Όταν πλάθει κανείς τη ζωή με πρώτο υλικό τη γλώσσα των ποιητών, αναζητώντας ταυτόχρονα την απάντηση στο αιώνιο ερώτημα ποιος είναι ο σκοπός του ανθρώπου, προσπαθεί να βρει τα εργαλεία που θα τον βοηθήσουν να φτιάξει το απόλυτο δράμα, πολλές φορές πέρα από τα όρια της λογοτεχνίας: είτε έξω από τα ιερά σύνορα της πόλης, στα μακρινά μέρη της Θήβας, είτε στις απέραντες στέπες, στη ρωσική ύπαιθρο, είτε στα πιο σκοτεινά υπόγεια της Μόσχας. Στην περίπτωση του Μάλκολμ Λόουρι, του Βρετανού συγγραφέα που θέλησε να γράψει ένα μυθιστόρημα για τον μοντέρνο άνθρωπο τη στιγμή ακριβώς της πτώσης του, μια «μεθυσμένη Θεία Κωμωδία», όπως την είχε αποκαλέσει, τα χωροχρονικά δεδομένα είναι τα ηφαιστειακά μέρη του Μεξικού την Ημέρα των Νεκρών.
Σε αυτό το πλαίσιο, και συγκεκριμένα στην πόλη Κουαουναγουάκ, μοιάζει να κινείται ο πρωταγωνιστής του Κάτω από το ηφαίστειο, ο πρόξενος Τζέφρι Φέρμιν, ατενίζοντας το κενό της ύπαρξής του, «όπως οι άγγελοι του Σβέντενμποργκ», του Σουηδού φιλοσόφου, θεολόγου και χριστιανού μυστικιστή που ο Θεός τού επέτρεψε να επισκεφθεί τον Παράδεισο, το Καθαρτήριο και την Κόλαση και να συνομιλήσει με αγγέλους και δαίμονες – για να αναφέρουμε έναν μόνο γνήσιο μεταφυσικό συνομιλητή του. Για να καταφέρει, ωστόσο, να προσδώσει στην αφήγηση, εκτός από μεταφορική δύναμη, απόλυτη πιστότητα και ύψιστο λόγο, ο Λόουρι μετατρέπει τον πρωταγωνιστή του σε έναν παράξενο Δάντη στις πιο επίγειες εκδοχές της Κόλασης, ο οποίος βιώνει τις στιγμές της έκλαμψης μπροστά από κάποια cantina, όπως αποκαλούν στο Μεξικό τα υπαίθρια μέρη όπου πουλούν αλκοόλ, αναπολώντας τον μεγάλο του έρωτα και βιώνοντας την έξαψη και την πτώση με παραπάνω δόσεις ουίσκι και μεσκάλ. «Αυτό το μυθιστόρημα, για να χρησιμοποιήσω μια φράση του Έντμουντ Γουίλσον», γράφει με ενάργεια στον πρόλογο του βιβλίου ο συγγραφέας, «έχει ως θέμα τις δυνάμεις που κατοικούν μέσα στον άνθρωπο και τον οδηγούν να βλέπει με τρόμο τον εαυτό του. Θέμα του είναι επίσης η πτώση του ανθρώπου, οι τύψεις του, ο αδιάκοπος αγώνας του να βγει στο φως υπό το βάρος του παρελθόντος – το αιώνιο πεπρωμένο του».
«Τι άλλο είναι ο άνθρωπος πέρα από μια μικρή ψυχή που κρατάει ορθό ένα πτώμα;» αναρωτιέται σε μια καίρια στιγμή του βιβλίου ο πρόξενος, υιοθετώντας το υπαρξιακό ερώτημα του Μάρκου Αυρήλιου από τα Εις εαυτόν.
Το μόνιμο άτυπο μότο, οι στίχοι του Μποντλέρ «μεθάτε αδιάκοπα, από κρασί, από ποίηση ή από αρετή», που μοιάζει να υπαγορεύει τη συγγραφή του αριστουργηματικού αυτού μυθιστορήματος, συνοδεύεται, επομένως, από τη βαθιά ανάγκη του συγγραφέα να καταθέσει το ύψιστο έργο για το τι σημαίνει να απομακρύνεται ο άνθρωπος από τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του και να μετατρέπεται στον απόλυτο δραματικό ήρωα που, για να σωθεί, πρέπει να αντιμετωπίσει τη στιγμή της πτώσης του. Ο μεθυσμένος πρόξενος θαρρείς πως μας μιλάει από το εσωτερικό ενός χαμένου κόσμου, ως ένας εκπεσών άγγελος στη γη, ενδεχομένως και ως ένας σύγχρονος άνθρωπος του σήμερα που βλέπει την κατάπτωση σε κάθε σφαίρα δραστηριοποίησης του μοντέρνου κόσμου, μεταφερμένη στο σήμερα – μια παραπομπή στα πρόσφατα παγκόσμια αδιέξοδα και στις εξελίξεις στην Αμερική είναι απολύτως νόμιμη. Ο εαυτός του γίνεται έτσι το παράδειγμα για να δούμε την πραγματικότητα στη μέγιστη αποσύνθεσή της, αναζητώντας έναν άλλο μοναδικό τόπο, έναν μοναδικό Κήπο της Εδέμ που θα μπορούσε να φιλοξενήσει τους ουσιαστικούς σκοπούς του ανθρώπου.
«Τι άλλο είναι ο άνθρωπος πέρα από μια μικρή ψυχή που κρατάει ορθό ένα πτώμα;» αναρωτιέται σε μια καίρια στιγμή του βιβλίου ο πρόξενος, υιοθετώντας το υπαρξιακό ερώτημα του Μάρκου Αυρήλιου από τα Εις εαυτόν. Σε αυτήν τη μεγαλειώδη φόρμα που δεν αφήνει ανεκμετάλλευτη καμία δραματική αναφορά, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα την υπαρξιακή υπέρβαση και κατάπτωση, υπάρχει ένας αφηγηματικός μηχανισμός που φτάνει μέχρι τον Θερβάντες –δεν είναι τυχαίο το ότι στο βιβλίο εμφανίζεται ο Σερβάντες– με τα διαρκή οράματα, τη φαντασιοπληξία και την εκτενή παρέκβαση. Είναι ένας τρόπος που αποπνέει μια μοναδική αφηγηματική ελευθερία, αυτή που λάτρεψαν αργότερα οι καταστασιακοί, οι οποίοι έσπευσαν να υιοθετήσουν το Ηφαίστειο, διαμορφώνοντας μια τεράστια ανθρώπινη τοιχογραφία σαν εκείνες του Ντιέγκο Ριβέρα, ο οποίος αναφέρεται στο βιβλίο, απολύτως ανάλογη της ευρύτητας της ύπαρξης, που αναδεικνύει τη σύνδεση μυθιστορηματικού και ιστορικού χρόνου.
Χαρακτηριστικό είναι ότι το κύριο μέρος της αφήγησης καταλαμβάνει δώδεκα ώρες μίας μόνο μέρας, ενώ το μυθιστόρημα αποτελείται συνολικά από δώδεκα κεφάλαια που καλύπτουν δώδεκα μήνες. Αναδεικνύεται με αυτόν τον τρόπο ο αριθμός δώδεκα που έχει τεράστια σημασία για την εβραϊκή Καμπάλα, την οποία είχε διδαχτεί ο συγγραφέας από νωρίς και επανέρχεται σε διαφορετικές στιγμές της αφήγησης. Κάθε φράση, άλλωστε, είναι ένας ερμητικός συνδυασμός που μένει να αποκωδικοποιηθεί, κάθε βήμα του πρόξενου απηχεί την πτώση του ανθρώπου από τον κήπο της χάριτος, που μοιάζει όλο και πιο αναστρέψιμη. Πρόκειται ουσιαστικά για διαφορετικές εικόνες της ίδιας Βαβυλώνας τυλιγμένης στα παραισθησιακά πέπλα του ποτού και στη βαριά ατμόσφαιρα του ηφαιστείου. Όλα αυτά αναδεικνύουν ένα υπερφυσικό σύστοιχο, βγαλμένο από τη φιλοσοφία των στωικών, τον κόσμο του Οράτιου και του Σαίξπηρ, απηχώντας τις αρχές του έπους και της τραγωδίας, τις οποίες βοηθούν πολύ να κατανοήσουμε οι άκρως κατατοπιστικές υποσημειώσεις της μεταφράστριας Κατερίνας Σχινά που μας χαρίζει μια απόδοση στα ελληνικά ισάξια του κειμένου (τα εύσημα και στις εκδόσεις Μεταίχμιο για την απόφαση να κυκλοφορήσουν μια νέα μετάφραση).
Ο Λόουρι είχε, άλλωστε, καταδείξει με το παράδειγμά του ότι μπορούσε να γευτεί παραισθητικές στιγμές και πυρακτωμένα οράματα εξίσου αυθεντικά με εκείνα των μεγάλων ρομαντικών, όπως ο αγαπημένος του Σέλεϊ, στον οποίο παραπέμπει συχνά, αλλά και ο Μέλβιλ, στον οποίο έχει κάθε λόγο να κάνει συχνές αναφορές. Ο ίδιος είχε ζήσει για χρόνια στις θάλασσες, μπαρκάροντας με φορτηγό πλοίο για Ιαπωνία, Κίνα και Νορβηγία, σε μια προσπάθεια να αφήσει πίσω του τις σκληρές αναμνήσεις των εφηβικών του χρόνων. Και αυτές δεν ήταν λίγες: εκτός από το άκρως συντηρητικό περιβάλλον όπου μεγάλωσε, κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Κέμπριτζ, όπου απέκτησε κλασική παιδεία, βίωσε το μεγάλο τραύμα της αυτοκτονίας του συγκατοίκου του Πολ Φάιτ ο οποίος τον είχε ερωτευθεί παράφορα. Στη μνήμη του γράφει ένα ανέκδοτο διήγημα, που κάηκε σε πυρκαγιά, αλλά και το Σκοτεινά, όπως ο τάφος που ο φίλος μου κείται (είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά από εκδόσεις Αστάρτη), το οποίο λειτουργεί ως συμπληρωματικό ανάγνωσμα του Ηφαιστείου.
Όπως όλοι οι συγγραφείς της εποχής, κάποια στιγμή ο Λόουρι μεταβαίνει στο Παρίσι, όπου παραμένει μέχρι το 1934, συναναστρεφόμενος διάφορους λογοτέχνες και ποιητές και αναπτύσσοντας ερωτική σχέση με τη συγγραφέα Τζαν Γκάμπριαλ. Η σχέση οδηγήθηκε σε γάμο και σύντομα σε χωρισμό, με διαρκείς φάσεις μάταιης επανασύνδεσης, με πιο χαρακτηριστική εκείνη στην Κουαουναγουάκ του Μεξικού, ακριβώς όπως αυτή που περιγράφει στο βιβλίο. Το 1940 παντρεύεται τη συγγραφέα και πρώην αστέρα του βωβού κινηματογράφου Μάρτζερι Μπόνερ, ενώ η επιστροφή του στο άκρως πλέον Μεξικό σημαδεύει για πάντα τη συγγραφή του Κάτω από το ηφαίστειο. Η βούλησή του να πολεμήσει στον Β’ Παγκόσμιο και η ακόλουθη απόρριψη διαπερνά επίσης τις σελίδες του βιβλίου – δεν είναι τυχαίες οι εξονυχιστικές αναφορές στον ισπανικό εμφύλιο αλλά και κατά του φασισμού. Η απόγνωσή του από την επικράτηση των Ναζί στην Ευρώπη τον έκανε να αποσυρθεί από τα εγκόσμια και να ζήσει μαζί με τη Μάρτζερι σε μια καλύβα, σε παραλία βόρεια του Βανκούβερ, όπου δούλεψε το κορυφαίο αυτό έργο, το Ηφαίστειο, το οποίο εκδόθηκε το 1947· τότε δεν έγινε κατανοητό, όπως αποδεικνύει η μακροσκελής επιστολή που έστειλε στον εκδότη του. Η κατάθλιψη που ακολούθησε και τα προβλήματα του αλκοολισμού προκάλεσαν διάφορα προβλήματα στον γάμο του, μάλιστα η σύζυγός του έδωσε αντιφατικές εξηγήσεις αναφορικά με τον θάνατό του, ο οποίος επισήμως αποδόθηκε σε δηλητηρίαση από βαρβιτουρικά και υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ. Ο Λόουρι πέθανε στις 26 Ιουνίου του 1957, σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Αγγλίας του Σάσεξ, όπου διέμενε με τη γυναίκα του.
Το μεγαλόπνοο έργο του, που εκλαμβάνεται πλέον ως μια προφητεία για την αποσύνθεση του επερχόμενου κόσμου και της πλανητικής κατάπτωσης, αναγνωρίστηκε μετά θάνατον και καταλαμβάνει πλέον περίοπτη θέση στη λίστα με τα καλύτερα βιβλία στην ιστορία της λογοτεχνίας. Διαβάζεται, πάντως, και ως το προσωπικό ημερολόγιο ενός ανθρώπου που, όπως το alter ego του, ο Τζέφρι Φέρμιν, ομολογεί: «Μου αρέσει να περιφέρω τη θλίψη μου στη σκιά παλιών μοναστηριών, την ενοχή μου σε περιστύλια, κάτω από ταπισερί, στην ευσπλαχνία κάθε απόκοσμης cantina, όπου μελαγχολικοί αλήτες και κουτσοί ζητιάνοι πίνουν καθώς χαράζει μια αυγή που την παγωμένη, αχνοκίτρινη, κρινένια ομορφιά της ξαναβρίσκεις τον θάνατο. (..). Όχι, τα μυστικά μου είναι του τάφου και πρέπει να μείνουν μυστικά. Κι έτσι σκέφτομαι μερικές φορές τον εαυτό μου σαν έναν μεγάλο εξερευνητή που ανακάλυψε κάποια μαγική χώρα απ’ όπου δεν θα μπορέσει ποτέ να επιστρέψει για να χαρίσει τη γνώση του στον κόσμο: το όνομά όμως αυτής της χώρας είναι Κόλαση». Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο από αυτό.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.