Η γκαλερί Ζουμπουλάκη παρουσιάζει τη νέα ατομική έκθεση του Γιάννη Ψυχοπαίδη με τίτλο «Παλέρμο. Άνθρωποι και Ερείπια», έως τις 8 Φεβρουαρίου 2025. Πρόκειται για μια εγκατάσταση από ζωγραφισμένα τούβλα και κεραμίδια, η οποία περιβάλλεται από σειρά εκατό σχεδίων μεικτής τεχνικής. Στην αίθουσα της γκαλερί η γεμάτη χρώμα κεντρική εγκατάσταση, σε μια βάση που θα μπορούσε να αλλάζει διαστάσεις διαρκώς και το «έδαφός» της αντί για χώμα έχει χοντρό αλάτι, ζωγραφισμένα με έντονα χρώματα τούβλα, κομμάτια από κεραμίδια, ξύλα και πέτρες παράξενων σχημάτων, συγκροτεί μια φανταστική πόλη.
«Η ιδέα αυτής της έκθεσης ξεκινά από ένα ταξίδι σπουδαίο και μαγικό στη Σικελία. Είχα τη μεγάλη τύχη πριν από δύο χρόνια να κάνω μια μεγάλη έκθεση στο Παλέρμο. Μείναμε έναν μήνα στη Σικελία, που την περπατήσαμε, και βέβαια αυτό το συνονθύλευμα πολιτισμών που υπήρχε, μια επίστρωση διαρκής, ένα μεγάλο μωσαϊκό, μάς άφησε κατάπληκτους», λέει ο Γιάννης Ψυχοπαίδης.
«Στην ουσία, αν το σκεφτούμε, από τους αρχαίους Φοίνικες, τους αρχαίους Έλληνες, τους Άραβες, τους Ισπανούς, τους Νορμανδούς, τους Βυζαντινούς, κάθε διακόσια χρόνια ερχόταν μια νέα κατάκτηση, η οποία άφηνε απείραχτο το υπόστρωμα και άφηνε και τα δικά της ίχνη τα εξίσου σημαντικά, με την έννοια των ναών, των κάστρων, των παλατιών. Περπατώντας και βλέποντας όλα αυτά, αν θέλουμε να ορίσουμε τη Σικελία, είναι ένας εμβληματικός τόπος όπου πραγματικά συναντάμε το συνονθύλευμα των ευρωπαϊκών πολιτισμών. Δηλαδή, στην ουσία, η καρδιά της Ευρώπης είναι η Σικελία, γιατί εκεί συναντάς το σύνολο των πολιτισμών που τη διαμόρφωσαν.
Σπαρμένες στην άμμο, με τις παράξενες όψεις τους, οι «κυψέλες» αυτές από σπασμένα τούβλα και τσακισμένα κομμάτια, με τον χρόνο να ’χει λειάνει τη μορφή τους, φτιάχνουν έναν φανταστικό, ελλειπτικό μικρόκοσμο μιας παράδοξης μικρογλυπτικής από όγκους, πλαστικούς ρυθμούς και καμπυλώσεις θερμών χρωματικών τόνων.
»Εκεί είναι όλα σε πλήρη ανάπτυξη και με τη μορφή ερειπίων. Είναι ερείπια, αλλά και ζωντανά και κατοικημένα, τεράστιες εκτάσεις αρχαίων πόλεων, γοτθικοί ναοί, μυρίζει αραβικό πολιτισμό και όλο αυτό το τεράστιο μπέρδεμα φυλάει την ταυτότητά του και ταυτόχρονα ανανεώνεται κάθε διακόσια χρόνια με μια καινούργια επιρροή που αφήνει νέα σημάδια. Όσο θυμίζει Ελλάδα αυτό το μέρος, άλλο τόσο έχει και τα χαρακτηριστικά όλων των πολιτισμών. Αυτό το στοιχείο μού άφησε σημάδια μιας ταυτότητας γενικότερης, μέσα από αυτό το γκρέμισμα το οποίο είναι ζωντανό και ενεργό, και αυτή η ιδέα μεταφέρθηκε συμβολικά σε αυτήν τη δουλειά», συμπληρώνει.
Στην εγκατάσταση στο κέντρο της αίθουσας της γκαλερί Ζουμπουλάκη βρίσκονται μέλη από παλιά οικοδομήματα, κομμάτια και θρύψαλα από περήφανα κτίσματα, ανθρώπινες κατασκευές για ταπεινά ή μεγαλειώδη ενδιαιτήματα, μάρτυρες άλλων εποχών, ίχνη στους χρόνους που περνούν και αφήνουν πίσω τους ερείπια. Από ένα μακρινό ή πρόσφατο παρελθόν ξεβρασμένα στο σήμερα, τα σπασμένα αυτά κομμάτια μάς κάνουν να ανακαλούμε με τη φαντασία μας τη νοητή προϊστορία τους, μια αλλοτινή ζωή που κάποτε υπήρξε, ανθρώπινες υπάρξεις που χτίζανε και στέριωναν τα σπίτια τους, τις ελπίδες και τα όνειρά τους.
Αυτές οι θρυμματισμένες μνήμες, τα σπαράγματα μιας άλλης ζωής, ζητούν σήμερα να μεταμορφωθούν μέσα από την εικαστική γλώσσα σε μικρές συμβολικές «κοιλάδες των ναών», φανταστικά κτίσματα και κατοικίες, πρωτόγονους νέους οικισμούς, μαρτυρίες μιας νέας ελπίδας για τη συνέχιση της ζωής.
«Στην Ελλάδα τα δυο τελευταία καλοκαίρια, ενώ περπάταγα στις θάλασσες, στις παραλίες τις μεσογειακές, στην περιοχή του Ρίου όπου περνάμε τα καλοκαίρια, ανακάλυψα όλα αυτά τα κομμάτια, τα θραύσματα τα κεραμικά που έχουν χάσει από το νερό μέσα στο οποίο βρίσκονται χρόνια τα πρώτα τους σχήματα. Όλα αυτά τα βγάζει η θάλασσα, τα σπασμένα τούβλα, τα ελαφριά υλικά, φαγωμένα, σε φόρμες ετερόκλητες, μνήμες σχημάτων και φόρμες που έχουν χάσει το αρχικό σχήμα τους και κάποτε είχαν άλλη χρήση. Όλα αυτά βγαίνουν στις παραλίες και εκεί ανακαλύπτεις έναν τεράστιο μικρόκοσμο από τέτοια σχήματα, υπέροχα, πέτρες, βότσαλα, σπασμένα ξύλα, κοχύλια, φθαρμένα πλαστικά, που παραπέμπουν, τουλάχιστον για μένα, σε όλα αυτά που βιώσαμε στο Παλέρμο, στην έννοια των αποσπασμάτων, των ερειπίων από κάτι που έχει υπάρξει ολοκληρωμένο και αυθεντικό και τώρα έχεις τα υπολείμματα αυτά μιας καταστροφής, η οποία βγαίνει και αναζητά μια δικιά της γλώσσα για να οριστεί ξανά σε αυτό που έχει υπάρξει. Με αυτή την έννοια γεννηθήκαν όλες αυτές οι “κατοικίες” με τη μορφή μιας μεγάλης πόλης».
Σπαρμένες στην άμμο, με τις παράξενες όψεις τους, οι «κυψέλες» αυτές από σπασμένα τούβλα και τσακισμένα κομμάτια, με τον χρόνο να ’χει λειάνει τη μορφή τους, φτιάχνουν έναν φανταστικό, ελλειπτικό μικρόκοσμο μιας παράδοξης μικρογλυπτικής από όγκους, πλαστικούς ρυθμούς και καμπυλώσεις θερμών χρωματικών τόνων.
«Αισθάνθηκα την ανάγκη να ξανασυνθέσω τα πιο ετερόκλητα υλικά σε μικρόκοσμους και με το χρώμα να βρουν αυτήν τη ζωντάνια που την έχουν και την αποκτούν και την ξανακερδίζουν συμβολικά. Είναι η ιδέα των ζωντανών ερειπίων, και το αλάτι πάνω στο οποίο είναι τοποθετημένα και αναδεικνύει τα επιμέρους στοιχεία είναι μια αναφορά στη θάλασσα. Υπάρχει στη μέση του χώρου της έκθεσης και περιβάλλεται από τη φρίζα με τα πρόσωπα που έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια κι είναι αυτά που βγαίνουν από την ίδια τη ζωγραφική, από την παλέτα, από τις χρωματικές κηλίδες. Είναι σαν πινακοθήκη εκατό προσώπων, κατοίκων μιας τέτοιας φανταστικής πόλης, με εκφράσεις, βλέμματα, εντάσεις, που μεταφέρουν την αίσθηση μια σύγχρονης πόλης με την αγωνία και τη βία της και συγκροτούν το σύνολο των ιστοριών μιας ολόκληρης κοινωνίας, δημιουργώντας μια γενική αίσθηση ενός κόσμου που έχει τα γνωρίσματα του σήμερα», λέει ο Γιάννης Ψυχοπαίδης.
Τα θραύσματα που αγγίζουν τα ζητήματα της λήθης, ενός άλλου παρελθόντος που πιθανώς έχει καταστραφεί, εικόνες που περνούν στη μνήμη με το τραύμα που εμπεριέχουν, αν και διατηρούν την αιχμηρότητά τους, συγκροτούν εδώ ένα «ήμερο» τοπίο, τον εορταστικό τόπο μιας ανασύνθεσης με ζωηρά χρώματα, σε χρωματικές πανδαισίες από «κυψέλες ζωής», έναν τόπο φαντασίας, πολύχρωμες οντότητες από ξαναζωντανεμένα, μικρά, ξαναχτισμένα ερείπια να στέκονται όρθια στο πείσμα των βάρβαρων καιρών, στο πείσμα των μονόχρωμων, μαύρων, σκοτεινών προμηνυμάτων. Η πόλη των αναγεννημένων ερειπίων μοιάζει διαφορετική από κάθε πλευρά που τη συναντάς, σαν κάτοψη ονείρων και σχεδίων που άλλα πραγματώθηκαν και άλλα έμειναν ημιτελή, μια ποιητική μορφή της πόλης που το χρώμα της δίνει νέα ζωή και την ενέργεια του παρόντος. Γεννιέται έτσι ένας διάλογος της ζωγραφικής επιφάνειας, της κατασκευαστικής εικόνας και του μοναδικού γλυπτού, μιας ανθρωπόμορφης πέτρας «απείραχτης» από τον καλλιτέχνη, που στέκει σαν παρατηρητής της φανταστικής πόλης, σε έναν χώρο νοητής συγγένειας με πρόσωπα, ερείπια, μνήμες και την ακατάβλητη δύναμη του παρόντος.