ΟΙ ΜΟΝΑΔΕΣ ΕΝΤΑΤΙΚΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ (ΜΕΘ) είναι ένα από τα πιο νευραλγικά τμήματα των νοσοκομείων. Στελεχώνονται από γιατρούς με εξειδίκευση στην Εντατικολογία και νοσηλευτές που επίσης πρέπει να έχουν ειδική εκπαίδευση.
Οι μονάδες αυτές διαθέτουν εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας για την παρακολούθηση και την υποστήριξη των ζωτικών οργάνων των ασθενών. Στις ΜΕΘ οι ασθενείς δίνουν τη μεγάλη μάχη για τη ζωή τους, καθώς σ’ αυτές νοσηλεύονται όλα τα επείγοντα και πολύ σοβαρά περιστατικά.
Στην Ελλάδα η λειτουργία και η ανάπτυξη των ΜΕΘ ήταν πάντα ένα ζήτημα που βρισκόταν ψηλά στον δημόσιο διάλογο εξαιτίας της υστέρησης που υπήρχε, αφού πάντα ο αριθμός των κλινών ΜΕΘ ήταν αισθητά πιο κάτω από τα ευρωπαϊκά στάνταρ.
Χρειαζόμαστε ένα δημόσιο σύστημα υγείας γιατί η υγεία είναι πανάκριβη. Η νοσηλεία στη μονάδα μου στοιχίζει 5 και 7.000 ευρώ την ημέρα. Δεν μπορεί να σηκώσει κάποιος αυτό το οικονομικό βάρος εάν πάθει ένα ατύχημα ή βρεθεί σε μια οξεία κατάσταση και χρειαστεί να νοσηλευτεί. Γι’ αυτό πληρώνουν οι πολίτες ασφαλιστικές εισφορές από νεαρή ηλικία, ώστε όταν χρειαστούν νοσηλεία, να είναι δωρεάν.
Με το ξέσπασμα της πανδημίας αναδείχθηκαν με τον πιο δραματικό τρόπο οι ελλείψεις, ο ανεπαρκής αριθμός κλινών αλλά και η υποστελέχωση των κρίσιμων αυτών μονάδων.
Η κληρονομιά της πανδημίας που ανέτρεψε τους ισχνούς συσχετισμούς
Με τις δωρεές που έγιναν κατά τη διάρκεια της πανδημίας δημιουργήθηκαν υπερσύγχρονες κλίνες ΜΕΘ και ανανεώθηκε ο εξοπλισμός των υπαρχουσών μονάδων, έτσι τα δημόσια νοσοκομεία σχεδόν διπλασίασαν τον αριθμό κλινών σε αυτές τις μονάδες. Σήμερα, όμως, δεκάδες κλίνες είναι κλειστές και δεν χρησιμοποιούνται.
Η Μαρία Θεοδωρακοπούλου, εντατικολόγος, διευθύντρια στη ΜΕΘ του νοσοκομείου ΚΑΤ και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Εντατικής Θεραπείας, λέει στη LiFO ότι «για πρώτη φορά η Ελλάδα αγγίζει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε αριθμό κλινών, που είναι γύρω στις 10 ανά 100.000, τις οποίες χρειαζόμασταν και πιέζαμε για να γίνουν αρκετά χρόνια. Ο κορωνοϊός μάς άφησε αυτή την κληρονομιά, η οποία δημιουργήθηκε με δωρεές».
«Οι ΜΕΘ βρέθηκαν στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν ένα οξύτατο υγειονομικό φαινόμενο χτύπησε όχι μόνο τη χώρα μας άλλα όλο τον κόσμο, οπότε η ανάγκη για κλίνες εντατικής ήταν πασιφανής», λέει στη LiFO ο Νίκος Καπραβέλος, εντατικολόγος και διευθυντής της Β μονάδας ΜΕΘ στο νοσοκομείο Παπανικολάου. «Η πανδημία μάς βρήκε με λιγότερες από 600 κλίνες εντατικής. Η αναλογία αυτή, περίπου έξι κλίνες ανά 100.000 κατοίκους είναι η μικρότερη στην Ευρώπη· ο μέσος όρος είναι γύρω στις 10-12 κλίνες ανά 100.000 και στη Γερμανία έχουν 22 και 25 κλίνες ανά 100.000. Ήμασταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα».
Οι κλειστές ΜΕΘ
Η πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Εντατικής Θεραπείας λέει ότι σήμερα, στις 64 ΜΕΘ που υπάρχουν στα δημόσια νοσοκομεία, «από τις 520 με 570 κλίνες ΜΕΘ που υπήρχαν πριν από τον κορωνοϊό, τα δημόσια νοσοκομεία διαθέτουν 970, οι οποίες είναι όλες λειτουργικές. Από αυτές δεν λειτουργούν 100-120 λόγω έλλειψης προσωπικού».
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όσες κλίνες ΜΕΘ άνοιγαν, λειτουργούσαν με δανεικό προσωπικό: «Για τη στελέχωση των νέων κλινών που άνοιξαν μετακινήθηκε προσωπικό από άλλα τμήματα, κυρίως τα χειρουργικά, η λειτουργία των οποίων είχε περιοριστεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Στη συνέχεια το προσωπικό αυτό επέστρεψε στα τμήματά του, ενώ οι προσλήψεις γιατρών που έγιναν μέσα στην πανδημία και μετά δεν ήταν αρκετές για να καλύψουν τα καινούργια κρεβάτια που είχαν ανοίξει. Ίσως ήταν αρκετές για να καλύψουν τα ελλείμματα πριν από τον Covid, γιατί υπήρχαν ελλείμματα από τότε».
Στο νοσοκομείο Παπανικολάου οι 18 κλίνες που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας σήμερα δεν λειτουργούν: «Οι κλίνες αυτές στελεχώθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας από μη εξειδικευμένο προσωπικό. Επιστρατεύτηκαν γιατροί άλλων ειδικοτήτων που δεν είχαν καμία σχέση με την εντατική, για να μπορέσουμε να ξεπεράσουμε αυτήν τη θεομηνία», μας εξηγεί ο Ν. Καπραβέλος: «Τώρα που είμαστε στο τέλος αυτής της θεομηνίας, στη μετά-Covid εποχή, οι περίπου 1.000 κλίνες εντατικής που δημιουργήθηκαν δεν μπορούν να λειτουργήσουν γιατί δεν υπάρχει εξειδικευμένο προσωπικό. Για παράδειγμα, στο νοσοκομείο μου οι 18 κλίνες εντατικής που έγιναν με δωρεά της Επιτροπής “Ελλάδα 2021” είναι πλήρως εξοπλισμένες, αλλά δεν λειτουργούν λόγω αυτή της έλλειψης προσωπικού».
Ο Ν. Καπραβέλος μας λέει ότι «το Παπανικολάου είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες της Θεσσαλονίκης, είχε 30 κλίνες εντατικής. Εγώ διευθύνω τη Β Μονάδα με 12 κλίνες, οι οποίες είναι πλήρως στελεχωμένες. Γι’ αυτό και μας ακούσατε έτσι εμφατικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας· σηκώσαμε ένα μεγάλο βάρος γιατί ήδη ήμασταν προετοιμασμένοι με πολύ εξειδικευμένο προσωπικό. Όμως οι 18 κλίνες που προστέθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας δεν λειτουργούν. Το ίδιο συμβαίνει και σε αρκετά νοσοκομεία της επαρχίας που επισκέφθηκα και βοήθησα να λειτουργήσουν, όπως της Κοζάνης και της Πτολεμαΐδας, που απέκτησαν πολύ καλά εξοπλισμένες μονάδες εντατικής, με σύγχρονο εξοπλισμό, δεν έχουν όμως στελέχωση σε ιατρονοσηλευτικό προσωπικό και υπολειτουργούν».
Ωστόσο, ο διευθυντής της Β ΜΕΘ στο Παπανικολάου υποστηρίζει ότι το νοσοκομείο, ακόμα και με κλειστές αυτές τις ΜΕΘ, ανταποκρίνεται πλήρως «γιατί, ευτυχώς, δεν έχουμε υγειονομική πίεση από ένα ακραίο υγειονομικό φαινόμενο. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, ελεγχόμενη η υγειονομική κατάσταση. Οι κλίνες εντατικής, παρόλο που κάποιες είναι κλειστές, ανταποκρίνονται επαρκώς».
Γιατί οι ΜΕΘ λειτουργούν κάτω από το όριο ασφαλείας
Κατά την περίοδο της πανδημίας, εκτός από την προαναφερθείσα δωρεά των 18 κλινών εντατικής θεραπείας στο νοσοκομείο Παπανικολάου, το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος προχώρησε σε δωρεά 175 κλινών ΜΕΘ και μονάδων αυξημένης φροντίδας σε 15 νοσοκομεία της χώρας, ενώ 50 κλίνες ΜΕΘ δημιουργήθηκαν με δωρεά της Βουλής στο νοσοκομείο Σωτηρία.
Εκτός, όμως, από τις κλίνες ΜΕΘ που δεν λειτουργούν, αρκετές μονάδες εντατικής θεραπείας λειτουργούν ακόμα και στην Αθήνα κάτω από τα όρια ασφαλείας, δηλαδή τις ελάχιστες προδιαγραφές που έχει θεσπίσει το υπουργείο Υγείας για το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό.
Όπως μας εξηγεί η πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Εντατικής Θεραπείας: «Σε πολλά νοσοκομεία η αναλογία που έχει δοθεί στις ελάχιστες προδιαγραφές για τους νοσηλευτές είναι ένα προς δύο ή ένα προς τρία. Τι σημαίνει αυτό; Ένας νοσηλευτής θα πρέπει να έχει στις πρωινές βάρδιες δύο ασθενείς και στις βραδινές, αν τηρηθούν οι ελάχιστες προδιαγραφές, τρεις. Αυτό είναι το κόκκινο καμπανάκι. Αν δεν έχω αυτό το όριο ασφαλείας, δεν ξέρω αν μπορώ να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις που μπορεί να έχει ένας ασθενής».
Σε αρκετά νοσοκομεία, όπως λέει η Μ. Θεοδωρακοπούλου, η αναλογία αυτή είναι κάτω από το όριο σε νοσηλευτικό προσωπικό: «Η αναλογία είναι ένα προς δύο, ένα προς 2,5 ή 1 προς 2, 7 ουσιαστικά σε αρκετά μέρη, είμαστε κάτω από τις ελάχιστες προδιαγραφές».
Ένας νοσηλευτής, μας εξηγεί, δεν φτάνει για το περιστατικό στη βάρδια του. «Έχει να διαχειριστεί βαρύτατα περιστατικά και χρειάζεται να κάνει νοσηλεία συνέχεια. Οι ασθενείς είναι συνδεδεμένοι στον αναπνευστήρα, πολλοί έχουν και νεφρική υποκατάσταση, άρα είναι συνδεδεμένοι στο μηχάνημα του νεφρού, μπορεί να είναι συνδεδεμένοι και σε ένα μηχάνημα που να μετρά τα ζωτικά τους σημεία, τη λειτουργία της καρδιάς για παράδειγμα, κ.λπ.».
Οι γιατροί υποστηρίζουν ότι η εντατική θεραπεία είναι μια ομαδική δουλειά: «Προφανώς δεν είναι μόνο ο γιατρός, είναι οι νοσηλευτές αλλά και οι φυσικοθεραπευτές. Είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της αντιμετώπισης ασθενών σε μια ΜΕΘ, αποτελούν την ομάδα που θα σηκώνει τον ασθενή από το κρεβάτι της εντατικής. Μόνος του ο γιατρός δεν μπορεί», λέει ο Ν. Καπραβέλος: «Στη μονάδα μου, αντί να έχω 36 αδελφές, έχω 26, δηλαδή πολύ κάτω από τις ελάχιστες προϋποθέσεις. Επίσης, για τα τα 12 κρεβάτια εντατικής χρειάζονται τρεις φυσικοθεραπευτές βάσει των ελάχιστων προϋποθέσεων και έχω μισή. Έρχεται, σε μένα πάει και στην Ορθοπεδική».
Στις ΜΕΘ της Περιφέρειας η υποστελέχωση που κρατάει ανενεργές υπερσύγχρονες κλίνες είναι ακόμη πιο μεγάλη. Πολλές μονάδες έχουν φτάσει στο παρά πέντε να κλείσουν, όπως συνέβη πρόσφατα με τη ΜΕΘ Άρτας. Οι περισσότερες μονάδες ΜΕΘ της επαρχίας λειτουργούν λόγω των μετακινήσεων εντατικολόγων από άλλα νοσοκομεία. Στην υπερσύγχρονη ΜΕΘ Κοζάνης υπάρχουν έξι οργανικές θέσεις και καλυμμένες είναι οι δύο. Οι ανάγκες καλύπτονται με τρεις ακόμα μετακινούμενους γιατρούς από νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης.
Η ΜΕΘ Πτολεμαΐδας είναι εδώ και περίπου έξι μήνες κλειστή, καθώς έχει απομείνει ένας γιατρός. Η ΜΕΘ στη Δράμα καλύπτεται από δύο εντατικολόγους και λειτουργεί και αυτή με μετακινήσεις γιατρών από άλλα νοσοκομεία. Τα επιχειρήματα της κυβέρνησης για το ζήτημα της υποστελέχωσης είναι γνωστά. Υποστηρίζει ότι έχει προκηρύξει θέσεις εντατικολόγων, αλλά κανένας γιατρός δεν ενδιαφέρεται να πάει. Τώρα βάζει στο τραπέζι και το ιδιωτικό έργο που μπορούν να ασκούν εφεξής οι γιατροί, ενώ ισχυρίζεται ότι τα κίνητρα που θα θεσπίσει για τις άγονες περιοχές θα αποτελέσουν επιπλέον κίνητρα για να στελεχωθούν τα νοσοκομεία αυτά.
«Δεν έρχονται οι εντατικολόγοι, γιατί ξέρουν ότι θα φτύσουν αίμα»
Υπό τις παρούσες συνθήκες, το δημόσιο σύστημα υγείας φαίνεται να ξεμένει και από εντατικολόγους και, όπως μας λέει η κ. Θεοδωρακοπούλου, είναι ορατός ο κίνδυνος να μην υπάρχει διάδοχη κατάσταση, καθώς είναι μια πολύ απαιτητική ειδικότητα, η οποία δεν συνοδεύεται από τις αντίστοιχες οικονομικές απολαβές: «Για να γίνεις εντατικολόγος, πρέπει να έχεις τελειώσει ήδη μία ειδικότητα. Μετά να κάνεις training άλλα δύο χρόνια και να δώσεις εξετάσεις. Έχεις αποφασίσει, δηλαδή, ότι θα πας σε μια ειδικότητα η οποία είναι ιδιαίτερα απαιτητική. Πρέπει να είσαι up to date κάθε μέρα, γιατί η ιατρική εξελίσσεται ραγδαία σε αυτήν την ειδικότητα, στην οποία παίρνεις τα πιο επείγοντα, τα πιο αιχμής περιστατικά. Οπότε πρέπει να ξέρεις τα πάντα για να μπορείς να αντιμετωπίσεις έναν πολύ βαριά ασθενή πάρα πολύ γρήγορα και άμεσα, και να μπορέσεις να έχεις ένα πολύ καλό αποτέλεσμα».
Ο εντατικολόγος, όπως λέει, «θα είναι στην τσίτα κάθε μέρα, για όσο χρόνο δουλεύει στο ΕΣΥ, μέχρι την ημέρα που θα πάρει σύνταξη. Και όταν εφημερεύει, δεν θα μπορεί να πάει ούτε για καφέ. Γιατί οι εντατικολόγοι είναι αυτοί που εφημερεύουν μέσα στα νοσοκομεία 24 ώρες το 24ωρο. Όταν έχει κάτι επείγον στη μονάδα πρέπει να το αντιμετωπίσει άμεσα. Ποιο είναι το κίνητρο, λοιπόν, που θα προσελκύσει έναν γιατρό στη ΜΕΘ; Το οικονομικό, εκτός αν κάποιος είναι απόλυτα αλτρουιστής. Οι εντατικολόγοι είναι 1.000 σε όλη την Ελλάδα και οι μονάδες λιγότερες από 100. Είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που δούλεψαν πολύ σκληρά κατά τη διάρκεια του Covid-19. Πρέπει να βρεθούν κίνητρα να τους κρατήσουμε αλλά και να προσελκύσουμε νέους. Και το μόνο κίνητρο που μπορεί να δοθεί είναι το οικονομικό», λέει.
«Η άρνηση γιατρών να στελεχώσουν νευραλγικά τμήματα, όπως είναι αυτά των εντατικολόγων και των αναισθησιολόγων, είναι ένα από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα το ΕΣΥ», μας λέει ο Ν. Καπραβέλος. «Προκηρύσσουν θέσεις και δεν έρχονται, γιατί αυτοί που θα έρθουν θα φτύσουν αίμα. Οι συνθήκες εργασίας είναι εξοντωτικές. Δεν αντέχουν να βγάλουν την εφημερία, να είναι στα πρωινά ωράρια και να ανταποκριθούν στα εκπαιδευτικά τους καθήκοντα».
Ο διευθυντής της Β ΜΕΘ στο Παπανικολάου υποστηρίζει ότι το ζήτημα είναι οικονομικό, και όχι μόνο: «Δεν μπορεί ένας γιατρός στην Ελλάδα να πληρώνεται με 2.000 και 2.200 και στην Κύπρο με 7.000-8.000». Αλλά δεν είναι μόνο το οικονομικό. Υποστηρίζει ότι οι τρομακτικές ελλείψεις που υπάρχουν στα νοσοκομεία αποθαρρύνουν το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό να ενταχθεί στο ΕΣΥ: «Δεν μπορεί να λειτουργήσει ένα νοσοκομείο αν δεν είναι στελεχωμένο σε όλα τα επίπεδα, δηλαδή αν δεν έχει ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, φυσικοθεραπευτές. Ενα νοσοκομείο το οποίο είναι λειψό και λειτουργεί με επικουρικό προσωπικό δεν μπορεί να αποδώσει, δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικό», λέει.
Γιατί χρειαζόμαστε ένα δημόσιο σύστημα υγείας και επαρκώς στελεχωμένες ΜΕΘ
Ο Ν. Καπραβέλος υποστηρίζει ότι «χρειαζόμαστε ένα δημόσιο σύστημα υγείας γιατί η υγεία είναι πανάκριβη. Η νοσηλεία στη μονάδα μου στοιχίζει 5 και 7.000 ευρώ την ημέρα. Δεν μπορεί να σηκώσει κάποιος αυτό το οικονομικό βάρος εάν πάθει ένα ατύχημα ή βρεθεί σε μια οξεία κατάσταση και χρειαστεί να νοσηλευτεί. Γι’ αυτό πληρώνουν οι πολίτες ασφαλιστικές εισφορές από νεαρή ηλικία, ώστε όταν χρειαστούν νοσηλεία, να είναι δωρεάν. Γι’ αυτό, βλέπετε, ο ιδιωτικός τομέας δεν εφημερεύει, δεν δέχεται το τροχαίο ατύχημα, τη στιγμή που στο δημόσιο νοσοκομείο πέφτουν πάνω στον ασθενή πέντε ειδικότητες. Σε ένα ιδιωτικό, με πέντε ειδικότητες γιατρών θα πρέπει να δώσεις όλη σου την περιουσία για να αντεπεξέλθεις στα έξοδα. Άρα το δημόσιο σύστημα είναι απαραίτητο, κι αυτήν τη στιγμή είμαστε επί ξύλου κρεμάμενοι. Έχουμε ένα δημόσιο σύστημα υγείας το οποίο υπολειτουργεί».
Ο Ν. Καπραβέλος υποστηρίζει ότι πολλές παθήσεις οι οποίες είχαν καθυστερήσει να αντιμετωπιστούν λόγω της πανδημίας παρουσιάζουν τώρα επιπλοκές: «Υπάρχει πολύ μεγάλη πίεση χρόνιων παθήσεων, κυρίως χειρουργικών, και στις λίστες αναμονής βρίσκονται πάνω από 100.000 ασθενείς, εξού και βλέπετε τις απεγνωσμένες προσπάθειες να λειτουργήσουν χειρουργεία επί πληρωμή, που είναι απαράδεκτο». Τα 2.000-3.000 απογευματινά χειρουργεία που έχουν γίνει μέχρι σήμερα θεωρεί ότι είναι αμελητέα ποσότητα.
«Στα πρωινά χειρουργεία του νοσοκομείου Παπανικολάου έχουμε 1.000 περιστατικά. Το Παπανικολάου δεν μπορεί να λειτουργήσει απογευματινά χειρουργεία διότι δεν έχει ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό και ειδικά αναισθησιολόγους. Ομως λειτουργεί με μεγάλη αυταπάρνηση και βγάζει χίλια χειρουργικά περιστατικά τον μήνα. Δηλαδή τον χρόνο έχουμε 10-12.000 χειρουργεία, μόνο τα πρωινά, κι αυτά δεν φτάνουν. Διότι οι λίστες αναμονής εξακολουθούν να αυξάνονται και η πίεση είναι πολύ μεγάλη».
Για πρώτη φορά η Ελλάδα κατάφερε να προσεγγίσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε κλίνες ΜΕΘ χάρη στις δωρεές που έγιναν. Δυστυχώς, όμως, και πάλι εκατοντάδες κλίνες ΜΕΘ παραμένουν κλειστές λόγω της έλλειψης προσωπικού, τη μάστιγα που διαπερνά τη λειτουργία όλων των τμημάτων του ΕΣΥ.