ΤΟ ΘΕΜΑ «ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΟΙ ΤΗΣ ΚΑΛΑΒΡΙΑΣ» ασκεί ιδιαίτερη γοητεία στο ελληνικό κοινό εδώ και πολλά χρόνια. Η ύπαρξη κάποιων ορεινών χωριών στη Νότια Ιταλία που ακόμη διατηρούν «τη γλώσσα του Ομήρου» –και μάλιστα εκτός εθνικών συνόρων– αναμφίβολα κινεί το γενικό ενδιαφέρον. Σε αυτό έχει συμβάλει, κατά κύριο λόγο, μια στερεοτυπική εικόνα που επικρατεί στην Ελλάδα, εδώ και δεκαετίες, γι’ αυτούς τους ανθρώπους: «Φτωχοί, απομονωμένοι, διαβιούν “πέρα από τον χρόνο”, με μόνη έγνοια τους τη διαφύλαξη της “ελληνικής” ταυτότητάς τους κ.ο.κ.». Ειδικοί και μη αρέσκονται να ασχολούνται μαζί τους, ο καθένας από τη σκοπιά του και τα ενδιαφέροντά του (όποια κι αν είναι αυτά), και πολλοί επιθυμούν να βιώσουν μια εμπειρία ανάμεσα στα «εγγόνια του Ομήρου», ώστε να έχουν να θυμούνται… και στα γεράματά τους. Καθ' όλα θεμιτά και ανθρώπινα όλα αυτά.
Ίσως κάτι τέτοιο θέλησαν να βιώσουν και οι διοργανωτές της 10ης International Conference on Modern Greek Dialects and Linguistic Theory (η μετάφραση στα ελληνικά είναι… περιττή για λόγους που θα δούμε παρακάτω), επιλέγοντας ως τόπο διεξαγωγής των εργασιών (10-12 Οκτωβρίου 2024) τα χωριά Μπόβα, Ρογούδι και Γκαλλιτσιανό της ελληνόφωνης περιοχής της Καλαβρίας. Όπως διαβάζουμε στο σκεπτικό της «Conference», η επιλογή του τόπου σκόπευε, μεταξύ άλλων, να συμβάλει στη διατήρηση της πλούσιας ελληνικής γλωσσικής κληρονομιάς. Αν και ο λόγος αυτός αποτελεί κοινό παρονομαστή πολλών δράσεων ποικίλης φύσεως που λαμβάνουν χώρα στην περιοχή, εδώ και μισό αιώνα, τουλάχιστον, στη συγκεκριμένη περίπτωση πίστεψα ότι θα υπήρχε κάποια συνάφεια λόγων και πράξεων, αφού γνώριζα ορισμένους εκ των διοργανωτών, τους οποίους εκτιμώ ιδιαίτερα. Μάλιστα, όταν είδα ότι την τελευταία ημέρα οι εργασίες θα διεξάγονταν στο Γκαλλιτσιανό, με το οποίο με συνδέει –από το 1984 έως σήμερα– μια πολύχρονη ερευνητική σχέση (μα πάνω απ’ όλα ανθρώπινη), δεν είχα καμία αμφιβολία αν έπρεπε να συμμετάσχω ή όχι. Για λόγους αρχής, σεβασμού και αγάπης προς τους ανθρώπους και τη γλώσσα τους, δεν θα μπορούσα να συγχωρήσω στον εαυτό μου την απουσία μου. Ακόμη και ο χώρος των εργασιών, η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, στην οποία τόσες φορές είχα βρεθεί με τους ανθρώπους του χωριού σε γιορτές, κηδείες, μνημόσυνα, γάμους, βαφτίσια και πολλές Κυριακές, λειτούργησε καθοριστικά για την απόφασή μου.
Επομένως το έργο το έχουμε δει πολλές φορές, δεν δόθηκε στην Καλαβρία η πρεμιέρα. Μόνο που εκεί υπήρχε μια ειδοποιός διαφορά. Αν η «Conference» έλαβε χώρα σε αυτήν την περιοχή, έστω και για συμβολικούς λόγους, για να συμβάλει στη διατήρηση της πλούσιας ελληνικής γλωσσικής κληρονομιάς, είναι βέβαιο ότι στην πράξη ακυρώθηκε ακόμη και ο ίδιος ο συμβολισμός.
Η απογοήτευση ξεκίνησε με την έναρξη των εργασιών, όπου σχεδόν τα πάντα λέγονταν στα αγγλικά! Στην αντίδρασή μου –και κάποιων άλλων, ελαχίστων– οι απαντήσεις ήταν ότι «αυτή τώρα πια είναι η γλώσσα που όλοι καταλαβαίνουν» ή «μα πώς θα καταλάβαιναν όσοι δεν είναι Έλληνες ή Ιταλοί αν μιλούσαμε ελληνικά ή ιταλικά – θα χρειαζόταν ταυτόχρονη μετάφραση, κάτι δαπανηρό και δύσκολο». Αυτό το τελευταίο θα μπορούσε να έχει κάποια βάση. Από τη στιγμή όμως που όλοι οι σύνεδροι ήταν μελετητές των νεοελληνικών διαλέκτων, είναι βέβαιο ότι γνώριζαν την ελληνική γλώσσα. Διαφορετικά, πώς θα μπορούσαν να μελετήσουν τις διαλέκτους της; Δεν γίνεται να μελετάς την τσακωνική, την κατωιταλική, την ποντιακή, τα βόρεια ή νότια ιδιώματα κ.λπ. και να μη γνωρίζεις τη γλώσσα προέλευσής τους. Εκτός και αν συμβαίνει το παράδοξο, οι φορείς των διαλέκτων να τις μιλούν στα… αγγλικά, οπότε φυσικό είναι και οι μελετητές τους να ακολουθούν το παράδειγμά τους. Ένας φίλος και πολύ σημαντικός ελληνόφωνος συγγραφέας, με τον οποίο παρακολουθήσαμε μαζί όλες τις εργασίες, έκανε το πιο εύστοχο σχόλιο: «Μα εδώ ο κόσμος δεν καταλαβαίνει καλά καλά τα ιταλικά, μιλάει διάλεκτο, κι εμείς ήρθαμε να μιλήσουμε αγγλικά;».
Γεγονός είναι ότι οι σύνεδροι άλλων εθνικοτήτων προσπαθούσαν να μιλήσουν ελληνικά, σε αντίθεση με την πλειονότητα των Ελλήνων, οι οποίοι ανήγαγαν με κάθε τρόπο και ανά πάσα στιγμή την αγγλική σε κυρίαρχη γλώσσα. Το θέμα δεν είναι πρωτόγνωρο. Ειδικά στην Ελλάδα, είναι σύνηθες πολλές επιστημονικές συναντήσεις να διεξάγονται στα αγγλικά, ακόμη και αν το κοινό αποτελείται… αποκλειστικά από Έλληνες. Γεγονός που απηχεί την παραδοχή –συνειδητά ή ασυνείδητα– της λογικής περί κυρίαρχης γλώσσας (αγγλικής) και κυριαρχούμενων (γλωσσικός ηγεμονισμός), κάτι που παρουσιάζεται από πολλούς ως αυτονόητη και «φυσική» εξέλιξη των πραγμάτων. Βέβαια, ο κυρίαρχος επικρατεί μόνο αν ο κυριαρχούμενος είναι διαθέσιμος και αντιλαμβάνεται τον πρώτο ως πιο σημαντικό και ανώτερο. Στην Ελλάδα η λογική αυτή αποτελεί κυρίαρχη ιδεολογία και πρακτική σε πολλαπλά επίπεδα: από το δημοσιογραφικό/ καθημερινό έως το πολιτικό και επιστημονικό – και μάλιστα με μια γενναία δόση επιδειξιομανίας, λες και γίνεται αγώνας για την ανάδειξη των καλύτερων αγγλομαθών. Ας θυμηθούμε και την πρόταση μιας πρώην υπουργού Παιδείας για καθιέρωση της αγγλικής ως δεύτερης γλώσσας! Πρόσφατα παρακολούθησα μια ακαδημαϊκή ομιλία στα… ελληνικά, όπου ο ομιλητής χρησιμοποιούσε τόσες πολλές αγγλικές εκφράσεις, ώστε στο τέλος δεν γινόταν σχεδόν τίποτα κατανοητό στο σύνολό του. Αμφιβάλλω αν και ο ίδιος ήξερε τι ακριβώς ήθελε να πει, οπότε δημιουργούσε και μια σχετική σύγχυση με τη συνεχή παρεμβολή αγγλισμών, ώστε αυτό να μη γίνεται και τόσο πολύ αντιληπτό. Ακόμη και η λέξη «εισαγωγικά» του…διέφευγε στα ελληνικά και τη θυμόταν μόνο στα αγγλικά, κάνοντας και τη σχετική χειρονομία. Παρακολουθήσαμε μια ωραία παράσταση, δεν μπορώ να πω. Η διολίσθηση από το σοβαρό στο γελοίο δεν θέλει και πολύ.
Επομένως το έργο το έχουμε δει πολλές φορές, δεν δόθηκε στην Καλαβρία η πρεμιέρα. Μόνο που εκεί υπήρχε μια ειδοποιός διαφορά. Αν η «Conference» έλαβε χώρα σε αυτήν την περιοχή, έστω και για συμβολικούς λόγους, για να συμβάλει στη διατήρηση της πλούσιας ελληνικής γλωσσικής κληρονομιάς, είναι βέβαιο ότι στην πράξη ακυρώθηκε ακόμη και ο ίδιος ο συμβολισμός. Ήταν σαφής η έλλειψη στοιχειώδους σεβασμού –συνειδητά ή ασυνείδητα– απέναντι σε μια γλώσσα και τους ανθρώπους της, οι οποίοι μέσα από μια μακραίωνη πορεία πασχίζουν να την κρατήσουν ζωντανή (όσο και όπως μπορούν). Αυτό δεν σημαίνει ότι οι σύνεδροι όφειλαν να μιλούν τα κατωιταλικά, μπορούσαν όμως κάλλιστα να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα της χώρας υποδοχής (ιταλικά) και της χώρας προέλευσης των διαλέκτων (ελληνικά) ως ένδειξη σεβασμού αφενός στις δύο χώρες, αφετέρου στη γλωσσική πολιτισμική κληρονομιά, την οποία φερόταν να επικαλείται και το συνέδριο.
Φανατικοί των αγγλικών, εκτός από τους Έλληνες, απεδείχθησαν και οι περισσότεροι Ιταλοί, κατά κανόνα νέοι, φερόμενοι και ως ακτιβιστές των ελληνικών της Καλαβρίας (γκρέκο) και της Απουλίας (γκρίκο), ορισμένοι εκ των οποίων, πράγματι, έχουν να επιδείξουν σοβαρό έργο. Αλλά πώς γίνεται να στηρίζεις και να «μάχεσαι» για μια γλώσσα, και μάλιστα τόσο μικρή και περιορισμένη, μιλώντας ακατάπαυστα αγγλικά, ακόμη και στον τόπο που αυτή μιλιέται (όσο και όπως αυτό ακόμα συμβαίνει), παραμένει ένα ερώτημα.
Ας πάμε τώρα στην πρώτη απάντηση. Αν «αυτή είναι τώρα πια η γλώσσα που όλοι καταλαβαίνουν», δηλαδή η αγγλική, τίθεται ένα εύλογο ερώτημα. Γιατί να μπαίνουμε στον κόπο να μιλάμε άλλες γλώσσες ή για άλλες γλώσσες; Εκτός και αν οι άλλες γλώσσες έχουν περάσει σε μουσειακή φάση, οπότε μιλάμε γι’ αυτές σαν να επρόκειτο για «αρχαιολογικά ευρήματα» ή «μουσειακά εκθέματα», οπότε καταλαβαίνω απόλυτα την απάντηση. Επειδή όμως αυτό δεν έχει ακόμη συμβεί, ας περιορίσουμε, όσο μπορούμε, αυτό που πολύ εύστοχα έχει χαρακτηρισθεί ως «παγκοσμιοποιημένος επαρχιωτισμός». Με άλλα λόγια, την απαξίωση των εθνικών γλωσσών και την αλόγιστη χρήση της αγγλικής γλώσσας, κάτι που εκλαμβάνεται ως ανωτερότητα, κοσμοπολιτισμός, διεθνισμός, καινοτομία και άλλα τέτοια χαριτωμένα. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η επιβολή της αγγλικής και η επικράτησή της ως παγκόσμιας γλώσσας δεν έγινε από τη μια μέρα στην άλλη και δεν είναι να πέφτει κανείς από τα σύννεφα κάθε φορά που βλέπει την εφαρμογή της στην πράξη. Η επί μακρόν πολιτική, τεχνολογική και οικονομική ηγεμονία του Ηνωμένου Βασιλείου και η ανάδειξη, στη συνέχεια, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ως υπερδύναμης οδήγησαν σε αυτό το είδος «αποικισμού» του πλανήτη. Αναμφίβολα δεν είμαστε η μόνη γλωσσικά «αποικισμένη» χώρα. Πολλές άλλες αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα και συζητούν τα ίδια θέματα. Φυσικά, το αν μια χώρα δεχθεί να αποικισθεί γλωσσικά ή όχι εξαρτάται και από τον βαθμό αντίστασής της. Και η Ελλάδα κατέχει περίοπτη θέση ως προς την απουσία αντίστασης. Οι ζηλωτές του νέου αυτού «αποικισμού»/ «διεθνισμού» νιώθουν κατώτεροι και σχεδόν αγράμματοι αν δεν χρησιμοποιήσουν αγγλισμούς ακόμη και για τα πιο απλά πράγματα. Τελευταία, σε κάποια συζήτηση ένας εκ των συνομιλητών μού είχε ζητήσει να γίνω πιο clear. Προφανώς το σαφής ήταν τόσο… επαρχιώτικο και ξεπερασμένο που… δεν του ερχόταν καν στο μυαλό.
Βεβαίως, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την τεράστια σημασία της γλωσσομάθειας και την ανάγκη των ανθρώπων να συνεννοούνται μεταξύ τους όλο και περισσότερο και, ει δυνατόν, σε μια «κοινή» γλώσσα. Γι’ αυτό και σε διάφορες ιστορικές περιόδους υπήρχε και μια lingua franca (κοινή γλώσσα). Σήμερα τη δυνατότητα αυτή παρέχει η αγγλική, αποτελώντας το επικρατέστερο επικοινωνιακό μέσο σε επίπεδο επιστήμης, επιχειρήσεων, ψυχαγωγίας κ.λπ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να χρησιμοποιείται εις βάρος των εθνικών γλωσσών. Και αν θέλουμε να το δούμε ιστορικά, ας μην ξεχνάμε ότι αν η κατωιταλική έφθασε ως τις μέρες μας, αυτό οφείλεται, μεταξύ άλλων, και στο γεγονός ότι η Ρώμη, μετά την επικράτησή της και στον ιταλικό Νότο, δεν προσπάθησε να καταπιέσει τον ελληνισμό της Μεγάλης Ελλάδας: «Romani nullo tempore suam linguam imposuerun» («οι Ρωμαίοι ουδέποτε επέβαλαν τη δική τους γλώσσα») διαβάζουμε σε ελληνικά έγγραφα του 11ου, 12ου και 13ου αι. Και να σκεφτούμε ότι τότε τα λατινικά ήταν η lingua franca της εποχής. Και ερχόμαστε σήμερα εμείς στον τόπο αυτόν να κάνουμε επίδειξη αγγλομάθειας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και φαίνεται να προάγει την πολυγλωσσία, στο τέλος αδυνατεί ή δεν θέλει να αναχαιτίσει την ηγεμονία της αγγλικής, η οποία, αν και μη κοινοτική πλέον, έχει επικρατήσει ως η κυρίαρχη της Ε.Ε. Επειδή όμως η γλωσσική πολυμορφία του κόσμου αποτελεί έναν ανεκτίμητο πλούτο γνώσης, σκέψης και πολιτισμού, εναπόκειται στην κάθε χώρα η διεκδίκηση, ο σεβασμός και η υποστήριξη της/των γλώσσας/ών της, ώστε να μην καταλήξουμε σ’ ένα μοντέλο διγλωσσίας, με τα αγγλικά κυρίαρχα και τις άλλες γλώσσες για εσωτερική και μόνο χρήση. Και υπάρχουν χώρες που το διεκδικούν δυναμικά και με σημαντικά αποτελέσματα. Η απαξίωση των εθνικών γλωσσών δεν σημαίνει άλλο παρά πολιτισμική και γλωσσική φτωχοποίηση, μείωση της πολιτισμικής ποικιλομορφίας του πλανήτη, αφού κάθε γλώσσα εκφράζει ένα μοναδικό και διαφορετικό όραμα του κόσμου. Όπως επανειλημμένα έχει υποστηριχθεί από σημαντικούς στοχαστές του 20ού αιώνα, μια γλώσσα είναι ένας κόσμος, όχι ο κόσμος γενικά, αλλά ένας ξεχωριστός και συγκεκριμένος κόσμος, που δεν μπορεί να μεταφερθεί τόσο εύκολα σε μια άλλη γλώσσα. Τα αριστουργήματα της παγκόσμιας σκέψης και λογοτεχνίας γράφτηκαν στις μητρικές γλώσσες των δημιουργών τους. Δεν περίμεναν να… μάθουν αγγλικά για να μεγαλουργήσουν, ούτε και θα μπορούσε αυτό να συμβεί, αφού μια γλώσσα δεν σημαίνει μόνο επικοινωνία, αλλά επεξεργασία και έκφραση σύνθετων εννοιών και σκέψεων, πράγμα που μόνο η μητρική γλώσσα το επιτρέπει. Κατά την τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ, ο μεγάλος ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης τόνισε ιδιαίτερα αυτή την πτυχή της γλώσσας, ως διανοητικής διεργασίας, ως φορέα ήθους και αξιών: «Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν’ αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις…». Και ο πρώτος νομπελίστας ποιητής μας, ο Γιώργος Σεφέρης, κατά την ομιλία του είχε εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στη Σουηδική Ακαδημία «που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες, όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς».
Επανέρχομαι όμως στο πνεύμα και στο κλίμα του συνεδρίου, για να θίξω ένα άλλο θέμα, εξίσου σημαντικό. Ενώ, στην πλειονότητά τους, όλα σχεδόν λέγονταν στα αγγλικά (με λίγες εξαιρέσεις στα ελληνικά), λίγο πριν το διάλειμμα υπήρχαν και κάποιες εκπλήξεις για τους συνέδρους. Καλούνταν στο βήμα κάποιοι ομιλητές του γκρέκο, συνήθως μεγάλης ηλικίας, κάτι σαν… guest star, όπως θα λέγαμε σε… άπταιστα ελληνικά, ώστε να ακουστεί και η γλώσσα την οποία το συνέδριο, επί της ουσίας, είχε εντελώς απαξιώσει και περιφρονήσει. Ως «ζωντανά και ομιλούντα μνημεία» οι άνθρωποι αυτοί καλούνται, εδώ και δεκαετίες, να διανθίζουν τέτοιου είδους δράσεις για τη «διάσωση» της γλώσσας τους. Με στραμμένα τα κινητά και τις κάμερες των συμμετεχόντων πάνω τους, σαν να είναι κάτι το «εξωτικό» και «μυστηριακό», αποσπούν για λίγα λεπτά το ενδιαφέρον όσων «ενδιαφέρονται» γι’ αυτούς (διά της αγγλικής, εν προκειμένω), οι οποίοι τους αντιμετωπίζουν σχεδόν ως «μουσειακά εκθέματα» ή «αρχαιολογικά ευρήματα», που όμως έχουν και φωνή. Αρκετοί βρίσκονται και σε αμηχανία, καθώς καλούνται να μιλήσουν ενώπιον ενός κοινού «ειδικών», «μορφωμένων» και «ανώτερων». Κάπως έτσι ένιωσε και μια γηραιά κυρία που καθόταν δίπλα μου, την οποία είχα γνωρίσει το 1984 στην Μπόβα, γειτόνισσα φίλης που με είχε φιλοξενήσει για μεγάλο διάστημα. Το γεγονός ότι παρακολουθούσε το συνέδριο με εξέπληξε ευχάριστα και με συγκίνησε. Τη χαιρέτησα, είπαμε δυο λόγια, τα υπόλοιπα θα τα λέγαμε αργότερα. Και πριν καλά καλά συνέλθω από την απρόσμενη αυτή συνάντηση, βλέπω να την καλούν στο βήμα να πει λίγα λόγια στο γκρέκο, ώστε οι σύνεδροι να έχουν «άμεση επαφή» με μια γλώσσα την οποία οι ίδιοι «τιμούσαν» διά της αγγλικής! Και αυτή η σκηνή του έργου παίζεται από χρόνια – δεν είναι πρωτόγνωρη. Πράγματι, επαναλήφθηκε με άλλα «ζώντα και ομιλούντα μνημεία» τις επόμενες μέρες στο Ρογούδι και στο Γκαλλιτσιανό. Δύο κόσμοι παράλληλοι (μελετητές - ομιλητές) που δεν τέμνονται πουθενά, ίσως μόνο κατά τη στιγμή που οι δεύτεροι παρέχουν υλικό στους πρώτους, για να ακολουθήσει μετά η «φυσική» διαδικασία επεξεργασίας και παρουσίασής του στη γλώσσα της παγκοσμιοποίησης. Η υποτέλεια στoν παγκοσμιοποιημένο γλωσσικό αποικισμό και η εξαθλίωση της γλωσσικής πολυμορφίας του κόσμου σε όλο της το μεγαλείο! Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα παρακολουθούσα αυτό το «έργο» ακόμη και στο Γκαλλιτσιανό! Αυτές οι σκηνές με την παρουσία φυσικών ομιλητών σε συνέδρια και άλλες παρεμφερείς δράσεις κατ’ αυτόν τον τρόπο μού φέρνουν συνειρμικά στο μυαλό κάτι που είχε περιγράψει πολύ παραστατικά (µε διαφορετική αφορμή), ένας άλλος μεγάλος ποιητής μας, o Μανόλης Αναγνωστάκης, στη συλλογή «Περιθώριο», 1968-69:
«Θα 'ρθει ένας καιρός, που σε ζωολογικούς κήπους, σε τσίρκα και σε κέντρα παιδικής χαράς, θα συντηρούνται σε ειδικούς στεγανούς κλωβούς άνθρωποι-δείγματα μιας περασμένης εποχής, προς ικανοποίησιν της περιέργειας του κοινού και προς χρήσιν των σχολείων και των επίδοξων συγγραφέων».
Μήπως δεν απέχουμε πολύ από αυτό; Μήπως έχει ήδη συντελεσθεί; Οι ποιητές πάντα έβλεπαν πιο μπροστά από την εποχή τους.
Κλείνοντας, θα ήθελα να πω ότι το κείμενο αυτό δεν έχει καμία απολύτως πρόθεση να μειώσει το συνέδριο και τους συμμετέχοντες, απλά επισημαίνει κάποια στοιχεία που δεν περιποιούν τιμή σε κανέναν.
H Χριστίνα Πετροπούλου είναι φιλόλογος και κοινωνική ανθρωπολόγος στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.