Ένα όνομα που έχει λοιδορηθεί όσο λίγα στην Ελλάδα, ένας Έλληνας που αποτελεί θρύλο στον χώρο της μοντέρνας τέχνης του 20ού αιώνα, μια συλλογή που λεηλατήθηκε, της οποίας το μεγαλύτερο μέρος κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα πού βρίσκεται, ένα μνημειώδες σπίτι που ρημάχτηκε και βανδαλίστηκε, ένα έπος ακραίας ρατσιστικής και χυδαίας επίθεσης από μερίδα του Τύπου και της δημόσιας ζωής. Ο διεθνής γκαλερίστας Αλέξανδρος Ιόλας. Σχεδόν 40 χρόνια μετά τον θάνατό του, η αγαπημένη του ανιψιά, η κλινική ψυχολόγος Ελένη Κουτσούδη-Ιόλα, αποφάσισε να αποκαταστήσει τη φήμη του και να βάλει τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση. Ίσως και να απομυθοποιεί λίγο τη μυθιστορηματική του πορεία και τις μεγάλες συναντήσεις με σπουδαίους καλλιτέχνες. Έγραψε ένα βιβλίο, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε σε μορφή audio book, και δημιούργησε ένα επίσημο σάιτ όπου με επιστημονική τεκμηρίωση καταγράφεται όλη η σημαντική συνεισφορά του θείου της στην εξέλιξη της μοντέρνας τέχνης μεταπολεμικά στις δυο πλευρές του Ατλαντικού.
— Να ξεκινήσω από μια αντίφαση του Αλέξανδρου Ιόλα, ότι συχνά αρνιόταν τον χαρακτηρισμό «έμπορος τέχνης». Κατανοώ ότι τοποθετούσε την τέχνη ψηλότερα από το εμπόριο, αλλά τι εννοούσε;
Για να κατανοήσει κάποιος τη γλώσσα του θείου μου χρειαζόταν ένα «λεξικό». Είχε πολύ χιούμορ που πολλές φορές στην Ελλάδα παρεξηγείτο. Επίσης επηρεαζόταν από τη συμπεριφορά του συνομιλητή του. Αν ένας δημοσιογράφος τον τσιγκλούσε, απαντούσε με τρόπο που έχανε το «παιχνίδι». Οπότε ο συνομιλητής μπορούσε να μεταφέρει τα λεγόμενά του όπως ήθελε. Όταν έλεγε «δεν είμαι έμπορος», σήμαινε καταρχάς ότι «εγώ έκανα τους ανθρώπους που ερχόντουσαν να αγοράσουν, τους πελάτες, να λατρέψουν τον πίνακα που εγώ αγαπάω», να μην τον πάρουν για να τον πάρουν. Έτσι έφτασαν οι Ντε Μενίλ να έχουν μια μεγάλη συλλογή, και ένα καταπληκτικό μουσείο στο Τέξας. Τον εμπιστευόντουσαν όταν τους έλεγε «όχι αυτό τον πίνακα, πάρτε καλύτερα αυτόν». Δεν τους το πρότεινε για να βγάλει περισσότερα χρήματα, αλλά γιατί εμπιστευόταν κυρίως το ένστικτό του, οπότε πήγαινε με το σκεπτικό να τους πείσει για την «αξία» του έργου που πρότεινε. Αν και οι Ντε Μενίλ είχαν μεγάλη οικονομική επιφάνεια, δεν προσπάθησε να τους εκμεταλλευτεί. Θα έλεγα, λαϊκά, ότι δεν ήταν της «αρπαχτής». Επένδυε για το μέλλον. Βεβαίως ήθελε να πουλήσει και ήξερε να το κάνει πολύ καλά. Υπήρξε όμως και αγοραστής στον οποίο αρνήθηκε να πουλήσει έναν Μαγκρίτ. Είχε άλλο σκεπτικό και άλλον τρόπο αντιμετώπισης. Αυτός ήταν νομίζω ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο αρνιόταν τον χαρακτηρισμό του εμπόρου. Σήμερα τα πράγματα γίνονται τελείως διαφορετικά. Ποιος θα έλεγε όχι σε έναν αγοραστή;
Ήταν πολύ πικραμένος που δεν αναγνώρισαν την καλή του πρόθεση να δωρίσει στη χώρα του έργα που δεν μπορούσε να αποκτήσει με άλλο τρόπο. Είχε την πρόθεση να προσφέρει και άλλα. Αντί για αναγνώριση, τον διέσυρε ο Τύπος και από τη μεριά της κυβέρνησης υπήρχε σιωπή. Ήταν πολύ λυπηρό να τον βλέπω σε αυτή την κατάσταση.
— Ωστόσο φαινόταν άνθρωπος που καλλιεργούσε έναν μύθο για τον εαυτό του.
Ο Τύπος το έκανε αυτό.
— Μα έδινε τροφή κι ο ίδιος.
Πολλές φορές αντίφασκε μπροστά σε κάποιους που αδυνατούσαν να τον καταλάβουν, αλλά έτσι κι αλλιώς προκαλούσε και με την εμφάνισή του.
— Αυτό συνέβαινε στην Ελλάδα, που τη δεκαετία του ‘80 ήταν ακόμα συντηρητική.
Ναι, αλλά, π.χ., όταν η Μελίνα Μερκούρη έμπαινε στην γκαρνταρόμπα του κι ενθουσιαζόταν με τις γούνες και τα ρούχα και τα δοκίμαζε όλο ενθουσιασμό, αυτό δεν δείχνει αντίφαση; Ο λόγος που αποφάσισα να γράψω την ιστορία του τόσο τεκμηριωμένα ήταν για να αναδείξω την αληθινή πλευρά των γεγονότων. Με ενδιέφερε να προβάλλω το έργο του και να συμπληρώσω πράγματα που κι εγώ δεν τα ήξερα. Όλα όσα είχα διαβάσει τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής του στην Ελλάδα ο καθένας τα παρουσίαζε όπως ήθελε. Πολλές φορές ακόμα και οι φωτογραφίες ατόμων που παρουσίαζαν σε περιοδικά δεν αντιστοιχούσαν στο σωστό πρόσωπο. Όταν τους έπαιρνα τηλέφωνο, δεν δεχόντουσαν διορθώσεις. Υπήρχαν πάρα πολλές ανακρίβειες για το πώς ξεκίνησε την καριέρα ή το σπίτι του. Όλα τα παρουσίαζαν παραμυθένια. Σαν να ήταν πάμπλουτος ο πατέρας του κι εκείνος πήρε τα λεφτά του και σε μια μέρα τα έκανε όλα. Καταρχάς και να είχε τόσα πολλά χρήματα ο παππούς, που δεν διέθετε, με τίποτα δεν θα του τα έδινε. Επέλεξε την τέχνη και όχι το εμπόριο βαμβακιού, ήταν ο πρώτος γιος και δεν ήταν το φύλο που περίμενε. Κατά δεύτερο λόγο, αν κάποιος δεν παλέψει στη ζωή, τα όνειρα δεν πραγματοποιούνται από μόνα τους.
— Το βιβλίο σας βέβαια έχει να κάνει με μια ολόκληρη εποχή, με φόντο την εξέλιξη της μοντέρνας τέχνης.
Ένας λόγος που με έκανε να γράψω το βιβλίο με αυτόν τον «επιστημονικό» τρόπο ήταν ότι στην παρουσίαση του ντοκιμαντέρ «Βίλα Ιόλα, ταξίδι στον χώρο και χρόνο» του Θάνου Αγγέλη στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος με πλησίασε μια φοιτήτρια της Σχολής Καλών Τεχνών και με ρώτησε πού θα βρει ένα βιβλίο τεκμηριωμένο για τον Ιόλα. Σκέφτηκα ότι δεν υπήρχε τίποτα. Έτσι αποφάσισα να το γράψω εγώ. Με συγκίνησε το γεγονός ότι μια νεαρή φοιτήτρια γνώριζε τον Ιόλα.
— Το κομμάτι μέχρι να στραφεί στην τέχνη μοιάζει εντελώς μυθιστορηματικό.
Από την Αίγυπτο έφυγε στα 17 του, τον έδιωξε με τον τρόπο του ο παππούς μου επειδή ήταν ομοφυλόφιλος. Ο Καβάφης, που είχε καταπιεστεί τρομερά και εκείνος, του είπε «φύγε, πήγαινε στην Αθήνα», και του έδωσε συστατικές επιστολές για τον Σικελιανό, τον Παλαμά και τον Μητρόπουλο. Ο Μητρόπουλος τον ώθησε και πήγε στη Γερμανία, γιατί ήθελε να γίνει χορευτής. Μετά κηρύχθηκε ο πόλεμος, πήγαν να τον λιθοβολήσουν, ήταν η αρχή του ναζισμού και έπεσε θύμα εκφοβισμού λόγω των μαλλιών του. Ήταν μελαχρινός και τον περνούσαν για Εβραίο. Σηκώθηκε και έφυγε. Πριν φύγει από τη Γερμανία, όμως, χόρεψε αρκετά. Αυτά εγώ δεν τα γνώριζα, είχα 40 χρόνια διαφορά με τον θείο μου. Έψαξα, και επισκέφθηκα όλα τα μουσεία, και από το Σάλζμπουργκ μού έστειλαν τους καταλόγους που έδειχναν σε ποιες παραστάσεις συμμετείχε και ποιον ρόλο χόρευε. Όλοι με βοήθησαν πάρα πολύ. Δεν τα βρήκα όλα αυτά συγκεντρωμένα, χρειάστηκε έρευνα σε διαφορετικές χώρες και ηπείρους. Ευτυχώς λόγω Covid ήμουν προσηλωμένη στην επεξεργασία του υλικού και τη γραφή. Μου πήρε 2,5 χρόνια να το ολοκληρώσω.
— Για εμένα πετύχατε την απομυθοποίηση της συναρπαστικής ιστορίας ενός αγοριού που αφήνει πίσω μια πλούσια οικογένεια για να επιβιώσει ολομόναχο στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου.
Ο θείος μου υπερέβαλλε σε πολλά πράγματα. Δεν ήταν μια πλούσια οικογένεια, ήταν μια αστική οικογένεια, ο παππούς μου έφυγε από τη Χίο 16 ετών και πήγε στην Αλεξάνδρεια για να δουλέψει.
— Έχει ενδιαφέρον πώς περιγράφετε την ιστορία μιας ελληνικής οικογένειας της Αλεξάνδρειας.
Τον καιρό εκείνο έτσι ήταν τα πράγματα. Ο Ιόλας όμως δεν εκπλήρωσε τα όνειρα του πατέρα του. Τον ήθελε έμπορο κι εκείνος πήγαινε στην όπερα. Έπαιρνε μαζί του όλα τα αδέλφια του κι όταν γύριζε τον άφηνε να κοιμηθεί έξω από το σπίτι. Έπαιζε πιάνο, και το πούλησε με την πρώτη ευκαιρία. Δηλαδή ό,τι ήταν καλλιτεχνικό ήταν ενάντια στη φιλοσοφία του πατέρα του. Πάντως εμφανισιακά δεν ήταν καθόλου θηλυπρεπής για να τον ενοχλεί ή να ντρέπεται να κυκλοφορήσει μαζί του.
— Και μόνο ότι γνώρισε τον Καβάφη έχει μια διάσταση μυθολογίας. Και μετά ο Μητρόπουλος, που του έδωσε μια επιστολή για το Βερολίνο για να βρει τον σκηνογράφο Αραβαντινό.
Μετά του είπε ο Μητρόπουλος ότι «το επόμενό σου βήμα θα είναι η Αμερική». Πήγε πρώτα στο Παρίσι, συνέχισε τον χορό και στη συνέχεια επιτάχυνε τον ρυθμό γιατί κηρύχθηκε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
— Η ζωή του ήταν το μπαλέτο, η μουσική, το θέατρο. Σας μιλούσε για εκείνη την εποχή;
Όχι πολύ. Γιατί η αλήθεια είναι ότι ήταν καλός χορευτής, αλλά όχι πολύ καλός. Με τα χρόνια κατάλαβα ότι δεν του άρεσαν οι μετριότητες. Θα έλεγα ότι ήταν το μότο της οικογένειας.
— Αλλά ήταν πολύ ωραίο αγόρι, σε ένα Βερολίνο και ένα Παρίσι στα οποία προπολεμικά υπήρχε τρομερή σεξουαλική απελευθέρωση.
Μέχρι το 1935, γιατί μετά όλα όδευαν προς τον πόλεμο. Δεν μιλούσε πολύ για αυτά τα θέματα. Ούτε και με απασχολούσε το θέμα αυτό. Του άρεσε να φτιάχνει ιστορίες, και κάθε φορά άλλαζε και κάτι. Εγώ θέλησα να κάνω επιστημονική έρευνα για να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Τι ήταν μύθος και τι πραγματικότητα. Γνώριζα τη μία εικόνα, ήθελα να δω και την άλλη πλευρά του νομίσματος. Με εντυπωσίασε η οργάνωση της Αμερικής. Μου έστειλαν ένα CD με όλες τις πληροφορίες για το πώς και πότε ο θείος έγινε Αμερικανός. Μετά από 113 χρόνια, είχαν τα πάντα στα αρχεία τους. Πώς έφτασε στην Αμερική, με ποιο καράβι, σε ποια θέση ταξίδευσε, τι του ζήτησαν για να βγάλει πράσινη κάρτα και ποιοι ήταν οι μάρτυρες για το διαβατήριο. Εντυπωσιάστηκα!
— Ναι, αλλά πήγε με την κόρη ενός μεγαλοτραπεζίτη.
Δεν ήταν ζευγάρι, της έκανε μαθήματα χορού. Εκείνη τον βοήθησε να φτιάξει τα χαρτιά του, αλλά όταν έφτασε έπρεπε να κινηθεί μόνος του για να επιβιώσει.
— Αργότερα συναντάει την κόρη Ρούσβελτ.
Ήταν περίεργη κοπέλα, ιδιόρρυθμη προσωπικότητα. Αργότερα άρχισε να γράφει, ιδιαίτερα βιβλία. Άγγιζε θέματα της διαφορετικότητας που τότε δεν πολυμιλούσαν γι’ αυτά. Ήταν η μία από τους δύο μάρτυρες που χρειαζόταν για να πάρει ο Ιόλας την αμερικανική υπηκοότητα.
— Η ιστορία του ουσιαστικά ξεκινάει με τη συνάντησή του με τον Ντε Κίρικο. Αν και ακόμα δεν είχε βλέψεις για την τέχνη.
Νομίζω ότι το προετοίμαζε, είχε επίγνωση ότι δεν ήταν κορυφαίος στον χορό και ο θείος μου ήθελε να ανήκει στην υψηλότερη κλίμακα. Πολύ πιθανόν λόγω της σεξουαλικής ιδιαιτερότητάς του να αναζητούσε την αναγνώριση που του έλειψε από τον πατέρα του. Ήταν και πολύ κοινωνικός άνθρωπος. Είχε αρχίσει να κάνει παρέα με καλλιτέχνες, ζωγράφους και γλύπτες. Οπότε, με το που σταμάτησε τον χορό, ήταν έτοιμος να μπει στην τέχνη.
— Όλα αυτά αποτελούν στοιχεία μιας μεταβατικής εποχής και ο Ιόλας ήταν μέρος της.
Ήταν μεταβατική για όλους. Εκείνος όμως ήξερε τι ήθελε να κάνει και δεν συμβιβαζόταν, παρόλο που τα οικονομικά του ήταν χάλια.
— Αλλά πάντα τον έλκυε η χλιδή και το περιβάλλον των ισχυρών.
Στην Ελλάδα έδειχνε αυτή την πλευρά, στο εξωτερικό δεν ήταν έτσι ο Ιόλας. Μεταλλασσόταν όταν ερχόταν εδώ, ήταν άλλος μέσα και άλλος έξω. Στη Γαλλία δεν είχε δικό του σπίτι, αλλά τον ενδιέφερε να φτιάχνει τις ωραιότερες μοντέρνες γκαλερί.
— Πάντως, όταν ξεκινούσε με τη Hugo Gallery στη Νέα Υόρκη, το έκανε χάρη στη φιλία του με βαθύπλουτους και την αριστοκρατία της Ευρώπης.
Ναι, γιατί, όπως μου έλεγε, «η τέχνη θέλει χρήματα» και ήταν βασικό που τον εμπιστευόντουσαν.
— Εκτιμούσαν το πάθος του για την τέχνη;
Ακριβώς, είχε πάθος με την τέχνη από παιδάκι. Γι’ αυτό τον πλησίαζαν, τον εμπιστευόντουσαν και του έδιναν τα λεφτά τους. Με τα οποία δεν είχε καμία σχέση, οικονομικά δεν καταλάβαινε τι του γινόταν. Την ίδια στάση είχε σε όλη του τη ζωή.
— Στο βιβλίο σας παραθέτετε επιστολές στις οποίες τον κατσαδιάζουν οι Ντε Μενίλ για τα άθλια οικονομικά του. Είναι κι αυτό ένα είδος απομυθοποίησης.
Ήξερε και ο ίδιος τις ελλείψεις του και ζήτησε από την Ντε Μενίλ να κάνει την ανιψιά της γενική διευθύντρια της γκαλερί του στο Παρίσι. Αυτή του έβαλε τάξη, ήταν μια αγέλαστη στρατηγός.
— Η πρώτη γκαλερί ήταν στη Γενεύη, γιατί ξεκίνησε από εκεί;
Γιατί τον βοήθησε ένας καταπληκτικός Ελβετός κι αργότερα έκανε υπεύθυνη στην γκαλερί του μια γυναίκα ονόματι Νανίκ ντε Ρουζμόν. Ο άνδρας της, Ντενί ντε Ρουζμόν, ήταν πολύ γνωστός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και ήταν από τους πρώτους που έγραψαν για την αναγκαιότητα της ένωσης της Ευρώπης. Πάντα έβρισκε τους κατάλληλους ανθρώπους δίπλα του. Από εκεί πηγαίνει στο Παρίσι και ανοίγει τη δεύτερη ευρωπαϊκή γκαλερί, και συνεχίζει στο Μιλάνο, όπου είναι τα χρυσά του χρόνια. Ήταν η πρώτη γκαλερί που έκανε με δικά του λεφτά και ήταν καταπληκτική. Τότε, στα τέλη του ’60, αρχές του ’70, κέρδισε πολλά χρήματα.
— Εσείς χάσατε τη μητέρα σας μικρή και παρόλο που ζούσε ο πατέρας σας, σας ανέλαβε εξ ολοκλήρου ο Ιόλας, έγινε ένας δεύτερος πατέρας.
Ήθελε πάντα να με υιοθετήσει. Με πήρε στο Παρίσι και με έβαλε στις καλόγριες και ανταμώναμε τα Σαββατοκύριακα. Ήθελε να με στείλει σε καλά σχολεία. Ήταν υπέρ της μόρφωσης. Αυτά συνέβησαν στα μέσα της δεκαετίας του ‘60.
— Παρ’ όλη τη ρήξη με τον πατέρα του, επισκεπτόταν συχνά την Ελλάδα.
Έκαναν έναν τρομερό καυγά με τον πατέρα του, που οδήγησε σε αρχαίο δράμα, θα έλεγα, όχι ειρωνικά. Έτυχε να βρίσκονται και οι Ντε Μενίλ στο σπίτι. Στο επόμενο ταξίδι του στην Ελλάδα ήταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Αυτό που συγκράτησα είναι ότι, όταν πέθανε ο πατέρας του, δεν ήρθε στην κηδεία.
— Το σπίτι πάντως είναι ένα άλλο κομμάτι του μύθου του Ιόλα. Ήταν μια έκπληξη για εμένα που εξηγείτε ότι χτίστηκε σταδιακά και καταλύετε τη φήμη ότι έγινε σε σχέδια του Πικιώνη.
Ο Πικιώνης έστειλε έναν συνεργάτη του ονόματι Κλατζόπουλο, ο οποίος έφτιαξε τον εξωτερικό χώρο του κήπου.
— Από εκεί η παρεξήγηση λοιπόν. Η συλλογή πότε έφτασε;
Ήδη από όταν ήμουν παιδί ξεκίνησε να φέρνει έργα, και ανάλογα με τα έργα έχτιζε και τους χώρους. Ο κόσμος έχει την εντύπωση ότι όλα έγιναν διά μαγείας. Το σπίτι ήταν δικό του δημιούργημα, δεν έφερε κάποιον μεγάλο αρχιτέκτονα, το σχεδίασε ανάλογα με τις ανάγκες, και βέβαια είχε και λάθη. Ξεκίνησε με δύο υπνοδωμάτια, μετά έγιναν πέντε, ακολούθησε ένα σαλόνι, μετά ένα δεύτερο. Το ισόγειο ολοκληρώθηκε στα μέσα του ’60 και στις αρχές του ’70 που έφυγα για σπουδές στην Ελβετία άρχισε να χτίζεται το επάνω. Όλα αυτά σταδιακά. Οι γονείς του είχαν πεθάνει και ο πατέρας μου είχε την επίβλεψη. Κουμαντάριζε τα οικονομικά και δεν ερχόταν να με δει στην Ελβετία.
— Η αδελφή του, Νίκη Στάιφελ, είχε πολύ κακή φήμη. Σαν να ευθύνεται εκείνη για όλα όσα ακολούθησαν.
Αρχικά ζούσε στη Νέα Υόρκη και αργότερα στα μέσα του ’60 πήγε με τον άντρα της, τον Στάιφελ, στις Κάννες. Ο Ιόλας και η Νίκη είχαν μια ιδιόρρυθμη σχέση, αγάπης και μίσους. Ο Ιόλας έκανε πολλές υπαναχωρήσεις για χάρη της και τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν πέθανε ο Στάιφελ, με τον οποίο ήταν να χωρίσουν αλλά τους πρόλαβε ο θάνατός του. Το 1974 πούλησε το σπίτι στις Κάννες και ήρθε να ζήσει στην Αθήνα. Από τότε άρχισε η καταστροφή. Έβγαλε όλη την άσχημη πλευρά της στην επιφάνεια.
— Πώς αντιμετωπίζατε την ομοφυλοφιλία του, που είχε κραυγαλέες εξάρσεις; Σας προκαλούσε αμηχανία;
Όχι, γιατί ο θείος μου το είχε δηλώσει ευθαρσώς. Θυμάμαι, όταν πήγα στο Παρίσι, ζούσε με τον Αντρέ, ο οποίος ήταν ένας κύριος. Τα Σαββατοκύριακα με παραλάμβανε από εκεί που με άφηνε το πούλμαν του σχολείου. Ήταν ένας καθωσπρέπει άνθρωπος, μορφωμένος και είχαμε κάνει πολλά ταξίδια μαζί. Αυτό τέλειωσε κάποια στιγμή και ο Ιόλας ήρθε στην Ελλάδα και έμπλεξε με πολύ περίεργους τύπους. Μόνο τότε ο πατέρας μου του είχε πει ότι όσο είναι το παιδί στο σπίτι δεν θέλω να τους φέρνεις εδώ.
— Η εκκεντρική του πλευρά σκανδάλιζε στην Ελλάδα. Στη Γαλλία ήταν πιο αποδεκτή;
Το διασκέδαζαν οι Γάλλοι. Εγώ, πάλι, ήμουν ανέκαθεν πάρα πολύ ανεκτική με οποιαδήποτε διαφορετικότητα.
— Ποιος καλλιτέχνης του περιβάλλοντός του σας εντυπωσίασε σαν προσωπικότητα;
Χωρίς καμία αμφιβολία, ο Μαγκρίτ. Ήταν ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, σοβαρός, ζωγράφιζε με τη γραβάτα του. Αγάπησα τον σουρεαλισμό χάρη σε αυτόν, αλλά μου άρεσε και σαν άνθρωπος πάρα πολύ. Κι ενώ αρχικά δεν ήταν πολύ καλή η σχέση του με τον θείο μου, όταν γνωρίστηκαν καλύτερα έγινε εξαιρετική.
— Να, ένα ακόμα κομμάτι στο οποίο μας προσγειώνετε, καθώς ο Ιόλας αγωνίστηκε πολύ για να κρατήσει τις επαγγελματικές σχέσεις του με τους καλλιτέχνες. Δεν υπήρχε μια άνευ όρων παράδοση σε εκείνους. Κόντεψε να χάσει τον Μαξ Έρνστ που θαύμαζε απεριόριστα.
Γιατί δεν είχε λεφτά. Ο Μαγκρίτ ήταν πολύ σκληρός με τα οικονομικά. Αλλά πρέπει να μην ξεχνάμε ότι εκείνα τα χρόνια οι καλλιτέχνες δεν έβγαζαν λεφτά, πληρωνόντουσαν με τον μήνα από τις γκαλερί γιατί είχαν και αυτοί τις ανάγκες τους. Μη βλέπετε τη δόξα του τέλους. Υπήρχαν εποχές που ο Ιόλας μπορούσε να τους πληρώσει με τον μήνα και εποχές που δεν μπορούσε. Έτσι παρά λίγο να χάσει τον Έρνστ και αναγκάστηκε να ζητήσει από τους Ντε Μενίλ να τον βοηθήσουν για να τον κρατήσει. Μαζί με τους καλλιτέχνες ανέβαινε και η δική του φήμη. Μόνο ο Πικάσο δεν είχε ανάγκη. Ήταν μεγαλύτερος ηλικιακά, οπότε ήταν ήδη αναγνωρισμένος.
— Λέτε ότι η συνέντευξη στη «Vogue» το 1965 έκανε μεγάλη εντύπωση. Πώς το πέτυχε αυτό;
Ήταν μια εποχή που μπορούσες να κάνεις εύκολα γνωριμίες χωρίς φόβο. Ο Ιόλας ήταν κοινωνικός και είχε χιούμορ, οπότε τραβούσε τους ανθρώπους. Οι καλλιτέχνες του ήταν πια διάσημοι και θεωρούνταν σημαντικοί.
— Λέει σε αυτήν τη συνέντευξη ότι για εκείνον κάθε εγκαίνια είναι σαν πρεμιέρα χορού.
Βέβαια, δημιουργούσε ατμόσφαιρα, έβαφε τους τοίχους άλλα χρώματα κάθε φορά, άλλαζε τα φώτα…
— Τι ξέρετε για τη ρήξη του με τον Τσαρούχη;
Με τον Τσαρούχη είχαν τα πάνω και τα κάτω τους. Δεν ξέρω γιατί ήρθαν σε ρήξη. Αυτό που γνωρίζω είναι ότι όταν ο Τσαρούχης έδιωξε από το σπίτι του την τρανς Κάλλας, ο Ιόλας τη λυπήθηκε και της ζήτησε να έρχεται καθημερινά στο σπίτι και να ασχολείται με τα λουλούδια στα βάζα και να τακτοποιεί τις ντουλάπες. Είχε έφεση στις δύο αυτές εργασίες. Μετά από καιρό την έπιασε να κλέβει και την έδιωξε.
−Τότε μάλλον εκείνη πήγε στην «Αυριανή» και άρχισε να δίνει πληροφορίες και κουτσομπολιά.
Σίγουρα. Εκτίμησα όμως ιδιαίτερα τον Τσαρούχη, που του συμπαραστάθηκε την εποχή του αυριανισμού.
−Πώς βιώσατε τον πόλεμο της «Αυριανής»;
Πολύ οδυνηρά, αλλά κι εκείνον, παρόλο που δεν μιλούσε, το έβλεπα ότι τον είχε συνταράξει. Πήρε η μπάλα όλη την οικογένεια. Ήταν μια περίοδος πάρα πολύ στενάχωρη, ερχόντουσαν δημοσιογράφοι και στηνόντουσαν έξω από το γραφείο μου. Μια φορά μού ζήτησε συγγνώμη για την κατάσταση. Ελάχιστοι πήραν το μέρος του. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά τον Χατζιδάκι και την Αρβελέρ. Το μόνο ελαφρυντικό που του δίνω είναι ότι ήταν ήδη άρρωστος με AIDS.
— Το ήξερε;
Το έμαθε αρκετά νωρίς, όταν πήγε στην Ιταλία. Γύρισε και μου είπε «εγώ θα πεθάνω». Κι όταν τον ρώτησα από τι, δεν ήξερε να μου πει. Αλλά είχε αρχίσει να αλλάζει και εμφανισιακά.
— Η συνέντευξη στην Όλγα Μπακομάρου ήταν ένας κόλαφος. Στην ελληνική πραγματικότητα φάνηκε σνομπ και αλαζονικός, ενώ μάλλον δεν ήταν κάτι τέτοιο, απλώς μιλούσε με τον τρόπο που μιλάνε μεταξύ τους άνθρωποι με ευρύτητα πνεύματος.
Στο εξωτερικό για την Ελλάδα μιλούσε πάντα επαινετικά. Αυτά που είπε στην Μπακομάρου δεν είχαν καμία σχέση με αυτά που πίστευε. Άλλωστε μπορείτε να διαβάσετε στο βιβλίο πόσο υπερήφανος ήταν που γεννήθηκε Έλληνας. Όφειλε όμως στη συνέντευξη να μιλήσει σοβαρά. Ξέρω γιατί συμπεριφέρθηκε έτσι, χωρίς να έχω την πρόθεση να τον δικαιολογήσω. Ήταν πολύ πικραμένος που δεν αναγνώρισαν την καλή του πρόθεση να δωρίσει στη χώρα του έργα που δεν μπορούσε να αποκτήσει με άλλο τρόπο. Είχε την πρόθεση να προσφέρει και άλλα. Αντί για αναγνώριση, τον διέσυρε ο Τύπος και από τη μεριά της κυβέρνησης υπήρχε σιωπή. Ήταν πολύ λυπηρό να τον βλέπω σε αυτή την κατάσταση.
— Κατηγορήθηκε και για αρχαιοκαπηλία. Τι ίσχυε;
Υπήρχε νόμος να μην εξάγονται αρχαία που βρέθηκαν σκάβοντας στην Ελλάδα. Ο Ιόλας έκανε ακριβώς το αντίθετο. Έφερνε πίσω ό,τι έβρισκε στο εξωτερικό. Κάθε φορά που έφερνε κάτι, ερχόταν η Αρχαιολογική Υπηρεσία και τα κατέγραφε ως μέρος της Συλλογής Ιόλα. Αυτοί που τον κατηγορούσαν δεν γνώριζαν ότι ο συλλέκτης που εισάγει αρχαία δεν μπορεί να κατηγορηθεί ως αρχαιοκάπηλος. Μπορεί και να τα πουλήσει και να τα εξαγάγει. Σας το λέω απλοϊκά, συλλέκτης και αρχαιοκάπηλος δεν συμβαδίζουν.
— Αλλά προέκυψε ένα πρόβλημα με τον Γουόρχολ;
Επειδή εκείνη τη στιγμή δεν είχε λεφτά να εξοφλήσει τον Γουόρχολ για τον «Μυστικό Δείπνο» που του είχε παραγγείλει, προκειμένου να κάνει την έκθεσή του στο Μιλάνο. Θα τον πλήρωνε αφού θα πουλούσε έξι ρωμαϊκά αγάλματα. Ζήτησε άδεια για να τα στείλει στο Ίδρυμα Άντι Γουόρχολ, όμως του απέρριψαν την άδεια εξαγωγής.
— Δικαιούται το κράτος να μην τη δώσει;
Το κράτος είναι κράτος. Μπορεί να έχει την άδεια και να μην τη δώσει!
— Είχε μείνει χωρίς χρήματα ο Ιόλας;
Εντελώς. Εν τω μεταξύ, δεν μπορούσα να τον βρω πουθενά. Μέχρι που έμαθα ότι τον έφερε στο σπίτι της η Νίκη και ζήτησα άδεια να τον επισκεφτώ. Δεν καταλάβαινε πια τίποτα. Δεν ήταν ο θείος μου.
— Θα μάθουμε ποτέ τι συνέβη στη συλλογή;
Η θεία μου, μόλις έμαθε ότι ήταν άρρωστος κι ότι μπήκε στο νοσοκομείο στη Νέα Υόρκη, πήρε αρκετά πράγματα από τη συλλογή και έκανε απογραφή στα υπόλοιπα. Καθώς είχε αντιπαλότητα μαζί μου, μην τυχόν κληρονομήσω τίποτα, πήρε ό,τι πρόλαβε. Όταν πέθανε ο Ιόλας, θεωρητικά είχαν απογραφεί τα πάντα. Για να αποφύγουμε περαιτέρω κλοπές αντικειμένων από το σπίτι, βάλαμε εμείς μεσεγγυούχο τον τότε πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Φώτη Κουβέλη. Δυστυχώς δεν ήταν καθόλου αποτελεσματικός. Το μάθαινα από τους γείτονες όταν έμπαιναν μέσα και έκλεβαν και τον ειδοποιούσα να κάνει μήνυση.
— Ο Ιόλας είχε δώσει σημαντικά κομμάτια στο Μακεδονικό Μουσείο στη Θεσσαλονίκη.
Ναι, αρκετά. Είχε δώσει και στην Εθνική Πινακοθήκη, μάλιστα, ένα γλυπτό του Μαγκρίτ. Ωραία δωρεά, αλλά δεν τα εκθέτανε, γι’ αυτό και προτίμησε να τα δώσει στη Θεσσαλονίκη. Από τα υπόλοιπα τα περισσότερα κλάπηκαν. Όταν κάναμε εκ νέου απογραφή, φάνηκε ότι συνέχισαν να κλέβουν. Τα δικαστικά τα ανέλαβε ο σύζυγός μου. Με στενοχωρούσε πολύ η κατάσταση. Έγιναν πράγματα που δεν μπορούσα να διανοηθώ.
— Στο εξωτερικό ακόμα τον θυμούνται και τον εκτιμούν. Εδώ τον θυμούνται για λάθος λόγους, αλλά η αλήθεια είναι ότι θα τον τιμούσαμε μόνο αν υπήρχε ένα μουσείο Ιόλα.
Μακάρι να είχαν γίνει τα πράγματα διαφορετικά. Ο δήμος της Αγίας Παρασκευής ανακαινίζει το σπίτι και με πλησίασαν μήπως μπορέσω να τους βοηθήσω. Αλλά είναι πολύ δύσκολο να γίνει κάτι. Εκτός αν κάποιος με όραμα έφερνε για περιοδικές εκθέσεις πράγματα από το εξωτερικό που πέρασαν από τα χέρια του Ιόλα και υπάρχουν στα διάφορα μουσεία. Είμαι πρόθυμη να τους βοηθήσω. Όλα αυτά όμως απαιτούν πολλά χρήματα. Να προσθέσω πάντως ότι ο Πρόεδρος της Γαλλίας Πομπιντού τον τίμησε με το παράσημο του Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής, το πιο τιμητικό βραβείο στη Γαλλία, γιατί τους χάρισε έργα τέχνης και όχι μουσείο.
— Η Ελλάδα όμως χρειαζόταν ένα μουσείο μοντέρνας τέχνης.
Μετά τη στάση που κράτησαν όλοι, που τον έβριζαν πρωί βράδυ, πώς θα γινόταν να το κάνει; Αυτό ήταν το δράμα. Αλλιώς μπορεί και να το έκανε. Έπρεπε να τον είχαν πλησιάσει με άλλο τρόπο.
— Μετά την επιτυχία αυτού του βιβλίου, γράφετε κάποιο άλλο βιβλίο;
Ετοιμάζω ένα βιβλίο για το παιδικό τραύμα. Βασίζεται σε πραγματικό γεγονός και το συνδέω με επιστημονική ανάλυση. Εκλαϊκευμένο, γιατί ζούμε σε μια εποχή που βλέπουμε πολλές κακοποιήσεις. Ήταν μια παλιά μου επιθυμία να το γράψω.
Η φωτογράφιση της κ. Κουτσούδη-Ιόλα πραγματοποιήθηκε στο Athénée.