Είμαι παιδί της Κατοχής και των αρχών του Εμφυλίου. Γεννήθηκα στον Κολωνό το 1944, Νοέμβρη, έναν μήνα πριν από τα Δεκεμβριανά. Η οικογένειά μου ήταν μετανάστες. Ο παππούς μου είχε καταγωγή από το Γεωργίτσι Λακωνίας και το 1890 μετανάστευσε στην Αμερική. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στο Ντιτρόιτ του Μίσιγκαν και το 1937 ο παππούς μου έφερε την οικογένειά του στην Αθήνα, αγόρασε ένα μεγάλο οίκημα στο Μεταξουργείο, το έκανε μάντρα και πουλούσε κάρβουνα, κοκ και ξύλα για τις σόμπες. Εκεί έζησε ο πατέρας μου, εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα κι εγώ, στον Κολωνό και στο Μεταξουργείο.
• Γειτονιά μου ήταν περισσότερο ο Κολωνός γιατί εκεί παίζαμε μπάλα, στις χωματερές, σε ένα μέρος γεμάτο σαρκοφάγους και αρχαία κολονάκια που τα κάναμε τέρματα. Εκεί ήταν και το δημοτικό που πήγα. Γυμνάσιο πήγα στην πλατεία Κουμουνδούρου, στο 9ο, οπότε έγραψε μέσα μου ο Κολωνός, γιατί οι αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων είναι πολύ ευτυχισμένες.
• Ο Κολωνός σήμερα δεν έχει καμία σχέση μ’ εκείνον που θυμάμαι, έχει αλλάξει η σύνθεση του κόσμου· τότε είχε κυρίως μικροαστούς, ανθρώπους της εργατικής τάξη, πολύ λίγοι ήταν της μεσοαστικής και αστικής τάξης. Γύρω-γύρω ήταν τα περιβόλια, η Κολοκυνθού, ο Βοτανικός, που είχε τότε τη μεγάλη αγορά των μανάβηδων, και με τα λεφτά της Φρειδερίκης είχε χτιστεί και ένας συνοικισμός δίπλα στον Εσταυρωμένο για τους πρόσφυγες που είχαν έρθει από τη Μικρά Ασία. Κάποιο διάστημα, επίσης, είχε φέρει και ο Λαναράς κόσμο από την Έδεσσα και τη Νάουσα στην Κολοκυνθού για την υφαντουργία του και είχε φτιάξει παράγκες για να μείνουν. Οπότε αυτό το πολυπολιτισμικό μείγμα ήταν ωραίο. Ο Κολωνός χτίστηκε όταν έγινε εκεί ο σταθμός του τρένου από υπαλλήλους που δούλευαν σε αυτό και αχθοφόρους. Τότε άρχισε να ξαναγεννιέται η γειτονιά, που μέχρι τότε λεγόταν ενορία Ελεούσας, λόγω της εκκλησίας.
Η γενιά μας έζησε καλά. Χαίρομαι που έζησα καλά, και με αντίδραση και με πάλη. Ε, αυτό πεθαίνει τώρα, από δω και πέρα έρχονται τα δύσκολα. Η πολιτική έχει πεθάνει, πεθαίνει και η δημοκρατία και ξαναγυρίζει η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
• Μεγαλώνοντας άρχισα να κατανοώ περισσότερο αυτά που έβλεπα γύρω μου, ότι το μάρμαρο, οι σαρκοφάγοι και η Ακαδημία Πλάτωνος –που τότε την έλεγαν «Πλάτωνα» και είχε τα τουβλοκάμινα, μια ακόμα πιο σκληρή γειτονιά απ’ τον Κολωνό– είχαν πίσω τους ιστορία. Από τη μια ήταν ο Πλάτωνας και από την άλλη ο Σοφοκλής και ο Οιδίπους επί Κολωνώ που με βοήθησαν πολύ στις σπουδές μου έξω. Όταν πήγα στην Αγγλία ήμουν ένα παιδί από την επαρχία –γιατί αυτό ήταν ο Κολωνός– και οι Άγγλοι με έβλεπαν αφ’ υψηλού, αλλά τους έβλεπα κι εγώ αφ’ υψηλού, γιατί ήμουν από τον Κολωνό του Σοφοκλή. Στη σχολή κινηματογράφου όταν πήγα και με ρώτησαν από πού είμαι είπα «απ’ τον Κολωνό, γείτονας του Σοφοκλή», κι επειδή ο διευθυντής ήξερε τον Σοφοκλή πήρα πόντους. Δεν ήμουν ο χωριάτης απ’ τον Κολωνό. Αυτό δεν με βοήθησε μόνο στις σπουδές μου αλλά και στη σκέψη· με βοήθησε να κατανοήσω πράγματα που δεν κατανοούσα.
• Η μάνα μου ήταν βαθιά αριστερή, είχε μυαλό αριστερό και με επηρέασε πάρα πολύ – ο πατέρας μου ήταν παρορμητικά αριστερός. Ήταν μοδίστρα και είχε και φίλες μοδίστρες. Πήγαινε στην Ισπανία και δούλευε καμιά φορά και όλο αυτό το ταξίδι μεταφράστηκε στο Κατίνα Μπέλο, μαζί με παραδόσεις που έφερνε και μου έλεγε. Ακόμα την αναφέρω παντού τη μάνα μου, είναι χαραγμένη μέσα μου περισσότερο από τον πατέρα μου. Ο πατέρας για μένα ήταν μια απουσία κυρίως, κι ας ήταν και οι δύο δίπλα μου.
• Λόγω της τοποθέτησης της οικογένειάς μου στην αριστερά, θα μπορούσα να πω ότι η πορεία μου ήταν τραυματική. Στην καραμανλική οκταετία που ήταν πολύ σκληρά τα πράγματα και υπήρχε αυτή η αντίληψη, να μην επιστρέψει ποτέ ο «ερυθρός κίνδυνος». Εμάς, τους πιτσιρικάδες των αριστερών οικογενειών, μας τράβαγαν κάθε απόγευμα για εξακρίβωση, για να μας σπάνε τα νεύρα. Αυτό ήταν ένα ακόμη στοιχείο που σε έριχνε απέναντι. Έτσι οργανώθηκα στην αριστερά κανονικά, όχι μόνο ως αντίληψη και ως σκέψη. Πήγα στους Λαμπράκηδες και μετά, στη χούντα, ήμουν από τα πρώτα στελέχη του παράνομου Ρήγα.
• Η εφηβεία μου ήταν πάρα πολύ έντονη λόγω αυτών των πιέσεων. Στην εβδόμη, μια μέρα μού τη βάρεσε και πέταξα όλα μου τα βιβλία, έτσι με έγραψαν αναγκαστικά σε ιδιωτικό σχολείο, από εκεί πήρα το απολυτήριο. Μετά πήγαινα στου Σαραφιανού να προετοιμαστώ για τη Σχολή Καλών Τεχνών. Εκεί έμαθα πολύ καλό σχέδιο κι έδωσα εξετάσεις, αλλά ήρθε η χούντα και δεν προχώρησα. Τον πρώτο καιρό η χούντα δεν έπιασε νέους, οπότε εμείς προλάβαμε και οργανωθήκαμε στο ΠΑΜ νέων τότε και μετά κάναμε τη σπουδαστική οργάνωση που ήταν ο Ρήγας. Στη συνέχεια είχα μια πορεία περίεργη στο εξωτερικό. Η σκληρή γειτονιά και η αυστηρά καταπιεστική οκταετία πέταξαν κι εμένα υποχρεωτικά πιο αριστερά. Ήταν άγρια η εφηβεία μου αλλά και καλή, γιατί έμαθα να πολεμάω – και στο γήπεδο που παίζαμε μπάλα, και στους τσακωμούς και έξω στη ζωή.
• Λόγω της χούντας, λοιπόν, δεν πήγα στην Καλών Τεχνών, αλλά δούλεψα για ένα διάστημα ως αγιογράφος σε εκκλησίες. Και να πήγαινα όμως, θα είχα φύγει. Δεν άντεχα. Πήγα για ένα διάστημα στην Καλών Τεχνών στο Μιλάνο, αλλά η τρέλα στο μυαλό υπερίσχυε της πειθαρχίας που απαιτούσε να κάτσω σε ένα θρανίο και να ακούω κάποιον. Υποχρεωτικά, από τη στιγμή που μπήκα στον Ρήγα, έμεινα στην παρανομία μέχρι το ’70, όταν χτυπήθηκε και το τελευταίο κλιμάκιο της οργάνωσης. Τέσσερις μόνο δεν είχαν πιαστεί, ο Κωστάκης ο Αγαπίου, ο Μίμης ο Μανωλάκος, που είχε φύγει πιο μπροστά από μας για να συνδέσει το δικό μας φοιτητικό κίνημα με το κίνημα του εξωτερικού, η Γιάννα η Νικολίτση κι εγώ. Εγώ ήμουν τότε μαζί με τον Λογοθέτη στην έκδοση του «Θούριου», έφτιαχνα και τις αφίσες του Ρήγα, έπρεπε να γίνει όμως προπαγάνδα και στο εξωτερικό. Οπότε το 1970, που είχε χτυπηθεί πια όλος ο Ρήγας, βγήκαμε έξω όσοι είχαμε γλιτώσει από την Ασφάλεια. Όλες οι άλλες επαφές που είχαμε, πλην ελαχίστων, είχαν συλληφθεί· ο Ρήγας εκείνη την εποχή είχε το λιγότερο 500-600 ανθρώπους μέσα στη φυλακή που υπέστησαν άγρια βασανιστήρια. Μετά το ’72, που ο Παπαδόπουλος προσπάθησε να κάνει τη μεταλλαγή του καθεστώτος με προοπτική να κάνει εκλογές, έδωσε και το δικαίωμα του συνδικαλισμού στα πανεπιστήμια. Τότε άνοιξε ο δρόμος κι έγιναν οι εξεγέρσεις στη Νομική, αναδειχτήκαν επίσης και πολλές αντιστασιακές οργανώσεις, ενώ πριν ο Ρήγας κυριαρχούσε, ήμασταν σχεδόν μέσα στη μοναξιά.
• Πήγαμε στη Ρώμη, όπου έμεινα για ένα οκτάμηνο και μετά έφυγα, γιατί έπρεπε να διασκορπιστούμε και να περάσει το μήνυμα της αντιδικτατορικής αντίστασης σε όλο τον κόσμο. Εγώ πήγα στο Βέλγιο, στο σπίτι του Δημήτρη του Νόλλα, και από εκεί πέρασα στην Ολλανδία. Μπήκα σε μια σχολή, αλλά δεν είχαμε μυαλό για μαθήματα. Βρεθήκαμε σε μια αίθουσα με Πορτογάλους που είχαν λιποτακτήσει από την Ανγκόλα, που τότε ήταν αποικία της Πορτογαλίας, και όλοι οι αποδιωγμένοι λέγαμε τους καημούς μας και κάναμε την πλάκα μας. Από την Ολλανδία πήγα στο Λονδίνο. Εκεί πήρα την υποτροφία της Διεθνούς Αμνηστίας επειδή ήμουν πολιτικά διωκόμενος και μπήκα στη σχολή κινηματογράφου, όπου έμεινα ενάμιση χρόνο. Ούτε αυτή την τελείωσα, γιατί είχαμε φτιάξει την ομάδα Άρης του Ρήγα Φεραίου και έπρεπε να γυρίσω.
Η ομάδα Άρης ήταν για πιο δυναμικές ενέργειες, όχι τιμωρητικές όμως. Εμείς ήμασταν στο προπαγανδιστικό κομμάτι και δεν μας άρεσε η τιμωρητική αντίληψη, θέλαμε απλώς να δείξουμε στον κόσμο ότι δεν φοβόμαστε, για να μη φοβάται κι αυτός. Και ο Άρης του Ρήγα ήταν, αλλά υπήρξε μια διαφοροποίηση, γιατί, όπως και να το κάνουμε, στην Ελλάδα δεν υπήρχαν επιρροές από τα νέα ρεύματα της αριστεράς που είχαν έρθει στην Ευρώπη, όπου ο Μαριγκέλα ήταν ψωμοτύρι, γινόταν αντάρτικο πόλης, το Παρίσι είχε επαφές κατευθείαν με Κούβα. Ήρθαμε σε επαφή με νέες ιδέες που εδώ δεν τις γνωρίζαμε ή, εν πάση περιπτώσει, ακόμα και τον τροτσκισμό τον θεωρούσες έξω από σένα, ενώ δεν ήταν. Αυτά τότε άνοιξαν κυρίως σε νέα παιδιά σαν κι εμένα άλλους ορίζοντες. Έτσι διαφώνησα με την κεντρική γραμμή του Ρήγα. Συνεργάστηκα και με τη Λαϊκή Επαναστατική Αντίσταση (ΛΕΑ) μέχρι να πέσει η χούντα.
• Δυο μήνες πριν πέσει η χούντα μπήκα παράνομα στην Ελλάδα από την Πάτρα με διαβατήριο αργεντίνικο και από κει επέστρεψα στη γειτονιά μου, τον Κολωνό, μόνιμα πια ως γραμματέας του ΚΚΕ εσωτερικού του Κολωνού και δυτικών συνοικιών, και συνέχισα τη δράση.
• Στην Ελλάδα, πια, δούλεψα ως σκηνοθέτης, είχαμε την ομάδα των τεσσάρων και κάναμε το ντοκιμαντέρ Ο νέος Παρθενώνας. Μετά δούλεψα στην τηλεόραση, στο «Παρασκήνιο», έκανα και διάφορες κινηματογραφικές δουλειές, κι έτσι ζούσα. Από ένα σημείο και μετά μπήκα στην «Αυγή» και δούλευα ως δημοσιογράφος. Τότε πήγα και στο Αφγανιστάν, όταν μπήκαν οι Σοβιετικοί, το ’80. Δούλεψα και στο «Αθηνόραμα», που εμείς το χτίσαμε. Ο Μίμης ο Μανωλάκος είχε πάρει την ιδέα από το «Panorama» του Παρισιού.
• Ένας από τους συντρόφους του Ρήγα έφτιαξε βιβλιοπωλείο. Γενικά οι νέοι της αριστεράς κινηθήκαν κυρίως προς τα βιβλιοπωλεία και τις εκδόσεις· συζητώντας μαζί τους κάθισα κι έγραψα τα Φίδια στον Κολωνό, την πρώτη έκδοση. Κυκλοφόρησε και δεν ξανάγραψα για δέκα χρόνια, μέχρι που ξεκίνησα να γράφω τον Άγιο των Γραικών.
• Ενώ η γειτονιά μου είχε κυρίως παναθηναϊκούς, λόγω κόκκινου χρώματος έγινα Ολυμπιακός. Ήμασταν μια παρέα αριστερών του Κολωνού που γίναμε Ολυμπιακοί γι’ αυτόν τον λόγο, και κατεβαίναμε μαζί στο Καραϊσκάκη. Παίζαμε και μπάλα στον Αττικό βέβαια, που είχε πράσινο χρώμα – από κει βγήκε ο Τάκης ο Λεμονής, παιχταράς του Ολυμπιακού και προπονητής. Πέρα απ’ αυτό, έχει και κάτι άλλο ο Κολωνός που τον συνέδεε με τον Ολυμπιακό: ήταν η μάνα του βόλεϊ. Έχει βγάλει έξι αρχηγούς Εθνικής του βόλεϊ και παίκτες σε πολλές ομάδες, κι αυτό επειδή όταν ήταν υπουργός ο Κοτζιάς το ’37-’38 φτιάξανε εκεί το πρώτο κέντρο νεότητας με γήπεδο μπάσκετ, γήπεδο βόλεϊ και πισίνα, όπου κάναμε μπάνιο ως πιτσιρίκια – είχε και κινηματογράφο και θέατρο και βλέπαμε Επίκαιρα και Τρίο Στούτζες. Επί ΠΑΣΟΚ, με τις σαχλαμάρες που έκαναν για να ελέγξουν τα κέντρα νεότητας που είχε η δεξιά, έκαναν τον Οργανισμό Νέων και Αθλησης και άλλαξαν τις διοικήσεις. Ταυτόχρονα καταστράφηκε η παιδική χαρά, την έκοψαν στη μέση, και χάθηκαν και τα γήπεδα. Έτσι χάθηκε η παράδοση στο βόλεϊ που είχε ο Κολωνός. Η πρώτη εξάδα του βόλεϊ που έφτιαξε ο Ολυμπιακός ήταν από Κολωνιώτες. Και όλοι οι μεγάλοι προπονητές του ήταν επίσης Κολωνιώτες.
• Στο βιβλίο που ετοιμάζω για τα Ιουλιανά γράφω –και το πιστεύω αυτό– ότι η μόνη περίοδος που στην Ελλάδα άνθησαν τα πάντα ήταν όταν μετά τον Εμφύλιο ήρθε η πρώτη δημοκρατία, του γέρου Παπανδρέου, το ’64. Εκεί έχουμε Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκο, ανάπτυξη των εικαστικών με τον Τσαρούχη προεξάρχοντα, επιστροφή στη βυζαντινή μουσική και τον Κόντογλου να ξαναζωγραφίζει τις εικόνες. Αυτό δεν ξανάρθε, γιατί στην καύλα της Μεταπολίτευσης δεν υπήρχαν φραγμοί και ο καθένας έκανε ό,τι μαλακία ήθελε με τον σοσιαλισμό, κανείς δεν ήξερε τι γινόταν. Αυτό δεν ήταν «άνοιξη», ήταν ένα πάθος, ακριβώς επειδή ήταν πιεσμένα τα πράγματα πριν. Δεν ξέρω αν θα ξανάρθει περίοδος όπως του ’64, βλέπω για πολλά χρόνια σκοτάδι γιατί αλλάζουν οι παραγωγικές συνθήκες. Όταν η παραγωγή γίνεται από το κινητό και τελειώνει και το αφεντικό, τελειώνει μαζί του και το καπιταλιστικό σύστημα και δεν ξέρεις τι θα φέρει. Ο Μπέκετ λέει ότι ο άνθρωπος τείνει να ενωθεί με τη μηχανή.
• Η γενιά μας έζησε καλά. Χαίρομαι που έζησα καλά, και με αντίδραση και με πάλη. Ε, αυτό πεθαίνει τώρα, από δω και πέρα έρχονται τα δύσκολα. Η πολιτική έχει πεθάνει, πεθαίνει και η δημοκρατία και ξαναγυρίζει η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Βλέπεις ότι ο Ίλον Μασκ είναι παγκόσμιος αυτοκράτορας· δεν είναι καπιταλισμός πια αυτό που ζούμε, είναι δικτατορία και μονόδρομος, δεν μπορείς να τα βάλεις μαζί τους. Μου θυμίζει την εποχή της ελληνιστικής περιόδου που πέθανε η δημοκρατία της Αθήνας και ήρθε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Εκεί πάμε τώρα. Και πιστεύω ότι αυτό γίνεται συνειδητά, γιατί ο Τραμπ ξέρει Ιστορία, αν όχι αυτός, οι άνθρωποι που τον συμβουλεύουν. Μου κάνει εντύπωση το πόσο καραγκιοζιλίκι παίζει ενσυνείδητα, ξεφτιλίζεις αυτό που υπάρχει γιατί μόνο έτσι το καταργείς. Το γελοίο που εκφράζει πια η ισχυρή άρχουσα τάξη είναι ο πιο μεγάλος μου φόβος. Ζήσαμε τον Μπερλουσκόνι που οδήγησε την Ιταλία στην ακροδεξιά, τώρα βλέπεις ότι ο Μασκ στηρίζει τους γραφικούς και τους γελοίους. Αυτό το τραγικά γελοίο αφανίζει μυαλά, όχι μόνο ανθρώπους. Η γενιά που βγήκε στον δρόμο για τον Γρηγορόπουλο είναι η τελευταία που έκανε αντίσταση, πλέον δεν υπάρχει αντίθετος λόγος. Κάποτε εμείς είχαμε έναν αντίλογο, «κατάργηση της ελεύθερης αγοράς, σοσιαλισμός, όλοι μαζί αδέρφια», τώρα ο μόνος λόγος που είναι «συγκροτημένος» είναι του Τραμπ και του Βελόπουλου. Θέλει άλλου τύπου μυαλά πια, τα νέα παιδιά ίσως βρουν το αντίδοτο, εμείς δεν το έχουμε.
• Η αριστερά με την έννοια που υπήρχε έχει πεθάνει. Στηριζόταν στη μη ελεύθερη αγορά, στην κοινοκτημοσύνη ώστε όλοι να είμαστε ίσοι, ήταν μια προέκταση της χριστιανικής διακονίας. Στο Κατίνα Μπέλο δεν έβαλα τυχαία στις πράξεις των αποστόλων να λέει ότι όλοι συνεισφέρουμε στο κοινό ταμείο και ο καθένας, σύμφωνα με την ανάγκη του, παίρνει από κει. Αλλά κι εκεί ο Παύλος έβαλε τους διακόνους, επειδή κάποιοι πονηροί, λαμόγια, κονομάγανε. Τι λέει ο Μαρξ; «Από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Αυτό το αίτημα του ανθρώπου να είμαστε όλοι ίσοι και να μην αδικείται κανείς κράτησε μέχρι τώρα, αλλά βλέπεις τον Τραμπ να προοιωνίζεται ρωμαϊκούς ιπποδρόμους και εξέδρες με πλήθη που ουρλιάζουν όταν σφάζει ο ένας τον άλλον.
Δεν γίνεται να προκύψει από τον ορθολογισμό η νέα αριστερά. Δεν γίνεται να κάνεις πόλεμο όντας άφλογος, ούτε μπορώ να πολεμήσω εγώ ο ξεπερασμένος με αυτό το πράγμα που λέγεται ίντερνετ, τεχνητή νοημοσύνη και τεχνολογία· θα πολεμήσει το παιδί το νέο που θα μάθει και θα υποφέρει απ’ αυτά, θα πονέσει και μετά θα παλέψει.
• Δεν γίνονται εγκεφαλικά τα πράγματα, εμείς βγήκαμε από τον δρόμο, απ’ τις μάχες του ’65 με την αστυνομία, από την πάλη με τον εαυτό μας. Αν δεν ματώσει και η νέα γενιά, αν δεν της κόψουν την ελευθερία για να αναγκαστεί να πολεμήσει γι’ αυτά που στερείται, δεν θα ξαναβγεί αριστερά. Βλέπω τα παιδιά του ΣΥΡΙΖΑ και της αριστεράς και είναι σαν να βλέπεις δικηγόρους ή γυμνασιάρχες, δεν έχουν μυρωδιά ιδρώτα και αίματος. Είναι μια γενιά που έχει μεγαλώσει χωρίς να στερηθεί τίποτα. Δεν γίνεται να προκύψει από τον ορθολογισμό η νέα αριστερά. Δεν γίνεται να κάνεις πόλεμο όντας άφλογος, ούτε μπορώ να πολεμήσω εγώ ο ξεπερασμένος με αυτό το πράγμα που λέγεται ίντερνετ, τεχνητή νοημοσύνη και τεχνολογία· θα πολεμήσει το παιδί το νέο που θα μάθει και θα υποφέρει απ’ αυτά, θα πονέσει και μετά θα παλέψει. Εμείς ακόμα παλεύουμε με τα παλιά πρότυπα, με πορείες και απεργίες. Έχουν πεθάνει αυτά, όμως, δεν αλλάζουν τον κόσμο. Δεν γίνεται να στηρίζεσαι σε προτάγματα του 1840 για να αντιμετωπίζεις το σήμερα.
• Το ότι δεν πεθαίνει το αίτημα για το καλό και το καλύτερο –που είναι σφραγίδα της ψυχής μας– και για την ισότητα μου δίνει ελπίδα. Αυτά τα αιτήματα δεν πεθαίνουν ποτέ, είναι αιώνια και επανέρχονται. Η νέα γενιά θα τα επαναφέρει γιατί θα αναγκαστεί, δεν μπορεί να κερδίζει συνέχεια το δίκιο του ισχυρού, θα αλλάξουν τα πράγματα, αλλά μπορεί να χρειαστούν πολλά χρόνια γι’ αυτό.
• Δεν μπορείς να γράψεις πάνω από τη σκιά σου. Όσες φορές και να το επιχείρησα, ήταν άλμα στο κενό. Αναγκαστικά γράφεις αυτά που ζεις εσύ, απλώς τα επενδύεις με τις γνώσεις που αποκτάς όσο ζεις και με την παιδεία σου, δεν μπορείς να ξεπεράσεις τον εαυτό σου. Σε μεγαλώνουν οι μύθοι οι τοπικοί που ζεις, οι ήρωες της γειτονιάς που ήταν περιθώριο. Η Αθήνα που καταγράφεται στα Μπλε καστόρινα παπούτσια δεν έχει καταγραφεί ξανά, και σε αυτό με βοήθησε η παιδεία της αριστεράς. Μέχρι και το 1979 υπήρχε μόνο το αστικό μυθιστόρημα, μόνο ο Πέτρος ο Πικρός είχε ασχοληθεί πιο πριν με το λαϊκό λούμπεν στοιχείο και ο Βουτυράς νωρίτερα με το μικροαστικό. Ο Τσιφόρος το είχε πιάσει ελαφριά και με πλάκα, αλλά από πλευράς μυθιστορήματος υπήρχε μόνο το αστικό. Εγώ, έχοντας βγει από τα σπλάχνα του περιθωρίου, μιας γειτονιάς που ήταν εκτός των τειχών, ήθελα να μιλήσω για μένα, γι’ αυτά που έζησα. Αρχικά αυτό το έκανα ασυνείδητα, άλλα με την παιδεία της αριστεράς και τη σχολή στο Λονδίνο είδα κι άλλα ρεύματα, ότι δεν υπήρχε μόνο η φωνή της αστικής τάξης. Όλο αυτό το μετέφερα στα Φίδια στον Κολωνό, το πρώτο μυθιστόρημα μετά τον Πικρό που καταγράφει περιθώριο και λαϊκή γλώσσα.
• Τώρα τελευταία βλέπω στην ελληνική λογοτεχνία κάποιες αναλαμπές αυθεντικότητας που γεννάει ο τόπος. Μέχρι τώρα η ελληνική λογοτεχνία που διάβαζα, ακόμη και από τους δήθεν που πήγαν να το παίξουν περιθώριο, ήταν σαν αντίγραφα γαλλικά ή γερμανικά ή ιταλικά, γι’ αυτό απέφυγα να διαβάσω μαϊμουδιές. Η επόμενη γενιά, πατώντας στη λογοτεχνία που γράφεται σήμερα με ντοπιολαλιά, θα ξεπεράσει ακόμα και τη δυσκολία της γλώσσας, θα τη φέρει στα ίσα της και θα μιλήσει για τον εαυτό της. Γιατί η ελληνική λογοτεχνία, εκτός της αστικής, δεν μίλησε για τον εαυτό της. Η αστική μιλάει πάντα για τον εαυτό της.
• Για να γράψεις λογοτεχνία πρέπει να το ’χεις μέσα σου, είναι ένα χάρισμα που δωρίζεται. Ακόμα και απλό βίωμα να έχεις, να μην είναι τίποτα συγκλονιστικό, αν το ’χεις μέσα σου, θα το κάνεις λογοτεχνία. Αυτό που σε βοηθάει είναι το πολύ διάβασμα. Στην παρανομία ήταν η εποχή που κάθισα και διάβασα. Κατέβασα όλη τη σειρά των λογοτεχνικών εκδόσεων που είχε το ΚΚΕ στην Τασκένδη και διάβασα Σκάρο, Πικρό, Χατζή, Λουντέμη και ξένους, π.χ. Τολστόι. Με βοήθησαν, όπως με βοήθησε και ο Ιωάννου πάρα πολύ, όχι τόσο να γίνω λογοτέχνης αλλά να βρω μια μέθοδο να εκμαιεύω τη σκέψη μου για να τη βάζω στο χαρτί. Ακούω που κάνουν μαθήματα δημιουργικής γραφής· έκθεση μαθαίνεις, πώς να έχει αρχή, μέση και τέλος το γραπτό σου, δεν διδάσκεται η τέχνη γιατί από μόνη της σπάει τους κανόνες, άρα δεν υπάρχουν κανόνες για να διδάξεις. Έχει τον ρυθμό της ψυχής και της καρδιάς η τέχνη, αυτό είναι το μεγαλείο της.
• Η συγγραφή δεν φέρνει λεφτά στην Ελλάδα, είναι όμως ένα ταξίδι ψυχικό και πνευματικό το οποίο δεν εκτιμάται. Τώρα που γράφω για τα Ιουλιανά ξαναγίνομαι έφηβος, ξαναπετάω πίσω, αλλά με τη γνώση του μεγάλου, και το χαίρομαι καλύτερα, γιατί όταν είσαι στα πράγματα και ορμάς δεν το κατανοείς. Τότε έμπαινα στη μάχη και δεν καταλάβαινα ούτε αισθήματα ούτε τίποτα· τώρα τα κατανόησα.
• Δεν νομίζω ότι σε μαθαίνει κάτι η ζωή, απλώς οι φόβοι σου γίνονται γνώση και δεν ρισκάρεις όπως ρίσκαρες παλιά. Τώρα ο φόβος με έχει κάνει να έχω γνώση του κινδύνου. Από κει και πέρα πιστεύω ότι αυτά που έχεις μέσα σου θα βγουν έτσι κι αλλιώς, είτε μεγάλα είτε μικρά, είτε χαζά είτε έξυπνα. Ακόμα και στη χαζομάρα υπάρχει εξυπνάδα, άμα θέλεις να τη δεις. Είμαστε και δάσκαλοι του εαυτού μας και μαθητές μαζί.
Βρείτε τα βιβλία του Θανάση Σκρουμπέλου στο LiFO Shop
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.