Τα Λέλουδα ήταν ένας από τους τελευταίους αυτοοργανωμένους χώρους που φιλοξενούσαν ενεργά τα «κουίρια» αυτής της πόλης, ένα από τα τελευταία σημεία μιας τρομακτικά gentrified Αθήνας, όπου η ανάγκη για καλλιτεχνική δημιουργία και κοινότητα μπορούσε να κυλά ανενόχλητη.
Μέσα σε δύο χρόνια, σε ένα παλιό μαγαζί στην Πλατεία Βάθης φιλοξενήθηκαν περισσότεροι από 50 καλλιτέχνες και πέρασαν για να διασκεδάσουν, να αράξουν, να τσεκάρουν τα bazaar, να πουλήσουν τη δουλειά τους ή να χορέψουν σχεδόν όλα τα misfits της καλλιτεχνικής Αθήνας. Συναντιέμαι στα Εξάρχεια με την Κατίνα και τη Νεφέλη, τις καλλιτέχνιδες που έτρεχαν τα Λέλουδα ως το κλείσιμο του χώρου τον φετινό Ιανουάριο, για να προσπαθήσουμε να ανασυνθέσουμε την ιστορία τους, αλλά και για να μιλήσουμε για την τεράστια ανάγκη που έχουμε για ελεύθερους, ανοιχτούς χώρους, τους οποίους δεν διαχειρίζονται μεγαλοκαρχαρίες με στόχο το κέρδος. Αυτή λοιπόν είναι η προφορική ιστορία των Λέλουδων, ή, αλλιώς, να τι μπορεί να ανθήσει όταν ελεύθεροι χώροι μοιράζονται στα δημιουργικά παιδιά μιας πόλης.
— Το πάμε από την αρχή; Πώς ξεκινάνε τα Λέλουδα;
Κατίνα: Όταν ξεκινήσαμε τη συλλογικότητα, δεν υπήρχε συγκεκριμένη ιδέα για αυτήν, ούτε σχέδιο. Υπήρχε απλώς η ανάγκη για χώρο. Εγώ έψαχνα ήδη έναν χώρο από μόνη μου για να δουλεύω, είδα αυτό το space, μου άρεσε και κατάλαβα ότι για να γίνει αυτό πρέπει να είμαστε πέντε άτομα. Πήρα τηλέφωνο τρία άτομα άσχετα μεταξύ τους και βρεθήκαμε όλες για τσίπουρα για να τους πω ότι υπάρχει αυτό το κτίριο, μου αρέσει πολύ, πάμε να το πάρουμε...
«Δεν είχαμε τίποτα μέσα. Φέρανε τα άτομα τραπέζια, καρέκλες, κάθονταν στο πάτωμα και κατέληξε από το πρώτο event να γίνεται πάρτι. Ήρθε ένας φίλος μου που έπαιζε μουσική στον δρόμο και βάλαμε τον ενισχυτή του, αγοράσαμε μπαταρίες και έγινε πάρτι. Την επόμενη μέρα φέρανε όργανα, ντραμς, μπάσο, κιθάρα, ενισχυτές και κάναμε live από το πουθενά».
Νεφέλη: Δεν ξεκίνησε με καμία ψυχραιμία. Μπήκαμε, το είδαμε και το κλείσαμε μετά από πέντε ημέρες.
Κ.: Χρειαζόμασταν ένα εργαστήριο, αλλά χρειαζόμασταν κι έναν χώρο για να συναντιόμαστε και ακόμα περισσότερο έναν χώρο για να μπορούν όλα αυτά τα άτομα –η κοινότητά μας– να δημιουργούν: από tattoo artists και μουσικές μπάντες μέχρι drag performances και installations. Όλα μαζί, ταυτόχρονα. Γι’ αυτό κρατήσαμε τον χώρο σε μια περίεργη μορφή, ώστε να αλλάζει ανά βδομάδα. Είχαμε pop-up, σαν μαγαζί, τρεις ώρες μετά μπορεί να στήναμε live στο ίδιο set-up, οπότε τα αδειάζαμε όλα και κάναμε το live.




Ν.: Ήταν και μετά την καραντίνα, που είχαμε συνηθίσει πολύ σε αυτό το «θα βγω έξω, θα πιούμε μπίρες στον ήλιο στο πάρκο», και τώρα είχε σταματήσει να υπάρχει. Βγήκε πολύ φυσικά: θέλαμε κάπου να καθόμαστε με τους φίλους μας και με κόσμο και να αράζουμε, να είναι όμορφα και να μην υπάρχει το «σε ποιο μαγαζί θα πάμε τώρα;».
Κ.: Από νωρίς που κάναμε κάποια event ή bazaar, ανοίγαμε πάντα πιο πριν ή βγάζαμε την τραπεζαρία που είχα φέρει από το σπίτι στο πεζοδρόμιο, φέρναμε φαΐ και τρώγαμε, ή απλώς περνούσε κόσμος, μας χτυπούσε το τζάμι, καθόταν μαζί μας, τα λέγαμε.
— Η πρώτη σκέψη, όταν μπήκατε τελικά, ποια ήταν; Τι απαντήσατε στο «και τώρα τι;»;
Ν.: Βασικά η πρώτη σκέψη ήταν ότι ήμασταν άφραγκες, γιατί είχαμε δώσει 1.500 ευρώ για τα τρία πρώτα νοίκια, οπότε έπρεπε να βρούμε ιδέες για να βγουν κάποια έξοδα. Το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν ένα bazaar.
Κ.: Δεν είχαμε τίποτα μέσα. Φέρανε τα άτομα τραπέζια, καρέκλες, κάθονταν στο πάτωμα και κατέληξε από το πρώτο event να γίνεται πάρτι. Ήρθε ένας φίλος μου που έπαιζε μουσική στον δρόμο και βάλαμε τον ενισχυτή του, αγοράσαμε μπαταρίες και έγινε πάρτι. Την επόμενη μέρα φέρανε όργανα, ντραμς, μπάσο, κιθάρα, ενισχυτές και κάναμε live από το πουθενά. Μόνο άτομα που κάναμε παρέα ήξεραν ότι έχουμε τον χώρο.
Ν.: Νομίζω εκεί καταλάβαμε και ότι δεν παραπονιέται κανείς στη γειτονιά. Οπότε... Μία φορά μόνο μας πετάξανε ένα... Τι ήταν;
Κ.: Ένα γυάλινο μπουκάλι από τα Airbnb, από πάνω. Χωρίς προειδοποίηση.

— Η γειτονιά πώς το είδε όλο αυτό;
Ν.: Με συμπάθεια, γίναμε και φίλες με τις γειτόνισσες.
Κ.: Από κάτω μας έμενε μια οικογένεια προσφύγων, γιαγιά, μαμά και κόρη. Αλλά υπήρχε συνεννόηση, δηλαδή τους είχαμε πει κι εμείς «όταν έχετε θέμα, να μας πείτε να χαμηλώσουμε». Έβλεπαν ότι κι εμείς δεν το ξεφτιλίζουμε κάθε ΠΣΚ. Και ήξεραν επίσης, επειδή η κυρία πρόσεχε τον ιδιοκτήτη του χώρου μας, πότε του αργούμε το ενοίκιο, και καταλάβαιναν ότι, όταν γινόταν χαμός για ένα βράδυ, την επόμενη μέρα του βάζαμε το νοίκι. Οπότε, νομίζω, είχαν κάνει τα μαθηματικά.
— Ο ιδιοκτήτης είχε καταλάβει σε ποιον νοίκιασε τον χώρο του;
Ν.: Ο ιδιοκτήτης είναι ενενήντα χρονών. Δεν είχε επικοινωνία. Δεν είχε έρθει ποτέ. Απλώς βάζαμε το ενοίκιο στα παιδιά του στην Αγγλία.
— Να πούμε λίγο πώς ξεκίνησε η φάση που ερχόταν κόσμος και δούλευε στον χώρο σας;
Ν.: Είχαμε κάνει ένα tattoo jam, και απλώς εμφανίστηκε ένας τύπος, νομίζω, που έφερε το δικό του κρεβάτι. Ήταν ένα ξύλινο κρεβάτι φυσικοθεραπείας, που μας είχε πει ότι το είχε καβατζώσει από τα ΤΕΙ. Νομίζω συνειδητοποίησε όταν το έφερε ότι αυτό δεν φεύγει τώρα από εδώ. Είχα δει εγώ ότι ένα παιδί ψάχνει χώρο για να χτυπάει tattoo, οπότε ξεκινήσαμε με το να κάνουμε κάποια guest ώστε να έρθουν κάποια άτομα που ήταν Αθήνα για λίγες μέρες. Μετά αρχίσαν να μας στέλνουν από μόνοι τους, ειδικά για τα tattoo, «α, θα είμαι εδώ για 3 μήνες, μπορώ να έρθω;»...


— Πώς βλέπετε τα πράγματα τώρα για τους αυτοοργανωμένους χώρους;
Κ.: Πλέον δεν υπάρχουν DIY χώροι, παίζει μονοπώλιο, το έχω «ένα φεστιβάλ, έχω και ένα κλαμπ, ανοίγω κι ένα δεύτερο και αγοράζω και χώρους που είναι πιο self-sustainable».
Ν.: Δεν χρειαζόμαστε, ρε παιδί μου, άλλο ένα μεγάλο κλαμπ. Μας λείπει περισσότερο αυτό που συνέβαινε σε εμάς ή στο Communitism: ποιος χέστηκε αν μπεις με δέκα μπίρες απέξω, άμα πεις δεν έχω λεφτά, δεν θα σε κυνηγήσει κανείς με τη σφραγίδα, μπήκες, βγήκες, τι έκανες, πόσα έδωσες.
Κ.: Ας πούμε, το καλοκαίρι θέλαμε να κάνουμε ένα μεγάλο πάρτι στην πλατεία Πρωτομαγιάς. Είχαμε πάει πρόσφατα σε ένα πάρτι που είχε γίνει για οικονομική ενίσχυση μιας ταινίας και λέγαμε «ωραία τα κατάφεραν αυτοί, ας το κάνουμε κι εμείς». Πήγαμε, το στήσαμε την τελευταία στιγμή. Είχαμε ένα διαολεμένο line-up που ξέραμε ότι θα πήγαινε ως τις 8 το πρωί και με ψιλο-hardcore τέκνο. Πάμε και στήνουμε όλα τα πράγματα με τη βοήθεια του πρώην μου, τραπεζάκια, ποτηράκια, κάβα, ηχεία, ενισχυτές κ.λπ. Η Νεφέλη με τον Χρήστο φεύγουν για να φέρουν την τελευταία φουρνιά και ξαφνικά σκάνε δέκα μπάτσοι κι είναι σε φάση «μάζεψε τα τώρα, αυτό που κάνεις είναι παράνομο».
Ν.: Λίγο πριν, εγώ είχα κάνει μια συζήτηση με πέντε-έξι μπάτσους και τους είχα πει ότι έχω γενέθλια και θα έρθουνε πέντε-έξι φίλοι μου. Μου είχαν πει ότι αν στήνουμε συναυλία είναι παράνομο και ήμουν σε φάση, «α, συναυλία όχι, δεν έχουμε» – γιατί δεν θα τραγουδούσε κανείς.
Κ.: Σκάσανε με τους φακούς και φώναζαν «είναι παράνομο», «φύγε, φύγε, φύγε». Εγώ ταυτόχρονα περίμενα τον Χρήστο να έρθει πίσω, κι είμαι σε φάση «δεν είναι παράνομο που υπάρχω, ξεκόλλα, έχω ένα τραπεζάκι μπροστά μου, τι περίμενεις, εν τω μεταξύ, να τα κουβαλήσω μόνη μου;»
Ν.: (Γέλια) Ένα τραπεζάκι κι από πίσω κάβα. Καλά, αφήσαμε και κάτι παιδάκια που έπαιζαν στην πλατεία να μας προσέχουν τα πράγματα μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε, τα είχα βάλει κιόλας να τσεκάρουν αν έρχονται μπάτσοι. Τελικά τα μαζέψαμε και το πήγαμε όλο στα Λέλουδα, αλλά είναι μια γαμημένη πλατεία, ρε συ, όπου δεν ενοχλείς και κανέναν, γιατί να πρέπει να έχεις άδεια;




— Όλο αυτό το πράγμα, λοιπόν, κράτησε δύο χρόνια. Γιατί έπρεπε να σταματήσει;
Ν.: Γιατί κουραστήκαμε, βασικά. Χρωστάγαμε άπειρα και στη ΔΕΗ.
Κ.: Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Νομίζω ότι ήταν ένα full time project και ότι θέλαμε να το κλείσουμε υπό καλές συνθήκες και να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε από εδώ και πέρα, ως άστεγη κολεκτίβα, ως άστεγο δίκτυο. Από ένα σημείο και μετά εμένα με έτρωγε πολύ και το άγχος, πέρα από το ότι ήμασταν παράνομοι· θεωρώ ότι εάν γνωρίζουν τα λάθος άτομα ότι υπάρχεις εκεί πέρα, κάποια στιγμή θα τη φας. Είτε από άλλες επιχειρήσεις που τους παίρναμε όντως τον κόσμο είτε από τον δρόμο, γιατί η μαφία υπάρχει και στην Ομόνοια και στη Βικτώρια. Μία, δύο, τρεις, μας είχαν ήδη σκάσει γενικά τέτοια σκατόπαιδα και ποτέ δεν ξέρεις.
Ν.: Όσο περνούσε ο καιρός, μαζευόταν όλο και περισσότερος κόσμος. Όταν αρχίζεις και νιώθεις άνετα, όλο αυτό μεγαλώνει. Όταν έχει κλείσει δύο, τρεις, πέντε φορές ο δρόμος, θα κλείσει πολύ πιο εύκολα μια έκτη, μια έβδομη. Και τη δέκατη θα περάσει ένας μπάρμπας, θα πάρει τους μπάτσους να τους το πει και θα έχουμε τεράστιο θέμα.
— Μετά από δύο χρόνια, τι καταλάβατε ότι χρειάζεται για να λειτουργήσει κάτι σαν τα Λέλουδα, μια τόσο καλή ιδέα, τόσο άρτια εκτελεσμένη, που αγαπήθηκε τόσο πολύ;
Κ.: Θράσος.
Ν.: Θάρρος. Έλλειψη σκέψης.
Κ.: Είχε βέβαια και πολλή σκέψη, αλλά πιστεύω ότι μάθαμε πως μπορείς να κάνεις ό,τι γουστάρεις, απλώς πολλές φορές είναι πιο εφικτό και πιο ασφαλές το να το κάνεις σε έναν χώρο, για τον οποίο δυστυχώς πληρώνεις ενοίκιο.

Ζήτησα, τέλος, από μερικά άτομα που έζησαν τον χώρο από μέσα να μας πουν δύο λόγια για τα όσα έζησαν εκεί.
Δεν θυμάμαι καθόλου πώς βρέθηκα εκεί πρώτη φορά. Το άκουγα από καιρό από φίλους που έψαχναν μέρος για να παρουσιάσουν τα πρότζεκτ και τις ιδέες τους. Παίξαμε κάμποσα live με το συγκρότημά μας, Το Κορίτσι Κοιμάται, στο σαλονάκι των Λέλουδων, χωρίς stage, με δωρεάν είσοδο, και το κοινό πρακτικά ήταν δίπλα και γύρω μας. Δεν ξέρω τι θα απογίνουν, αλλά έδωσαν δύναμη στην DIY σκηνή της Αθήνας που βρίσκει τόσο δύσκολα μέρος να εκφραστεί.
Γιώργος / @ mufatsa / @ tokoritsikoimatai
Τα Λέλουδα ήταν το safe space μου στην Αθήνα και το γραφείο μου, όπου είχα τη δυνατότητα να αναπτύξω τα τατουάζ μου και να γνωρίσω τόσα υπέροχα πλάσματα – επίσης βελτίωσα τα αγγλικά μου. Στενοχωρήθηκα πάρα πολύ όταν είδα το story για το τέλος των Λέλουδων, αλλά είμαι σίγουρη πως κάτι με την ίδια ενέργεια θα ξεφυτρώσει!
Clowi / @magic_clowi_blablabla
Την πρώτη φορά που άκουσα γι’ αυτό τον χώρο ήταν από τις φίλες μου, που μου τον περιέγραψαν ως ένα creative safe place. Μου είπαν ότι είναι ένας χώρος όπου μπορείς να είσαι ο εαυτός σου, χωρίς φόβο ή άγχος, και αυτό με έκανε να θέλω να είμαι part of it! Εκεί ένιωσα ότι ανήκω σε μια πολύ όμορφη και υποστηρικτική κοινότητα, γνώρισα κουίρ κόσμο, κάτι που με έκανε να αισθανθώ ακόμα μεγαλύτερη άνεση και ελευθερία να είμαι ο εαυτός μου, χωρίς φόβο ή περιορισμούς. Ξέφρενα πάρτι μέχρι πρωίας με απίστευτα καλλιτεχνά. Αξέχαστες γνωριμίες με ατομάκια από όλο τον κόσμο. Tattoo exchanges. Awesome bazaars. DIY shoots with katina and nefeli showing our κρυφά ταλέντα. Cheers to lelouda! Bifsa / @pifssi




Βρείτε την δουλειά των κοριτσιών και τα Λέλουδα, στο Instagram: @talelouda / @elfuzzz / @indizzy0.1