ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ στην Αθήνα έφτανε στο τέλος του, το τελευταίο του Αυγούστου. Το γατί μου κι εγώ μπροστά στον καθρέφτη του μπουντουάρ κάνουμε την απολογιστική συζήτηση του καλοκαιριού. Πόσα χρωστάμε σε κοινόχρηστα, πόσα σε ΔΕΗ, πόσα σε λούσα, και το μεγαλύτερο χρέος απ’ όλα:
«Δεν μας θέλει το ναυτάκι, Σουσού. Έφυγε και δεν θα τον ξαναδώ», ψέλλισα φαρμακωμένη και τοποθέτησα στη σειρά τα μπουκαλάκια του βραδινού μου skincare σαν κάθε Παρθένος όταν νιώθει πως η συναισθηματική του κατάσταση είναι κουρελιασμένη.
Μόλις είχα επιστρέψει από μια ρομαντική βόλτα με ένα εξαιρετικά αξιόλογο «ναυτάκι». Τρυφερό, ρομαντικό, με συνόδευσε ως την πόρτα του σπιτιού και είπαμε «καληνύχτα». Ούτε φιλιά, ούτε στριμώγματα, ούτε υποσχέσεις για μια νύχτα φλογερού έρωτα με άρωμα Αιγαίου Πελάγους. Μόνο κάποιες ανάσες που δραπετεύουν πάντα όταν προσπαθούμε να σταθούμε στο ύψος τον περιστάσεων σε συνθήκες όπως «H σαραντάρα κι ο πρωτάρης».
Η «Σιδηρά Κυρία» μέσα μου τρελαίνεται με κάθε είδος καλοπροαίρετης κατήχησης που προϋποθέτει να παριστάνεις κάτι που δεν είσαι για να κερδίσεις την εύνοια των συναδέλφων, των γκόμενων και του φιλοθεάμονος κοινού στο TikTok.
Περιμένοντας τη ρετινόλη να στεγνώσει στο πρόσωπό μου, ξοδεύω τον χρόνο μου σκρολάροντας και κριντζάροντας ανάμεσα σε lunch boxes για παιδιά που δεν θα γεννήσω ποτέ, σπίτια που δεν θα κατοικήσω ποτέ, αμάξια που δεν θα οδηγήσω ποτέ. Θέλω να τον βγάλω από το μυαλό μου, παρά το γεγονός ότι αν και μόλις βγήκα από το ντους τον μυρίζω ακόμα πάνω μου.
Και τον Αύγουστο και τον «ναύτη».
Έχω αρχίσει να είμαι εξαιρετικά καχύποπτη με τον αλγόριθμο στα social media, δεν μπορεί να μου βγάζει όλα αυτά τα άσχετα! Μάλλον κάποια καλιαρντή που ζηλεύει την ανεξαρτησία μου και το σουξέ μου με έχει χακάρει και δεν με αφήνει να ζήσω τη ζωή μου όπως θέλω. Θα μπορούσε να το έχει κάνει η μάνα μου που ακόμα με μαλώνει για τις μίνι φούστες, για τις μεταμεσονύχτιες βόλτες και την ακαταστασία του σπιτιού που σπανίως της επιτρέπω να επισκέπτεται.
Αυτή όμως η βασίλισσα του «Demure» που θέλει να μας βάλει στον «σωστό» δρόμο της ταπεινότητας και της διπλωματίας ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι με τη βότκα. Η «Σιδηρά Κυρία» που κατοικεί εντός μου σφίγγει τα δόντια της κι ετοιμάζεται να χτυπήσει γροθιά στο μπουντουάρ.
«Ποια είναι αυτή που μας λέει να μη δείχνουμε τσο-τσο στη δουλειά; Και τι θέλει από τη ζωή μας; Τι γνωρίζει η κατέ από ένα αυγουστιάτικο αθηναϊκό απόγευμα; Έχει περπατήσει ποτέ την Πατησίων με αυτή την καούκα;»
Η «Σιδηρά Κυρία» μέσα μου τρελαίνεται με κάθε είδος καλοπροαίρετης κατήχησης που προϋποθέτει να παριστάνεις κάτι που δεν είσαι για να κερδίσεις την εύνοια των συναδέλφων, των γκόμενων και του φιλοθεάμονος κοινού στο TikTok. «Αν είσαι λίγο τσούλα να παριστάνεις τη σεμνή, αν τσαντιστείς, παίξ’ το ζεν, αν είσαι λυπημένη, να χαμογελάς ευγενικά, και αν είσαι κατάκοπη, να παριστάνεις την ορεξάτη». Μοιάζει με τη συνταγή μιας επιτυχημένης καριέρας ή μιας σταθερής μονογαμικης σχέσης, αλλά… είμαι αυτή που είμαι.
Η ρετινόλη στέγνωσε, είναι η ώρα της νιασιναμίδης. Ένα ακόμα τσιγαράκι κρίνεται απαραίτητο γιατί αργεί να στεγνώσει. Το νωπό μπουρνούζι μου έχει γίνει το πιο δροσερό κρεβατάκι για το γατί μου, που λίγο τη νοιάζει αν θα τη πω ξεδιάντροπη. Συνέχισα να σκρολάρω καπνίζοντας και περιμένοντας ένα μήνυμα από το «ναυτάκι».
Προσπαθώ να καταλάβω αν πέρασα καλά μαζί του ή αν απλά έχω συνηθίσει να πηγαινοέρχονται ναυτάκια και αυτό μου είναι αρκετό. Αμφιβάλλω για το αν έφταιξε το φόρεμά μου, τα τακούνια, η δουλειά ή αυτή η βρόμικη πόλη και ακόμα δεν μου έχει στείλει ούτε καν αν έφτασε. Αμφιβάλλω για το αν έπρεπε να επιμείνω να ανέβει πάνω ή αν έκανα καλά που δεν τον κάλεσα. Μη με περάσει και για καμία λυσσασμένη.
Η αλήθεια που έχω να αντιμετωπίσω μού φαίνεται πολύ χειρότερη. Δεν θα με περάσει για λυσσασμένη, αλλά θα με περάσει για demure και αυτό είναι το χειρότερο σενάριο όλων. Είναι η προδοσία μιας κουίρ τρανς κουλτούρας που αγωνίστηκε και επιβίωσε αμφισβητώντας με αποδείξεις πως η «σεμνή» μας κοινωνία κάθε άλλο παρά σεμνή είναι. Αλλά και πάλι ανάμεσα στα δύο άκρα με ψάχνω και δεν μπορώ να με βρω.
Ήταν Αύγουστος, ξημερώνει Σεπτέμβριος, ήμουν τσούλα, αλλά φέρθηκα σεμνά, ήθελα να τον κρατήσω λίγο ακόμα μαζί μου, αλλά είπα «καληνύχτα», είμαι σε περίοδο διατροφής, αλλά λιγουρεύομαι το παγωτό πραλίνα στην κατάψυξη. Αποφασίζω να στείλω πρώτη με χέρι που τρέμει:
«Έφτασες;»
«Είμαι ακόμα από κάτω».
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.