Ο Νίκος Πατερέκας είναι ένας ακόμα νέος άνδρας που πάει κόντρα σε δύο ρεύματα της εποχής, την αστικοποίηση και την απομάκρυνση των νέων από τον πρωτογενή τομέα. Παρακινούμενος από την απώλεια του αγαπημένου του παππού, αποφάσισε μέσα σε μία μέρα να εγκατασταθεί μόνιμα στο χωριό. Η ζωή του πια είναι καθαρά αγροτική, αφού έχει δημιουργήσει με τα χέρια του την επισκέψιμη Φάρμα Κατσαντώνη, όπου παράγει τα δικά του βιολογικά προϊόντα και καλωσορίζει όσους θέλουν να τα δοκιμάσουν από κοντά. Ακολουθεί η συζήτηση μαζί του.
«Η Νέα Αβόρανη βρίσκεται πολύ κοντά στην πόλη του Αγρινίου. Είναι ένα πεδινό χωριό, κατάφυτο με απέραντους ελαιώνες, λίγα αμπέλια, όμορφες εναλλαγές από μια παραποτάμια ζώνη και διάκενα με βλάστηση δομημένα σε ένα ευρύτερο αγροτικό τοπίο. Ξεχωρίζει η ιστορική γέφυρα της Ερμίτσας στον ποταμό του χωριού, ο οποίος ταξιδεύει μέχρι τις λίμνες της περιοχής μας.
Μεγάλωσα στην πόλη, αλλά η ζωή μου ακολουθούσε το μοτίβο “η πόλη με γέννησε, αλλά το χωριό με έθρεψε”. Όλα τα Σαββατοκύριακα έμενα με τους παππούδες μου στο χωριό. Μεγαλώνοντας, με απορρόφησε περισσότερο η πόλη, έκανα παρέες, έζησα στο έπακρο τη ζωή εκεί, αφιερώνοντας άπλετο χρόνο σε extreme & urban αθλήματα, όπως παρκούρ, skate, BMX κ.λπ. Πάντα όμως η βαθιά αγάπη μου ήταν για τη φύση και η ανάγκη μου ήταν να προσφέρω στα ζώα. Η καθημερινότητα ήταν ενδιαφέρουσα, όπως σε κάθε πόλη όπου προσπαθεί να κοινωνικοποιηθεί κανείς, αλλά υπήρχαν βαθύτερα απωθημένα που εν τέλει βγήκαν στην επιφάνεια μεγαλώνοντας.
Αγαπημένη συνήθεια το καλοκαίρι είναι να πηγαίνω για βουνίσιο τσάι και ρίγανη στον Κοκκινιά, να ανάβω τζάκι κι ας είναι καλοκαίρι και να τρώω για πρωινό μια ντομάτα με φέτα, μαζί με τα ζώα μου, σε ένα παλιό ξύλινο παγκάκι. Ο χειμώνας είναι ο καιρός της παρέας. Τζάκι, ψήσιμο, καλαμπούρι, μια ολόκληρη γειτονιά μέσα σε ένα μικρό κουζινάκι.
Την απόφαση να εγκατασταθώ μόνιμα στο χωριό την πήρα όταν βίωσα έντονα την απώλεια του μεγάλου μου πρότυπου, του παππού μου, Βασίλη Κατσαντώνη. Πολύς κόσμος ήρθε να τον αποχαιρετήσει, όλη αυτή η εικόνα με ταρακούνησε και σε συνεννόηση με την οικογένεια του θείου μου αποφάσισα να μετακομίσω μόνιμα εδώ, δίνοντας την υπόσχεση ότι το σπίτι και το μέρος θα παραμείνει όπως το είχαν οι παππούδες και καλύτερο! Όμορφα μποστάνια, ζώα, αμπέλια και ένα παραδοσιακό χωμάτινο σπίτι. Όλα αυτά σε μια γειτονιά του χωριού με μεγάλη ιστορία. Η ιδέα της φάρμας και πολλά άλλα γεννήθηκαν από αυτή την υπόσχεση, που για κάποιους ανθρώπους έχει μεγάλη σημασία. Έφυγα μέσα σε μια βραδιά από την πόλη και άφησα πίσω έναν ωραίο χώρο που είχα δημιουργήσει. Θυσίασα όλα αυτά για μια υπόσχεση.

Η Φάρμα Κατσαντώνη γεννήθηκε πολύ παλιά, όταν οι παππούδες είχαν ζώα, καλλιέργειες καπνού, αμπέλια και μποστάνια δικά τους. Εγώ απλώς έκανα μια ανανέωση και αξιοποίηση του υπάρχοντος χώρου, ανακαινίζοντας τις παλιές παραδοσιακές χωμάτινες αποθήκες, δημιουργώντας στάβλους και όμορφες κατασκευές που δένουν παραδοσιακά με το τοπίο και παράλληλα είναι χρήσιμες και για τα ζώα. Η φάρμα έχει χαρακτήρα “old school traditional farm”, που λέμε και στο χωριό, και δεν το μετανιώνω πραγματικά, γιατί φέρνεις κοντά το παρελθόν με το μοντέρνο παρόν. Η δραστηριότητά μου πλέον στην περιοχή είναι καθαρά η ενασχόληση με την αγροτική ζωή και η παραγωγή των δικών μου βιολογικών προϊόντων.
Η ενασχόληση με την αγροτιά και τα ζώα είναι μια δύσκολη εργασία και βρόμικη. Ταλαιπωρία, χωρίς ωράριο, χωρίς γιορτές και αργίες. Δικαιολογημένα ο κόσμος στις πόλεις αντιμετωπίζει με προκατάληψη και δυσαρέσκεια αυτό τον τομέα. Όμως κάποιος πρέπει να ασχοληθεί και με αυτά. Κανένα επάγγελμα δεν είναι ντροπή. Ντροπή είναι να κάθεσαι άπραγος και να μην εξελίσσεσαι. Κι ας γυρίζεις σπίτι βρόμικος ή κομμένος ή με ένα χτύπημα από μια αρσενική γαλοπούλα. Αγαπάμε αυτό που κάνουμε, δεν μας επηρεάζει ο εξωτερικός κόσμος. Προσπαθούμε να προσκαλέσουμε το κοινό να δει τη ζωή μας, να τη δοκιμάσει και να αποκτήσει μια πιο ολοκληρωμένη και όχι βιαστική άποψη. Μια τέτοια προσπάθεια γίνεται και εδώ στη φάρμα μας.
Ως προς τα μελλοντικά μου σχέδια, θα ήθελα να ασχοληθώ εκτενέστερα με την αυγοπαραγωγή και τις κοτούλες, που τους έχω μεγάλη αδυναμία. Ξεκινώντας μια επένδυση, θεωρώ τίμιο να προσπαθεί κανείς να ξεκινήσει κάτι δικό του που αγαπά, να βρίσκεται κάθε μέρα στον χώρο του προσφέροντας αρχικά το καλύτερο στον εαυτό του και παράλληλα κυνηγώντας τον βιοπορισμό. Πάντα συνδυαστικά, εννοείται.


Οι άνθρωποι του κύκλου μου δεν με παρότρυναν στη νέα μου απόφαση, αλλά είχα την υποστήριξη της οικογένειάς μου. Η μετάβαση ήταν ομαλή, είχα προετοιμαστεί γι’ αυτό από μικρός. Δεν μου κακοφάνηκε και δεν μετάνιωσα ποτέ για αυτή την επιλογή, αν και μου κόστισε λίγο, σε προσωπικό επίπεδο κυρίως. Υπήρχε, όπως καταλαβαίνεις, οικειότητα με το χωριό και τους κατοίκους και όλα πήγαν καλά, πλην κάποιων μικρών προβληματισμών ορισμένων συγχωριανών, που αναρωτήθηκαν τι σκοπό είχα τώρα που εγκαταστάθηκα μόνιμα στο χωριό.
Δεν μου λείπει πλέον τίποτα. Χόρτασα την πόλη και όταν πλέον γουστάρεις αποκέντρωση και ζωή στο χωριό, ξεχνάς την πόλη. Πού και πού πηγαίνω στο Αγρίνιο για κανένα καφεδάκι στο αγαπημένο στέκι της πόλης, το Da hood, ένα μαγαζί που με δέχτηκε όπως ήμουν, με την αδυναμία μου για τη φύση, τα ζώα και τη διαφορετικότητα. Θυμάμαι κάποιες φορές λοιπόν να κατεβαίνω για καφεδάκι παρέα με μια πολωνική νανόκοτα ή ένα εξημερωμένο κατσικάκι Καμερούν ή ένα φίδι που διέσωσα από τον στάβλο της φάρμας μας. Εξισορροπώ την αλλαγή στη ζωή μου συνδυάζοντας τη ζωή στο χωριό με μικρές δόσεις επισκέψεων στην πόλη και νιώθω ολοκληρωμένος.
Θεωρώ πως έχω δρόμο ακόμη ώστε να πω πως δικαιώθηκα για την επιλογή μου να ζήσω εδώ. Ίσως τα επόμενα χρόνια, που θα εκπληρώσω το όνειρο της επέκτασης της φάρμας. Έχω κερδίσει πάντως τον σεβασμό της τοπικής κοινωνίας, ως νέος που επέστρεψε στον τόπο του για να τον στηρίξει έμπρακτα. Έχασα άτομα και κοπέλες από δίπλα μου, που προτιμούσαν έναν διαφορετικό, παλιότερο Νίκο, και την ιδέα της επιστροφής στο χωριό και της αποκέντρωσης δεν την αγκάλιασαν, ενώ οι ίδιοι κάποτε ζούσαν σε αυτό τον τόπο. Ο καθένας νιώθει ευτυχισμένος εκεί όπου πιστεύει ότι νιώθει ο εαυτός του και ξεδιπλώνεται το πραγματικό του είναι. Αλλαγές θα υπάρξουν στη ζωή μας. Θέλω να βλέπω μόνο θετικές για όλους μας εδώ στο χωριό.



Στο χωριό πάντα εκτυλίσσονται οι πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες, οι οποίες ζωντανεύουν και παράλληλα τροφοδοτούν μια τοπική κοινωνία. Μια ενδιαφέρουσα ιστορία που πάντα θα θυμάμαι την έλεγε ο παππούς, όταν, παλιά, το '60, πήγε για κυνήγι στο ποτάμι και βρέθηκε μπροστά σε ένα σπάνιο θέαμα. Ο σκύλος του πάλευε μέσα στην παραποτάμια βλάστηση με έναν ρήσο, όπως τον φώναζαν οι παλιοί, έναν λύγκα δηλαδή, ένα σπάνιο αιλουροειδές που πλέον δεν υπάρχει στη χώρα μας. Ανάμνηση μιας άλλης εποχής.
Οι άνθρωποι που ζουν εδώ είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι. Αυτό που μου αρέσει στο καθημερινό αλισβερίσι είναι να μάθεις να αγαπάς την απλότητα των ανθρώπων αυτών της ντόπιας κοινωνίας. Άνθρωποι λαϊκοί, όχι απαραίτητα εύποροι, με τα προβλήματά τους, με τα ωραία τους, με τα παρατσούκλια τους, με τα πειράγματα το βράδυ στο τζάκι της γειτονιάς, στο καφενείο του χωριού, στην εκκλησία και στα καλοκαιρινά μαζέματα στα παγκάκια της μοναχικής πλατείας. Συνοδοιπόροι στη ζωή μου. Επέλεξα να ζήσω ανάμεσά τους και όχι στα παλάτια. Κοντά τους νιώθω όμως βασιλιάς.
Η Νέα Αβόρανη είναι γνωστή στην περιοχή για τους ελαιώνες, τα αμπέλια που κάποτε είχε, αλλά και για τις λίρες που είχαν ανακαλύψει παλιά αρκετοί κάτοικοι. Από τους παλιούς, ίσως από αντάρτες, ποιος ξέρει. Εννοείται ότι έχουν αλλάξει πολύ τα χρόνια και πλέον πολύ δύσκολα εντοπίζεται κάτι τέτοιο στην περιοχή. Μόνο παλιές ιστορίες και αφηγήσεις ντόπιων. Έτσι, στην πραγματικότητα ένα μυστικό είναι πιο φανερό από ποτέ στην τοπική κοινωνία, αλλά παράλληλα κανείς δεν θέλει να μιλάει γι’ αυτό.

Αγαπημένη συνήθεια το καλοκαίρι είναι να πηγαίνω για βουνίσιο τσάι και ρίγανη στον Κοκκινιά, να ανάβω τζάκι κι ας είναι καλοκαίρι και να τρώω για πρωινό μια ντομάτα με φέτα, μαζί με τα ζώα μου, σε ένα παλιό ξύλινο παγκάκι. Ο χειμώνας είναι ο καιρός της παρέας. Τζάκι, ψήσιμο, καλαμπούρι, μια ολόκληρη γειτονιά μέσα σε ένα μικρό κουζινάκι. Ιστορίες, πειράγματα και κρασί ντόπιο. Άσχημος καιρός και χαρά. Θαλπωρή και ανάσα όταν βγάλει ήλιο. Χειμώνας αγαπημένος!
Αν μπορούσα να αλλάξω κάτι, θα ήθελα να μπορούσαμε ως χωριό και ως περιοχή γενικότερα να δώσουμε κίνητρα για να επιστρέψει η νεολαία που έχει φύγει. Είμαστε πολύ λίγοι νέοι στο χωριό, οι παλιοί φεύγουν και τα σπίτια κλείνουν. Κίνητρα για να επιστρέψει η νεολαία στην επαρχία γενικότερα θα μπορούσαν να είναι το να δίνονται πιο εύκολα επιδοτήσεις και χρηματοδοτήσεις με κριτήρια αυθεντικά, ώστε να μην “πετούν” απ’ έξω ανθρώπους που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να ξεκινήσουν μια αγροτική ή ζωική παραγωγή αλλά το θέλουν πολύ. Τυχαίνει να είμαι ένα τέτοιο άτομο, τη φάρμα τη δημιούργησα με τα χέρια μου, χωρίς χρηματοδότηση. Αργότερα ήρθαν και οι χορηγοί για τροφές, όπως η Κηποτεχνική Ζώης, και τους ευχαριστώ γι’ αυτό, όπως και όλο τον κόσμο και τους φίλους που έδωσαν χορηγία για να φτιαχτεί η φάρμα. Θέλουμε λοιπόν περισσότερα κίνητρα, λιγότερα πλαφόν, περισσότερες ευκαιρίες, λιγότερη απάθεια και αδιαφορία από την ελληνική πολιτεία. Μόνο τότε θα δούμε περισσότερους νέους και νέες στην ελληνική ύπαιθρο.
Κάποιον που σκέφτεται να ζήσει σε ένα μικρό χωριό θα τον συμβούλευα, σε αντίθεση με τους περισσότερους, να το κάνει το βήμα. Απλώς, πριν το κάνει, να ψάξει πώς μπορεί ο ίδιος να φανεί χρήσιμος σε μια μικρή κοινωνία και σε έναν τόπο που μπορεί να υποστηρίξει πολλά ενδιαφέροντα πράγματα και ενασχολήσεις, ακόμη και σε επαγγελματικό επίπεδο. Αρκεί να το αγαπάς ή να γουστάρεις να δοκιμάσεις, επειδή είναι μικρή η ζωή για να ζεις μόνιμα με άγχος. Υπάρχει κόσμος που έφυγε από μια μεγαλούπολη βιαστικά αλλά ορθοπόδησε στην επαρχία, γιατί αφενός μπήκε σε άλλους ρυθμούς και αφετέρου σκέφτηκε να ασχοληθεί με κάτι πρωτότυπο και προσοδοφόρο σε βάθος χρόνου, με πολλαπλά οφέλη και για την τοπική κοινωνία και ευρύτερα».
Στείλτε τις προτάσεις σας για τη στήλη «Γειτονιές της Ελλάδας» στο [email protected]