Η πρόσκληση
Στα μέσα του περασμένου φθινοπώρου δέχομαι στο κινητό ένα μήνυμα απ’ τον εικαστικό Dionysios που λέει: «Έλα στο Κάιρο και θα σου στρώσω χρυσό χαλί στις πυραμίδες». Πόσο ρεαλιστικό μπορεί να είναι ένα τέτοιο μήνυμα; Κι όμως, ο Dionysios εννοεί κάθε λέξη κι εγώ, που πετάω τη σκούφια μου για Κάιρο, βρίσκω προσφορά στα 105 ευρώ και φεύγω το ίδιο απόγευμα.
Ένας Αιγύπτιος με μάτια κάρβουνο με σερβίρει το ίδιο βράδυ στο Εl Fishawi. Δαγκώνω μια μεγάλη μπουκιά απ’ το Αΐς ας-Σαράγια και νιώθω σαν να επέστρεψα στο σπίτι μου.
Ο Dionysios, που οι φίλοι τον φωνάζουμε Dio, έρχεται και φωτίζει το μαγαζί με νιάτα, ομορφιά και sexiness. Φοράει ένα ωραίο λευκό λινό πουκάμισο και έχει αφήσει ανοιχτά επίτηδες κάποια κουμπιά. Από τον λαιμό του κρέμονται χαϊμαλιά. «Μα πώς γίνεται, τέλος πάντων, και τα δικά σας λινά πουκάμισα δεν τσαλακώνουν ποτέ;» τον ρωτάω.
«Τσαλακώνουν», μου απαντάει, «άλλα το παρτέρι του γείτονα μοιάζει πάντα πιο καλά ασβεστωμένο απ’ το δικό μας». Κάνει αέρα με μια βεντάλια, βγάζω κι εγώ τη δική μου. Για λίγη ώρα δεν μιλάμε καθόλου σχεδόν, κουνάμε συγχρονισμένα τις βεντάλιες, και αυτήν τη σιωπή τη λες και συνενοχή.
«Ήθελα να βάλω τον εαυτό μου σε μια κατάσταση διαλογισμού εδώ, στις πυραμίδες, δημιουργώντας για μένα και τον θεατή έναν χώρο όπου μπορεί, αν θέλει, να διαλογιστεί με αυτό το μοναδικό φως δίπλα στις πυραμίδες ή να κάτσει άνετα πάνω στο χαλί και να αντιληφθεί την ομορφιά»
«Λοιπόν, τι φάση το χρυσό χαλί στις πυραμίδες;» τον ρωτάω.
Έτσι μαθαίνω ότι ο οργανισμός CulturVator - Art d’Égypte υλοποιεί για τρίτη χρονιά το πρότζεκτ «Forever Is Now», καλώντας σύγχρονους εικαστικούς να δημιουργήσουν έργα τέχνης που συνομιλούν με τα μνημεία. Ο Dio είναι εδώ τρεις εβδομάδες, δημιουργώντας το «Meditation on light».
Τι είναι αυτό; «Ήθελα να βάλω τον εαυτό μου σε μια κατάσταση διαλογισμού εδώ, στις πυραμίδες, δημιουργώντας για μένα και τον θεατή έναν χώρο όπου μπορεί, αν θέλει, να διαλογιστεί με αυτό το μοναδικό φως δίπλα στις πυραμίδες ή να κάτσει άνετα πάνω στο χαλί και να αντιληφθεί την ομορφιά».
«Πώς έστησες το χρυσό χαλί σου στην έρημο; Ποια είναι η καθημερινή ρουτίνα σου εδώ;»
«Πηγαίνω καθημερινά στην έρημο και εφαρμόζω φύλλα χρυσού πάνω σε ένα χαλί τοποθετημένο στο έδαφος. Αυτό που είχα ετοιμάσει έμοιαζε με βωμό καλυμμένο με ένα λινό ύφασμα με φύλλα χρυσού». Όταν όμως το τοποθέτησε του φάνηκε φλατ και το χρυσό, έτσι όπως το είχε διπλώσει για τη μεταφορά, έμοιαζε πατικωμένο. Έτσι αποφάσισε να το χρυσώσει εκ νέου. Το χρύσωνε μία ολόκληρη μέρα, πήγε να κοιμηθεί και την επομένη, ό,τι είχε χρυσωθεί, είχε εξαφανιστεί, σαν να το είχε καταπιεί η έρημος. «Και τι έκανες;» ρωτάω με περιέργεια, σαν να βλέπω σαπουνόπερα.
«Φρίκαρα, γιατί δεν είχα έργο τελικά. Έτσι σκέφτηκα ότι έπρεπε, σαν άλλος Σίσυφος, να χρυσώνω κάθε μέρα το χαλί. Να επαναλαμβάνω την ίδια κίνηση το βράδυ και το επόμενο να ξαναρχίζω απ’ την αρχή».
Σαν το γεφύρι της Άρτας, «ολημερίς το χρύσωνες, το βράδυ σκορπιζόταν».
«Ναι, μπορείς να το πεις κι έτσι, αλλά μπορείς να το δεις και φιλοσοφικά, ότι τίποτα δεν κρατάει για πάντα». Στο τέλος τού άρεσε πολύ όλη αυτή η διαδικασία γιατί δεν ήταν μονότονο όλο αυτό, είχε διάδραση. Ο κόσμος που ερχόταν τον βοηθούσε στο χρύσωμα και έχει μεγάλο ενδιαφέρον όλο αυτό γιατί για κάποιους λειτούργησε σχεδόν ψυχοθεραπευτικά· την ώρα που τον βοηθούσαν μοιράζονταν πολύ προσωπικές τους ιστορίες.
Για το έργο χρησιμοποίησε συνολικά δέκα χιλιάδες φύλλα επιχρυσωμένου μπρούντζου γιατί δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει αληθινό χρυσό, το θεώρησε μεγάλη σπατάλη, δεδομένου ότι ο μπρούντζος δίνει ακριβώς την ίδια αίσθηση. Τα φύλλα χρυσού τού τα εξασφάλισε η Giusto Manetti, η ιταλική εταιρεία που έχει φτιάξει τα φύλλα χρυσού για την Prada στο Μιλάνο και τα ταβάνια στις Βερσαλλίες και περιέβαλε το πρότζεκτ με αγάπη. Έτσι η «φλέβα χρυσού» δεν στέρεψε στιγμή.
Τον ρωτάω πώς είναι που για τρεις εβδομάδες το «γραφείο» του και η δουλειά του είναι στις πυραμίδες.
«Είναι μια εμπειρία τόσο υπαρξιακή και μεταμορφωτική, που δεν μπορώ να τη μεταφέρω με λέξεις. Κάθε μέρα ξυπνάω με άλλες ποιότητες. Στόχος μου είναι να δημιουργήσω έναν χώρο και τις συνθήκες εκείνες που θα επιτρέψουν στον κόσμο να επικοινωνήσει με αυτή την κοσμική τελειότητα. Το οροπέδιο της Γκίζας είναι ένα από τα πιο φορτισμένα ενεργειακά μέρη που έχω βρεθεί ποτέ. Κάθε μέρα είναι σαν να υφαίνεται γύρω μου ένα κουκούλι ίασης και προστασίας».
Η εμπειρία
Την επομένη, αγουροξυπνημένη και με δυο γουλιές καφέ, μπαίνω σε ένα βανάκι. Ο οδηγός είναι ο Μαχμούτ, ένας γλυκός άνθρωπος με καλοσυνάτη φυσιογνωμία. Ο Dionysios είναι στο spot 5 από τα 13 που υπάρχουν συνολικά. Μου εξηγεί ότι στην αριθμολογία το νούμερο πέντε έχει να κάνει με τη μεταμόρφωση, στοιχείο που αποτελεί τον πυρήνα του έργου του.
Τριγύρω είναι κι άλλοι καλλιτέχνες με τα έργα τους. Δεν έχει πολύ κόσμο, είναι ακόμα νωρίς. Αρχίζω να χρυσώνω με τον τρόπο που μου δείχνει ο Dionysios. Κάποια στιγμή είμαι τόσο συγκεντρωμένη σε αυτό που κάνω, που μοιάζει σαν να επαναλαμβάνω μέσα μου ένα μάντρα. Κάποια στιγμή σηκώνω το βλέμμα και οι πυραμίδες είναι σαν να μου δίνουν την ευχή ό,τι πιάνω να γίνεται χρυσός.
Ο Μαχμούτ είναι περίπου τριάντα χρονών· κάθεται δίπλα μας και μας βοηθάει κι αυτός με το χρύσωμα. Σιγά σιγά, χωρίς να μας κοιτάει, αλλά χρυσώνοντας επίμονα το χαλί, άρχισε να μας λέει την ιστορία αγάπης με τη γυναίκα του, που μοιάζει με αιγυπτιακό παραμύθι.
Ρωτάω τον Dio αν θεωρεί ότι μοιάζουμε με τους Αιγύπτιους.
«Νομίζω ότι υπάρχει μια σύνδεση με το αρχαίο κομμάτι. Είμαστε αρχαίοι λαοί οπότε σέρνουμε το μεγαλείο άλλα και την κούραση της Ιστορίας».
«Πώς είναι να είσαι νύχτα στις πυραμίδες όταν όλοι έχουν φύγει;»
«Μαγεία», απαντά και του λέω ότι τον ζηλεύω. «Φόβο δεν ένιωσες; Μη βγει, ας πούμε, καμιά μούμια και σε δαγκώσει;»
«Όχι, δεν έχω νιώσει ούτε μια στιγμή φόβο. Νιώθω προστατευμένος δίπλα στις πυραμίδες. Τη νύχτα περνάνε από δω πολλά ζώα. Κατσίκες, καμήλες που πηγαίνουν να κοιμηθούν, ακόμα και λύκοι. Είναι τόσο διαφορετικό το σκηνικό. Τη μέρα η έρημος είναι ζεστή και μοιάζει πελώρια, τη νύχτα γίνεται πιο προσωπική. Εδώ, η νύχτα σε διδάσκει ότι η ζωή είναι σαν ένα Μάτριξ. Δεν είμαστε τίποτα. Όση έπαρση και να έχεις, όσο εγωισμό, εδώ, δίπλα στις πυραμίδες, δεν είσαι τίποτα».
Τον ρωτάω πώς του ήρθε η ιδέα να χρυσώνει αντικείμενα.
«Έζησα έναν μεγάλο έρωτα, πρώτη φορά που αφέθηκα και ερωτεύτηκα τόσο δυνατά. Ο άνθρωπος αυτός ζούσε στο Βερολίνο και το ζήσαμε με ένταση, με ταξίδια και πάθος, στο τέλος με προδοσία, χαμό και πόνο. Το ίδιο καλοκαίρι, περάσαμε με τον πατέρα μου, με μια βάρκα, από μια βραχονησίδα. Είδα έναν βράχο και δεν ξέρω γιατί, αλλά μου θύμισε τον έρωτά μου. Έτσι σκέφτηκα ότι αν τον χρυσώσω, θα μείνει πολύτιμος και λαμπερός και θα υπάρχει κάπου ολόκληρος και συμπαγής, έξω απ’ τη φθορά του χρόνου. Σε χρυσό, για πάντα».
Ιούλιος 2024, ξανά στο Κάιρο
Με τον Dionysios βρισκόμαστε μόνο για μισή μέρα στο Κάιρο. Φεύγω αργά το βράδυ για Ασουάν, εκείνος πηγαίνει στη Σκανδιναβία. Συνεργάζεται με κάτι χορεύτριες από την Όπερα του Παρισιού σε ένα residency πάνω σε καράβι. Αν και έχω έρθει στο Κάιρο αρκετές φορές, του λέω να μου δείξει τα δικά του αγαπημένα μέρη και αφήνομαι να το ζήσω μέσα απ’ τα μάτια του. «Χρύσωσέ μου το χάπι», του λέω, «έχω λιγότερο από 18 ώρες».
Μένει στο House of Κheops, του το έμαθε ένα Γάλλος καλλιτέχνης. Πρόκειται για μια παλιά βίλα πίσω απ’ τις πυραμίδες. Χανόμαστε λίγο μέχρι να το βρούμε. Ενώ έχει έρθει αρκετές φορές, πάντα κάπως χάνεται. Είναι στο περίπου, εκεί όπου παρκάρουν τις καμήλες τους οι καμηλιέρηδες. Επικρατεί ένα αιγυπτιακό αλαλούμ που εγώ το βρίσκω πάντα γοητευτικό. Σαν να έρχεσαι σε επαφή με τη φόδρα της πόλης. Το εν λόγω σπίτι είναι μια παλιά βίλα, ουσιαστικά νοικιάζεις δωμάτια και ζεις μαζί με άλλους επισκέπτες. Υπάρχει μια εσάνς παρηκμασμένης αριστοκρατίας. Το σπίτι έχει και μια άνετη πισίνα. Κάνω μια γρήγορη βουτιά και ο γλυκός μπάτλερ, ο Σαλέμ, φτιάχνει καταπληκτικά εδέσματα και μας κακομαθαίνει με διάφορα αιγυπτιακά καλούδια.
«Γιατί μένεις εδώ;»
«Γιατί βλέπεις τον κώλο των πυραμίδων», μου απαντάει αποστομωτικά.
Πρώτη μας βόλτα στην περιοχή του Zamalek, που είναι το νησάκι στο κέντρο – η περιοχή έχει καλλιτεχνική ταυτότητα. Εδώ βρίσκεται η σχολή καλών τεχνών αλλά και τα μεγάλα πεντάστερα ξενοδοχεία. Μια περιοχή με παραδοσιακό χαρακτήρα, που έχει εκλεπτυσμένο αέρα όμως. «Γιατί διάλεξες να έρθουμε εδώ;» τον ρωτάω ξανά σαν να πρέπει κάθε επιλογή να μου την αιτιολογήσει. «Γιατί είσαι μια κυρία», λέει.
Πηγαίνουμε για καφέ στο café Riche, που είναι και δικό μου αγαπημένο στέκι. Λειτουργεί από το 1908 και υπήρξε καλλιτεχνικό στέκι και στέκι διανόησης. Κάτι σαν το Café de flore.
Δεύτερη βόλτα στο μεγάλο παζάρι, το Khan el-Khalili, όπου γίνεται ο κακός χαμός, αλλά είναι πάντα μια πανδαισία χρωμάτων και αισθήσεων. Ο Dio προτιμά να έρχεται εδώ τη νύχτα. Του αρέσει να ακούει τις λατέρνες, να βλέπει τα λαμπάκια και τα φανάρια. Όλη αυτή η ατμόσφαιρα μου κάνει κάτι σαν θαλπωρή, σαν υπαρξιακή παρηγοριά.
Για φαγητό καθόμαστε στο Naguib Mahfouz, που είναι μέσα στην αγορά. Το ανακάλυψε πριν από πέντε χρόνια, από φίλους του ντόπιους που πήγαιναν και έτρωγαν μετά το ραμαζάνι, όταν έπεφτε ο ήλιος. Πολύ καλτ μέρος, κυρίως με ντόπιους. «Μοιάζει σαν το αιγυπτιακό καφέ της Αβησσυνίας», παρατηρώ αυθόρμητα.
Περπατάμε, χωρίς να πηγαίνουμε κάπου συγκεκριμένα. «Πού πάμε;» τον ρωτάω. «Δεν ξέρω», απαντάει, «θα το ανακαλύψουμε». Σαν να μας έχει γραπώσει απ’ τα μαλλιά το Κάιρο και έχουμε μπει στον γρήγορο ρυθμό του.
Σταματάμε στο El Horreya που μαθαίνω ότι σημαίνει ελευθερία. Αυτό το μέρος είναι λίγο κουίρ, έξω απ’ το status quo της Αιγύπτου. Εδώ έχει τους πιο ωραίους γκόμενους. «Αλήθεια», λέει. Φεύγω λίγο αργότερα, κάπως μεθυσμένη, για το αεροδρόμιο και αφήνω πίσω το χρυσό αγόρι να χρυσώνει ό,τι αγαπά.