
Κατά βάθος μονάχα αυτός ο ήλιος έχει σημασία, από εκεί και πέρα μπερδεύουμε τα πράγματα...
ΟΛΕΣ ΤΙΣ - ΑΣ ΠΟΥΜΕ - ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ, όλα τα δυσκολοχώνευτα γεγονότα, τα έχω μεταβολίσει σε ένα και μόνο σημείο: το καφέ στην βεράντα του μουσείου Μπενάκη, στο Κολωνάκι. Ένας μάλλον αφιλόξενος τόπος, αν κρίνουμε από τη γειτονιά του, τις τιμές, απ΄ το σχετικό κόρδωμα προσωπικού -το οποίο μάλλον προτιμά τους τουρίστες και το δείχνει- και στησίματος. Αποτελεί όμως ένα από τα ελάχιστα μέρη του κέντρου της Αθήνας, απ' όπου μπορείς να δεις μέρος της πόλης μας από ψηλά, δίχως να περπατήσεις πολύ.
Βλέπεις καθισμένος εκεί τον κόσμο να συνεχίζει την ζωή του ανενόχλητος, κι εσύ σκέφτεσαι: Να χωρίσω ή όχι. Να αλλάξω δουλειά, δέρμα, φυλή, ή καλύτερα αύριο; Να βριστώ με τον Χ., να τσακωθώ με τον Ψ.; Ή μήπως ώρα να επιδείξω διπλωματία. Σκέφτεσαι, σκέφτεσαι, ενώ δίπλα σου χαρωποί τουρίστες πίνουν τον πρωινό τους καφέ. Ενώ μια Γιαπωνέζα με καπέλο φωτογραφίζει τους λαχανοντολμάδες της. Ενώ δύο κυρίες από το Κολωνάκι, με τις πέρλες και τα όλα τους, συζητάνε σιγανά για το Nice N Easy -δεν φάγανε λέει καλά στην τελευταία τους επίσκεψη-. Ενώ όλα αυτά συμβαίνουν ταυτόχρονα, ενώ η κίνηση του δρόμου στερεί αργά και μεθοδικά, με τα ασταμάτητα βρουμ-βρουμ, μπι-μπιπ, την καθαρότητα της ακοής σου, τότε λοιπόν σου τα σκάει: τι όμορφη που είναι η ζωή σου. Ανοίγεις ένα στόμα,οδοντοστοιχία σκύλου λευκή κάτασπρη, δόντια τσίχλες, και χαμογελάς σαν χαζός.
Χαμογελάς στην Γιαπωνέζα τουρίστρια, χαμογελάς στον σερβιτόρο, στον αχώνευτο διπλανό σου. Σε όλο τον κόσμο. Γιατί έχεις ανακαλύψει μια δική σου καταπακτή. Ένα χαμόγελο που λέει -σε απλά ελληνικά- χέστηκα!
Θυμάμαι ως μαθητής ακόμη, τη θεία μου να μας λέει πως πρέπει κάθε μια ώρα να σηκωνόμαστε από το θρανίο μας και να κοιτάμε κάπου μακριά τον ορίζοντα. Πράγμα εξόχως εύκολο όταν μεγαλώνεις σε ένα μικρό χωριό, όπου τα σπίτια των ανθρώπων έχουν ανοίγματα, βεράντες και κήπους προς κάθε πλευρά του ορίζοντα, όπου μπορείς να ακολουθείς το φως της ημέρας καθώς περπατά από το ένα παράθυρο στο άλλο. Δύσκολο όμως στην Αθήνα, όπου ξεχνάμε αυτό που πρώτα από όλους άκουσα από τη Μαργαρίτα Καραπάνου, πως αυτός ο ήλιος, μονάχα αυτός έχει σημασία.
Και για να σας επαναφέρω στα όσα έγραφα για τον Φίσερ τις προάλλες, ε λοιπόν ξεχνάει να μας το αναφέρει αυτό: Πως το να βγάζεις βόλτα τα δράματα σου στο φως, το να τα ψήνεις στον ήλιο, αφαιρεί τα περιττά λίπη. Και στη βεράντα του μουσείου Μπενάκη αφήνεις την πομπή των αυτοκινήτων να ανεβάσουν όλα σου τα διλήμματα σου πάνω στη σχάρα τους μαζί με παιδικά ποδήλατα και άγχη, και να τα μεταφέρουν εκεί όπου δικαιώματα αξίζουν: σε κάποιο βαθύ πηγάδι, έξω από την πύλη του μυαλού σου, εκτός της περιφέρειας της σκέψης σου, όλα όσα σε αγχώνουν και σε στεναχωρούν.
Τα χαιρετάς καθώς κατηφορίζουν την Βασιλίσσης, και ονειρεύεσαι ένα βιβλικό κήτος που ξεπηδώντας από τα βάθη της Πανεπιστημίου θα τα κατασπαράξει μαζί με τη Bουλή, αφήνοντας σε στο μόνο πράγμα που έχει σημασία: τον ήλιο.
