ΑΡΡΩΣΤΟΣ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ, έκατσα και είδα τις πρώτες σεζόν του «Mad Men», της δημοφιλούς σειράς του AMC που έκανε πρεμιέρα το 2007 και προστέθηκε πρόσφατα στο Netflix. Πέρα από τους πολυεπίπεδους χαρακτήρες και τους έξυπνους διαλόγους, μου έκανε εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο η σειρά πραγματεύεται την εποχή των ’50s. Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι η Αμερική έχει εμμονή με τη δεκαετία του ’50, η οποία, στη φαντασιακή της μορφή, περιλαμβάνει τα τέλη των ’40s και τις αρχές των ’60s (όποτε και διαδραματίζεται το «Mad Men»)¹. Συμβολίζοντας την οικονομική σταθερότητα, την κοινωνική κινητικότητα αλλά και την εσωτερική «συνοχή» μιας χώρας με κοινές και πάγιες αξίες, τα ’50s εμφανίζονται ως η επιτομή του american dream. Μάλιστα, η πολιτισμική παραγωγή της δεκαετίας του ’80 –όταν ο Ρίγκαν υποσχόταν πως θα επαναφέρει την Αμερική στο «λαμπρό» παρελθόν της– παρήγαγε μια νοσταλγία για την εικονοποιία των ’50s: δίπατα σπίτια στα προάστια, όπου ευτυχισμένες πυρηνικές οικογένειες ανταλλάζουν τις καλησπέρες τους ανάμεσα στους λευκούς φράχτες και στο φρεσκοκουρεμένο γκαζόν.
Εκκινώντας από αυτό το κλισέ, το «Mad Men» τραβάει την κουρτίνα για ν’ αποκαλύψει τα πολλαπλά καθεστώτα βίας που κρύβονται στο βάθος. Συγκεκριμένα, η σειρά εξετάζει την καταπίεση των γυναικών, οι οποίες ήταν σε μεγάλο βαθμό αποκλεισμένες απ’ τη δημόσια σφαίρα και παγιδευμένες στον περιοριστικό ρόλο της νοικοκυράς. Παράλληλα, οι μαύροι και οι μαύρες βίωναν ακραία περιθωριοποίηση, βία και segregation, ενώ η ομοφυλοφιλία ήταν ακόμα παράνομη. Τα ’50s ήταν επίσης μια εποχή εσωτερικών και εξωτερικών πολέμων· προπαντός, η σύγκρουση στην Κορέα αλλά και ο Ψυχρός Πόλεμος, ο φόβος ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος, ο αντικομμουνισμός και το κυνήγι μαγισσών του Μακάρθι. Στην πραγματικότητα, φαίνεται να λέει το «Mad Men», τα ’50s ήταν «καλά» μόνο για τους δεξιούς cishet άντρες (και ίσως ούτε καν γι’ αυτούς, καθώς πολλοί τέτοιοι χαρακτήρες φαίνονται να υποφέρουν καθώς προσπαθούν ν’ ανταποκριθούν στα κυρίαρχα πρότυπα της αρρενωπότητας και της επιτυχίας).
Η νοσταλγία των ’50s δεν εκπροσωπεί τόσο μια προθυμία για την αναβίωση μιας πιο πατριαρχικής και ρατσιστικής κοινωνίας αλλά, πολύ περισσότερο, μια αφηρημένη επιθυμία για ασφάλεια.
Παρ’ όλα αυτά, η νοσταλγία των ’50s δεν εκπροσωπεί τόσο μια προθυμία για την αναβίωση μιας πιο πατριαρχικής και ρατσιστικής κοινωνίας αλλά, πολύ περισσότερο, μια αφηρημένη επιθυμία για ασφάλεια. Στον πυρήνα της, πρόκειται για μια αντίδραση στους ρευστούς καιρούς μας, η οποία ονειρεύεται έναν πιο βέβαιο και σταθερό κόσμο, μια εποχή «πριν» από τη φτωχοποίηση, τον άκρατο ατομικισμό, τη σχιζοειδή υπερπαραγωγή εικόνων και εννοιών και την (εμφανέστερη) πολυθεΐα των αξιών. Μπροστά στην επισφάλεια που χαρακτηρίζει κάθε πτυχή της σύγχρονης ζωής, όλο και περισσότεροι άνθρωποι παρουσιάζουν μια τάση για παλινδρόμηση. Σύμφωνα με τον Massumi, αυτό που έκανε η πολιτισμική βιομηχανία στην εποχή του Ρίγκαν ήταν να πάρει αυτήν τη γενική τάση και να την κάνει ν’ ακολουθήσει ένα προκαθορισμένο μονοπάτι: τη νοσταλγία για ένα μυθικό παρελθόν, μιας «χρυσής εποχής απόλαυσης χωρίς γαστρεντερικές ενοχλήσεις, ενός κήπου της Εδέμ με οικιακές ανέσεις που δεν είχε καμία σχέση με τα πραγματικά ’50s»².
Η νοσταλγία για τα ’50s εντείνεται απ’ τη δυστοπική ατμόσφαιρα των καιρών μας και την αυξανόμενη αδυνατότητα να φανταστούμε ένα όμορφο μέλλον. Τα οικονομικά αδιέξοδα, οι αλλεπάλληλες «κρίσεις», η εξελισσόμενη κλιματική καταστροφή, ο τεχνολογικός ολοκληρωτισμός και οι πολεμικές συγκρούσεις έχουν φέρει την αργή ακύρωση του μέλλοντος. Όλο και περισσότεροι νέοι ταυτίζονται με το σλόγκαν «No Future». Μην μπορώντας να φανταστούμε ένα μέλλον, γυρίζουμε στο παρελθόν. Φυσικά, η προσπάθεια είναι μάταιη. Δεν μπορούμε να πάμε πίσω όχι μόνο επειδή η πρόοδος μάς τραβά σαν θύελλα προς τα μπροστά αλλά και επειδή το «πίσω» δεν υπάρχει (δεν υπήρξε ποτέ).
Η συνειδητοποίηση αυτής της αδιέξοδης διαλεκτικής της επιστροφής στα ’50s βρίσκει την έκφρασή της στη φιλμογραφία του Ντέιβιντ Λιντς. Το 1986, ο Λιντς γυρίζει το Blue Velvet, το οποίο, σαν το «Mad Men», παρουσιάζει τη ρόδινη εικόνα των προαστίων των ’50s και ύστερα ζουμάρει για να αποκαλύψει τη βία που κρύβεται κάτω απ’ την επιφάνεια. Στο τέλος, όμως, το κακό εξορίζεται, η φρίκη ξεπερνιέται και η ελπίδα επιστρέφει στις ζωές των πρωταγωνιστών. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το «Twin Peaks» επωμίζεται μια πιο σκοτεινή σκοπιά: αυτήν τη φορά, το σκοτάδι που κρύβεται στις παρυφές της φαινομενικά ειρηνικής κωμόπολης επιβιώνει, γεννώντας αμφιβολίες για το κατά πόσο μπορεί να ξεπεραστεί πραγματικά. Η σημαντικότερη, όμως, στιγμή έρχεται το 2017, με την αναβίωση του «Twin Peaks», όταν ο Λιντς προσφέρει μια αιχμηρή κριτική της νοσταλγίας³. Πλέον, στρέφει το βλέμμα του στη σύγχρονη Αμερική της καθημερινής βίας, των όπλων και των εθισμών, της εκμετάλλευσης και της κερδοσκοπίας – έναν κόσμο που δεν θυμίζει σε τίποτα το μυθικό «Twin Peaks». Όταν οι χαρακτήρες προσπαθούν ν’ αποδράσουν προς το παρελθόν, όταν επιχειρούν να «πάνε πίσω» για να σπάσουν τον κύκλο της βίας, η αποτυχία τους είναι εκκωφαντική. Δεν υπάρχει διέξοδος, ούτε πραγματική λύση. «What year is this?» ρωτάει ο αποσβολωμένος πρωταγωνιστής κι ύστερα τα υπόλοιπα είναι η κραυγή της φρίκης.
¹ Michael Dwyer, Back to the Fifties, 2015, σ. 5.
² Brian Massumi, A User’s Guide to Capitalism and Schizophrenia, 1992, 78-79. Το ελληνικό αντίστοιχο των μυθικών fifties θα ήταν μάλλον η «γενική» ευμάρεια των χρόνων πριν από την κρίση – με τη βασική διαφορά ότι, στην Ελλάδα, αυτά τα χρόνια έχουν κηλιδωθεί απ’ τον συσχετισμό τους με τη μετέπειτα κατάρρευση. Έτσι, δεν μπορούμε να νιώσουμε νοσταλγία για την εποχή των «παχιών αγελάδων»∙ απεναντίας, πολλοί την προσεγγίζουν μ’ ενοχή και πικρία.
³ Στην πραγματικότητα, η ίδια η μορφή της τρίτης σεζόν χλευάζει τη νοσταλγία, καθώς αρνείται να δώσει στο κοινό αυτό που θέλει, παίζει με τις προσδοκίες του και ανακοινώνει ποικιλοτρόπως πως το «Twin Peaks» είναι νεκρό, κάθε προσπάθεια ανάστασής του ανώφελη και κούφια.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ