Η έκθεση «Κουλτούρες σε αντιπαράθεση, 1967-1974», που διοργανώνει το ΜΙΕΤ σε συνεργασία με τα Γενικά Αρχεία του Κράτους και το Αρχείο της ΕΡΤ, αποτελεί ένα κοινωνικοπολιτικό και πολιτιστικό χρονικό της περιόδου από την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών την 21η Απριλίου 1967 μέχρι τον Ιούλιο του 1974 και όσα ακολούθησαν αμέσως μετά, τις πρώτες ενθουσιώδεις εκδηλώσεις, τις πολιτικές εξελίξεις, την επιστροφή Ελλήνων που συμμετείχαν στον αντιδικτατορικό αγώνα στο εξωτερικό, όλα εκείνα που σηματοδότησαν την κουλτούρα της Μεταπολίτευσης και την έναρξη μιας νέας εποχής.
Πρόκειται για μια ιδεολογική περιπέτεια η οποία οριοθετείται από την έναρξη της δικτατορίας, που συμβολίζει το τέλος της μεταπολεμικής εποχής, ενώ ο τερματισμός της επτά χρόνια αργότερα σηματοδότησε το τέλος της μετεμφυλιακής εποχής.
Όσο διήρκεσε το απολυταρχικό καθεστώς των Απριλιανών, η χώρα μπήκε στον γύψο και μια γενιά νέων ανθρώπων που συμμετείχαν ενεργά σε αυτό που αποκαλούμε «άνοιξη της δεκαετίας του ’60» καθηλώθηκε, ενώ ακυρώθηκε κάθε κοινωνικό και πολιτιστικό επίτευγμα, αμαυρώνοντας κάθε αισιόδοξο μήνυμα για ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας της εποχής, το οποίο ασφυκτιούσε από το συντηρητικό περιβάλλον μιας Ελλάδας που αρνιόταν να προχωρήσει και από έναν κρατικό δεσποτισμό που έβαζε τροχοπέδη σε κάθε δημοκρατική πρωτοβουλία.
Η έκθεση του Μεγάρου Εϋνάρδου διατρέχει τα ιστορικά γεγονότα μέσα από πρωτοσέλιδα εφημερίδων, ηχητικά και οπτικά ντοκουμέντα, επίσημα έγγραφα και άπειρα τεκμήρια από την πνευματική και καλλιτεχνική δυναμική της εποχής, σε αντιπαράθεση με τα επιτεύγματα που διαλαλούσαν οι πραξικοπηματίες, όλα όσα συμπεριλαμβάνονταν στο επίσημο αφήγημα της Ελλάδας της Επταετίας.
Ήταν μια νεολαία που αγωνιζόταν να βρει διεξόδους μέσα από την τέχνη και μέσω της πολιτικής δράσης και της διεκδίκησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που η χούντα τη φίμωσε, καθυστερώντας την ωρίμανση της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή την γκρίζα περίοδο «αφηγείται» η έκθεση μέσα από μια πλούσια αντιπαράθεση τεκμηρίων, φέρνοντας καθόλου ευχάριστες μνήμες σε όσους έζησαν την εποχή και αποκαλύπτοντας σε όσους γεννήθηκαν αργότερα τη νεότερη ιστορία του τόπου.

Όσο διήρκεσε η χούντα έκαναν την εμφάνισή τους δύο αντίρροπες κουλτούρες. Η μία ήταν η κουλτούρα της αδέσμευτης σκέψης, της τέχνης, της έμμεσης αλλά και της άμεσης αντίστασης. Με όχημα τη λογοτεχνία, το θέατρο, τον κινηματογράφο, την εικαστική δημιουργία, κάποιοι αγωνίζονταν να διασώσουν το δημιουργικό και κριτικό πνεύμα.
Κάποιοι άλλοι επιδίδονταν στην αναπαραγωγή της κρατικής προπαγάνδας, στηριζόμενοι σε έναν ανερμάτιστο πατριωτισμό και στην αντικομμουνιστική υστερία, προβάλλοντας παράλληλα ένα άνευ προηγουμένου κακόγουστο κιτς ως τέχνη και τη βιτρίνα μιας τουριστικής αρχαιοελληνικότητας ως την εικόνα μιας ευδαιμονούσας χώρας στο εξωτερικό. Στο εσωτερικό βέβαια η προπαγάνδα του καθεστώτος ήταν σαρωτική, από τον δημόσιο λόγο μέχρι τους χώρους της εκπαίδευσης, ευελπιστώντας σε μια νέα γενιά υπάκουων, χριστεπώνυμων ελληνόπουλων.
Ο φόβος της καθημερινότητας, οι ανακρίσεις και τα βασανιστήρια στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, το κίνημα του Ναυτικού, οι καταλήψεις της Νομικής και η εξέγερση των φοιτητών του Πολυτεχνείου, η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η άφιξη του Καραμανλή και η επιστροφή των εξόριστων Ελλήνων αποτελούν τη μεγάλη συλλογική μνήμη της δεκαετίας του ’70.
Ακολούθησε η Μεταπολίτευση, φορτωμένη με το τραύμα του κυπριακού ελληνισμού, τις άγριες μνήμες μιας πολιτικά σκοτεινής περιόδου που είχε αφήσει σημάδια στο κορμί και στην ψυχή πολλών, αλλά και με πολύ ενθουσιασμό. Μια μεγάλη γιορτή διέτρεξε ολόκληρη τη χώρα στους δρόμους, στα στάδια και στις πλατείες.
Η έκθεση του Μεγάρου Εϋνάρδου διατρέχει τα ιστορικά γεγονότα μέσα από πρωτοσέλιδα εφημερίδων, ηχητικά και οπτικά ντοκουμέντα, επίσημα έγγραφα και άπειρα τεκμήρια από την πνευματική και καλλιτεχνική δυναμική της εποχής, σε αντιπαράθεση με τα επιτεύγματα που διαλαλούσαν οι πραξικοπηματίες, όλα όσα συμπεριλαμβάνονταν στο επίσημο αφήγημα της Ελλάδας της Επταετίας.


Πιάνοντας το νήμα από την αρχή, παρουσιάζονται τα πρώτα δημοσιεύματα που εξυμνούν την «επανάσταση» της 21ης Απριλίου, φωτογραφίες από παρελάσεις, επιδείξεις μόδας, καρικατούρες αρχαιοελληνικού κλέους, προπαγανδιστικές αφίσες δίπλα σε μία του ΠΑΜ (Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου), στιγμιότυπα από τη δίκη της Λαϊκής Πάλης στη Θεσσαλονίκη, η Μελίνα Μερκούρη έξω από την ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο, η μεγαλειώδης κηδεία του Γιώργου Σεφέρη τον Σεπτέμβρη του 1971 στην Αθήνα.
Κι ενώ μια σειρά από εξώφυλλα δίσκων βινυλίου παραπέμπει στην ιστορία της ελληνικής μουσικής με έργα του Νέου Κύματος, του Μαρκόπουλου, του Ξυλούρη, του Σαββόπουλου και του Χατζιδάκι, σε κάθε βήμα του ο επισκέπτης έρχεται σε επαφή με έργα ζωγραφικής και γλυπτικής που αντανακλούν το ελεύθερο πνεύμα των νέων καλλιτεχνών της εποχής.
Μία ξυλογραφία του Στρατή Τσίρκα από τον Γιώργη Δήμου και ένα γλυπτό του νεκρικού χεριού του Γιώργου Σεφέρη από τον Γιάννη Παππά συμβολίζουν καταφανώς τη δίψα για ελευθερία της σκέψης μέσα από δύο εμβληματικές προσωπικότητες των ελληνικών γραμμάτων. Παραδίπλα, αντίτυπα των ιστορικών εκδόσεων του Κέδρου «Δεκαοχτώ Κείμενα» του 1970 και «Νέα Κείμενα» του 1971, η απάντηση των Ελλήνων λογοτεχνών στη λογοκρισία, αλλά και ένα τυπογραφικό δοκίμιο του Σεφέρη με χειρόγραφες διορθώσεις του Τσίρκα στο ποίημα «Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα», όπως και επιστολή του Ρίτσου στον Τσίρκα από τη Σάμο όπου βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Θεατρικά προγράμματα από παραστάσεις όπως το «Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ, τελευταία παράσταση της Κατίνας Παξινού, το «Ε… νοικοκυραίοι!» του Ανδρεόπουλου από το Σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο των Στέφανου Ληναίου - Έλλης Φωτίου, η «Όπερα του ζητιάνου» από το Ελεύθερο Θέατρο αλλά και η αφίσα της επιθεώρησης «…και συ χτενίζεσαι» που άφησε εποχή∙ τέλος, προγράμματα του θρυλικού «Μεγάλου Τσίρκου» του Καμπανέλλη από τον θίασο Καρέζη - Καζάκου.

Φυσικά τα εκθέματα συμπεριλαμβάνουν εκδόσεις του αντιδικτατορικού αγώνα των εξόριστων Ελλήνων ανά την Ευρώπη, όπως το πέμπτο τεύχος του περιοδικού «The Greek Report» (Λονδίνο, Ιούνιος 1969), με τον Αλέκο Παναγούλη στο εξώφυλλο, και το πρωτοσέλιδο της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Ελεύθερη Ελλάδα» που εκδιδόταν στη Ρώμη. Ωστόσο, ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν τεύχη από περιοδικά που τυπώνονταν μέσα την Ελλάδα, όπως το πρώτο τεύχος του «Αντί» το 1972 ή το δεύτερο τεύχος της «Ξαστεριάς» του 1973 από τη Φοιτητική Ένωση Κρητών Φοιτητών.
Επίσης παρουσιάζεται φωτογραφικό υλικό από το Πολυτεχνείο, με περισσότερο ή λιγότερο γνωστές εικόνες φωτορεπορτάζ, αλλά και τα πρωτοσέλιδα της επιστροφής του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όπως και άλλων από την εξορία, φωτογραφίες από το δράμα της Κύπρου και ζωγραφιές Κυπριωτών μαθητών δημοτικού από αγγλική έκδοση ημερολογίου της Εθνικής Τράπεζας. Η τελευταία αυτή ενότητα της έκθεσης συνοδεύεται ηχητικά από τη Μαρία Φαραντούρη να τραγουδάει το «Γελαστό παιδί» και τον Αντώνη Καλογιάννη να τραγουδάει «Τα σφαγεία» στη μεγαλειώδη συναυλία που έδωσε ο Μίκης Θεοδωράκης για την Κύπρο στο Στάδιο Καραϊσκάκη στις 9 Οκτωβρίου 1974 και κατέγραψε στο ντοκιμαντέρ «Τα τραγούδια της φωτιάς» ο Νίκος Κούνδουρος. Είναι μια παράμετρος ιδιαίτερης συγκινησιακής φόρτισης, που για όσους έζησαν τα γεγονότα φέρνει μνήμες ανάτασης, κάτι που, έστω και με έναν «σκηνοθετημένο» τρόπο, δεν μπορεί παρά να μεταδίδεται και στους νεότερους επισκέπτες της πολύτιμης αυτής έκθεσης.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση «Κουλτούρες σε αντιπαράθεση, 1967-1974» εδώ.