«ΥΓΡΑΣΙΕΣ;» ΜΕ ΡΩΤΗΣΕ κοιτάζοντας την παλάμη του. Ήταν ολόλευκη, πεντακάθαρη, ζεστή, σαν μια αχνιστή φραντζόλα ψωμιού, σαν την κοιλιά ενός γατιού. Ήθελα να δαγκώσω την παλάμη του κάτω από το μεσαίο δάχτυλο και τον παράμεσο, που είχε δύο κάλους. «Από το crossfit» είπε, αν και δεν τον ρώτησα.
Όσο κρατούσε την παλάμη του σε στάση αναμονής και οι άκρες των δαχτύλων του λαμπύριζαν στο μισοσκόταδο του πάρκου, χάιδευα τον καρπό του χεριού του, τον πήχη του, το μπράτσο του, άλλη μια φλέβα εδώ, άλλη μία εκεί. Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω από πάνω του.
«Ε;» απάντησα τελικά χτενίζοντας τη φράντζα μου με τις άκρες των νυχιών μου.
«Λέω, υγρασίες βλέπω εδώ. Βλέπω σωστά;» Επέμενε με τα δάχτυλά του στραμμένα στο πρόσωπό μου.
Όχι ότι δεν ήμουν μαθημένη σε βίαιους αποχωρισμούς με ανθρώπους και καβάτζες, αλλά, τώρα πια, κάθε φορά που θα διασχίζω την υπόγεια διάβαση θα νιώθω το μυαλό μου να σπάει, αντιμετωπίζοντας ένα δίλημμα: αν κάποια μέρα θα αλλάξω τη συνηθισμένη μου διαδρομή για να διατηρήσω τη μνήμη μου ή αν θα επιτρέψω στη συνηθισμένη μου διαδρομή, μέρα με τη μέρα, να αλλοιώνει τη μνήμη μου.
Η μόνη απάντηση που διέθετα ήταν να ανοίξω τα πόδια μου και να γαντζωθώ με τα νύχια μου από τον λαιμό του. Οι κλωστές στη λαιμόκοψη της φανέλας του έκαναν κρακ όταν του είπα «στοπ» καθώς περνούσε από κοντά μας μια γυναίκα με ένα μωρό στο καρότσι. Μέσα στη λαχτάρα και την αγωνία ξαναείπα «στοπ» όταν περνούσαν σκυλογονείς με χαρούμενα κοκόνια. Καθώς προσπαθούσε να βάλει το χέρι του ξανά κάτω από το φόρεμά μου ξαναείπα «στοπ» γιατί σε ένα κοντινό παγκάκι έκατσε ένα ζευγαράκι της Αγίας Παρασκευής. Έπειτα πέρασαν και Δελτάδες και τουρίστες και νταλίκες και ντελιβεράδες, αλλά δεν είπα «στοπ». Μέχρι και το αγαπημένο μου 035 πέρασε, που δεν φημίζεται και για τα συχνά του δρομολόγια, εδώ που τα λέμε.
«Γιατί δεν πάμε στο σπίτι σου να το απολαύσουμε καλύτερα;» μου πρότεινε λαχανιασμένος, με φλέβες και σημάδια στο λαιμό. Τον κοίταξα λοξά, άνοιξα την τσάντα μου και ψάχνοντας ανάμεσα σε ένα σακουλάκι ζελεδάκια, δύο πατέ για γάτες, τζιβάνες, αποδείξεις, ένα νεσεσέρ καλλυντικών κι ένα μπουκάλι λακ, βουτάω τον καπνό και στρίβω ένα τσιγάρο. Πάφα πούφα το τσιγάρο και αμήχανη σιωπή δευτερολέπτων μέχρι που από τα ηχεία ενός διερχόμενου αμαξιού ακούγεται η ατάκα «Ακολούθα τον πελώριο».
Καθώς κρατούσα τον μικροσκοπικό μεγεθυντικό καθρέφτη, το χέρι μου έτρεμε. Μου έκλεισε το μάτι. Έκλεισα το καθρεφτάκι, ανοιγόκλεισα τα χείλια μου για να σταθεροποιήσω το ανεξίτηλο λι γκλος μου και του είπα: «Εμείς οι δυο δεν χωράμε σε κανένα σπίτι. Πρέπει να φύγω».
Λίγα βράδια μετά, κατηφορίζοντας από την Κομνηνών προς την Αλεξάνδρας, παρατήρησα πως ο ορίζοντας ήταν διαφορετικός. Αμέσως χαμήλωσα την ένταση της μουσικής στα ακουστικά μου σαν να έβλεπα ένα τροχαίο δυστύχημα. Μόλις έφτασα στην υπόγεια νησίδα, βρήκα το ρεύμα της ανόδου κλειστό και περιφραγμένο με πλαστικό σύρμα. Μπουλντόζες CAT και πορτοκαλί κράνη ήταν πεταμένα σε λόφους από κοκκινόχωμα. Όσο πλησίαζα τόσο ο αέρας που σήκωναν τα διερχόμενα αμάξια έφερνε με δύναμη τη σκόνη μέσα στα μάτια μου.
«ΕΡΓΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΜΕΤΡΟ. ΣΤΑΘΜΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ».
Πόνεσαν τα μάτια μου. Μια σελίδα Α4 κολλημένη στις λαμαρίνες έδινε τις τυπικές εξηγήσεις για τα γκρεμίσματα. Την άρπαξα, την έσκισα και πέταξα τα κομματάκια στον αέρα σαν χαρτοπόλεμο. Στρίβοντας δεξιά στην Ευελπίδων, βρέθηκα μπροστά σε ένα άγνωστο μέρος, το πάρκο είχε γίνει συντρίμμια. Πελώριες λαμαρίνες στη σειρά περιμετρικά του δρόμου, όλα τα δέντρα εξαφανισμένα και στο σημείο που βρισκόταν το γνωστό παγκάκι βρήκα σωρούς χαλάσματα, χημικές τουαλέτες και σκουπίδια. Περπατούσα τσαντισμένη λες και το παγκάκι ήταν ιδιοκτησία μου, λες και το πάρκο ολόκληρο ήταν κτήμα μου.
Όχι ότι δεν ήμουν μαθημένη σε βίαιους αποχωρισμούς με ανθρώπους και καβάτζες, αλλά, τώρα πια, κάθε φορά που θα διασχίζω την υπόγεια διάβαση θα νιώθω το μυαλό μου να σπάει, αντιμετωπίζοντας ένα δίλημμα: αν κάποια μέρα θα αλλάξω τη συνηθισμένη μου διαδρομή για να διατηρήσω τη μνήμη μου ή αν θα επιτρέψω στη συνηθισμένη μου διαδρομή, μέρα με τη μέρα, να αλλοιώνει τη μνήμη μου· να ξεχάσω τον Γ.· να ξεχάσω το παγκάκι· να ξεχάσω τα χέρια του και τον λαιμό του· να ξεχάσω την πόλη όπως την ήξερα· να ξεχάσω εμένα όπως με ήξερα.
Από εκείνο το απόγευμα του Οκτώβρη περπάτησα ξανά και ξανά την υπόγεια διάβαση της Μουστοξύδη. Η ώρα άλλαξε, ο καιρός ψύχρανε, η νύχτα έρχεται όλο και πιο νωρίς. Ο Οκτώβρης έφυγε και ήταν σκληρός καριόλης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.