Ο ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ (ΘΑΝΟΣ) ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, αιώνιος «δεύτερος» αλλά ποτέ «κακός» (η πραότητα της φυσιογνωμίας και, υποθέτει κανείς, του χαρακτήρα του, δεν το επέτρεπαν), που πέθανε πριν από λίγες μέρες στα 86 του, έπαιξε στην μακρά καριέρα του στην οθόνη σε καμιά εκατοστή ταινίες, καθώς και σε 67 (!) βιντεοταινίες κατά την φοβερή ακμή αυτού του «ημιυπόγειου» είδους, από τα μέσα ως τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Κι όμως, μετά την ανακοίνωση του θανάτου του, όλα τα σχετικά δημοσιεύματα εστίασαν στην εμβληματική (εδώ ταιριάζει ο ξεχειλωμένος ήδη αυτός όρος) εμφάνιση του ως διαπομπευόμενου και «εν χρω κεκαρμένου» έφηβου τεντιμπόι στην ταινία «Νόμος 4000» του 1962. Δικαιολογημένα εν μέρει, καθώς ο νεαρός τότε ηθοποιός μετέφερε μια γνήσια τραγικότητα σ’ έναν ρόλο που τον σημάδεψε ανεξίτηλα, όπως θα έλεγε ο ίδιος πολύ αργότερα:
«Είναι σαν να τη βλέπω μπροστά μου αυτή τη σκηνή τώρα… Όταν τη γυρίζαμε πολύς κόσμος που παρακολουθούσε τα γυρίσματα που έγιναν σ’ έναν πολύ κεντρικό δρόμο της Κυψέλης, νόμιζε ότι ήταν πραγματικό περιστατικό και άρχισαν να με βρίζουν, να με φτύνουν και να με λιντσάρουν γιατί δεν είχαν καταλάβει ότι επρόκειτο για ταινία, και θυμάμαι που φώναζαν "δεν ντρέπεσαι παλιόπαιδο", γιατί οι άνθρωποι νόμιζαν ότι ήταν αληθινό και ότι όντως είχα ρίξει γιαούρτι στον καθηγητή μου».
«Η μόνη λύση μου είναι να υποκρίνομαι ότι μοιράζομαι μαζί τους τον ίδιο κόσμο κάτω απ' τον ίδιο γαμημένο ήλιο εγώ που γουστάρω τη βροχή τη θύελλα και το χιονόνερο τα μαύρα σύννεφα στο πεζοδρόμιο τον πυρετό τα ρίγη το σκοτεινό μου πάρκο και την υγρασία»
Και μόνο η μαρτυρία αυτή θα έπρεπε να αποτρέπει κάθε ροπή προς τη νοσταλγική ενατένιση των «παλιών, καλών εποχών» ή της «παλιάς, ωραίας Αθήνας» σε περιόδους που η ασφυκτιούσα νεολαία βολόδερνε στο κλείνον άστυ, κοπιάροντας σπαράγματα από μοντέρνες νεανικές υποκουλτούρες που έβλεπε στο σινεμά, με κίνδυνο να γνωρίσει τη διαπόμπευση, το λιντσάρισμα και την φυλάκιση, για ένα γιαούρτι ή για οτιδήποτε αμφισβητούσε έστω και λοξά την έννομη τάξη. Συχνά χωρίς κανένα σοβαρό ή πραγματικό λόγο. Κι ακόμα δεν είχε έρθει η χούντα, η οποία εφάρμοσε με ακόμα μεγαλύτερη θέρμη και αδιακρισία (σε «χίπηδες» αυτή τη φορά) τον διαβόητο πασπαρτού νόμο που θεσπίστηκε το 1958 και καταργήθηκε οριστικά το 1983.
Θυμήθηκα τον αείμνηστο Νίκο Νικολαΐδη, που μας άφησε κληρονομιά (πέρα από τις ταινίες και τα άλλα βιβλία του) μια μυθιστορηματική και σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφική καταγραφή εκείνης της άγριας εποχής στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές της επόμενης, που την έζησε βαθιά εκ των έσω στα νεανικά στέκια της πόλης, κακόφημα και μη, στο βιβλίο «Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμε», που κυκλοφόρησε, τραχύ και αμοντάριστο, μετά τον θάνατό του.
«Η μόνη λύση μου είναι να υποκρίνομαι ότι μοιράζομαι μαζί τους τον ίδιο κόσμο κάτω απ' τον ίδιο γαμημένο ήλιο εγώ που γουστάρω τη βροχή τη θύελλα και το χιονόνερο τα μαύρα σύννεφα στο πεζοδρόμιο τον πυρετό τα ρίγη το σκοτεινό μου πάρκο και την υγρασία», μας λέει ο 15χρονος αφηγητής, που σκοτώνει τελετουργικά τις μέρες του αναζητώντας με την παρέα του μια ηρωική διέξοδο από τη μετεμφυλιακή μουντίλα:
«Όταν πατούσα μέσα στο παχύ τσαγαλό χαλί του κι άραζα στο βάθος δίπλα στο τζούκ-μποξ παρέα με την Τζούλι Λόντον και τον Τζόννυ Ραίη που ήταν κι ο αγαπημένος μου ξεχνούσα το γαμημένο το σχολείο το μίζερο στα Τουρκοβούνια την αφραγκιά και τι θα κάνουμε στη γαμημένη τη ζωή μας κι όταν σε λίγο πλακώναν ένα ένα τα νούμερα δε μιλούσαμε πολύ γι’αυτά που τρέχανε στην περιφέρεια της μικρής μας πόλης τα λέγαμε όλα με τα μάτια τι να πούμε; - γιά την πολιτική μη χέσω μέσα όλες τις κωλολουμπίνες τους πολιτικούς τ’αρχίδια – να φύγει ο Βασιλιάς κ’ η Φρειδερίκη στα παπάρια μας και δύο αυγά μελάτα κι άμα αφήσουνε ποτέ οι Εγγλέζοι να γίνει η Κύπρος ελληνική να με γαμήσεις επιτόπου μες στο Σύνταγμα τι σχέση έχουμε εμείς μ’όλους αυτούς τους συφιλιάρηδες και λέγαμε παρέα με τις κότες τα δικά μας – ιστορίες γιά γαμήσια και γιά γκόμενες και γιά ηθοποιούς τα νέα ροκάκια που κυκλοφορούσανε κι’ύστερα πέφταν τα φράγκα στα τραπέζια ρεφενέ – πότε γιά σινεμά πότε για Λήθη το κουτούκι πίσω από την Μόλλυ πότε για τσάρκα Κηφισιά σπάνια γιά τη Μιμόζα προς Ομόνοια στριπ-τηζ και καννιβάλισμα αραιά και πότε για κανά ποτό στου Τζίμμυ στη Βουκουρεστίου μπας και ψωνίσουμε καμμιά σικάτη βίζιτα με φράγκα…».