Το σπίτι της Μάρθας Ιωακειμίδη είναι πεντακάθαρο. Και δεν εννοώ ότι το έχει τακτοποιήσει και καθαρίσει σχολαστικά πριν από τη φωτογράφιση, ότι μυρίζει χλωρίνη. Αναφέρομαι σε μια άλλη καθαριότητα που βγάζει μια καθαρότητα και μια ελευθερία, σαν από κάπου να φυσάει ένα φρέσκο αεράκι. Τα πράγματα σε αυτό το διαμέρισμα μοιάζουν να έχουν βρει τη σωστή τους θέση – έπιπλα, πίνακες και αντικείμενα σαν να έχουν μετρηθεί ιδανικά. Όλα είναι «τόσο όσο».
Ένα διαμέρισμα που το λούζει το φως. Εντυπωσιακά, ψηλά ταβάνια και μια αίσθηση ότι τίποτα δεν το περιορίζει. Η Μάρθα μου λέει ότι όταν πρωτοείδε αυτό το άνοιγμα, το ταβάνι που μοιάζει να εκτείνεται στον ουρανό, γοητεύτηκε. «Έχει όμως πολλές σκάλες», μου λέει, «και πολύ πάνω-κάτω». «Να θυμίσω στον εαυτό μου», λέει χιουμοριστικά, «το επόμενο σπίτι να ’ναι σε ένα επίπεδο. Οι μεζονέτες είναι ωραίες στο μάτι, όχι όμως πρακτικές, ενώ τα διαμερίσματα που είναι σε ένα επίπεδο είναι πιο βολικά γιατί δείχνουν μεγαλύτερα και δεν σε κουράζουν».
Της λέω ότι το σπίτι δεν είναι καθόλου «μπουκωμένο» με αντικείμενα και ψιλολοΐδια. Δεν έχει παλιά πράγματα να το βαραίνουν, οικογενειακά κειμήλια και παλιές ιστορίες. Είναι ένα σπίτι απαλλαγμένο απ’ το παρελθόν.
Τη ρωτάω αν τα σπίτια ομορφαίνουν με τους έρωτες. «Όλα ομορφαίνουν με τον έρωτα και όλα μαραζώνουν με τον χωρισμό». «Και τι κάνεις γι’ αυτό;» «Ζω τη ζωή μου», απαντά και μου θυμίζει τον τίτλο της ταινίας του Γκοντάρ.
Η Μάρθα λέει ότι έμαθε να πετάει, όπως και την τέχνη του μετακομίζειν. Μου εκμυστηρεύεται ότι έχει κάνει πάνω από δέκα μετακομίσεις. Στην αρχή χρειάστηκε να πετάξει πράγματα, γιατί πήγαινε σε μικρότερο σπίτι, και δεν χωρούσαν όλα της τα έπιπλα. «Τότε ανακάλυψα πόσο απελευθερωτικό είναι το να πετάς. Μόνο όταν έχουμε ξεφορτωθεί τα βάρη του χθες, τα μπαγκάζια του παρελθόντος, μπαίνουμε στο καινούργιο σπίτι και νιώθουμε ανάλαφροι», μου λέει.

Θέλει πλέον να ζει με τα ουσιώδη, που τελικά είναι λιγότερα απ’ όσα νομίζουμε. Η Μάρθα είναι συνετή με όλα, και με τις λέξεις, και με τα αντικείμενα. «Μα δεν έχεις κρατήσει ούτε μία πολυθρόνα απ’ το πατρικό σου;» τη ρωτάω αυθόρμητα. Δείχνει να το σκέφτεται. «Όχι, μόνο κάτι μικροαντικείμενα και αυτό το κιλίμι της γιαγιάς μου, που είναι πραγματικά πολύ παλιό», παρατηρεί.
Τη ρωτάω σε ποια περιοχή μεγάλωσε. Στο Παλαιό Ψυχικό, απαντά. Το νιώθει ακόμα γειτονιά της; Ναι, νιώθει οικεία στα βόρεια προάστια, λέει, αλλά έμεινε στο Κολωνάκι για ένα διάστημα και πραγματικά της άρεσε πολύ. Αυτή η αίσθηση ότι μπορείς να πας παντού με τα πόδια τής ήταν πολύτιμη. «Κερδίζεις χρόνο και αυτό είναι πελώρια πολυτέλεια», λέει.
Τη ρωτάω αν πιστεύει ότι το σπίτι μάς χαρακτηρίζει, αν μαρτυρά για εμάς πράγματα ακόμα περισσότερο απ’ το ντύσιμο και το στυλ. Γνέφει καταφατικά. «Με το ντύσιμο μπορείς να ξεγελάσεις, με το σπίτι ποτέ», μου λέει.
Όπως είναι προσεκτική στη διατύπωση, έτσι και το σπίτι της έχει αυτό το ζύγισμα. Τίποτα φλύαρο δεν υπάρχει σε αυτό. Έχει τρεις πίνακες, δύο μεγάλες φωτογραφίες γνωστών φωτογράφων. Της ζητάω να μου πει τους καλλιτέχνες, αλλά απαντά: «Όποιος ξέρει, ξέρει. Άλλωστε, τους πίνακες δεν τους διάλεξα επειδή ήθελα να έχω ηχηρά ονόματα της τέχνης στο σπίτι αλλά γιατί επιδρούν πάνω μου συναισθηματικά».



«Είναι τα έργα τέχνης η ψυχή του σπιτιού;» τη ρωτάω. «Όχι, η ψυχή του σπιτιού είναι οι άνθρωποι που το κατοικούν. Τα έργα τέχνης είναι άψυχα. Ψυχή έχει η γάτα μου», λέει και χαϊδεύει ένα ακόμα γατάκι που μάζεψε πρόσφατα απ’ τον δρόμο, ενώ ο σκύλος της κοιμάται στα πόδια της. «Να τι δεν μπορεί να λείπει απ’ το σπίτι ποτέ, τα ζώα», λέει.
Τη ρωτάω για τα έπιπλα. Οι καναπέδες είναι από το Sofa Company, η τραπεζαρία απ’ το homad και άλλα διάφορα πράγματα, π.χ. οι λάμπες, από το Μοναστηράκι και ανοιχτές αγορές όπου της αρέσει να πηγαίνει. Τα έπιπλα προσαρμόστηκαν στα μέτρα αυτού του σπιτιού. «Δεν χωρούσε τίποτα σε αυτό το στενόμακρο σαλόνι», λέει, «έτσι έπρεπε να δώσω τα προηγούμενα και να πάρω αυτά», λέει και ανασηκώνει τους ώμους.
Τη ρωτάω τι δίνει στο σπίτι ζωντάνια. «Τα παιδιά», απαντά αυθόρμητα. Έχει τρία· τα δύο μεγαλύτερα έχουν φύγει από το σπίτι, για σπουδές, και μένει με τον μικρό της γιο. «Πώς είναι να φεύγουν τα παιδιά απ’ το σπίτι;» «Δεν είναι ευχάριστο, όμως χαίρεσαι που ανοίγουν δικά τους σπίτια και μαθαίνεις να ζεις με αυτό. Τίποτα δεν είναι δικό μας, ούτε καν τα παιδιά», μου λέει. «Άρα, δεν είσαι υπέρ της ιδιοκτησίας», παρατηρώ. «Όχι, καθόλου, δεν με αφορά. Μου αρέσει να αλλάζω σπίτια. Είναι σαν κάθε φορά να κάνω μια καινούργια αρχή».
Τη ρωτάω αν τα σπίτια ομορφαίνουν με τους έρωτες. «Όλα ομορφαίνουν με τον έρωτα και όλα μαραζώνουν με τον χωρισμό». «Και τι κάνεις γι’ αυτό;» «Ζω τη ζωή μου», απαντά και μου θυμίζει τον τίτλο της ταινίας του Γκοντάρ.
Ανεβαίνω και στα πάνω δωμάτια. Όλα μετρημένα, ακόμα και το παιδικό δωμάτιο. Τη ρωτάω πώς γίνεται και ο έφηβος γιος της δεν κάνει βανδαλισμούς. «Καλά, πετάει κάποια πράγματα, όπως κι εγώ. Κανείς μας δεν έχει εμμονή με την καθαριότητα, άλλα νομίζω η τάξη βοηθάει και τη σκέψη να μπει σε σειρά. Ένα σπίτι μοσχομυριστό, με ωραία λουλούδια στα βάζα και καθαρό σού δίνει μια καλή αίσθηση, σε κάνει να θέλεις να γυρίσεις σε αυτό, το νιώθεις σαν ένα τόπο όπου αισθάνεσαι καλά».


«Πώς κατάφερες να είσαι ολιγαρκής;» τη ρωτάω. «Δεν ήμουν πάντα. Το έμαθα μέσα απ’ την υπερβολή. Παλιά είχα καταναλωτικές μανίες. Πλέον έχω επαναπροσδιορίσει τις πραγματικές μου ανάγκες».
Η Μάρθα έχει το Mint, ένα μαγαζί με επώνυμα vintage ρούχα και αξεσουάρ στο Κολωνάκι. Ξεκίνησε με τα vintage ρούχα το 2013, όταν δεν ήταν τόσο διαδομένα στην Ελλάδα. «Ήταν η Ελλάδα της κρίσης», μου λέει, «και ο κόσμος ήθελε να μαζευτεί. Τώρα είναι τάση, όλη η βιομηχανία της μόδας στρέφεται στο recycling. Τα ρούχα, οι τσάντες, τα παπούτσια, όλα πρέπει να αλλάζουν χέρια, μπορούμε πλέον να έχουμε πρόσβαση σε κάτι ονειρεμένο, ρούχο ή τσάντα, σε μια λογική τιμή».
Τη ρωτάω για τις απομιμήσεις, αν πειράζει να κρατάμε, ας πούμε, μια Celine που την αγοράσαμε κοψοχρονιά από την Tουρκία ή την Ταϊλάνδη. Το πρόσωπό της σκληραίνει. «Δεν έχει σημασία αν φαίνεται καλή η απομίμηση, όλο αυτό συνδέεται με κάτι βρόμικο: την τρομοκρατία, την εμπορία ανθρώπων, την παιδική εργασία. Όλο αυτό επιδοτεί το οργανωμένο έγκλημα και συμβάλλει σε μια ανήθικη αγορά εργασίας. Αν δεν μπορώ να πάρω μια vintage επώνυμη τσάντα, ας κρατήσω μια οποιαδήποτε από κάλο δέρμα και τέλος. Δεν είναι τόσο απλό το “κρατάω μια αντιγραφή” αν ξέρω ότι μ’ αυτή την κίνηση είναι σαν να συναινώ σε όλα τα παραπάνω. Άσε που μπαίνεις στην έκπτωση του “σαν”. Δεν υπάρχει το “σαν Chanel”. Ή θα κρατήσεις Chanel ή τίποτα».
Καθώς μιλάμε, περιδιαβαίνω στα δωμάτια και βλέπω ότι στο playroom έχει βάλει και ένα κρεβάτι pilates. Τη ρωτάω αν έχει την πειθαρχία που χρειάζεται. Δεν αντέχει να ζει, λέει, χωρίς άσκηση, κάνει σχεδόν κάθε μέρα. Βέβαια, όλες τις υπόλοιπες ώρες τής αρέσει, ειδικά σε αυτό το σπίτι, να τις περνάει χουχουλιάρικα στο κρεβάτι, στο υπνοδωμάτιο, που είναι το αγαπημένο της δωμάτιο.
Τώρα κάθεται στον λευκό καναπέ της και μοιάζει το σπίτι να ’ναι δεύτερο δέρμα της. Τελικά, σε όσο περισσότερα σπίτια πηγαίνω, τόσο πιο πολύ καταλαβαίνω ότι ένα σπίτι μπορεί να μιλήσει για τους ανθρώπους που το κατοικούν, ακόμα κι αν εκείνοι σωπαίνουν.








