ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ. ΤΟ ΡΟΛΟΙ ΛΕΕΙ 02:45. Σε πέντε ώρες πρέπει να ξυπνήσω, ο μαύρος σκύλος σου σε περιμένει πίσω από την πόρτα. Η Σουσού με περιμένει επίσης στην πόρτα. Θα με ανακρίνει μυρίζοντάς με πριν μου επιτρέψει να τη χαϊδέψω. Τα μαλλιά μου μυρίζουν κάνναβη και ο λαιμός μου Divine του Gaultier. Δεν έχω κάτι άλλο να δηλώσω προς το παρόν. Θα με αποκαλέσει «τσούλα» στη διάλεκτο που μόνο εμείς καταλαβαίνουμε μεταξύ μας, μισά καλιαρντά μισά γατίσια. Να ξέρεις, η Σουσού ευθύνεται που δεν κοιμάσαι εδώ.
Θα τελειώσεις την προπόνηση στις 20:00, θα τρέξω να προλάβω το σούπερ μάρκετ, το 035 θα αργήσει, εσύ θα έρθεις στην ώρα σου. Εγώ θα τσιγαρίζω κιμά με τσιγάρο στο χέρι και λαϊκά άσματα στα ηχεία. Θα εύχεσαι να μπορούσες να το κάνεις ταινία.
Σε δύο χρόνια θα φτιάχνεις το δικό σου μαγαζί, σε πέντε χρόνια θα είσαι παντρεμένος με παιδί. Θα σε έχω μπλοκάρει από παντού και θα έχω σβήσει όλες τις φωτογραφίες μας. Αλλά θα θέλω να ξέρω αν σου μοιάζει ο γιος σου. Θα έχω την περιέργεια να δω αν τον έκανες πατριαρχικό τσουτσέκι σαν εσένα.
Τικ τακ. Είναι σαν να χωρίζουμε τα συναισθήματα σε κέρματα και σε χαρτονομίσματα· να τα κρύβουμε σε ξεχωριστές τσέπες και συρτάρια. Ενίοτε τα κρύβουμε και στα σώματα των άλλων. Αλλού τα «ψιλά», αλλού τα «χοντρά».
Τικ τακ, τικ τακ. Τα Σαββατοκύριακα θέλω μόνο να κοιμάμαι και να παραμιλάω για σένα. Έχω ολόκληρη διεύθυνση παραγωγής στο μυαλό μου για να καλύψω το κενό του σβέρκου σου στο μαξιλάρι. Ονειρεύομαι ότι έχεις πεθάνει και έχω έρθει στην κηδεία σου. Άλλοτε μου τηλεφωνεί ο αδερφός σου για να μου πει ότι σε χτύπησαν φασίστες στην ΑΣΟΕΕ ή ότι τράκαρες με τη μηχανή. Ώσπου χτυπάει η αφύπνιση στο κινητό μου κι εγώ έχω ήδη αργήσει. Αφήνω το πένθος μου στο κρεβάτι και ετοιμάζομαι να κυνηγήσω το 054 στην Πατησίων. Εσύ σίγουρα κοιμάσαι ακόμα.
Τικ τακ. Είναι σαν να χωρίζουμε τα συναισθήματα σε κέρματα και σε χαρτονομίσματα· να τα κρύβουμε σε ξεχωριστές τσέπες και συρτάρια. Ενίοτε τα κρύβουμε και στα σώματα των άλλων. Αλλού τα «ψιλά», αλλού τα «χοντρά». Σου έχει τύχει να χρωστάς λεφτά; Γιατί συναίσθημα χρωστάς σίγουρα.
Τικ τακ, τικ τακ. Έχω να παραδώσω τρία κείμενα, αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι τα δόντια σου στον λαιμό μου. Δεν ξέρεις τι ώρα θα σχολάσεις γιατί κανονικά κλείνετε στις 02:00 αλλά μέχρι να μαζέψετε και να πιείτε μια μπίρα με τα παιδιά και να μη διώξετε την τελευταία παρέα τουριστών μπορεί να πάει 04:00. Πόσο στοιχίζει η εργατοώρα στο μπαρ και πόσο στοιχίζει στο ασανσέρ μου;
Τικ τακ. Η ψυχοθεραπεύτριά μου σε είπε «παράσιτο», η μάνα σου σε λέει «λεβέντη», η κολλητή μου σε λέει «βρομότσολο». Εγώ απλώς γελάω με μια βότκα στο χέρι καθώς οδηγείς και βρίζεις.
Και συνεχίζω να σου δίνω τις εργατοώρες μου χωρίς καμία προστασία, ανασφάλιστη και ανασφαλής απέναντί σου. Η μόνη μου σταθερά είναι το τσιγάρο στο χέρι και το στρες για φυγή ή πάλη. Αυτά είναι τα μαθηματικά του έρωτά μου για σένα. Τα μαθηματικά ενός γατιού απέναντι στο business plan μιας εισπρακτικής εταιρείας. Δεν έχω καμία ελπίδα. Η καρδιά μου πρέπει να βγει άμεσα σε πλειστηριασμό! Νιάου!
Τικ τακ. «Ξέρω ότι εξαφανίζεσαι όταν ξεμένεις από φράγκα. Ή όταν έχεις κάνει “ζημιά”».
«Αν δεν είχαμε δεξιά κυβέρνηση, θα ήταν όλα αληθινά», μου λες.
«Ακροδεξιά», σου απαντώ.
Όλα στα άκρα μαζί σου, ακόμα και οι κυβερνήσεις και η ακρίβεια και τα ενοίκια και το σούπερ μάρκετ. Και η αγωνία. Και η ζήλια. Και η κτητικότητα. Κι εγώ πιο ακραία απ’ όλα, πιο «ακριβή» απ’ όλα. Τίγκα στην κορτιζόλη κι έτοιμη να πτωχεύσω ανά πάσα ώρα και στιγμή. Πειράζει που σε γουστάρω και με πλανητάρχη τον Tραμπ; Σε γουστάρω πιο πολύ από πριν. Σε γουστάρω φτωχό κουίρ κάφρο μπαμπουίνο μπαμπάτσικο και ολικό αρνητή ψυχοθεραπείας. Στην απόλυτη παρακμή μου μόνο μία σκέψη με παρηγορεί, που δεν χαρίσαμε άλλους σκλάβους στον καπιταλισμό.
Do you believe in life after Trump;
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.