οικογένεια, η μόνη διέξοδος για αποκατάσταση ήταν μια δημόσια δομή. Χρειάστηκε να περιμένει έναν μήνα για να εισαχθεί στο Εθνικό Κέντρο Αποκατάστασης, τη μοναδική δομή του ΕΣΥ η οποία παρέχει με οργανωμένο τρόπο υπηρεσίες αποκατάστασης και αποθεραπείας.
Για τον Ν. Ψαρρό, οι λόγοι για τους οποίους υπάρχει αναμονή είναι αρχικά ο χρόνος νοσηλείας των ασθενών: «Όταν κάποιος ασθενής εισαχθεί στο ΕΚΑ, οι υπηρεσίες που του παρέχουμε είναι για μακροχρόνιο διάστημα. Μπορεί να μείνει 4, 5 και 6 μήνες. Το γεγονός αυτό δημιουργεί αναμονή για τον επόμενο».
Από την άλλη πλευρά, «αν και το ΕΚΑ έχει το έμψυχο δυναμικό και υπερσύγχρονο εξοπλισμό για να παρέχει υπηρεσίες υψηλού επιπέδου, υπάρχουν αρκετές ελλείψεις σε ιατρονοσηλευτικό προσωπικό που δεν μας επιτρέπουν να έχουμε ανεπτυγμένες και τις 128 κλίνες, οι οποίες για να λειτουργήσουν θα πρέπει να έχουμε full capacity εργαζομένων. Σε ένα κέντρο αποκατάστασης, εκτός από τους φυσιάτρους, χρειαζόμαστε και άλλες ειδικότητες: ακτινολόγο, καρδιολόγο, παθολόγο. Έχουμε ελλείψεις και σε νοσηλευτικό προσωπικό. Δυσκολευόμαστε όμως να βρούμε. Δεν είμαστε ελκυστικοί, όπως άλλωστε όλο το ΕΣΥ», λέει ο Ν. Ψαρρός.
Στις δημόσιες δομές αποκατάστασης της Αθήνας υπάρχει και ένα τρίτος λόγος για τον οποίο οι αναμονές μεγαλώνουν. Είναι τα λεγόμενα κοινωνικά περιστατικά. Στα νοσοκομεία στα οποία λειτουργούν κλίνες αποκατάστασης υπάρχουν ασθενείς που, ενώ έχει ολοκληρωθεί ο κύκλος της θεραπείας τους, επειδή δεν έχουν υποστηρικτικό περιβάλλον ή το συγγενικό τους περιβάλλον αρνείται να τους φροντίσει, μένουν για μήνες, μειώνοντας εκ των πραγμάτων την ήδη πενιχρή δυναμικότητα κλινών που υπάρχει: «Οι κοινωνικές υπηρεσίες του νοσοκομείου εργάζονται με ευαισθησία για να βρουν δομές που θα δεχτούν αυτούς τους ανθρώπους. Αλλά και πάλι, η διαδικασία απαιτεί χρόνο. Δεν γίνεται από τη μία μέρα στην άλλη», μας λέει φυσικοθεραπεύτρια που εργάζεται σε νοσοκομείο της Αθήνας το οποίο διαθέτει κλινική αποκατάστασης.
Στο Εθνικό Κέντρο Αποκατάστασης υπάρχουν επίσης άνθρωποι που, ενώ έχει ολοκληρωθεί ο κύκλος της θεραπείας τους, παραμένουν εκεί. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν έχουν πού αλλού να πάνε ή γιατί το συγγενικό τους περιβάλλον τους θεωρεί βάρος ή δεν έχει τη δυνατότητα να αντεπεξέλθει στο κόστος μιας κατ' οίκον υπηρεσίας, κάτι που χρειάζονται αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι είναι συνήθως κατάκοιτοι.
«Επειδή παλαιότερα το Εθνικό Κέντρο Αποκατάστασης ήταν ίδρυμα αποκατάστασης αναπήρων, έχει δημιουργηθεί η αίσθηση ότι είναι ίδρυμα», λέει ο Ν. Ψαρρός. Και προσθέτει: «Έχουμε περιπτώσεις ανθρώπων μεγάλης ηλικίας με εγκεφαλικά επεισόδια, που χρήζουν αποκατάστασης, η οποία τους έχει παρασχεθεί. Αλλά, μετά, το οικογενειακό τους περιβάλλον τους αγνοεί. Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι και το αντιλαμβανόμαστε. Ωστόσο εμείς εδώ δεν είμαστε ίδρυμα χρονίων παθήσεων που θα παρέχει διαβίωση και υπηρεσίες σε έναν άνθρωπο μη δυνάμενο να αυτοεξυπηρετηθεί. Είμαστε άλλου τύπου δομή».
Το ζήτημα αυτό, κατά τον κ.Ψαρρό, «αναδεικνύει την απουσία δημόσιων δομών χρονίων παθήσεων για τις περιπτώσεις αυτών των ανθρώπων». Γι' αυτό και «κάποιοι», όπως λέει, «μας ταυτίζουν με αυτές τις δημόσιες δομές».
Σήμερα το ΕΚΑ φιλοξενεί έξι ανθρώπους οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως κοινωνικά περιστατικά. Το ζήτημα είναι δίκοπο μαχαίρι. Από τη μία υπάρχουν άνθρωποι ανήμποροι, ξεχασμένοι από συγγενείς και φίλους ή παντελώς μόνοι τους, κι από την άλλη, «στερούνται την αποκατάσταση άνθρωποι που την έχουν ανάγκη», όπως λέει ο επικεφαλής του Κέντρου Αποκατάστασης.
Για το ζήτημα πρόσφατα έκανε παρέμβαση και ο Μιχάλης Γιαννάκος, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Δημοσίων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ), η οποία αφορούσε το Εθνικό Κέντρο Αποκατάστασης, ζητώντας την παρέμβαση του υπουργείου Υγείας, ούτως ώστε «να λάβουν εξιτήριο όλοι οι νοσηλευόμενοι ασθενείς που είναι κοινωνικά περιστατικά», αλλά και να ληφθεί πρόνοια για αυτούς. Οι ασθενείς αυτοί «δεν έχουν συγγενικό περιβάλλον να τους παραλάβει, πολλοί έχουν συγγενείς αλλά αρνούνται να τους παραλάβουν και οι δημόσιες προνοιακές δομές δεν έχουν κενές θέσεις». Ο Μ. Γιαννάκος υποστήριξε ότι «όλες οι προσπάθειες της θεραπευτικής ομάδας για εξιτήρια σε κοινωνικά περιστατικά πέφτει στο κενό και νοσηλεύονται μήνες και χρόνια, χωρίς να έχουν ανάγκη αποκατάστασης».
Γιατί η αποκατάσταση στην Ελλάδα είναι ιδιωτική υπόθεση
Η έλλειψη δημόσιων υποδομών αποκατάστασης επιδρά καταλυτικά όμως και στο σύνολο των ασφαλισμένων πολιτών. Για τη συντριπτική πλειοψηφία, η επιλογή ενός ιδιωτικού κέντρου αποκατάστασης είναι μονόδρομος.
Τα ιδιωτικά κέντρα αποκατάστασης είναι ένας επαγγελματικός κλάδος παροχής ιατρικών υπηρεσιών ο οποίος ουσιαστικά τροφοδοτείται οικονομικά από το κράτος.
Η Ένωση Κέντρων Αποκατάστασης Ελλάδος, που αποτελεί τη θεσμική έκφραση του κλάδου, αναφέρει ότι «τα ιδιωτικά κέντρα αποκατάστασης καλύπτουν το συντριπτικό ποσοστό των εθνικών αναγκών σε υπηρεσίες Φυσικής Ιατρικής και Αποκατάστασης». Υποστηρίζει ακόμη ότι «τα ιδιωτικά κέντρα αποκατάστασης και αποθεραπείας συνεισφέρουν ουσιαστικά σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο»:
«Η ισότιμη επανένταξη των πασχόντων στο κοινωνικό σύνολο και στην αγορά εργασίας, η αποσυμφόρηση των δημόσιων νοσοκομείων, η αποτροπή δαπανών νοσηλείας στο εξωτερικό και η συντήρηση 5.000 θέσεων εργασίας αποτελούν μερικά από τα σημαντικότερα οφέλη της λειτουργίας τους».
Ο ΕΟΠΥΥ είναι συμβεβλημένος με το σύνολο σχεδόν των κέντρων αυτών. Η νοσηλεία που καλύπτει ο ΕΟΠΥΥ σε αυτά τα κέντρα είναι η Γ΄ θέση, δηλαδή πληρώνει στο ακέραιο τη νοσηλεία σε τετράκλινο θάλαμο. Εάν ο ασφαλισμένος θελήσει να νοσηλευτεί σε θάλαμο με λιγότερες κλίνες, θα πρέπει να πληρώσει τη διαφορά από την τσέπη του.
Το ζήτημα είναι όμως ότι όλοι οι ασφαλισμένοι πληρώνουν από την τσέπη τους. «Τα χρήματα που βάζουν οι ασφαλισμένοι είναι στην καλύτερη περίπτωση 1.000 ευρώ τον μήνα και το κόστος μπορεί να ανεβαίνει ανάλογα με τη βαρύτητα του περιστατικού», μας λέει γιατρός του ΕΣΥ που εργάζεται σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.
Τα επιπλέον χρήματα που καλούνται να καταβάλουν οι ασφαλισμένοι είναι ποσά απαγορευτικά για τα μεσαία εισοδήματα μισθωτών και συνταξιούχων, ωστόσο, εκόντες άκοντες, όσοι θέλουν να ξεκινήσουν άμεσα αποκατάσταση θα τα καταβάλουν. «Ο λόγος που οι ασφαλισμένοι πληρώνουν θέλοντας και μη είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ιδιωτικών κέντρων αποκατάστασης δεν διαθέτει θαλάμους με τέσσερις κλίνες, το κόστος των οποίων αποζημιώνει ο ΕΟΠΥΥ στο ακέραιο».
Για τη μη διάθεση τετράκλινων δωματίων, όπως μας λέει ο γιατρός, επικαλούνται υπουργική απόφαση του 2005, η οποία ορίζει τις προδιαγραφές λειτουργίας των Κέντρων Αποθεραπείας και Αποκατάστασης. Πράγματι, σ' αυτή την απόφαση ορίζεται ότι «οι θάλαμοι μπορεί να περιέχουν από μία έως τρεις κλίνες».
Οι προδιαγραφές έκτοτε δεν έχουν αλλάξει και τελούν εν ισχύ. Η LiFO απευθύνθηκε στην Ένωση Κέντρων Αποκατάστασης, ώστε αυτή να τοποθετηθεί για το θέμα της αποκατάστασης, αλλά δεν υπήρξε ανταπόκριση.
Μονάδες Αυξημένης Φροντίδας: Ανύπαρκτες στο ΕΣΥ
«Από το Δημόσιο Σύστημα Υγείας λείπει ένα οργανωμένο σύστημα υποδοχής των ασθενών μετά τη νοσηλεία τους στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, που είναι οι Μονάδες Αυξημένης Φροντίδας (ΜΑΦ) και τα δημόσια κέντρα αποκατάστασης», ανέφεραν στη LiFO εντατικολόγοι με μεγάλη εμπειρία: «Έρχεται ένα τροχαίο ατύχημα. Όταν ολοκληρωθεί η νοσηλεία στη ΜΕΘ, θα έπρεπε να πάει σε μια Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας. Επειδή δεν υπάρχει όμως ούτε ένα κρεβάτι, παραμένει στη ΜΕΘ, αυξάνοντας τον χρόνο αναμονής για άλλα επείγοντα περιστατικά, τα οποία πρέπει να νοσηλευτούν».
Αρκετοί ασθενείς, οι οποίοι δεν μπορούν να σηκώσουν το επιπλέον οικονομικό φορτίο της αποκατάστασης, δεν θα ορθοποδήσουν ποτέ. Θα μείνουν με σημαντικές αναπηρίες: «Όσοι δεν έχουν χρήματα συνήθως θα μεταφερθούν μετά την Εντατική σε έναν θάλαμο του νευροχειρουργικού τμήματος, στο οποίο υπάρχει μία νοσηλεύτρια για 30 αρρώστους. Ίσως οι συγγενείς τους να έχουν να πληρώσουν μια αποκλειστική για ένα οκτάωρο. Δεν θα κάνει δηλαδή αποκατάσταση, συντήρηση θα κάνει, και όποιος επιβιώσει, επιβίωσε».
Ο ίδιος γιατρός μάς λέει ότι πρόσφατα αντιμετώπισε ένα περιστατικό «μιας ηλικιωμένης κυρίας πλήρως καλοστεκούμενης, η οποία παρασύρθηκε από αυτοκίνητο. Έσπασαν χέρια, πόδια, κεφάλια», όπως μας ανέφερε χαρακτηριστικά. «Την αποκαταστήσαμε πλήρως στη ΜΕΘ και τώρα θα πρέπει να πάει σε μια μονάδα αυξημένης φροντίδας για αποκατάσταση. Η οικογένειά της δεν έχει να διαθέσει αυτό το επιπλέον ποσό για το κέντρο αποκατάστασης, στο οποίο θα χρειαστεί να μείνει τρεις, τέσσερις μήνες για να τη σηκώσουν όρθια».
Οι ΜΑΦ και τα εγκεφαλικά
Η πλειοψηφία των ασθενών, από όσους τουλάχιστον νοσηλεύονται στις δημόσιες δομές αποκατάστασης, όπως μας είπαν γιατροί και νοσηλευτές, είναι τραυματίες τροχαίων και ασθενείς με εγκεφαλικά. Και τα δύο συγκαταλέγονται στις θλιβερές πρωτιές της χώρας.
Είναι γνωστό ότι κατέχουμε έναν από τους πιο υψηλούς δείκτες τροχαίων ατυχημάτων στην Ευρώπη, αλλά είναι ίσως λιγότερο γνωστό, τουλάχιστον εκτός των ιατρικών κύκλων, ότι η χώρα μας παρουσιάζει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά θνητότητας και υπολειμματικής αναπηρίας που προέρχεται μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο στην Ευρώπη, σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας.
Επειδή ακριβώς η Ευρωπαϊκή Ένωση διαπίστωσε ότι το κόστος από τα εγκεφαλικά στην Ε.Ε. έχει αυξηθεί στα 60 δισ. ευρώ ανά έτος και οι εκτιμήσεις προβλέπουν περαιτέρω αύξηση κατά 44% έως το 2040, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, υιοθέτησε ένα Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης για τα εγκεφαλικά.
Με βάση το Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης για τα εγκεφαλικά, συστήνεται το 90% των ασθενών με εγκεφαλικό να λαμβάνει περίθαλψη σε ειδικές μονάδες εγκεφαλικών. Στην Ελλάδα, η ευρωπαϊκή επιταγή για μια πιο στοχευμένη προσέγγιση στο ζήτημα αυτό έφερε την ψήφιση σχετικού νόμου. Τον Οκτώβριο του 2023 ψηφίστηκε ο νόμος που αφορά τη δημιουργία εθνικού δικτύου Μονάδων Αυξημένης Φροντίδας για την αντιμετώπιση ασθενών με αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια. Με τον νέο νόμο προβλέπεται η δημιουργία ενός εθνικού δικτύου 17 μονάδων εγκεφαλικών, με 6 κλίνες ανά μονάδα, το οποίο θα καλύπτει όλες τις περιφέρειες της Ελλάδας. Το υπουργείο Υγείας υποστηρίζει ότι «χιλιάδες ασθενείς θα νοσηλεύονται ετησίως, με προσδοκώμενο όφελος λιγότερους θανάτους από εγκεφαλικά ετησίως, λιγότερους ασθενείς με αναπηρία και ισάριθμα λιγότερες νοσηλείες ασθενών σε κέντρα αποκατάστασης».
Προς το παρόν λειτουργούν δύο τέτοιες μονάδες. Η μία στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο «Αττικόν» και η άλλη στη Θεσσαλονίκη, στο Νοσοκομείο «Παπαγεωργίου». Οι ΜΑΦ των εγκεφαλικών είναι ένα θετικό πρώτο βήμα, αρκεί να ολοκληρωθεί και να δημιουργηθούν και οι 17 μονάδες που προβλέπει ο σχετικός νόμος.
Το ζήτημα της αποκατάστασης παραμένει μια δύσκολη και ακριβή υπηρεσία για τους πολίτες της χώρας και διαπερνά οριζόντια πολλές κοινωνικές ομάδες: τους άνεργους, τους ανασφάλιστους, τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.