ΕΙΝΑΙ ΜΑΤΑΙΟ ΝΑ προσπαθήσεις να δεις ψύχραιμα μια κυκλοφορία που αναμενόταν με τόση προσδοκία. Είναι μάταιο να προσπαθήσεις να πείσεις το κοινό, που σχηματίζει άποψη από μία ακρόαση και από μία ξώφαλτση επαφή με τα κομμάτια, ότι το «G.T.K.» είναι ένας καλός δίσκος πέρα από είδη, γιατί το άλμπουμ του ανθρώπου που κατάφερε να μιλάει γι’ αυτόν όλη η Ελλάδα αντιμετωπίζεται αυτόματα με διάθεση επιφυλακτική (ακόμα και αρνητική).
Όχι λόγω της αξίας του, αλλά επειδή έτσι συνέβαινε πάντα και έτσι θα συμβαίνει στον αιώνα τον άπαντα, είναι θέμα ψυχισμού και (ελληνικής) νοοτροπίας. Όπως όλα τα κρυμμένα μυστικά που αποκαλύπτονται και χάνεις το προνόμιο να τα ξέρεις μόνο εσύ, όπως όλα τα underground που γίνονται mainstream, όπως οτιδήποτε δεν είναι πλέον για λίγους και «εκλεκτούς» και γίνεται βορά της μάζας.
Αυτό έχει γίνει ο ΛΕΞ τη συγκεκριμένη στιγμή, μέσα στην επιτυχία του και την καθολική αποδοχή: βορά της μάζας· και για το κοινό που τον παρακολουθεί χρόνια, από τα Βόρεια Αστέρια και τα Ανάποδα Καπέλα, αλλά και για αυτούς που τον γνώρισαν μετά τις μεγαλειώδεις συναυλίες στο Θέατρο Πέτρας στην Αθήνα και στο Καυτανζόγλειο Στάδιο της Θεσσαλονίκης.
Το «G.T.P.» είναι ένα άλμπουμ με ρυθμό και ωραία beats, ατμοσφαιρικό, όσο χρειάζεται σκοτεινό για να αρέσει σε όλους, μυημένους και μη, που κερδίζει σε κάθε ακρόαση και, ως τέταρτο προσωπικό άλμπουμ, αυτό είναι κατόρθωμα.
Όλοι έχουν κάτι να πουν για το μουσικό φαινόμενο, τον ποιητή, τον ράπερ, ακόμα κι αυτοί που δεν έχουν ακούσει ποτέ ΛΕΞ ή ακούνε ΛΕΞ επειδή τον θεωρούν αντίβαρο στο «ελεεινό» τραπ. Το έχει η μοίρα των ποπ σταρ, και ο ΛΕΞ αυτήν τη στιγμή έχει ξεφύγει από κατηγορίες και είδη και είναι ποπ σταρ − κι ας μην το επεδίωξε. Για την ακρίβεια, είναι ο μεγαλύτερος ποπ σταρ άνω των 35 που έχει βγάλει ποτέ το ραπ στην Ελλάδα και είναι μάλιστα δύναμη εν εξελίξει, με μέγεθος που συνεχώς γιγαντώνεται.
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει άλλος Έλληνας καλλιτέχνης που να έχει τέτοια δυναμική στα 40 του, που να περιμένει όλη η χώρα τη νέα κυκλοφορία του, που να κάνει ανθρώπους που δεν έχουν ακούσει ποτέ ραπ στη ζωή τους να ξενυχτήσουν για ένα ραπ άλμπουμ. Και δεν υπάρχει άλλος ράπερ στην Ελλάδα του οποίου τα κομμάτια αισθάνεται τόσο πολύς κόσμος την ανάγκη να σχολιάσει, δεν έχει σημασία με ποιον τρόπο· έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που έγινε κάτι ανάλογο με μουσική κυκλοφορία. Μιλάμε για έναν καταιγισμό σχολίων −από τα μεσάνυχτα της Παρασκευής μέχρι την Κυριακή το μεσημέρι στο timeline μου στο Facebook μέτρησα 84 post που έγραφαν για το «G.T.K.»−, από άτομα 20 χρονών μέχρι 60+, από εντελώς ανυπόστατα και κακεντρεχή μέχρι ενθουσιώδη.
Το «G.T.K.» (ακρωνύμιο που σημαίνει «Για Την Κουλτούρα», μια παραλλαγή του «Τ.Γ.Κ.», «Τέχνη Για Κολλημένους», από το άλμπουμ «Ταπεινοί και Πεινασμένοι») ο καθένας το κρίνει βάσει των εμπειριών του και των προσωπικών του κριτηρίων − γι’ αυτό και οι χαρακτηρισμοί ποικίλουν (από «αριστούργημα» μέχρι «βαρετό και μέτριο»), βάσει του αν γνωρίζει το είδος και το έργο του ΛΕΞ, το αν μπορεί να καταλάβει τι δουλειά έχει γίνει στην παραγωγή και τι ηχητική άποψη εκφράζεται, αν μπορεί να αποκρυπτογραφήσει τους στίχους του.
«Αυτό είναι ραπ για τον λαό, όχι λαϊκό, δεν είναι το ίδιο / Σαν μαϊμούδες με αλυσίδες κουνάμε τα χέρια μας στα βίντεο / Τραγουδάμε Μητροπάνο όταν μας πνίγει το δίκιο / Το κάνουμε για τον κόσμο κι ας μην τον νοιάζει τον ίδιο», λέει στο «Graffiti», ένα από τα κομμάτια με τίτλο-αναφορά στα βασικά στοιχεία του hip-hop, σηματοδοτώντας την επιστροφή του στις ρίζες, μετά από το «διάλειμμα» του «Μετρό» προ διετίας, όπου ράπαρε πάνω σε πιο σύγχρονο ήχο.
Το ραπ είναι ένα, με πολλά υποείδη, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει πάει αλλού, έχει εξελιχθεί και αναπόφευκτα εκφυλιστεί, έχει πάψει να συνδέεται με την κουλτούρα του hip-hop και κάνεις δεν μιλάει πλέον για τα βασικά του elements, το graffiti, το breakdancing, το DJing και το scratching, έχει μείνει μόνο το ραπ. Ο Λεξ τα θυμάται από το «G.T.K.» («Για την Κουλτούρα») μέχρι τους τίτλους κομματιών.
ΛΕΞ / ΓΤΚ
Το άλλο κομμάτι με αναφορά στην κουλτούρα του hip-hop είναι το «Breakdance», με τον Ortiz στην παραγωγή, που επιστρέφει στον ήχο του πιάνου σε λούπα, θυμίζοντας το «Δεν Πεθαίνω» που είχε φτιάξει πριν από μερικά χρόνια με τον Barty, ένα από τα τραγούδια-σταθμούς στον νέο ήχο της Θεσσαλονίκης. Ο ΛΕΞ ραπάρει «Ίσως να είμαστε λίγο βλαμμένοι / Τα λέμε στο κρύο μέχρι τα χαράματα / Και είναι μάρκες όλα τα μπουφάν μας / Γιατί μας αρέσουν τα όμορφα πράγματα / Αφού αναλύσουμε λογοτεχνία / Και συγκρίνουμε ήρωές της με σύγχρονα εγκλήματα / Βγάζουμε τα iPhone από τα τσαντάκια / Να δούμε στοιχήματα, ρούχα και οχήματα / Άμα ρωτήσεις εδώ τους μικρούς μας θα πούνε πως έχουμε μία ζωή / Γι' αυτό και τα φράγκα από τη σεζόν τα καίνε ένα Σάββατο στη Χαλκιδική / Ο μπάρμαν θέλει καινούργια τηλεόραση και η σερβιτόρα θέλει μηχανή / Να ανοίγει το γκάζι μετά από τη βάρδια να καίει τα λάστιχα στην παραλιακή / Ανεξαρτήτως επαγγέλματος όλοι περνάν δυσκολίες / Μα όσοι δε βγήκαν από πλούσια αρχίδια δε βρήκαν ποτέ τους ίσες ευκαιρίες / Αν έχουμε τζάκια χωρίς να είμαστε τζάκια μάς ευνόησαν οι συγκυρίες / Ό,τι μας φαίνεται ωραίο το θέλουμε, δεν χρειαζόμαστε δικαιολογίες». Να πω εδώ ότι το «Δε γεννήθηκα από πλούσια αρχίδια» είναι το πρώτο verse του ΥΠΟ στον «Μεγιστάνα» με τον Mad Clip…
«Το “μα όσοι δε βγήκαν από πλούσια αρχίδια δε βρήκαν ποτέ τους ίσες ευκαιρίες” είναι τόσο ευθύ και σαφές που σε βαράει στο στομάχι», λέει ο συνακροατής μου Γιάννης-Ορέστης Παπαδημητρίου, με τον οποίο σχολιάζουμε εδώ και τρεις μέρες το άλμπουμ στο Messenger. «Επίσης, κάπου εδώ συνειδητοποιεί κανείς πια ότι όλο το άλμπουμ είναι μια δήλωση σεμνότητας από τον ίδιο, ένα κατέβασμα του κεφαλιού στην κουλτούρα και τους “ταπεινούς και πεινασμένους” που την απαρτίζουν: “Αυτή η κουλτούρα με πήρε αρχάριο / Μου βρήκε δουλειά που δεν έχει ωράριο”. Ένας άνθρωπος που γεμίζει γήπεδα όταν κάνει live βάζει τον εαυτό του σε παθητική θέση, αναγνωρίζοντας τον κοινωνικό χαρακτήρα της επιτυχίας του. Αυτό μόνο ως σεμνότητα μπορεί να περιγραφεί».
Στο «G.T.K.» ο ήχος είναι πιο παλιομοδίτικος, κλασικός και όχι παλιός, με έγχορδα στις μελωδικές γραμμές, πιάνο που δημιουργεί μια μονότονη βάση για να ραπάρει ο Λεξ και να μην πάει χαμένη ούτε λέξη, με τον Dof να κάνει αυτό που ξέρει καλά: να δημιουργεί ατμόσφαιρες που εκβιάζουν το συναίσθημα. Αν εξαιρέσουμε το χορωδιακό μέρος στην «Αλήτικη Αγάπη» και την καταπληκτική εισαγωγή στο «Cognac», με τον Ortiz σε μία από τις καλύτερες παραγωγές του, αυτά που κερδίζουν τις εντυπώσεις είναι η περιγραφή εικόνων και το σχόλιο και προφανώς αυτός ήταν ο στόχος, γιατί αυτό είναι κυρίως ο ΛΕΞ, οι στίχοι του, αυτή είναι η δύναμή του και όλα τα υπόλοιπα (που θεωρούνται αδυναμίες) περνάνε σε δεύτερη μοίρα, το γρήγορο ραπάρισμα για να χωρέσει η ρίμα, το flow, οι ομοιοκαταληξίες…
Το «G.T.P.» είναι ένα άλμπουμ με ρυθμό και ωραία beats, ατμοσφαιρικό, όσο χρειάζεται σκοτεινό για να αρέσει σε όλους, μυημένους και μη, που κερδίζει σε κάθε ακρόαση και, ως τέταρτο προσωπικό άλμπουμ, αυτό είναι κατόρθωμα. Προσωπικά τον βρίσκω πολύ καλύτερο ως σύνολο από το «Μετρό», το άλμπουμ που τον έκανε γνωστό στο κοινό που δεν άκουγε ΛΕΞ, σε κάθε επίπεδο.
Στο «3.000 στροφές», που ανοίγει το άλμπουμ, ξεκινάει με μια αχτίδα φωτός, ανέλπιστα θετικά, «Όλα καλά πήγανε / Άμα βγαίνεις στην επιφάνεια και βλέπεις τον Ήλιο / Θεωρητικά όλα πήγανε καλά / Έτσι δεν είναι;», για να συνεχίσει με ένα κομμάτι έντονα επεξηγηματικό, που, αν γνωρίζεις έστω και λίγο τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε τόσο δυνατή η ραπ σκηνή της Θεσσαλονίκης τα τελευταία δέκα χρόνια, είναι σαν χρονικό για όλα τα ραπ υποείδη που άνθησαν εκεί. Δεν μιλάει για legacy, αλλά μιλάει για την επιρροή του "μπαμπά ράπερ" στον επίγονο, γιατί κάποια παιδιά που ξεκινάνε να φτιάχνουν ραπ τώρα θα μπορούσαν όντως να είναι παιδιά του.
«Αυτή η κουλτούρα είναι αλητεία, κουτσομπολιά και βία / Να έχουνε να συζητάνε οι αργόσχολοι στα καφενεία / Είναι αυτό, άλλα όχι μόνο αυτό / Ένα παιδί μ’ έναν γονιό από συνοικία μικρή / Όταν του λέγαν τι θα γίνει δεν είχε κάτι να πει / Τώρα νιώθει σαν τον Haaland στη μικρή περιοχή / Απ' την κουλτούρα, απ' τις εφηβικές μαστούρες / Από τους εγωισμούς και τις αναίτιες μανούρες / Από τα μάτια ενός γονιού τον γιο να κάνει σούζες / Σ’ ένα ετοιμόρροπο μπαλκόνι πλάι από ματωμένες μπλούζες / Ο γιος θα μεγαλώσει μες τη ζούγκλα του μπετόν / Στις περιοχές των δολοφόνων και των συμμοριών / Κι αφού ο πατέρας του έχει χρόνια να δηλώσει παρών / Κάποιος ράπερ που ακούει θα είναι ο πατέρας γι’ αυτόν / Είμαστε όλοι μας πολύτεκνοι γεννάμε συχνά (αλήθεια) / Γράφουμε ραπ και αποκτάμε παιδιά / Αυτά ελπίζουνε να μοιάσουνε στις μπάρες που ακούνε / Κι εμείς ελπίζουμε πίσω από μπάρες να μην τα δούμε / Κύριε δικαστά, δηλώνω ένοχος / Είχα από μικρός μια καψούρα / Για όσα με χρεώνετε είμαι υπεύθυνος / Τα έκανα όλα για την κουλτούρα».
«Δίνει από την πρώτη στιγμή τη θεματική του δίσκου: “Ποτέ δεν ήμουν βασιλιάς”, “Δεν έχω τίποτα στον κόσμο σαν κι εμένα είχα πει και ήταν ψέμα − το κάνω για την κουλτούρα”, το sample από την τηλεόραση στο τέλος», λέει ο Γιάννης-Ορέστης. «Φοβερό επίσης το σημείο για τις μάρκες και τα ακριβά ρούχα, που δεν λέει κάτι αποφατικό και τελεσίδικο για αυτά, αλλά μεταδίδει το ίδιο μπέρδεμα και σύγχυση που θα είχαν πολλοί: καταλαβαίνουν τι είναι και για ποιους είναι πραγματικά, την όλη πλάνη τους, αλλά το γεγονός ότι είναι ο απαγορευμένος καρπός για τα εισοδήματα των πολλών τούς κάνει να τα επιθυμούν. Αυτό δουλεύει και σε ένα βαθύτερο επίπεδο, καθώς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη να πει αν πρέπει να θέλουμε τις μάρκες ή όχι και είναι έτσι σαν να απορρίπτει τον ρόλο του “εκφραστή μιας γενιάς” που του απέδωσαν κυρίως τα Μέσα και οι ακροατές που δεν έχουν σχέση με την κουλτούρα».
Το «Χειρότερη Γενιά» είναι ένα εξαιρετικό κομμάτι με αυτοκριτική διάθεση, «Αυτή η πόλη μας κρατάει ζωντανούς / Με αντάλλαγμα να γράφουμε τραγούδια για τους δρόμους / Θέλει ν’ ακούει για τρελούς / Για όλες τις γειτονιές και για όλους τους παρανόμους / Δε μας πειράζει καθόλου / Μικρούς όλους μας τάισαν τα φρούτα του διαβόλου / Μετά μας αφήσαν να πνιγούμε στα βαθιά / Και φυσικά, γίναμε η χειρότερη γενιά».
Η σαμπλαρισμένη φωνή του Πορτοσάλτε είναι μια ένδειξη της επιδερμικής αντιμετώπισης που είχε το ελληνικό ραπ από τα παραδοσιακά Μέσα −και εξακολουθεί να έχει−, τα οποία αρνήθηκαν να το αντιμετωπίσουν ως την πιο δημοφιλή μορφή έκφρασης μιας γενιάς που τους είναι εντελώς άγνωστη: «Γενικότερα, έχουμε ένα πολύ σοβαρό θέμα κυρίες και κύριοι, αν προστρέξω και σε αυτό, στο ότι πήγαν τριάντα χιλιάδες νέοι και άκουγαν κάτι αθλίους στίχους ενός υποτιθέμενου καλλιτέχνη που υποτίθεται ότι χτυπάει το σύστημα, εμ, εμ (χαχαχαχαχαχαχα)».
Ως «Χειρότερη Γενιά» δεν τα κατάφεραν τελικά και τόσο άσχημα: «Ήμασταν έφηβοι στα ‘90s, ρώτησε τον μπαμπά σου / Οι μεγαλύτεροι σού ‘παίρναν μέχρι και το μπουφάν σου / Μετά σου λέγαν “Έχεις μόνο μια ζωή, σπόρε, βιάσου / Μην πεθάνεις στο παγκάκι που έχασες την παρθενιά σου” / Όσοι μείναμε στη χώρα αυτή μετά το ‘09 / Μεγαλώσαμε και γίναμε η χειρότερη γενιά / Ολόκληρη η Ευρώπη μας θεωρεί πεινασμένους / Κι η “Εστία” στο πρωτοσέλιδό της ταπεινωμένους / Είναι αλήθεια πως πολλοί από εμάς μυρίζανε βεντζίνες / Κάποιοι μείνανε λεπτοί, άλλοι φούσκωσαν με κρεατίνες / Με φίλους πιο χλωμούς από τις κούκλες στις βιτρίνες / Γιατί προτιμάν τα φρούτα που δεν έχουν βιταμίνες / Κι όμως, δεν τα καταφέραμε κι άσχημα / Παίζουμε σε γήπεδο, δεν ξέρουμε ούτε ένα άθλημα / Μετά τις συναυλίες αλλάζουνε τον χλοοτάπητα / Κι ανάβουν καπνογόνα σαν να πήραμε πρωτάθλημα».
«Ο στίχος “Ο επόμενος ΛΕΞ θα είναι ο επόμενος ΛΕΞ και μόνο” θα ερχόταν σε αντίφαση με τα προηγούμενα, αν δεν συνέχιζε με το “Γιατί ούτε οι πιο καλοί από ’μας δεν καταφέραν να σβήσουν τον χρόνο”», σχολιάζει ο Γιάννης-Ορέστης. «Είναι σαν να λέει ότι αυτός άντεξε επειδή ήταν ο τυχερός. Επίσης, ο ήχος και η ατμόσφαιρα του δίσκου καθίστανται σαφείς πλέον. Το “Γ.Τ.Κ.” δεν βγάζει την ένταση που έβγαζαν με διαφορετικό τρόπο τα τρία προηγούμενα άλμπουμ, αλλά είναι πιο μελαγχολικός, νοσταλγικός (επιστρέφει στα πιάνα και beats που ήταν το σήμα κατατεθέν του ραπ των ’00s) και άρα αναστοχαστικός.
Άλλη μια σημαντική διαφορά: στα προηγούμενα άλμπουμ προσπαθούσε να αποτυπώσει το βλέμμα με το οποίο οι ακροατές του κοιτάνε προς τα έξω, προς τους άλλους (χουντικούς μπαρμπάδες, κακοποιητές, μπάτσους). Τώρα, αντίθετα, είναι σαν να κοιτάει τους δικούς του ανθρώπους που κάνουν πλάκα με το “Κώτσο, κόφτονα” και χαζεύουν στο seleo τις τελευταίες ειδήσεις της πόλης τους. Αυτό το βλέμμα διατρέχει όλο το άλμπουμ και είναι εντυπωσιακά σφιχτό το concept του».
Στο «Cognac» ξαναθυμάται τον ρόλο του παρατηρητή και «φτύνει» μερικούς από τους πιο δυνατούς στίχους του, με αναφορές σε θρύλους της ελληνικής μουσικής που είναι ακόμα ζωντανοί: «Εγώ οδηγάω και κοιτάω όσα δεν μπόρεσαν να εκφράσουνε ποτέ / Με θλιμμένα μάτια πίσω απ’ τα φιμέ / Έχω στην πλάτη μου καμπούρα / Να κουβαλάω την κουλτούρα / Από τον μύλο στο Καυτατζόγλειο / Κι απ’ τον Σαντάμ ως τη Χαρούλα / Κάποτε ήτανε το ροκ / Τώρα το ραπ μιλάει τις νύχτες / Με πιο απαίδευτους αλήτες / Και Σπαθιά που αφήνουν Τρύπες / Λένε πως η θέα εδώ έχει κάτι τόσο όμορφο / Όταν δεν έχει σύννεφα μπορείς να δεις τον Όλυμπο / Αν χάσεις το παιδί σου σ’ ένα πάρκινγκ υπόγειο / Οι θεοί κοιτούσαν πάλι από την άλλη στην υδρόγειο».
«Φοβερό το beat του Ortiz και επίσης παίζει να είναι το καλύτερο μπάσιμο που έχει κάνει ποτέ σε κομμάτι», λέει ο Γιάννης-Ορέστης. «Επιχειρεί και κάποια πιο ανορθόδοξα πατήματα, που πάλι τον διαφοροποιούν από το στυλ που καλλιέργησε στα προηγούμενα άλμπουμ: αυτή η στεντόρεια, flat και ορθόφωνη αυθεντία που μεταδίδει σαν αυστηρός κριτής τη σκληρότητα του κόσμου έχει φύγει και παίζει λίγο με τα flows. Επίσης είναι η πρώτη φορά που ακούμε ομαδικές φωνές (“Μάλλον αυτός που τον ρουφιάνεψε”), κάτι που γίνεται και στη συνέχεια του άλμπουμ. Γενικά, είναι σαφές, είναι το άλμπουμ που θέλει όχι μόνο να μιλήσει για τους ανθρώπους γύρω του, αλλά να τους δώσει και φωνή.
Στην “Αλήτικη Αγάπη” η παιδική χορωδία είναι σαν να μιλάει ο μικρός εαυτός του στον μεγάλο − και ο μεγάλος απαντάει ξεκινώντας κυριολεκτικά με τα κακά χαρακτηριστικά του (“είμαι εγωιστής”), δηλαδή με τα άλυτα θέματα της παιδικής ηλικίας που επιβιώνουν μέσα στον ενήλικα (μετά το “Γ.Τ.Κ.”, δεν θα με εξέπληττε αν μάθαινα ότι κάνει ψυχοθεραπεία). Γενικά, είναι αρκετά προφανής ο σκοπός των επιλογών που έχει κάνει στον ήχο και τη σύνθεση, αλλά όλες τους είναι καλές ιδέες που λειτουργούν αποτελεσματικά, πράγμα που με τη σειρά του δείχνει ότι έριξε πολλή δουλειά και σκέψη στο άλμπουμ. Επίσης, σε ένα δεύτερο επίπεδο, ταιριάζει με την όλη θεματική της επιστροφής σε μια εποχή της αθωότητας και για το ραπ και για τον ίδιο μέσα σε αυτό: με τις παραγωγές που θυμίζουν τις παλιότερες εποχές του ελληνικού hip-hop, με ένα “εμείς” στη θέση του “εγώ” κ.ο.κ.».
Λέει επίσης ότι όλοι τα ίδια θέλουμε, ή περίπου τα ίδια, μπορείς να το δεις και ως αναφορά στους στόχους που έχει ένα παιδί όταν ξεκινάει να ραπάρει ή να κάνει μουσική γενικώς:
«Δεν μεγαλώσαμε όλοι ωραία με διακοπές τον χειμώνα / Με οικογενειακά τραπέζια και χρωματιστά σεντόνια / Τα παιδικά τους πάρτι είχαν άλλα μπαλόνια / Όλοι θέλουν φροντίδα και ας μεγαλώνουν στην Πρόνοια / Ποιος δεν θέλει τις καινούργιες κονσόλες / Τα σπίτια με τη θέα, τις πιο ζουμερές μπριζόλες / Ποιος δεν θα ’θελε να λάμψει το αστέρι του / Αν μας ακούει να σηκώσει το χέρι του / Να αναλύω εικόνες είναι το μυστικό μου / Είχα αφίσα τον De Niro πίσω στο μητρικό μου / Μιλούσα στον καθρέφτη σαν να βλέπω εχθρό μου / Έψαχνα για καπνούς στη σχάρα του υπονόμου».
Τα «24ωρα» είναι το αγαπημένο μου από τα έντεκα κομμάτια, ήταν από την πρώτη φορά που το άκουσα, και το βρίσκω και ιδιαιτέρως συγκινητικό, είχα καιρό να δακρύσω με κομμάτι.
«Πέρυσι με ξεναγούσε ένας φίλος Σαλονίκη και μου λέει “εδώ πιο κάτω είναι το 24ωρο που αράζει ο ΛΕΞ” − και πράγματι ήταν εκεί», λέει ο Γιάννης-Ορέστης. «Κάπως έτσι αποδείχθηκε ο μόνος ράπερ στην Ελλάδα που λέει την αλήθεια για τη ζωή του (γέλια). Ό,τι πιο κοντινό έχει το άλμπουμ σε banger. Επίσης επανέρχεται η φωνή των δικών του ανθρώπων να τραγουδάνε χορωδιακά το ρεφρέν στο outro του κομματιού − αυτό που έγινε στιγμιαία στο “Cognac”, εδώ έχει περισσότερο χώρο».
«Πριν να πας διακοπές θα σου βρουν ό,τι θες / Τα παιδιά έξω από τα εικοσιτετράωρα / Κάτι νύχτες καυτές άμα ακούσεις φωνές / Τα παιδιά έξω από τα εικοσιτετράωρα / Δεν κοιμούνται ποτέ κάνουν ραπ και δουλειές / Τα παιδιά έξω από τα εικοσιτετράωρα / Είναι ομάδες πολλές και άλλες τόσες φυλές / Τα παιδιά έξω από τα εικοσιτετράωρα / Πίσω από πόρτες κλειστές / Μπλε φώτα έξω από το εικοσιτετράωρο / Που φωτίζει αυτή την έρημη λεωφόρο σαν όαση / Κάποιον ‘φάγαν και δεν μου είναι τόσο ευχάριστο /Δημοσιογράφοι με πετύχανε προχθές στα δικαστήρια / Και ρωτήσανε αν πήγα για να εμπνευστώ / Δεν ξέραν πως δεν είναι όλοι οι φίλοι μου rappers / Ούτε αρκούνται στο να ζούνε με τον βασικό / Κοίτα που τελικά όμως είχαν δίκιο / Κατά βάθος όλοι ζούμε σε ταινίες / Λατρεύουμε το χρώμα που ‘χει ο ήλιος / Όταν κρύβεται στις πολυκατοικίες».
«Το “η Καθημερινή, σ’ ένα άρθρο της με είπε βραχύσωμο / Λες κι είναι η δουλειά μου να πηδάω για ριμπάουντ” είναι από τα πιο ευρηματικά lines που έχω ακούσει στο ελληνικό ραπ, ενώ το “μας προσέχει το φεγγάρι πάνω από το Γεντί” με πηγαίνει κατευθείαν στη Θεσσαλονίκη σε 8 λέξεις», συνεχίζει ο Γιάννης-Ορέστης. «Από εκεί και πέρα, αποδεικνύεται ποια είναι η μεγαλύτερη επιτυχία του ΛΕΞ όλα αυτά τα χρόνια: ότι είναι ένας από τους πολύ λίγους ανθρώπους στη χώρα που μας ενδιαφέρει να ακούμε τι έχει να πει για τον εαυτό του − γιατί ακριβώς ο εαυτός του είναι τμήμα ενός μεγαλύτερου πράγματος, θέση που όπως είπαμε διατρέχει όλο το άλμπουμ».
«Λένε πως στη χώρα μου έχει θάλασσα / Προσέχω να βουτάω όπου τα πόδια μου πατώνουνε / Γιατί μες στον βυθό έχει πτώματα που με στοιχειώνουνε / Που ούτε όλοι οι γερανοί του λιμανιού δε με σηκώνουνε / Γιατί γυρνάω αυτούς τους δρόμους σαν σβούρα; / Αφού βγάζω λεφτά, γιατί έχω τόση σκοτούρα; / Όσα κι αν βγάλω, τα χρωστάω σ’ αυτήν / Δεν κοιτάμε από την άλλη, αυτό είναι / Δεν έχω beef, δε δίνω clout / Τους συμφέρει να με λένε βασιλιά του underground / Η Καθημερινή σ’ ένα άρθρο της με είπε βραχύσωμο / Λες κι είναι η δουλειά μου να πηδάω για rebound / Δεν είμαστε αθλητές, δεν είμαστε καλλιτέχνες / Παίζουμε μονά σε στοιχειωμένες μπασκέτες / Μας μαρκάρουνε φαντάσματα κι έχουμε συμπαίκτες / Τους φίλους μας που φύγαν ψηλά σαν ρουκέτες».
Αυτές οι εικόνες που περιγράφει και το σχόλιο που γίνεται με τον τρόπο που μιλάς στον κολλητό σου, χωρίς διάθεση να γίνει διανοούμενος, είναι αυτό που τον κάνει ΛΕΞ, γιατί είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας που σου μιλάει λέγοντας αλήθειες που τσακίζουν, που σου εντοπίζει αυτά που πονάνε ακόμα και αν είναι τα πιο προφανή.
Στο «SL» υπάρχει και το μόνο feat. του άλμπουμ, του Ιταλού ράπερ Guè, που είναι και η πρώτη international συνεργασία του.
«Με το “SL” περνάμε σε ένα κομμάτι που είναι σχεδόν ολόκληρο σε α’ πληθυντικό», λέει ο Γιάννης-Ορέστης. «Ξανά: είναι από την αρχή τρομερά σαφής σε αυτό που θέλει να πει. Μοιράζεται τον κοινό τόπο των ίδιων εμπειριών με τους ανθρώπους του, ακόμα κι αν αυτού του έλαχε να κάνει επιτυχία. Αλλά το ραπ είναι ενίοτε και ένας μηχανισμός κοινωνικής κινητικότητας, όχι θεσμικός και θεσμοποιημένος, αλλά ευρεσιτεχνία των λαϊκών στρωμάτων. Οπότε άπαξ και σε πάρει το κύμα αυτής της κινητικότητας και ζεις καλύτερα, τι είναι αυτό που σε ενώνει με την παλιά σου ζωή; Ε, εδώ ρωτάει και απαντάει μόνος του».
«Για όσους νιώθουνε τι λέω / Σε όλα τα μέρη της Γης, η γλώσσα είναι μία / Street life / Μας νανούρισαν ίδια παραμύθια / Τραφήκαμε από τα ίδια στήθια / Μεγαλώσαμε μαζί κι ας μεγαλώσαμε χώρια / Κι αυτή είναι η πιο υπέροχη αλήθεια / Είμαστε αδέρφια κι ας μη στέλνουμε sms τις γιορτές / Αδέρφια μας μπερδέψανε μες στις κλινικές / Τα οικογενειακά μας άλμπουμ έχουν ίδιες στιγμές / Γιατί οι ιστορίες είναι κοινές σ’ όλες τις γειτονιές / Πόσοι παίξαμε στα άκρα σαν Xtreme που δε συγκλίνει / Πόσοι χάσαμε ανθρώπους από την ηρωίνη / Πόσοι είχαμε πατέρες που δεν παίρναν ευθύνη / Κι όταν την κάναν δε ρωτήσαμε πώς ένιωσε εκείνη / Πόσα κορίτσια είδαν τους πάντες να τραβιούνται μακριά τους / Όταν σ’ ένα παλιό αμάξι χάσαν την παρθενιά τους; / Πόσες μητέρες τις προστάτευσαν μες στην αγκαλιά τους; / Κι εφόσον φούσκωσε η κοιλιά τους, πώς το πήρε ο μπαμπάς τους; / Πόσοι θυσίασαν τις μέρες τους για τις Κυριακές; / Πόσοι έλειψαν σε ιδρυματικές εκδρομές / Όταν φαινόταν πολυτέλεια ακόμη κι ένας καφές; / Πόσοι πιάσαμε δουλειά και πόσοι κάναμε δουλειές; / Πόσοι δηλώσανε πως θα πέθαιναν γι’ αυτά που αγαπάνε; / Πόσοι πιστέψαν πως οι κώδικες δεν είναι για να σπάνε; / Πόσοι τους έσπασαν και ντρέπονται να το συζητάνε; / Τα μυστικά μας βαραίνουν μα όλοι μας τα κρατάμε / Χάρισέ μου πίσω αυτόν τον χορό / Δε σ’ το ζητάω, σε παρακαλώ».
«Το “Μωβ βροχή” είναι το ιδανικό κλείσιμο. Εδώ όλες οι θεματικές που έχει αναπτύξει στο υπόλοιπο άλμπουμ συγκλίνουν και ενώνονται. Δεν χρειάζεται να πω κάτι, τα λέει μόνος του: “Γιατί η έκφραση είναι η μόνη λύση για όλους εμάς / Αλλιώς είμαστε αλήτες με άσχημα τατουάζ / Μετά είσαι καλλιτέχνης κι εκφραστής μιας γενιάς / Κι αυτό μπορεί να μη σ’ αρέσει, μα κάπως πρέπει να φας. / Είμαι Σαλούγκα καλοκαίρι γιατί το ‘χω επιλέξει / Στην κοπέλα στο περίπτερο σχολιάζω τη ζέστη / Καθώς μου δίνει τα τσιγάρα μέσα της λέει “Δε γαμιέσαι; Δεν έχεις πλέον το δικαίωμα να παραπονιέσαι”».
Εγώ κρατάω το κλείσιμο: «Οι φίλοι μου, οι φίλοι μου, οι φίλοι μου / Τραγουδάνε μαζί μου την ιστορία μου / Σκάνε στο πάρκο σα να παν σε πασαρέλα / Με tracksuit και καπέλα ρε γαμώ την αλητεία μου / Τους έχω μέσα στο κεφάλι σαν φλοιό και λοβούς / Τις ώρες που είμαι μόνος γράφω τα ραπ που ακούς / Με το νερό να με χτυπάει μέσα στο ντους / Και όταν λέω για την κουλτούρα είναι αλήθεια για αυτούς
Γιατί η νίκη του ενός ποτέ δε θα ‘ναι αρκετή
(Είναι γι’ αυτούς, για τα παιδιά έξω από τα εικοσιτετράωρα)».
Είναι νωρίς για να εκτιμήσεις την αξία του, αλλά σίγουρα είναι το καλύτερο ραπ άλμπουμ που βγήκε φέτος στην Ελλάδα, μια χρονοκάψουλα με την Ελλάδα του 2024 που λέει αλήθειες, γι’ αυτό και καταδικασμένη να αντέξει στον χρόνο. Είναι και η δεύτερη φορά που ο Λεξ κυκλοφορεί άλμπουμ ταυτόχρονα με τον Kendrick Lamar και καταφέρνει να μη βγει χαμένος από τη σύγκριση.
Το τέταρτο album του ΛΕΞ κυκλοφορεί σε όλες τις ηχητικές πλατφόρμες από την Stay Independent. Στις 30 Ιανουαρίου 2025 θα κυκλοφορήσει σε βινύλιο από τη Veego Records.
Για το τριήμερο 22-24/11 το G.T.K. βρέθηκε στο νο 5 του Top Albums Debut Global του Spotify, με το άλμπουμ GNX του Kenderick Lamar στην κορυφή.
στην