ΣΕ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ διαρκών αρνητικών ειδήσεων και ανατροπών, όπου η καθημερινή έκθεση σε υψηλά επίπεδα στρες συχνά μας οδηγεί να ζούμε σε μια κατάσταση συναγερμού, η ψυχική υγεία των εργαζομένων δεν είναι μια «ευαισθησία» που αφορά λίγους. Είναι μια κρίσιμη παράμετρος που επηρεάζει την απόδοση, τη δημιουργικότητα και τη βιωσιμότητα κάθε οργανισμού.
Και ενώ στην κλασική επιχειρηματική πρακτική η επιτυχία ενός οργανισμού ορίζεται κυρίως από χρηματοοικονομικούς δείκτες, όπως ο τζίρος, τα κέρδη, οι ρυθμοί ανάπτυξης και το μερίδιο αγοράς, μια επιπλέον κρίσιμη διάσταση αρχίζει να κερδίζει έδαφος ως βασικό κριτήριο επιτυχίας, αυτή της ψυχικής υγείας των εργαζομένων.
Σήμερα, τα στοιχεία και οι δείκτες που σχετίζονται με τα επίπεδα ευεξίας επιβεβαιώνουν ότι διανύουμε μια παγκόσμια κρίση ψυχικής υγείας. Εξωτερικοί παράγοντες που δεν μπορούμε να ελέγξουμε, όπως η παγκόσμια αστάθεια, τα απρόβλεπτα γεγονότα, η κρίση κόστους ζωής, η βία και η κλιματική αλλαγή συντελούν στην επιδείνωση της ψυχικής υγείας. Η κρίση αυτή αναγνωρίζεται πλέον από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) που επισημαίνει την επείγουσα ανάγκη για επενδύσεις στην ψυχική υγεία και στους χώρους εργασίας.
Σύμφωνα με την Έρευνα ψυχικής υγείας και ευεξίας εργαζομένων στην Ελλάδα του 2023 που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία της Hellas EAP, της EY Ελλάδος και του Εργαστηρίου Πειραματικής Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, μόλις το 52% των εργαζομένων δηλώνει ότι μπορεί να διαχειριστεί τα επίπεδα του στρες που βιώνει, το 64% αισθάνεται ότι το στρες από την εργασία επηρεάζει την προσωπική του ζωή, ενώ 30% έχουν ξεσπάσματα θυμού που δεν μπορούν να ελέγξουν.
Η καθημερινή διάδραση των ειδικών ψυχικής υγείας με δεκάδες εργαζομένους αναδεικνύει και στη χώρα μας την ανησυχητική αυτή πραγματικότητα, με τα ποσοστά άγχους, φόβου και συναισθηματικής κόπωσης να βρίσκονται σε διαρκή άνοδο. Σύμφωνα με την Έρευνα ψυχικής υγείας και ευεξίας εργαζομένων στην Ελλάδα του 2023 που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία της Hellas EAP, της EY Ελλάδος και του Εργαστηρίου Πειραματικής Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, μόλις το 52% των εργαζομένων δηλώνει ότι μπορεί να διαχειριστεί τα επίπεδα του στρες που βιώνει, το 64% αισθάνεται ότι το στρες από την εργασία επηρεάζει την προσωπική του ζωή, ενώ 30% έχουν ξεσπάσματα θυμού που δεν μπορούν να ελέγξουν.
Τη σημαντικότερη επιβάρυνση παρουσιάζουν οι γυναίκες και οι νεότεροι σε ηλικία εργαζόμενοι. Παράλληλα, σύμφωνα με τη μελέτη του Global Burden of Disease, IHME (Ινστιτούτο Μετρήσεων και Αξιολόγησης Υγείας), η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη θέση των χωρών παγκοσμίως με υψηλά ποσοστά κατάθλιψης, ενώ σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα, τα δεδομένα της οποίας παρουσιάστηκαν από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, η χώρα μας καταγράφει τον υψηλότερο μέσο όρο καταθλιπτικών συμπτωμάτων στην Ευρώπη.
Η ευθύνη πλέον των οργανισμών δεν περιορίζεται στην αναγνώριση του προβλήματος αλλά στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που προστατεύει και ενισχύει την ψυχική ανθεκτικότητα των εργαζομένων. Επομένως, σήμερα βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο όπου η ψυχική υγεία δεν πρέπει να είναι θέμα συζήτησης αλλά δράσης και η φροντίδα της, τόσο σε επίπεδο πρόληψης όσο και σε επίπεδο παρέμβασης, να αποτελεί μονόδρομο. Οι οργανισμοί που συνεχίζουν να βλέπουν την ψυχική υγεία ως «πολυτέλεια» και όχι ως αναπόσπαστο και κρίσιμο κομμάτι της λειτουργίας τους θέτουν σε κίνδυνο τη μακροπρόθεσμη επιτυχία τους.
Αντίθετα, οι οργανισμοί που επενδύουν στην ψυχική ευεξία λαμβάνουν ενεργά μέτρα για τη στήριξη των εργαζομένων τους, διαμορφώνουν ένα υγιές και ψυχολογικά ασφαλές περιβάλλον, όπου οι άνθρωποι μπορούν να αναπτυχθούν και να αποδώσουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους, και διασφαλίζουν τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και σταθερότητά τους. Σε αυτούς τους οργανισμούς η ψυχική υγεία των εργαζομένων δεν αποτελεί απλώς μια παράμετρο της επιτυχίας – είναι ο πυρήνας της.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον οι εργαζόμενοι νιώθουν ασφαλείς να μιλούν ανοιχτά για τις ψυχικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν, χωρίς τον φόβο διακρίσεων ή αρνητικής κριτικής. Πρωτοβουλίες και εκπαιδευτικά προγράμματα που προσφέρουν πληροφορίες και δεξιότητες και εξοικειώνουν τους εργαζόμενους με θέματα ψυχικής υγείας έχουν επίσης τεράστιο αντίκτυπο στην ενθάρρυνση της ανοιχτής συζήτησης και στη δημιουργία ενός πιο αλληλέγγυου και φροντιστικού περιβάλλοντος όπου όλοι αισθάνονται ασφαλείς να μοιράζονται και να αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις σε ψυχοκοινωνικό επίπεδο.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η διαχρονική εφαρμογή μιας ολιστικής στρατηγικής στον εργασιακό χώρο, που βασίζεται στην υιοθέτηση προγραμμάτων πρόληψης και υποστήριξης ψυχικής υγείας μέσω ειδικών και εξειδικευμένων επαγγελματιών ψυχικής υγείας, με τη φροντίδα να επεκτείνεται και στις οικογένειες των εργαζομένων, όχι μόνο ως μια κοινωνική ευθύνη αλλά και ως στρατηγική για την ενίσχυση της παραγωγικότητας, της ανθεκτικότητας και της ικανοποίησης στον χώρο εργασίας.
Καθώς, λοιπόν, η ψυχική υγεία συνδέεται άμεσα με υψηλότερη αποτελεσματικότητα, πιο υγιείς και αποδοτικές συνεργασίες, ενίσχυση της ψυχικής ανθεκτικότητας και εναρμόνιση της επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, ο δείκτης επιτυχίας ενός οργανισμού πρέπει να συμπεριλαμβάνει όλες αυτές τις διαστάσεις. Το μέλλον ανήκει στους οργανισμούς που αντιλαμβάνονται και κατανοούν ότι η επιτυχία δεν είναι μόνο οι αριθμοί αλλά οι άνθρωποι που την κάνουν πραγματικότητα και επενδύουν στη διαμόρφωση ενός υγιούς εργασιακού περιβάλλοντος, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο και σε μια πιο υγιή κοινωνία.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.