Η ΤΑΙΝΙΑ «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα...» (1979) του Νίκου Νικολαΐδη έχει πιστούς θαυμαστές δεκαετίες τώρα. Παρότι στην εποχή της επικρίθηκε σφόδρα από την κριτική, ο κόσμος, κάποιος κόσμος τέλος πάντων, οι ροκάδες ας πούμε, αγάπησαν και αποθέωσαν στη διαδρομή την ταινία – ενώ σήμερα, 44 χρόνια μετά, η αποδοχή της φαίνεται να είναι πανθομολογημένη.
Για τα «Κουρέλια...» είχα εκφράσει κάποιες αντιρρήσεις σε δύο τουλάχιστον αναρτήσεις, στο προσωπικό μου μπλογκ, πριν από δώδεκα χρόνια (2011). Εκείνα τα ποστ είχαν κάνει τότε εντύπωση (δεν λέω θετική ή αρνητική), έχοντας αποτελέσει βάση για μια μεγάλη συζήτηση, μαζεύοντας περισσότερα από 120 σχόλια(!), σε μιαν εποχή όπου η μπλογκόσφαιρα ήταν ακόμη στα πάνω της.
Οι διαφωνίες μου με την ταινία δεν είχαν να κάνουν με την σκηνοθεσία του Νίκου Νικολαΐδη, που ήταν εντυπωσιακή (και όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα), ούτε με τη μουσική της, ούτε με τους ηθοποιούς και τις ερμηνείες τους, ούτε με τα υπόλοιπα τεχνικά χαρακτηριστικά της.
Ο «ηθικός πανικός» στα τέλη των σέβεντις ήταν απότοκο των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Της μετεμφυλιακής Ελλάδας, του κράτους της δεξιάς, της Εκκλησίας και των παρεκκλησιαστικών οργανώσεων, που είχαν επιχειρήσει να επιβάλλουν την ηθικοπλαστική ατζέντα τους στην κοινωνία.
Φυσικά δεν με ενοχλούσαν, ως θεατή, ούτε τα διάφορα «ακατονόμαστα», που συνέβαιναν στα «Κουρέλια...», καθότι στο σινεμά έχουμε δει πολύ χειρότερα και δη «τα πάντα» (και σε προσωπικό επίπεδο δήλωνα και δηλώνω πάντα «άνετος» ως θεατής), παρά μόνον η προσπάθεια, η διάθεση του Νίκου Νικολαΐδη να συνδέσει το ροκ εντ ρολ με τη βία, την παραβατικότητα και την εγκληματικότητα. Αυτό ήταν κάτι που κυριαρχούσε στην ταινία, κάτι που το θεωρούσα αντιδραστικό και που, ασυζητητί, με δυσαρεστούσε, αφού δεν γινόταν να το παραβλέψω.
Βεβαίως δεν υπονόησα ποτέ πως οι ροκεντρολάδες των φίφτις ήταν «παιδιά του κατηχητικού», αλλά από ’κει και μέχρι του σημείου να εμφανίζεται το ίδιο το ροκ εντ ρολ, και κατ’ επέκτασιν το ροκ, σε παράλληλη τροχιά με την παραβατική συμπεριφορά υπάρχει χάος.
Με άλλα λόγια δεν μπορείς εύκολα να παραβλέψεις το γεγονός πως η απαγωγή, ο βιασμός και οι δύο φόνοι στο φιλμ, που είναι πολύ βασικά στοιχεία της μυθοπλασίας, συντελούνται υπό την επίδραση του ροκ εντ ρολ. Είναι εκεί αυτά, δείχνονται και κυριαρχούν στο πανί. Δεν γίνεται να τα αγνοήσεις.
Το ότι υπήρξαν ρόκερ που παρανόμησαν ή μπήκαν φυλακή ακόμη και για βιασμούς ή για φόνους, αυτό δεν λέει κάτι. Δεν ενοχοποιείται το ροκ εντ ρολ, εννοώ, γι’ αυτό. Δεν είναι το ροκ εντ ρολ o προθάλαμος της βίας και της ασυδοσίας. Ο ρόκερ δεν είναι χουλιγκάνος. Δεν υπάρχει κανένας κώδικας «ροκ δεοντολογίας», που να επιβάλλει κάτι τέτοιο.
Βεβαίως οι αρνητικές κριτικές της εποχής δεν είχαν να κάνουν με αυτή καθ’ αυτή την λάθος εικόνα, που δημιουργούσε η ταινία για το ροκ εντ ρολ (θα ήταν πολύ προχωρημένο κάτι τέτοιο, για το ελληνικό 1979!), μα με ζητήματα τυπικής «ηθικής τάξεως», που έρχονταν από παλιά. Για παράδειγμα ο κριτικός Αντώνης Μοσχοβάκης στην «Αυγή» είχε γράψει πως «ο Νικολαΐδης είναι δεξιοτέχνης του κινηματογράφου, αλλά τα όνειρα των ηρώων του είναι εγκλήματα, βιασμοί, ναρκωτικά και τα παρόμοια».
Το να δείχνονται εγκλήματα σε μια ταινία δεν σημαίνει a priori πως η ταινία είναι αντιδραστική, πως ομνύει στη βία, πως προπαγανδίζει τη βία κ.λπ. Αυτά είναι προφανή, θέλω να πω, εδώ και δεκαετίες.
Ο «ηθικός πανικός» στα τέλη των σέβεντις ήταν απότοκο των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Της μετεμφυλιακής Ελλάδας, του κράτους της δεξιάς, της Εκκλησίας και των παρεκκλησιαστικών οργανώσεων, που είχαν επιχειρήσει να επιβάλλουν την ηθικοπλαστική ατζέντα τους στην κοινωνία.
Τότε ο κινηματογράφος βαλλόταν, στ’ αλήθεια, και από παντού, μέσα από άρθρα των υπερ-συντηρητικών σε περιοδικά κι εφημερίδες, μέσα από βιβλία, ομιλίες, συμπόσια κ.λπ., ως ο βασικότερος υπεύθυνος τού δήθεν εκμαυλισμού της νεολαίας (τεντυμποϊσμός κ.λπ.).
Όλα αυτά στα τέλη της δεκαετίας του ’70 είχαν κάπως ξεπεραστεί, σε σχέση με τον κινηματογράφο (καθώς πολλά genres είχαν πλέον απενοχοποιηθεί, για πολλούς και διαφόρους λόγους), αλλά, ως φαίνεται, εξακολουθούσε να προκαλεί το γεγονός πως ο Κωνσταντίνος Τζούμας και ο Άλκης Παναγιωτίδης (εκ των πρωταγωνιστών των «Κουρελιών...»), φωτογραφίζονταν με το γυμνό, μέσα σε σελοφάν, πτώμα της γυναίκας, οδηγώντας τον A. Μοσχοβάκη να αναφωνήσει... «επιτέλους, λίγο σεβασμό στους νεκρούς»! Δεν επρόκειτο περί αυτού...
Τέλος πάντων, για να το ολοκληρώσουμε, και για να μην επεκταθούμε –καθότι άλλο είναι το θέμα μας, εδώ–, τα «Κουρέλια...» είχαν πάρει, τότε, πολλές κακές κριτικές, για λάθος, όμως, λόγους.
Το σάουντρακ της ταινίας «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα...»
Ένα από τα πολύ θετικά στοιχεία του φιλμ «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα...» είναι τα τραγούδια τής rock ’n’ roll era, που ακούγονται στην ταινία του Νίκου Νικολαΐδη – όχι πάντα ροκ εντ ρολ, αλλά της αυτής εποχής σε γενικές γραμμές. Λέμε για περισσότερα από 25 κομμάτια (τραγούδια και ορχηστρικά), που ακούγονται στην ταινία, σε διάφορες σκηνές της – όχι ολόκληρα, μα σ’ ένα χαρακτηριστικό μέρος τους.
Τα τραγούδια αυτά δεν τα είχε επιλέξει ο Νίκος Νικολαΐδης, μα ένας άνθρωπος, που ήξερε καλά, καλύτερα από τον καθένα τη μουσική εκείνης της εποχής, και αυτός δεν ήταν άλλος από τον Άρη Μπέλλη, ο οποίος έφυγε πρόσφατα από τη ζωή (μάθαμε για τον χαμό του, στις 31 Μαΐου).
Ο Άρης Μπέλλης, αδελφός του πολύ γνωστού κινηματογραφιστή Ανδρέα Μπέλλη, ήταν νέος στην εποχή του ροκ εντ ρολ, είχε βιώσει ως τέτοιος όλα τα ελληνικά καθέκαστα, έχοντας αγαπήσει από πολύ νωρίς αυτού του τύπου τη μουσική, μαθαίνοντάς την σε βάθος. Λέμε για τη μουσική, που ακούστηκε ανάμεσα στην έκρηξη του ροκ εντ ρολ (στην Ελλάδα αυτό συνέβη το 1956) και την εμφάνιση-επιτυχία των Beatles (στην Ελλάδα το 1963).
Γνωστός στο κύκλωμα του δίσκου από δεκαετίες, καθώς είχε μαγαζί για πολλά χρόνια στα Εξάρχεια (Σπυρίδωνος Τρικούπη), ο Άρης Μπέλλης ήταν μόνιμος θαμώνας στο Μοναστηράκι τις Κυριακές, ψάχνοντας υλικό, ενώ υπήρξε από τους πρώτους δισκοπώλες που επένδυσαν στον μεταχειρισμένο δίσκο εισαγωγής, φέρνοντας άλμπουμ και 45άρια από Αμερική και Ευρώπη.
Αν και ο ίδιος ήταν προσανατολισμένος πάντα προς την εποχή του ροκ εντ ρολ στο μαγαζί του εύρισκες «τα πάντα», σε ποικίλες τιμές, και για όλα τα βαλάντια, ενώ είναι αλήθεια, πως στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές του ’80 ήταν από τους πρώτους που ξεκίνησαν την τρέλα με τα «ψυχεδελικά» συγκροτήματα.
Το 1979 ο Άρης Μπέλλης καλείται από τον Νίκο Νικολαΐδη να επιλέξει τραγούδια για την ταινία του «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα...». Το σενάριο ήταν στο στοιχείο του κι έτσι (ο Μπέλλης) δεν είχε κανένα πρόβλημα, ώστε να ανταποκριθεί με τον καλύτερο τρόπο. Το ίδιο θα έκανε εξάλλου και στην «Γλυκιά Συμμορία» (1983), ξανά του Νίκου Νικολαΐδη, ενώ θα έχωνε και το κλασικό “Good Golly, Miss Molly” του Little Richard στο σάουντρακ της ταινίας «Άλκηστη» (1986) του Τώνη Λυκουρέση.
Τα τραγούδια, τώρα, καταγράφονται στο βιβλίο με το σενάριο της ταινίας «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα» [Εκδόσεις «Γνώση», 1980], τα οποία και τσέκαρα ένα-ένα βλέποντας ταυτοχρόνως την ταινία και διαβάζοντας το σενάριο. Δεν ταυτίζονται 100% αυτά τα δύο (τυπωμένο σενάριο και διάλογοι της ταινίας), αλλά τα τραγούδια και οι μουσικές στο συντριπτικό μέρος τους είναι τα ίδια (αυτά που υπάρχουν καταγραμμένα στο βιβλίο ακούγονται και στην ταινία). Λέμε λοιπόν για τα:
The Platters “Ebb tide” [Mercury, 1960], Julie London (και όχι July, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο και βλέπουμε στο ζενερίκ) “Cry me a river” [Liberty, 1955], Sarah Vaughan “Misty” [Mercury, 1959], Brenda Lee “Fool #1” [Decca, 1961], Little Richard and His Band “Send me some lovin’” [Specialty, 1957], Julie London “Hot Toddy” [Liberty, 1958], Brenda Lee “Break it to me gently” [Decca, 1962] και… Ruby Gentry.
Little Richard: Send Me Some Lovin'
Πριν συνεχίσουμε... Ruby Gentry είναι η ταινία του 1952, σε σκηνοθεσία King Vidor, με τους Jennifer Jones, Charlton Heston και Karl Malden και στα «Κουρέλια...» ακούγεται το βασικό θέμα σε μουσική Heinz Roemheld, για να ακολουθήσουν…
Jo Stafford “You belong to me” [Columbia, 1952], Perry Como (και όχι Komo, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο) “Glendora” [RCA Victor, 1956], The Everly Brothers “Bye bye love” [Cadence, 1957], Bill Haley and His Comets “Rip it up” [Decca, 1956], The Platters “Reflections in the water” [Mercury, 1960], Brenda Lee “You can depend on me” [Decca, 1961], Nat King Cole “Stardust” [Capitol, 1957], θέμα από την ταινία “The Third Man” (1949) του Carol Reed και Ray Conniff and The Singers “Just friends” [Columbia, 1965]. Κι εδώ μια στάση...
Στο βιβλίο διαβάζουμε πως το τραγούδι το αποδίδει η Connie Francis! Πέραν του γεγονότος πως η Connie Francis δεν είπε ποτέ αυτό το τραγούδι, η εκτέλεση που ακούγεται στην ταινία είναι εκείνη των Ray Conniff and The Singers, από το 1965. Υπήρξε λοιπόν κάποιο μπέρδεμα... Το τραγούδι είναι κλασικό τζαζ στάνταρντ, γραμμένο από τους John Klenner (μουσική) και Sam M. Lewis (στίχοι) και πρώτος το είπε ο Red McKenzie το 1931, ενώ στην πορεία το διασκεύασαν οι πάντες (Charlie Parker, Chet Baker, Lee Konitz, Sun Ra κ.ά.). Η εκτέλεση των Ray Conniff and The Singers, που επιλέγει ο Άρης Μπέλλης, για την ταινία του Νίκου Νικολαΐδη, είναι πολύ ωραία, σε pop και lounge κατεύθυνση και χρονικώς είναι η δεύτερη πιο «απομακρυσμένη» των μουσικών επιλογών των «κουρελιών...», αφού προέρχεται από το 1965.
Just Friends
Το σάουντρακ θα συνεχιστεί, όμως, με... Platters “Smoke gets in your eyes” [Mercury, 1958], The Everly Brothers “Lucille” [Warner Bros Records, 1960], Bill Haley and His Comets “See you later, alligator” [Decca, 1956], Jerry Lee Lewis “Chantilly lace” [Mercury, 1972] (το πιο απομακρυσμένο, χρονικά, τραγούδι του άλμπουμ, παρότι η πρώτη εκτέλεσή του, με τον Big Bopper, προέρχεται από το 1958), Connie Francis “My heart has a mind of its own” [MGM Records, 1960], Del Shannon “Runaway” [Bigtop, 1961], Roy Orbison “It’s over” [Monument, 1964], Bo Diddley “Bo Diddley” [Checker, 1955], για να ολοκληρωθεί (το σάουντρακ) με Peggy Lee with Victor Young and His Singing Strings και το “Johnny Guitar” [Decca, 1954].
Victor Young "Johnny Guitar" theme 1954 (feat Peggy Lee)
Η αλήθεια είναι πως ο Άρης Μπέλλης έκανε πολύ καλή δουλειά, στον τομέα της μουσικής επιμέλειας, ενώ δίχως τη δική του συμβολή πολύ δύσκολα θα ολοκληρωνόταν, ηχητικά, η ταινία του Νίκου Νικολαΐδη «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα...».
Όμως, το ειδικό ενδιαφέρον της ταινίας δεν εξαντλείται μόνο στην ηχητική μπάντα της. Στο σενάριο υπάρχουν και κάποια άλλα πραγματολογικά στοιχεία, που έχουν ενδιαφέρον και που σχετίζονται κυρίως με την εμφάνιση του ροκ εντ ρολ στην Ελλάδα του δεύτερου μισού των 50s.
Ως γνωστόν θα πούμε το ροκ εντ ρολ έρχεται στη χώρα μας μέσω της αμερικάνικης πολιτισμικής και στρατιωτικής μηχανής.
Κατ’ αρχάς μέσω της ταινίας του Richard Brooks “Blackboard Jungle” (1955) (ε.τ. Η Ζούγκλα του Μαυροπίνακος!), που προβάλλεται στα καθ’ ημάς στις 20 Φεβρουαρίου 1956, στους αθηναϊκούς κινηματογράφους Τιτάνια και Μαξίμ, καθώς διαφημίζεται στον Τύπο με τσιτάτα του στυλ «Ο νόμος της ζούγκλας στην καρδιά μερικών παραστρατημένων νέων / Ταινία που κλείνει μέσα της ολόκληρο ηφαίστειο!» και εν συνεχεία μέσω της μπάντας του αμερικανικού αεροπλανοφόρου, του 6ου στόλου, The Coral Sea, η οποία θα παρουσίαζε ροκ εντ ρολ, ζωντανά, στο Ζάππειον, στις 21 Οκτωβρίου 1956.
Από ’κει και πέρα το ροκ εντ ρολ, περνάει στον ελληνικό κινηματογράφο, για παράδειγμα στις ταινίες του Βασίλη Μάρου «Η Αθήνα Χορεύει Ροκ εντ Ρολ!» (1957) και του Αλέκου Σακελλάριου «Η Θεία Απ’ το Σικάγο» (1957), περνάει στις εφημερίδες και τα περιοδικά (δες το εξώφυλλο των «Εικόνων», τεύχος #70, με ημερομηνία 25 Φεβ. 1957, εκεί όπου διαβάζεις «Η αθηναϊκή νεολαία χορεύει τώρα ροκ ν’ ρολλ») και βεβαίως περνάει στα κέντρα διασκέδασης, στα δισκάδικα (Ίκαρος, Αδελφοί Λαμπρόπουλοι) και την δισκογραφία.
Παρότι οι συντηρητικοί και υπερ-συντηρητικοί κύκλοι αντιδρούν, καθώς αντιλαμβάνονται την νέα μουσική και τον νέο χορό ως στοιχεία ικανά να διαφθείρουν την νεολαία, στην πράξη κανείς δεν τους ακούει (τους αφήνουν, απλώς, να λένε). Ήταν πολιτική απόφαση της κυβέρνησης Καραμανλή, εννοούμε, το ροκ εντ ρολ να στηριχθεί παντί τρόπω, ως αμερικάνικο προϊόν (εξάλλου με ποιανού την άδεια κατασκήνωσαν οι αμερικανοί ναύτες στο Ζάππειον, τον Οκτώβρη του ’56, για να παίξουν ροκ;), με τον Κώστα Κατσάπη να σημειώνει στο βιβλίο του «Ήχοι και Απόηχοι / Κοινωνική Ιστορία του Ροκ Εν Ρολ Φαινομένου στην Ελλάδα 1956-1967 [ΙΑΕΝ/ΙΝΕ, Αθήνα 2007]:
«Δίχως ίχνος υπερβολής, στα τέλη του 1956 το ροκ εν ρολ (σ.σ. στην Αθήνα) είχε μεταβληθεί σε απόλυτη μόδα και βρισκόταν παντού», ενώ λίγο πιο κάτω διαβάζουμε πως… «σε αυτήν την πρώτη περίοδο το ροκ εν ρολ στην Ελλάδα υπήρξε περισσότερο μία μόδα, που ακολουθούσε την παράδοση των προηγουμένων μουσικών, οι οποίες κατά καιρούς είχαν κυριαρχήσει στις αθηναϊκές νύχτες, παρά μία μουσική που απευθυνόταν αποκλειστικά στους τηνέιτζερ. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει η παρουσία του σε ένα πλήθος κοσμικών ή εμπορικών εκδηλώσεων, όπως λ.χ. στον χορό της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων, στον αποκριάτικο χορό των προσκόπων ή στον διαγωνισμό της εταιρείας ρολογιών Venus».
Αντιλαμβάνεστε τι γινόταν, όταν στην Πάτρα κυκλοφορούσε ακόμη και εφημερίδα υπό την ονομασία «Ροκ εντ Ρολλ»(!!) (Έκδοσις της Περιηγητικής Λέσχης Πατρών), όταν τα χοροδιδασκαλεία είχαν ενσωματώσει το ροκ εντ ρολλ στα μαθήματά τους και όταν στα περίπτερα κυκλοφορούσαν τευχίδια «Ροκ-εντ-Ρολ» (δρχ. 3), στα οποία περιγράφονταν μέθοδοι εκμάθησης του χορού, άνευ διδασκάλου!
Perry Como - Glendora
Το ροκ εντ ρολ υπήρχε παντού λοιπόν, παιζόταν παντού, ήταν μόδα και mainstream, και κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό. Γιατί το λέμε; Γιατί, ουσιαστικά, το αμφισβητούν οι ήρωες της ταινίας του Νίκου Νικολαΐδη (ας μείνουμε σ’ αυτούς, στους «ήρωες», και ας μην το πάμε παραπέρα, στην πραγματικότητα).
Και πώς το αμφισβητούν; Με το να εμφανίζουν το ροκ εντ ρολ, στην Ελλάδα, ως ένα περιθωριακό μουσικό είδος, το οποίο συνοδεύει φασαρίες, τεντυμποϊσμούς ή ακόμη και εγκληματικές πράξεις. Έτσι κάπου στην αρχή της ταινίας «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα...» ακούμε τον Άλκη (Παναγιωτίδη) να λέει (μεταφέρουμε από το σενάριο):
«Αθήνα, Σεπτέμβρης πριν από πολλά, πολλά χρόνια (σ.σ. τα χρόνια δεν ήταν και τόσο πολλά, καμιά 20αριά ήταν), δώδεκα το πρωί. Οι μπάτσοι μπουκάρουνε στο Μαξίμ (σ.σ. εννοεί τον κινηματογράφο). Μέσα πεντακόσιοι κάφροι με μπλου-τζηνς και πάνω στην οθόνη ο δεινόσαυρος Μπιλ Χάλεϋ με τους Κομήτες του, ο Λιτλ Ρίτσαρντ, ο Έλβις Πρίσλεϋ, ο Τένεσυ Έρνι Φορντ, οι Πλάτερς, ο Μπαζ Κλίφορντ, ο Φατς Ντόμινο κι ο Τζόνυ Ρέη με το “μικρό συννεφάκι που έκλαιγε”... (σ.σ. αναφέρεται στο τραγούδι “The little white cloud that cried”). Κάτω στην πλατεία οι άγριοι χορεύουνε, καπνίζουνε, φιλιούνται, σκίζουνε καθίσματα... Οι μπάτσοι χαζεύουνε... Βγάζουμε σουγιάδες... Φεύγουνε και φωνάζουνε τις Πυροσβεστικές. Κλείνουμε τις πόρτες και βάζουμε από πίσω σπασμένα καθίσματα. Οι αλανιάρες με τις άσπρες κολλητές μπλούζες βιδώνουν τους πισινούς τους στον αέρα...(…) Τότε βλέπω για πρώτη φορά και τη Βέρα.(...) Μαζί με άλλους τρέχουμε στην Πανεπιστημίου. Γίνεται κάποια διαδήλωση... δακρυγόνα, μαύροι και σειρήνες... Μέσα κι εμείς... Μας βουτάνε. Μας χωρίζουνε και μας πετάνε στις κλούβες. Περνάει μια βδομάδα και ψάχνω να τη βρω: Γκριν Παρκ, Τοπ Χατ, Μπλε Αλεπού. Δεν την ξέρει κανείς...».
Μεγάλο μέρος αυτής της αφήγησης είναι βεβαίως φανταστικό (σεναριακό) και δεν έχει ουσιαστική σχέση με την ελληνική πραγματικότητα. Επεισόδια, και πολλές φορές χοντρά, με την συμμετοχή και της αστυνομίας, μπορεί να γίνονταν σε διάφορες χώρες, κατά τις προβολές των ροκ εντ ρολ ταινιών, και βασικά της “Rock around the Clock / Rock and Roll” (1956) του Fred F. Sears, αλλά στην Ελλάδα τα πράγματα ήταν σίγουρα πολύ πιο ήσυχα. Διαβάζουμε σε λεζάντα φωτογραφίας της εποχής:
«Οι νεαροί αυτοί κατελήφθησαν από ιεράν μανίαν παρακολουθούντες την ταινίαν “Ροκ εντ Ρολ”, που προβάλλεται εις κεντρικούς κινηματογράφους. Και δεν εδίσταζαν να εφαρμόζουν στην πράξι εντός της αιθούσης τις φιγούρες “σείσου και λυγίσου”».
Μπορεί να χόρευαν, τέλος πάντων, οι νεαροί μέσα στις αίθουσες (αγόρια βασικά), όμως άλλου είδους έκτροπα (καταστροφές κ.λπ.) δεν φαίνεται να συνέβαιναν. Αληθινά στοιχεία υπάρχουν πάντως στο σενάριο του Ν. Νικολαΐδη, που σχετίζονται, κυρίως, με τα τοπωνύμια και την «κάποια διαδήλωση».
Κατ’ αρχάς αληθινός είναι ο κινηματογράφος Μαξίμ (Αμερικής 4), στον οποίον όντως προβάλλονται «Η Ζούγκλα του Μαυροπίνακος!», το “Rock around the Clock / Rock and Roll” κ.λπ., ενώ και η αναφορά σε «κάποια διαδήλωση» είναι πραγματολογικά σωστή, γιατί τότε (1956) γίνονταν διαδηλώσεις στην Αθήνα για το μεγάλο θέμα της Κύπρου. Διαβάζουμε στην εφημερίδα «Ελευθερία»:
«Αι Αθήναι Αιματοκυλήσθησαν / 6 νεκροί και 193 τραυματίαι τα θύματα χθες» (10 Μαΐου 1956), «Ζωηραί αντιβρεταννικαί εκδηλώσεις των φοιτητών εις τας Αθήνας / Αντιμετωπίσθησαν εκ μέρους των οργάνων της τάξεως με ιδιαιτέραν σκληρότητα κατ’ εντολήν της κυβερνήσεως» (15 Δεκ. 1956), «Αι χθεσιναί φοιτητικαί διαδηλώσεις δια την Κύπρον» (27 Ιαν. 1957) κ.λπ.
Περαιτέρω, όταν ο Ν. Νικολαΐδης αναφέρεται σε «μαύρους» εννοεί τους φασίστες-παρακρατικούς, ενώ εκείνο που λέει για τα «δακρυγόνα» είναι ευάλωτο σε κριτική. Τα δακρυγόνα ήταν γνωστά στην Ελλάδα, από την δεκαετία του ’30 ήδη. Στα μέσα του ’50 έριχναν σωρούς απ’ αυτά οι Άγγλοι στην Κύπρο, ενώ στη χώρα μας χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά, στη μεγάλη απεργία των οικοδόμων τον Δεκέμβρη του 1960.
Τέλος, οι τρεις ονομασίες των μαγαζιών Γκριν Παρκ, Τοπ Χατ, Μπλε Αλεπού είναι και αυτές πραγματολογικά σωστές, καθώς οι εν λόγω χώροι, όπως και άλλοι βεβαίως (Κάστρο, Βράχος, Καρυστινός, Τροκαντερό) είχαν τότε, το ροκ εντ ρολ, ως βασικό στοιχείο των προγραμμάτων τους. Η δημοφιλία του νέου ήχου και βασικά του νέου χορού ήταν τεράστια, και οι πάντες έπρεπε να καλύψουν τη ζήτηση.
See you later alligator - Bill Haley and Comets
Τα τρία μαγαζιά που αναφέρει ο Ν. Νικολαΐδης φαίνεται πως ήταν τα πιο «αμερικάνικα» πάντως, στα οποία μπορεί να σύχναζε κι εκείνος, ενώ τα άλλα ήταν πιο «λαϊκά», που σημαίνει πως θα τα απέφευγαν οι... αμερικανόπληκτοι. Όλοι πάντως όμνυαν στο ροκ εντ ρολ και προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν την πελατεία τους – που δεν ήταν πολύ νεανική (20ρηδες), μα κυρίως 30ρηδες και μεγαλύτεροι.
Στο Γκρίην Παρκ (έτσι το έγραφαν, τότε, στη γλώσσα μας) οργανώνονταν μεγάλες χορευτικές ροκ εντ ρολ βραδιές σε στυλ διαγωνισμού, με το νικητήριο χορευτικό ζευγάρι να μεταβαίνει στο εξωτερικό (Λονδίνο), για να συμμετάσχει σε διεθνή πλέον, διαγωνισμό, το Top Hat (Φωκίωνος Νέγρη 34), διαφημιζόταν σαν ένα καθαρό χορευτικό κλαμπ, με συχνούς αγώνες χορού ροκ εντ ρολ, μα και μάμπο, τσα-τσα κ.λπ, με την Μπλε Αλεπού (Τροίας 32), που από τον Απρίλη του ’57 μετονομάζεται σε Diamantes Club και αργότερα σε Ναπολιτάνα, να φέρνει μεγάλα ονόματα, όπως τον Perez Prado, έχοντας νωρίς το ’57 σαν πρώτο όνομα την ορχήστρα του Γιώργου Μουζάκη, η οποία φυσικά έπαιζε και ροκ εντ ρολ.
Εξάλλου η Ορχήστρα του Γιώργου Μουζάκη με το Τρίο Μπελ-Κάντο, θα ήταν εκείνη που θα ηχογραφούσε πρώτη, στην Ελλάδα, «Ροκ εν ρολλ», σ’ ένα 78άρι τής Columbia ήδη από τις 20 Νοεμβρίου του 1956!
Και όχι, αυτό το τραγούδι δεν ακούγεται στην ταινία του Νίκου Νικολαΐδη. Δεν θα μπορούσε να εκφράζει τα παραβατικά «κουρέλια»...
Rock N Roll