Από τη βεράντα του Γιώργου Συμπάρδη στον έβδομο όροφο βλέπεις όλη την Αθήνα. Κάπου εδώ γύρω, στον λαβύρινθο της πόλης, από τη σκιά της Ακρόπολης μέχρι την Ελευσίνα, έχουν ζήσει, περιπλανηθεί, αναζητήσει την ταυτότητά τους, έχουν αγαπήσει, αγαπηθεί και ματαιωθεί οι ήρωες των έξι μυθιστορημάτων του.
Ενώ φτιάχνει καφέ, μου επιτρέπει να περιπλανηθώ κι εγώ σε ένα σπίτι φωτεινό, καθαρό, με χιλιάδες βιβλία και δίσκους τακτοποιημένα σχολαστικά. Η ίδια τάξη επικρατεί και στο γραφείο του, στα χειρόγραφά του. Μάταια ο επισκέπτης αναζητά το ίχνος των γεμάτων αντιφάσεις και αινίγματα ηρώων - αντιηρώων του πεζογραφικού του έργου.
Από το 1987 έως σήμερα έχει εκδώσει το «Μέντιουμ», τον «Άχρηστο Δημήτρη», την «Υπόσχεση Γάμου», τις «Μεγάλες γυναίκες», τα «Αδέρφια» και την «Πλατεία Κλαυθμώνος»· έχει αποσπάσει το Κρατικό Βραβείο, το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών και το βραβείο Καβάφη, ανάμεσα σε άλλα. Τα έργα του χαμηλόφωνου συγγραφέα, που θεωρείται από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους της μεταδικτατορικής περιόδου, μας επιφυλάσσουν έναν κόσμο αναγνωστικής συγκίνησης, μας ταξιδεύουν σε έναν κόσμο υπαινιγμών, συστροφών, αντιφάσεων και αινιγμάτων της ανθρώπινης φύσης, αφήνοντάς μας ελευθέρους, σαν σε κυνήγι θησαυρού, με εξημμένη περιέργεια να αναζητήσουμε το δικό μας κλειδί για να ανοίξουμε την πόρτα των μυστικών ζωών και των χαρακτήρων που παρουσιάζει, να συνδιαμορφώσουμε ουσιαστικά τις ιστορίες του, φτιάχνοντας τη δική μας εκδοχή, οδεύοντας προς τη δική μας λύτρωση και γεννώντας με τη σειρά μας νέα αινίγματα.
«Συνήθως, όταν διαβάζει κάποιος τα δικά βιβλία μου, δεν αγαπά τον αφηγητή, αγαπά αυτόν για τον οποίο μιλά ο αφηγητής».
Στην πολύωρη συνάντησή μας εκτίμησα πολύ την πραότητα και το ανοιχτό μυαλό, την οξύνοια ενός ανθρώπου χορτάτου, θαύμασα τη νεανική ορμή και τη γνώση ενός σπουδαίου αναγνώστη της παγκόσμιας λογοτεχνίας που είναι αληθινά μετριόφρων, συνεπής και ακούραστος. Πάνω απ’ όλα, εκτίμησα την αγάπη του για τον αναγνώστη, τον σταθερά ισότιμο συνομιλητή του έργου του.
— Όταν διάβασα το «Μέντιουμ», το πρώτο σας βιβλίο, μου φάνηκε περίεργο που ένας συγγραφέας βγήκε στη λογοτεχνική σκηνή έχοντας ως αφηγήτρια μια γυναίκα.
Το «Mέντιουμ» ήταν το πρώτο μου μυθιστόρημα, το πρώτο μου βιβλίο. Παλιά έγραφα μικροπράγματα. Με αυτό μπήκα λίγο στα βαθιά γιατί περιγράφω μια γυναίκα. Δεν είναι εύκολο πράγμα για έναν άντρα συγγραφέα να μιλάει με τη φωνή μιας γυναίκας, είναι σαν να της δάνεισα το χέρι μου. Στην αρχή δυσκολευόμουν, έγραφα παράλληλα και κάτι σαν δοκίμιο για το πώς είναι δυνατό ένας άντρας συγγραφέας να γράψει με τη φωνή μιας γυναίκας σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Η λύση βρίσκεται στο θέατρο. Πώς μιλάει ο Σαίξπηρ σαν Λαίδη Μακμπέθ, σαν Βαϊόλα, σαν Ιουλιέτα;
Εκεί βρήκα την απάντηση, οπότε εγκατέλειψα το δοκίμιο και αφοσιώθηκα στο μυθιστόρημα. Επίσης, της έδωσα και αντρικά χαρακτηριστικά. Γιατί; Ο Χένρι Τζέιμς, στην «Τέχνη της μυθοπλασίας», ένα μικρό δοκίμιο, αναρωτιέται: «Είναι δυνατό μια κοπέλα να γνωρίζει τα της στρατιωτικής ζωής;». Μπορεί να είναι περίεργο αυτό, αλλά είναι δυνατό. Στην περίπτωση της ηρωίδας μου, της έδωσα χαρακτηριστικά που δεν είναι αμιγώς γυναικεία, ωστόσο είναι σαφές ότι πρόκειται για μια κοπέλα. Άρχισα να το γράφω στα 36, το τέλειωσα στα 39, και δεν είχα σκεφτεί να το εκδώσω. Όταν εκδόθηκε ήμουν 42 ετών.
— Πριν από αυτό τι είχατε γράψει;
Είχα συγκροτήσει ένα βιβλίο που περιείχε σκέψεις, μυθιστορήματα εν περιλήψει, μικροδιηγήματα, αποσπάσματα διαλόγων – αυτά είχα γράψει μέχρι τότε. Ήταν ένα περίεργο είδος λογοτεχνίας. Μου αρέσει να αφηγούμαι, και πάντα κάτι συγκεκριμένο. Αυτό μπορούσα να κάνω τότε. Αργότερα έμαθα ότι το είχε κάνει και κάποιος άλλος, ο Ηρακλής Αποστολίδης, που είχε δημοσιεύσει ένα τέτοιου είδους βιβλίο. Όσον αφορά το δικό μου, το κατέστρεψα.
Γιατί αυτό το πράγμα ήταν μια παγίδα. Απορία ψάλτου βηξ. Όταν ήθελα να γράψω κάτι και κάπου κόλλαγα ανέτρεχα σε αυτό, μήπως βρω κάτι που θα με βοηθούσε, ενώ στην πραγματικότητα, όταν αφηγείσαι κάτι, πρέπει να αφήνεσαι στην αφήγηση, να σε καθοδηγεί αυτή. Το πρώτο μου βιβλίο ήταν, λοιπόν, αυτό το μυθιστόρημα, δεν είχα δημοσιεύσει τίποτε άλλο πριν.
— Πού μεγαλώσατε;
Γεννήθηκα στην Ελευσίνα και έζησα εκεί μέχρι τα 18. Άρχισα να σπουδάζω νομικά, πήγα στρατιώτης, έκανα μεταπτυχιακές σπουδές στο Λονδίνο και όταν γύρισα έζησα κατευθείαν στην Αθήνα, δεν επέστρεψα στην Ελευσίνα. Έγραφα για τον εαυτό μου χωρίς καμία πρόθεση να δημοσιεύσω, ενώ παράλληλα βιοποριζόμουν ασκώντας τη δικηγορία. Πέρασα την επαγγελματική μου ζωή στον Πειραιά. Πελάτες μου οι μικροεφοπλιστές και τομέας μου το ναυτικό δίκαιο. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου δεν υπήρχαν καθόλου βιβλία. Μοιάζει πολύ η οικογένειά μου με αυτή που περιγράφω στα «Αδέρφια», αλλά φυσικά υπάρχουν πολλές αποκλίσεις, υπάρχει επινόηση. Ο πατέρας μου, που είχε καφενείο, όπως και ο μυθιστορηματικός πατέρας στα «Αδέρφια», λάτρευε τη μητέρα μου, το ’βλεπα αυτό.
Ως μαθητής ήμουν μέτριος, τα κορίτσια ήταν αυτά που είχαν τα 20άρια στο σχολείο. Η μόνη επίδοση που είχα ήταν στα μαθηματικά, σε αυτά ήμουν άριστος. Στην Ελευσίνα υπήρχε ένας μορφωτικός και εκπολιτιστικός σύλλογος, καταπληκτικό πράγμα, με δανειστική βιβλιοθήκη, δανειζόμουν ένα βιβλίο την εβδομάδα, Ντοστογιέφσκι, Τσέχοφ, Μπαλζάκ, ξένη λογοτεχνία, τους κλασικούς. Όταν έδωσα Νομική δεν είχα κάνει φροντιστήριο, καμία προετοιμασία, πέρασα τελευταίος επιλαχών. Ο πατέρας μου είπε «πρέπει κάτι να σπουδάσεις», ενώ εγώ, ως παιδί, δεν σκεφτόμουν το επάγγελμα. Θέλοντας να τον ικανοποιήσω, ακολούθησα τη συμβουλή του. Μέχρι τότε δεν είχα καμιά κρυφή επιθυμία, δεν ήθελα να κάνω τίποτα.
— Και η αγάπη για τη μουσική πώς προέκυψε;
Είχα αγαπήσει πολύ τη μουσική, την κλασική, τη συμφωνική, την όπερα. Πρώτη μου οπερατική αγάπη ήταν η «Καταδίκη του Φάουστ» του Μπερλιόζ, που δεν είναι ακριβώς όπερα. Με ενθουσίασε, έχω πολλές εκτελέσεις της. Ακούγοντάς την πήγα λίγο παραπέρα. Από τα φοιτητικά χρόνια της Αθήνας άκουγα κλασική μουσική στο ραδιόφωνο, σε δίσκους, όπερα στο Ολύμπια, στον τελευταίο εξώστη με εισιτήριο πέντε δραχμές.
— Και με τη λογοτεχνία πώς ασχοληθήκατε;
Τη λογοτεχνία την παρακολουθούσα ανέκαθεν. Εκτός από τους ξένους διάβαζα και τους Έλληνες, παρακολουθούσα την ελληνική πεζογραφία. Είχα διαβάσει τον Αλέξανδρο Κοτζιά και τους νεότερους συγγραφείς, τον Μένη Κουμανταρέα, τον Γιώργο Ιωάννου και τη γενιά του ’30. Από τους παλιότερους ξεχώρισα και ξεχωρίζω τον Στρατή Δούκα, τον Γιάννη Μπεράτη, τον Δημήτρη Χατζή, τον Κοσμά Πολίτη. Από τους ακόμα πιο παλιούς μού άρεσε πολύ ο Βιζυηνός, τον προτιμώ από τον Παπαδιαμάντη – τα διηγήματά του πιστεύω ότι είναι σπουδαία ευρωπαϊκή λογοτεχνία.
Προτιμώ την αφηγηματικότητα του Βιζυηνού, περιμένεις κάτι να μάθεις, αναβάλλει να σου το αποκαλύψει μέχρι το τέλος. Είναι ένας εξαιρετικός αφηγητής. Ξέρετε τι παρατηρώ; Στα κυριακάτικα φύλλα των εφημερίδων, ενώ μνημονεύονται και χαρακτηρίζονται ως αριστουργήματα πολλά ξένα βιβλία, τα ελληνικά δεν αποτελούν σημείο αναφοράς. Και το αποτέλεσμα; Ποιος διαβάζει σήμερα τον Κοτζιά, Ιωάννου, Κουμανταρέα; Δεν συζητιούνται καν.
— Μπορείτε να μου αφηγηθείτε πώς ξεκινήσατε να γράφετε, τι σκεφτήκατε;
Όταν άρχισα να γράφω το «Μέντιουμ» φιλοδοξούσα να γράψω ένα μυθιστόρημα, όχι ένα διήγημα, ούτε μια νουβέλα. Εξακολουθώ να είμαι μυθιστοριογράφος, έχω γράψει ελάχιστα διηγήματα. Ήθελα να γράψω για μια κοπέλα λίγο αλλιώτικη, έναν άνθρωπο που μετεωρίζεται διαρκώς, αυτό είναι που τη χαρακτηρίζει. Ταυτόχρονα, ήθελα να μιλήσω για έναν ανεπίδοτο έρωτα που δεν ευδοκιμεί ή που ευδοκιμεί όσο ευδοκιμεί, μιας κοπέλας που καταλαβαίνει διαισθητικά τι συμβαίνει γύρω της. Έρχεται από την επαρχία στην Αθήνα για να είναι κοντά στην παντρεμένη αδερφή της που είναι έγκυος. Έχουμε μια έγκυο και μια άλλη γυναίκα που ίσως δεν θα γίνει ποτέ μάνα. Αυτό είναι το βασικό δίπολο του βιβλίου.
Ένα άλλο είναι της φίλης της αφηγήτριας και του αδερφού της που είναι ομοφυλόφιλος, και στο πρόσωπό του βλέπει τον εαυτό της. Τα δίπολα αποτελούν βασικά εργαλεία της δουλειάς μου γιατί μέσα από αυτά καταλαβαίνεις τις διαφορές των ανθρώπων. Αυτές καλείται να ανακαλύψει ο αναγνώστης στα βιβλία μου και να συμμετάσχει ενεργά στη εξέλιξη της ιστορίας, να τη φανταστεί με τον δικό του τρόπο. Για παράδειγμα, η ηρωίδα στο «Μέντιουμ» έρχεται από την επαρχία και ανακαλύπτει ευθύς εξαρχής όψεις και άγνωστες πλευρές της πόλης και ανθρώπους που δεν βρίσκονται στην επιφάνεια, που είναι κάτω από το ραντάρ και δεν γνωρίζουν ούτε οι κάτοικοί της.
— Στην έκδοση πώς φτάσατε;
Το διάβασε ο Γιάννης Κοντός, το αγάπησε και πριν καν εκδοθεί υπήρχαν δημοσιεύσεις στον Τύπο, γεγονός το οποίο ενόχλησε, και δικαίως, θα έλεγα. Ήταν ένα από τα πρώτα βιβλία καινούργιων συγγραφέων που έβγαλε η Κάτια Λεμπέση όταν διαδέχθηκε τη Νανά Καλλιανέση στον Κέδρο. Εκείνη τη χρόνια, για να καταλάβετε, είχαν βγει μόνο δύο ακόμα βιβλία, ο «Ιαγουάρος» του Κοτζιά και το «Τι θέλει η κυρία Φρίμαν» του Αμπατζόγλου – δεν έβγαιναν πολλά βιβλία τότε. Στην πρώτη έκδοση τα συγγραφικά μου δικαιώματα ήταν 10%, στη δεύτερη μου έδωσαν 15%, όσο έπαιρναν και οι άλλοι συγγραφείς. Ο Κοτζιάς τότε το συμπεριέλαβε στα καλύτερα βιβλία της 20ετίας. Του το οφείλω γιατί βγήκε και μίλησε ανοιχτά για το βιβλίο.
— Άλλαξε η ζωή σας μετά το «Μέντιουμ»;
Όχι. Δεν υπήρχαν βιβλιοπαρουσιάσεις, δεν είχα παρέες με συγγραφείς. Είχα γνωρίσει τον Κουμανταρέα σε ένα φιλικό σπίτι. Γνώρισα και τον Αλέξη Πανσέληνο, έκανε μια ανάλογη δουλειά στον Πειραιά. Μετά τον «Άχρηστο Δημήτρη» άρχισα να κάνω παρέα με τον Σπύρο Τσακνιά. Όταν έβγαλα το «Μέντιουμ» και τον «Άχρηστο Δημήτρη» δούλευα ακόμα πολλές ώρες. Γύριζα σπίτι, έτρωγα και έγραφα ακανόνιστες ώρες μεταμεσονύκτιες, αυτή ήταν η ρουτίνα μου. Τώρα πια δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Συνήθως, όταν αρχίζω ένα βιβλίο, κάθομαι και δουλεύω από το πρωί μέχρι το μεσημέρι, όταν όμως έχω προχωρήσει στην αφήγηση κάθομαι και δουλεύω μέχρι αργά.
— Στα βιβλία σας υπάρχει ένας αφηγητής που δεν είναι πάντα ο πρωταγωνιστής, ούτε ο «θετικός ήρωας», αν και παίρνει μέρος στη δράση ή στην πλοκή. Υπάρχουν επίσης πρόσωπα που παίζουν σημαντικό ρόλο και που ενώ εμφανίζονται σε κάποια φάση της αφήγησης, αργότερα χάνονται. Δεν είναι πρωταγωνιστές, αλλά δεν είναι και κομπάρσοι.
Συνήθως, όταν διαβάζει κάποιος τα δικά βιβλία μου, δεν αγαπά τον αφηγητή, αγαπά αυτόν για τον οποίο μιλά ο αφηγητής. Στον «Άχρηστο Δημήτρη» ο αφηγητής είναι δικηγόρος, όπως ήμουν κι εγώ. Χρησιμοποιώ πάντα κάποια δικά μου στοιχεία. Όμως το βιβλίο δεν είναι αυτοβιογραφικό, και ας λέγεται Γιώργος ο αφηγητής. Χρησιμοποιώ τα συγκεκριμένα ονόματα και έχω λόγο που το κάνω. Γιώργος και Δημήτρης είναι οι δυο καβαλάρηδες άγιοι, στο βιβλίο μου κανείς δεν είναι καβαλάρης. Αυτό το αποφάσισα πριν καν ξεκινήσω να το γράφω.
Εκτός από τους δυο άντρες, υπάρχει ένα παράξενο κορίτσι, η Βέρα, όπως υπάρχει και μια Μαρία που παίζει και τον βασικό ρόλο στην ιστορία, ξανά μια γυναίκα. Ο «Άχρηστος Δημήτρης» είναι η ιστορία μιας διαρκούς περιπλάνησης. Ήθελα οι ήρωές μου να έρχονται και να φεύγουν, να εξαφανίζονται, όπως στη ζωή μας άνθρωποι έρχονται και φεύγουν, ενώ στην επόμενη γωνία δεν ξέρουμε ποιον θα συναντήσουμε και τι ρόλο θα παίξει. Έτσι είναι η ζωή μας, δεν είναι όπως στα μυθιστορήματα, ολοκληρωμένη και σφαιρική, είναι κάτι άλλο, ένας κυματισμός. Και να ξέρετε, αυτοί οι πλάνητες είναι οι αναγνώστες μου, αυτοί καταλαβαίνουν αυτά τα βιβλία.
— Και στα «Αδέρφια» πάλι ο αφηγητής δίνει τον πρώτο ρόλο αλλού.
Σε αυτό το μυθιστόρημα ο πρώτος ρόλος ανήκει στον μεγαλύτερο αδερφό, στον Θανάση. Αυτή είναι η βασική μου τεχνική, καταλαβαίνουμε τον αφηγητή μέσα από τις περιγραφές που κάνει για τους άλλους. Θανάσης είναι όνομα του αδερφού μου, αλλά το χρησιμοποίησα γιατί παραπέμπει ταυτόχρονα στον θάνατο και στην αθανασία. Αυτό ήταν απαραίτητο για να γραφτεί το βιβλίο.
— Ποια θέματα σας απασχολούσαν στην «Υπόσχεση Γάμου», στην οποία πρωταγωνιστούν πάλι τέσσερις γυναίκες;
Τα θέματα που με είχαν απασχολήσει ήταν εν πολλοίς λογοτεχνικά. Η διπλή φύση του «Ηλίθιου» στον Ντοστογιέφσκι ήταν το ένα. Το τέλος που επιφυλάσσει ο Μπαλζάκ στον Λισιέν, τον ήρωά του στις «Χαμένες Ψευδαισθήσεις», ήταν το άλλο. Ο Μπαλζάκ εμφανίζει στις πενήντα τελευταίες σελίδες του ογκώδους βιβλίου του έναν ήρωα από το πουθενά, έναν Ισπανό ιερωμένο που θα δώσει λύση στα οικονομικά προβλήματα του Λισιέν, εξευτελίζοντάς τον. Το ίδιο έκανα κι εγώ, εμφανίζοντας την τέταρτη γυναίκα στη μέση του βιβλίου μου. Με τη μόνη διαφορά ότι την κάνω πρωταγωνίστρια. Σε όλα τα έργα μου πρωταγωνιστούν οι γυναίκες, πιστεύω ότι τον βλέπω τον κόσμο τους, οι γυναίκες είναι το κέντρο της ζωής, πέρα από αυτό δεν έχει.
— Θα συζητούσα και για μια χροιά φεμινιστική, μια αυτονομία, τη δύναμη που υπάρχει στις «Μεγάλες Γυναίκες», παράλληλα με μια υπενθύμιση του έρωτα. Ως γυναίκα με αφορά και αναρωτήθηκα πώς συλλάβατε αυτές τις λεπτές γραμμές του τι σημαίνει έρωτας για μια μεσήλικη γυναίκα.
Η μεσήλικη Σοφία είναι μια σύγχρονη γυναίκα, έξω από τον κανόνα. Ουσιαστικά το βιβλίο γράφεται στο μυαλό της, παρακολουθούμε τη σκέψη της. Υπάρχει η έλξη για έναν νεαρό άντρα, αλλά αυτός είναι που πραγματικά έχει μεγαλύτερη ανάγκη να αγαπηθεί. Της ζητάει να του πει το «σ’ αγαπώ» με λέξεις. Δεν είναι ζιγκολό. Αν και ο έρωτας δεν γίνεται στο κρεβάτι, υπάρχουν σκηνές που υποδηλώνουν τη σεξουαλικότητα, στο τραπέζι, την ώρα που τρώνε. Αυτό που χαρακτηρίζει τη Σοφία είναι ότι κάποια στιγμή ρισκάρει και τολμάει να ερωτευθεί.
— Στα βιβλία σας υπάρχει η υπόγεια Αθήνα, άγνωστα, παράξενα μέρη, στέκια που δεν υπάρχουν πια ή μέρη που δεν κατονομάζουμε, που υποθέτουμε ή αναγνωρίζουμε. Πόσο καλά ξέρετε την Αθήνα;
Την Αθήνα εξακολουθώ να μην την ξέρω, ξέρω πολύ κεντρικά της σημεία, την Πανεπιστημίου, τη Σταδίου, την Ακαδημίας. Όπως και ως φοιτητής στο Λονδίνο δεν έμαθα ποτέ την πόλη, γνώριζα τη διαδρομή από το Hampstead που έμενα ως το LSE και λίγους ακόμα κεντρικούς δρόμους. Και όμως, στην Αθήνα περπατάω πολύ, χιλιόμετρα ολόκληρα, και ενώ μπορεί να μη βλέπω τίποτα, είναι σαν να γράφω. Πολλές φορές με αυτό το περπάτημα έχω βρει λύσεις όσον αφορά την εξέλιξη της αφήγησης που με απασχολεί. Κάποτε διάβασα ότι οι αδερφές Μπροντέ έκαναν το ίδιο, γύριζαν γύρω από ένα τραπέζι αναζητώντας τέτοιου είδους λύσεις για τις ιστορίες τους.
— Παρατηρείτε τους γύρω σας;
Χρησιμοποιώ συχνά τον Ηλεκτρικό και το μετρό. Όταν μπαίνω σε ένα βαγόνι μπορώ να περιγράψω αργότερα τι φοράει ο καθένας. Το ίδιο και όταν μπαίνω σε ένα σπίτι. Κάποιες φορές πλάθω ιστορίες, αναρωτιέμαι ποιοι είναι οι άγνωστοι άνθρωποι που συναντώ και ποιες είναι οι σχέσεις τους.
— Στα βιβλία σας, αν και δεν υπάρχουν μεγάλα διαλογικά κομμάτια, υπάρχει η αφήγηση των διαλόγων. Συναντάμε μια συνθήκη θεατρική, οικονομημένο λόγο και λέξεις που δεν περισσεύουν.
Μα και η αφήγηση στην πεζογραφία, όχι μόνο στο θέατρο, αυτό επιδιώκει, τη δραστικότητα της περιγραφής, το ουσιώδες, δεν μιλάς για να μιλάς. Το θέατρο το λατρεύω, ως φοιτητής δεν έχανα παράσταση, και αυτό συνεχίστηκε και όταν επέστρεψα από το Λονδίνο. Είναι δύσκολο να διαλέξεις την καλή παράσταση σήμερα, αλλά αυτό που δεν με ενδιαφέρει καθόλου είναι η μεταφορά των λογοτεχνικών έργων στο θέατρο. Αγαπώ τον Σαίξπηρ, τον Τσέχοφ, τον Τενεσί Ουίλιαμς, τον Πίντερ, σε αυτούς τους συγγραφείς υπάρχει αυτό που δεν λέγεται και το υποπτεύεσαι.
Στην «Πλατεία Κλαυθμώνος» υπάρχει μια παράσταση που αφηγούμαι, ο «Ερρίκος Δ’» του Πιραντέλο. Μάλιστα ήθελα και στην πραγματικότητα να δω αυτή την παράσταση, με τον Δημήτρη Χορν και την είδα τελικά στο Εθνικό την ημέρα που έγινε το αντιπραξικόπημα του βασιλιά. Ήταν άδειο το θέατρο, δεν είχα πάρει είδηση τι είχε συμβεί.
— Δεν μιλάτε για πολιτική στα έργα σας, μόνο στην «Πλατεία Κλαυθμώνος» κάπως ακουμπάτε την εποχή, τη δικτατορία.
Οι εποχές στα βιβλία μου υπάρχουν, μπορεί ο αναγνώστης να τις διακρίνει, όχι η πολιτική όμως. Επικεντρώνομαι στο ουσιώδες, η πολιτική συχνά το μολύνει. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου δεν μιλούσαν για τα πολιτικά, αγνοούσα τι ψήφιζε ο πατέρας μου, αλλά ήξερα και έβλεπα τι γινόταν τριγύρω, είχα συγγενείς στην εξορία. Η «Πλατεία Κλαυθμώνος» διαδραματίζεται σε μια συγκεκριμένη και πρόσφατη ιστορική περίοδο, τους πρώτους μήνες της δικτατορίας, κατά την οποία τόσο ο δημόσιος βίος όσο και η προσωπική ζωή ελέγχονταν από τις Αρχές.
Αφηγητής είναι ένα παιδί που μεγαλώνει σε μια οικογένεια μέσα στην οποία περισσεύουν οι συγκαλύψεις. Είναι υποχρεωμένοι οι γονείς του να του αποκαλύψουν τα μυστικά τους; Κρυφά πράγματα και σχέσεις που υπήρχαν στο παρελθόν; Αν και δεν δίνω παράξενα ονόματα στους ήρωές μου, στο μυθιστόρημα αυτό υπάρχει ο Βέργος, που ποτέ δεν ξέρουμε τι ρόλο έχει παίξει σε αυτή την οικογένεια. Υπήρξε εραστής του πατέρα; Είναι εραστής της μητέρας; Αυτός είναι ο συνδετικός κρίκος των γονέων του και όταν φεύγει, το σπίτι διαλύεται. Εμένα με ενδιέφερε το πώς εισέπραττε αυτό το παιδί τη συγκεκριμένη ατμόσφαιρα.
— Ξεκινάτε με μια σκηνή στα ουρητήρια της Κλαυθμώνος. Πώς τη διαλέξατε;
Τη διάλεξα για να ξέρει ο αναγνώστης πού να κοιτάξει, να αρχίσει να βλέπει την οικογένεια του νεαρού με μάτι που υποπτεύεται.
— Για τη σεξουαλικότητα μιλάμε;
Υπάρχει μια διάχυτη σεξουαλικότητα, η ατελής του νεαρού, η κρυφή των γονέων, η απαγορευμένη στον δημόσιο χώρο. Ακόμα και σήμερα δεν υπάρχουν ομοφυλόφιλοι και αμφιφυλόφιλοι που παντρεύονται; Προφανώς. Όλα αυτά υπάρχουν. Το πρόβλημα για μένα υπάρχει όταν ένας ομοφυλόφιλος παντρεύεται αποκρύπτοντας τη σεξουαλική του ταυτότητα και τα παιδιά του δεν γνωρίζουν ή υποπτεύονται. Συνεπώς, στη σύγχρονη συνθήκη που συζητιούνται όλα αυτά, που υπάρχει και ο γάμος των ομοφυλοφίλων, υπάρχει μια διέξοδος ειλικρίνειας.
— Τους ήρωές σας πώς θα τους χαρακτηρίζατε;
Δεν είναι πρόσωπα που τα χαρακτηρίζει η παραφορά. Τους κινούν τα συναισθήματα, παίζουν καθοριστικό ρόλο, αλλά δεν έχουν βίαια ξεσπάσματα. Από την άλλη, δεν κρίνω τους ήρωές μου. Αυτό το αφήνω στον αναγνώστη. Τον βάζω να συνδημιουργήσει το περιεχόμενο. Είναι κοινό χαρακτηριστικό όλων των βιβλίων που έχω γράψει.
— Πιστεύετε ότι ένας συγγραφέας βιώνει ξανά τη ζωή του όταν γράφει;
Την ξαναζεί μέσα από τα πρόσωπα που περιγράφει, ακόμα και όταν οι συνθήκες είναι τελείως διαφορετικές από αυτές της δικής του ζωής. Δεν πιστεύω ότι θεραπεύεται κάποιου είδους τραύμα ούτε ότι ο συγγραφέας ψυχαναλύεται γράφοντας. Μορφή στο άμορφο δίνει.