Το σπίτι της Λίζας Φραγκούλη είναι το πιο καλά γειωμένο σπίτι που έχω συναντήσει. Η φύση είναι τόσο παρούσα σε αυτό που βγάζω αυθόρμητα τα παπούτσια μου και πατάω ξυπόλυτη στο γρασίδι – αίφνης νιώθω ελεύθερη. Έτσι είναι και το εσωτερικό του σπιτιού. Ελεύθερο και φωτεινό, χωρίς κανόνες διακόσμησης, φτιαγμένο απ’ την ουσία του ανθρώπου που το κατοικεί. Ένα σπίτι που σου επιβάλλεται δυναμικά απ’ το πρώτο λεπτό, με το χρώμα να κυριαρχεί παντού· που δηλώνει ότι ο άνθρωπος ο οποίος ζει εδώ δεν αγαπά τις γκρίζες ζώνες και τη μονοτονία.
Το σπίτι βρίσκεται στην Πολιτεία, τέρμα ψηλά στο βουνό. Είναι τόσο μέσα στο δάσος που το βράδυ η Λίζα ταΐζει αγριογούρουνα και αλεπούδες. Έχει, μάλιστα, και το αγαπημένο της αγριογούρουνο που το έχει βαφτίσει Ιωάννα και παίρνει την τροφή σχεδόν μέσα απ’ το χέρι της. Μου θυμίζει εξοχική κατοικία, και μάλιστα σε νησί. Της το λέω και χαμογελάει. Μου απαντάει ότι το ίδιο παρατηρούν όσοι το επισκέπτονται. Δεν ξέρει ακριβώς γιατί συμβαίνει αυτό, ίσως γιατί ονειρευόταν πάντα ένα σπίτι στη θάλασσα. Έτσι, αφού της έτυχε το βουνό, έφερε σε αυτό κάτι από θάλασσα.
«Το σπίτι οφείλει να είναι σαν ιερό, σαν άβατο. Χωράνε σε αυτό μόνο οι ομοϊδεάτες και οι άνθρωποι που μας αγαπούν».
Χτίστηκε στα μέσα στης δεκαετίας του ’70. Αρχιτέκτονας ήταν ο Γιώργος Αναγνωστόπουλος που ήταν της σχολής Βαλσαμάκη. Ένα υπέροχο κτίσμα που θα μπορούσε να ’ναι σπουδή πάνω στην ιδανική μίνιμαλ κατοικία. Θαυμάζω τις λιτές γραμμές του που είναι τόσο σύγχρονες αλλά και διαχρονικές. Η Λίζα ήρθε εδώ όταν ήταν ακόμα παιδί. Αρχικά δεν υπήρχε άλλο σπίτι σε μεγάλη απόσταση. Ήταν κάπως άγρια η ομορφιά της περιοχής, είχε αυτό που ο Ρολάν Μπαρτ αποκαλεί «αγριορομαντισμό». Θεωρεί μεγάλη ευλογία το ότι βρέθηκε από νωρίς τόσο κοντά στη φύση γιατί ο ρυθμός της είναι σαν να πότισε τα κύτταρά της.
«Έβλεπα τα κλαδιά των δέντρων να χορεύουν με τον άνεμο και ήθελα κι εγώ».
Όταν πια τελείωσε το σχολείο, έφυγε για σπουδές. Ταξίδεψε και έζησε για χρόνια στο εξωτερικό, αλλά πάντα επέστρεφε στο σπίτι στο βουνό. «Το σπίτι αυτό ήταν σαν ισχυρός μαγνήτης, πάντα με τραβούσε πίσω», λέει. Με τα χρόνια, όταν πια έκανε δική της οικογένεια, μεταφέρθηκε στον κάτω χώρο όπου ήταν το playroom και, κάνοντας μια επέκταση δύο δωματίων, έφτιαξε το δικό της αυτόνομο σύμπαν. Ένα ανεξάρτητο σπίτι που είναι σε αισθητικό διάλογο με το μεγαλύτερο σπίτι, αλλά λειτουργεί και εντελώς αυτόνομα.
«Τι είναι το σπίτι για σένα;» τη ρωτάω. «Η φωλιά μου», απαντά αμέσως. «Είναι ο χώρος όπου κουρνιάζω. Είναι σαν να μου λέει: “έχω δει τη διαδρομή, την εξέλιξή σου, σε δέχομαι όπως είσαι και σε καταλαβαίνω”». Και πώς είναι να παραμένεις στο ίδιο σπίτι επί δεκαετίες, μετά από αλλαγές, όπως ο χωρισμός, ή όταν φεύγουν τα παιδιά για σπουδές; «Δεν ήταν δύσκολο να μείνεις πίσω;» τη ρωτάω.
«Είμαι χορεύτρια κι έτσι δέχομαι τη χορογραφία της ζωής, μαθαίνω τα καινούργια βήματα χωρίς αντίσταση. Δεν ήταν πάντα εύκολα, αλλά δεν μου έφταιγε το σπίτι γι’ αυτές τις αλλαγές, όπου κι αν ήμουν θα πονούσα. Δεν καταλαβαίνω τη λογική “χωρίζω, άρα αλλάζω σπίτι ή κούρεμα”. Μπορείς να αλλάξεις θέση στα έπιπλα, να αλλάξεις κρεβατοκάμαρα και χρώμα στους τοίχους. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να κάνεις τον χώρο σου να δείχνει αλλιώς. Έχει αλλάξει, άλλωστε, πολλές φορές χαρακτήρα το σπίτι. Ούτε θυμάμαι πόσες. Όπως αλλάζω εγώ, αλλάζει κι εκείνο».
Τη ρωτάω για τα έπιπλα, αν αγαπάει τα design έπιπλα σχεδιαστών. «Όχι», λέει κατηγορηματικά, δεν την ένοιαζαν πότε τα έπιπλα με υπογραφή. Αγαπάει τα συναισθηματικά, τα vintage, αυτά που έχουν φτάσει σ’ εκείνη από παλαιότερες γενιές. Έχει πάρει κάποια ωραία κομμάτια απ’ το πατρικό της, σε κάποια έχει αλλάξει το ύφασμα, τα έχει βάψει και είναι σαν καινούργια.
Παρατηρώ ότι στους τοίχους δεν έχει πολλή τέχνη και της το λέω. «Δεν μου αρέσουν οι γεμάτοι τοίχοι, κάνουν τα σπίτια μοιάζουν με γκαλερί», μου εξηγεί.
Μου δείχνει όμως τις φωτογραφίες του Richard Avedon και του Jeanloup Shieff στον τοίχο και μια εντυπωσιακή δική της φωτογραφία απ’ το πάτο μιας πισίνας. Τα κεραμικά πιάτα στον τοίχο είναι του Jean Cocteau.
H φιλοσοφία της στη διακόσμηση είναι «ουκ εν τω πολλώ το ευ». Αγαπάει τη λειτουργική απλότητα. Ένα αγαπημένο της κατάστημα είναι το Ηabitat, έχει πολλά αντικείμενα και έπιπλα από κει. Μου δείχνει το χαλί, το κρεβάτι, ένα τραπέζι κουζίνας. Στον τοίχο της παρατηρώ ότι υπάρχει και η μεγάλη φωτογραφία ενός αριστοκρατικού άντρα με δυο σκυλιά Δαλματίας. Μαθαίνω ότι είναι το πορτρέτο του πατέρα της, που δεν είναι πια στη ζωή.
«Δεν τον νιώθεις σαν να ’ναι εκεί, κάθε μέρα, στον τοίχο σου, σαν να σε επικρίνει, όπως κάνουν συχνά οι γονείς;» τη ρωτάω αυθόρμητα. «Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, που αγαπούσε τη ζωή. Μου αρέσει αυτή η φωτογραφία του, μου θυμίζει τη φινέτσα του, τους όμορφους τρόπους, τη λεβεντιά και την αγάπη του για τα σκυλιά Δαλματίας». Η Λίζα μεγάλωσε με αυτά τα σκυλιά, άρα, κοιτώντας τη, θυμάται τον εαυτό της εκείνη την εποχή.
Τη ρωτάω αν κάνει συχνά καλέσματα και αν προσέχει ποιος μπαίνει στο σπίτι. «Μα φυσικά, μόνο φίλοι είναι ευπρόσδεκτοι. Πιστεύω πολύ στις ενέργειες. Το σπίτι οφείλει να είναι σαν ιερό, σαν άβατο. Χωράνε σε αυτό μόνο οι ομοϊδεάτες και οι άνθρωποι που μας αγαπούν», απαντά. Στον κήπο υπάρχει ένα σερφ κάτω από ένα δέντρο. Της λέω ότι το βρίσκω σουρεαλιστικό. «Είναι του πρώην συζύγου μου, από την εποχή που έκανε σερφ. Έμεινε εδώ για να μου θυμίζει ότι ακόμα κι αν είμαι στο βουνό, η καρδιά μου είναι στη θάλασσα».
Με ξεναγεί στα πολύχρωμα δωμάτια και το χρώμα μοιάζει σαν ένα είδος θεραπείας, λες και κάθε δωμάτιο παρέχει και μια διαφορετική ίαση. Για το υπνοδωμάτιό της έχει διαλέξει ένα απαλό μοβ που προσφέρει στο μάτι μεγάλη ξεκούραση.
Χάρη στα μεγάλα περιμετρικά παράθυρα έχεις την αίσθηση ότι το δωμάτιο είναι καταμεσής του δάσους, ενώ τίποτα δεν εμποδίζει τον ορίζοντα.
«Ωραία να ξυπνάς εδώ», μονολογώ. «Βγαίνω το πρωί, πατάω στη γη και αυτή η γείωση είναι ό,τι πιο σημαντικό για μένα. Κατά καιρούς έχω πει θα φύγω, θα αλλάξω περιοχή, γειτονιά, να είμαι πιο κοντά στο κέντρο, όμως το κέντρο το προσωπικό μου είναι τελικά εδώ. Καμιά φορά, αυτό που ψάχνεις το έχεις ήδη. Σαν τα γυαλιά που ψάχνουμε να τα βρούμε και είναι πάνω στο κεφάλι μας».
Η Λίζα κάνει πολλά πράγματα, είναι δύσκολο να της βάλεις μια ταμπέλα. Σπούδασε στην Καλών Τεχνών, σπούδασε και χορό, είναι χορεύτρια, εκπαιδεύτρια και δασκάλα πιλάτες. Τα τελευταία χρόνια διδάσκει fascia fitness. «Είναι δύσκολο να πω τι είμαι, γιατί δεν είμαι ένα πράγμα. Όλη μου τη ζωή ασχολούμαι με την κίνηση». Αυτό το έχει περάσει και στον χώρο της. Γιατί, πραγματικά, τα δέντρα, έτσι όπως τα φυσάει ο αέρας, είναι σαν να κάνουν πιρουέτες στο παρκέ της.
Η Λίζα δέχεται να τη λένε οι φίλοι της «πιλατού», αφού είναι απ’ τις πρώτες που έφεραν το πιλάτες από την Αμερική στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του ’80, τότε που ακουγόταν σαν κάτι εντελώς εξωτικό. Πλέον κάνει μια δική της τεχνική, το fascia fitness. «Όταν ασχολείσαι με το σώμα, με τον καιρό σε ενδιαφέρει να δεις τι γίνεται και μέσα σε αυτό. Έτσι το 2010 ανακάλυψα τη fascia fitness και νιώθω ότι ήταν αυτό που πάντα ήθελα να κάνω, γιατί αυτή η μέθοδος προσεγγίζει το σώμα με έναν πιο θεραπευτικό τρόπο».
Τη ρωτάω αν κάνει μαθήματα σε αυτό το όμορφο σπίτι. Δυστυχώς όχι, αλλά καμιά φορά, την άνοιξη, μαζεύει στην υπέροχη ταράτσα της φίλους και κάνουν γιόγκα λίγο πριν από το ηλιοβασίλεμα. Της ζητάω από τώρα μια θέση για την επόμενη άνοιξη. Μιλάμε και για άλλα, για τα χρόνια της στην ενόργανη γυμναστική και τον θαυμασμό της για τη Νάντια Κομανέτσι. Της προτείνω, γελώντας, να βάλει μια φωτογραφία της Νάντια κάπου στο σπίτι. Το βρίσκει καλή ιδέα.
Πέρασα ωραία στη Λίζα. Είναι ένας άνθρωπος που ταξιδεύει, που εξελίσσεται, που είναι σε διαρκή κίνηση. Φεύγω λίγο απογοητευμένη γιατί δεν πέτυχα τη μαμά αλεπού και τα αλεπουδάκια που έρχονται και πίνουν νερό τις νυχτερινές ώρες. Σαράντα λεπτά απ’ το κέντρο της Αθήνας και έχω τη αίσθηση ότι πήγα εκδρομή στο Πάπιγκο. Εύγε.