«Πρέπει να έχεις ζήσει στην προπολεμική Αθήνα, να έχεις την έμφυτη δίψα για το ωραίο, για να αισθανθείς την απόλυτη πνευματική νέκρα που βασίλευε στη μικρή πρωτεύουσα της Ελλάδος». Αυτά έγραφε το 1971 στην αυτοβιογραφία του ο ζωγράφος Περικλής Βυζάντιος (1893-1972), λίγο πριν φύγει από τη ζωή. Η έκθεση «Περικλής και Ντίκος Βυζάντιος - Ζωγραφικές συγγένειες και αντιθέσεις» που εγκαινιάστηκε αυτόν τον μήνα στο Ίδρυμα Θεοχαράκη μάς συστήνει έναν ανήσυχο καλλιτέχνη που, αφού ήρθε σε επαφή με τα πιο πρωτοποριακά καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του, κατάφερε να αποδώσει το «εξαίσιο ελληνικό φως».
Βέρος Αθηναίος, γεννημένος στο τέλος του 19ου αιώνα, με πατέρα ανώτερο στρατιωτικό, προπάππο αγωνιστή του '21 σε εποχές που ο στρατός «αποτελούσε την επίλεκτη κοινωνία», όπως λέει και ο ίδιος, και μητέρα γόνο εύπορης φαναριώτικης οικογένειας από την Κωνσταντινούπολη, επέλεξε από πολύ νωρίς να γίνει ζωγράφος, γεγονός που ισοδυναμούσε με κοινωνικό ξεπεσμό. «Στη μικρή Αθήνα των εκατό χιλιάδων κατοίκων και στη μικρή αστική κοινωνία που βρέθηκα, το να λέγεσαι ζωγράφος έμοιαζε σαν να είσαι βιολιστής που παίζει βιολί στα υπαίθρια καφενεία», ομολογεί στο βιβλίο του. Σε αυτήν τη μικρή ελληνική πρωτεύουσα μεγάλωσε ο Περικλής Βυζάντιος και από τη στιγμή που συνειδητοποίησε ότι η μοίρα του ήταν να γίνει καλλιτέχνης, τίποτα δεν τον κρατούσε σε αυτήν.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ύδρα δημιούργησε τις πιο αξιομνημόνευτες ανθρώπινες φιγούρες, μακριά από τα σαλόνια και τους νεανικούς του έρωτες. Εκεί ήταν που ανακάλυψε τους ανθρώπους του καθημερινού μόχθου και αφέθηκε να σκιαγραφήσει την Ελλάδα που απλωνόταν κάτω από τον καυτό ήλιο.
Αρχικά σπούδασε νομικά στο Μόναχο, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε την πρωτεύουσα της Βαυαρίας για να σπουδάσει ζωγραφική στο Παρίσι, όπου έζησε τις πιο συναρπαστικές εμπειρίες της νιότης του και γνώρισε από κοντά όλα τα ρεύματα της εποχής του με κυρίαρχο τον νεο-ιμπρεσιονισμό, από τον οποίο επηρεάστηκε, όπως και από τον κυβιστή Χουάν Γκρις και τον φοβιστή Κέες Βαν Ντόγκεν. Παρακολούθησε μαθήματα, έκανε σκίτσα και τις πρώτες του ξυλογραφίες. Μεταξύ άλλων συνάντησε και Έλληνες καλλιτέχνες όπως ο Δημήτρης Γαλάνης, ο Στέλιος Μηλιάδης και ο μουσικός Μάριος Βάρβογλης, με τον οποίο συνδεόταν από την Ελλάδα. Εκεί έζησε την ελευθερία σε όλα τα πεδία, συμπεριλαμβανομένου του έρωτα, αλλά και το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν οι γονείς του αδυνατούσαν να του στείλουν χρήματα πλέον επιβίωνε ζωγραφίζοντας πορτρέτα, αντλώντας ικανοποίηση από το γεγονός ότι μπορούσε να ζήσει χάρη στην τέχνη και το ταλέντο του. Έγραφε στο ημερολόγιό του εκείνες τις σκοτεινές μέρες: «Ουδέποτε το Παρίσι μού άρεσε περισσότερο, έχει ένα charme μοναδικό. Ίσως είναι ο κίνδυνος που το χρωματίζει».

Τέλη του 1915 επέστρεψε στην Ελλάδα για να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις – το πλάνο ήταν να επιστρέψει αμέσως μετά στη Γαλλία. Στον στρατό έμεινε μια ολόκληρη επταετία, ενώ συμμετείχε και στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Εφόσον το σχέδιο της επιστροφής στο Παρίσι είχε ναυαγήσει, άνοιξε ατελιέ επί της οδού Σολωμού. Παράλληλα, συμμετείχε για πρώτη φορά σε έκθεση του «Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών», η οποία πραγματοποιήθηκε στην Κηφισιά, με σειρά πινάκων από τη νυχτερινή ζωή του Παρισιού.
Όλα έδειχναν ότι οι γονείς του μπορούσαν να είναι περήφανοι γι' αυτόν. Ωστόσο, εκείνος εξακολουθούσε να νιώθει απομονωμένος από τον κόσμο του πνεύματος. Το 1917 συμμετείχε στη μοναδική εκδήλωση τέχνης της εποχής που γίνεται στο Ζάππειο με έξι μικρές ελαιογραφίες. Καθώς γινόταν όλο και γνωστότερος ως πορτρετίστας των ανώτερων τάξεων, δουλειά που έκανε για λόγους βιοπορισμού, το 1919 συμμετείχε, μαζί με συναδέλφους του όπως ο διευθυντής της Σχολής Καλών Τεχνών, Γεώργιος Ιακωβίδης, ο Νίκος Λύτρας (γιος του Νικηφόρου Λύτρα), ο Μαλέας, οι γλύπτες Ζευγώλης και Τόμπρος και άλλοι –ο ίδιος ήταν ο νεότερος–, στην ίδρυση της Ομάδας Τέχνης, μια κίνηση για τον εκσυγχρονισμό των καλλιτεχνικών αντιλήψεων. Μάλιστα, στην πρώτη τους έκθεση, ο Λύτρας παρουσίασε μια ολόσωμη προσωπογραφία του Βυζάντιου, έργο το οποίο εκθείασε στα εγκαίνια ο Ελευθέριος Βενιζέλος.



Κι ενώ εργαζόταν στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» κάνοντας σχέδια, παρουσίασε ως ζωγράφος του στρατού, μαζί με τους Παύλο Ροδοκανάκη και Σπύρο Παπαλουκά, έργα του σε μια έκθεση στο Ζάππειο. Οι τρεις τους θεωρήθηκαν αντιδραστικοί και το 1921 στάλθηκαν στο Γενικό Επιτελείο Στρατού στη Σμύρνη. Έκαναν έκθεση στην Προύσα με περισσότερα από εκατό έργα τους, τα οποία, εν μέσω της αναμπουμπούλας, χάθηκαν οριστικά – εκείνοι επέστρεψαν σώοι και αβλαβείς. Ο Βυζάντιος, εν τω μεταξύ, είχε ανοίξει ήδη στην Πλάκα, στους Αέρηδες, ατελιέ μαζί με τον Παύλο Καλλιγά και τον Φωκίωνα Ρωκ. Ο κύκλος γνωριμιών του διευρυνόταν συνεχώς, με αποτέλεσμα την ίδρυση του «Ατελιέ», ενός χώρου συνάντησης ανθρώπων που εκπροσωπούσαν την καλλιτεχνική και πνευματική κίνηση της εποχής.
Στο μεταξύ, το 1923 παντρεύεται στο Βερολίνο την εξαδέλφη του Φρόσω Σκουμπουρδή και έναν χρόνο αργότερα γεννιέται ο γιος του Κωνσταντίνος (που έμελλε να πιάσει το νήμα που άφησε ο πατέρας του στο Παρίσι και να συνεχίσει μια ξεχωριστή καλλιτεχνική πορεία ως Ντίκος Βυζάντιος).
Οι δραστηριότητες του Βυζάντιου τα χρόνια που ακολούθησαν διευρύνθηκαν σε μια μεγάλη γκάμα που συμπεριελάμβανε από τη διακόσμηση και τη σκηνογραφία στο θέατρο μέχρι τα σκίτσα στις εφημερίδες. Οι πρώτες του σκηνογραφικές δουλειές ήταν με τον Σπύρο Μελά στο Θέατρο Τέχνης αλλά και στο παλιό Βασιλικό Θέατρο (μετέπειτα Εθνικό), όπου ορίστηκε o πρώτος επίσημος Έλληνας σκηνογράφος σε έργα όπως η «Σαλώμη» του Ουάιλντ, ο «Ερωτόκριτος», οι «Επτά επί Θήβας» και άλλα. Διετέλεσε, επίσης, επίσημος σκιτσογράφος της Δίκης των Έξι. Από το 1934 έως το 1941, μαζί με τη ζωγράφο Αλέκα Στύλου-Διαμαντοπούλου, άνοιξε και λειτούργησε σχολή ζωγραφικής στη Στοά Κοτζαμάνη. Το 1939 του ανέθεσαν τη διεύθυνση των Παραρτημάτων των Δελφών και της Ύδρας στο πλαίσιο του θεσμού των Παραρτημάτων που ξεκίνησε η Σχολή Καλών Τεχνών. Στους Δελφούς βρισκόταν όταν ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος – τότε σχεδίασε την αφίσα του πολεμικού λαχείου που σκοπό είχε τη συγκέντρωση χρημάτων για τους φαντάρους.

Το ημερολόγιό του από την περίοδο της Κατοχής δείχνει έναν άνθρωπο ευαίσθητο αλλά και πολιτικά μετριοπαθή που, όπως πολλοί της τάξης του, δεν μπορούσε να πάρει σαφή θέση, παρόλη την πείνα, τον θάνατο και την καταστροφή που κυριαρχούσε. Πάντως, κατέγραψε όλες τις κακουχίες, τον φόβο και την απελπισία των ανθρώπων της πρωτεύουσας όπως και την επαγγελματική δραστηριότητα των εμπόρων τέχνης που πουλούσαν στους μαυραγορίτες ό,τι βρισκόταν διαθέσιμο από πεθαμένους καλλιτέχνες και αντιγραφές ζωγράφων της Φλαμανδικής Σχολής! Ο ίδιος ο Βυζάντιος σχεδίασε σειρά σκηνών της Κατοχής όπου είναι εμφανής η απομάκρυνσή του από τις κοσμικότητες της νεανικής του ηλικίας και η μετάβασή του σε έργα πιο σκοτεινά και μεγάλης έντασης, όπου κυριαρχεί η απειλή του θανάτου.
Με το τέλος της Κατοχής ξεκινάει, ή μάλλον ενδυναμώνεται, η μακρά «ερωτική» του σχέση με την Ύδρα. Καθώς το Παράρτημα της Σχολής Καλών Τεχνών στην Ύδρα στεγαζόταν στο τετραώροφο αρχοντικό του ναυάρχου Εμμανουήλ Τομπάζη, που φιλοξενούσε φοιτητές της σχολής, δούλεψε για δεκαετίες εκεί, δίπλα σε νεότερους και ξένους καλλιτέχνες. Αγάπησε τόσο πολύ το νησί που έκανε αγώνα να το προστατεύσει απ' όσους εποφθαλμιούσαν τα κτίριά του και είχαν στόχο την εκμετάλλευση της γης. Πάνω απ' όλα ήταν ο χαρακτήρας, η αρχιτεκτονική και τα χρώματα της Ύδρας που καθόρισαν τη ζωγραφική του, οδηγώντας τη σε μια ωριμότητα που τον ξεχώρισε ως καλλιτέχνη.

Σε συνέντευξή του το 1967 μιλούσε για τα τελευταία έργα του, αιτιολογώντας την πορεία που ακολούθησε στο δεύτερο μισό της ζωής του: «Ήθελα να απομακρυνθώ απ’ την Αθήνα, γιατί η κοσμική ζωή με τραβούσε και έχανα καιρό. Έτσι ανέλαβα τη διεύθυνση των Παραρτημάτων της Σχολής Καλών Τεχνών στην Ύδρα και στους Δελφούς. Εκεί αντιμετώπισα το μεγάλο πρόβλημα του ελληνικού υπαίθρου. Για να συλλάβω το εξαίσιο ελληνικό φως, μεταχειρίστηκα στην αρχή τα μέσα της σχολής των ιμπρεσιονιστών, που ήταν οι πρώτοι που δούλεψαν απευθείας από το ύπαιθρο».
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο το ότι στην Ύδρα δημιούργησε τις πιο αξιομνημόνευτες ανθρώπινες φιγούρες, μακριά από τα σαλόνια και τους νεανικούς του έρωτες. Εκεί ήταν που ανακάλυψε τους ανθρώπους του καθημερινού μόχθου και αφέθηκε να σκιαγραφήσει την Ελλάδα που απλωνόταν κάτω από τον καυτό ήλιο, ψαράδες και εργάτες ενταγμένους στο τοπίο που τον είχε κατακτήσει έτσι κι αλλιώς, με φόντο την πέτρα, τη θάλασσα και τον ουρανό.


Η θεματική του, που από ένα σημείο και μετά καθορίζει και τη φόρμα του, δεν αφήνει ανεπηρέαστα ούτε τα έργα που εμπνέεται από την Αθήνα κάθε φορά που επιστρέφει σε αυτή. Λίγο αργότερα ανακαλύπτει και την Πάτμο. Το τοπίο και η αρχιτεκτονική και των δύο νησιών εισβάλλουν στη ζωγραφική του ως φως και ως δομή. Σε μια επίσκεψή του το 1967 στο Λονδίνο για μια αναδρομική έκθεση του έργου του, ήρθε σε επαφή με το έργο του Τέρνερ, που επηρέασε καθοριστικά τα έργα της τελευταίας περιόδου της ζωής του.
Ο Περικλής Βυζάντιος πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου του 1972 και έναν μήνα μετά η Εθνική Πινακοθήκη οργάνωσε έκθεση στη μνήμη του με ομιλητή τον Υδραίο Παναγιώτη Τέτση. H κόρη του, η ιδρύτρια της «Αίθουσας Τέχνης Αθηνών - Χίλτον», Μαριλένα Λιακοπούλου, θέσπισε το έπαθλο «Ο Βυζάντιος και οι νέοι».
Το Ίδρυμα Β & Μ Θεοχαράκη παρουσιάζει αυτόν τον μήνα την έκθεση «Περικλής και Ντίκος Βυζάντιος - Ζωγραφικές συγγένειες και αντιθέσεις» σε επιμέλεια Τάκη Μαυρωτά. Η έκθεση συνιστά ουσιαστικά μια συνομιλία πατέρα και γιου και μια συνάντηση δύο καλλιτεχνών εντελώς διαφορετικών κοσμοθεωριών και αισθητικών προσανατολισμών. Επίσης, μια αντιπαράθεση δύο διαφορετικών εποχών σε κοινωνικό, πολιτικό, ιστορικό και πνευματικό επίπεδο. Αν σταθούμε μπροστά στο πορτρέτο του Περικλή Βυζάντιου από το 1919, όπως στάθηκε κάποτε μπροστά του να το θαυμάσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αισθανόμαστε μια σχεδόν μεταφυσική σύνδεση μεταξύ της Ελλάδας του τότε με το σήμερα. Μας χωρίζει η απόσταση ενός αιώνα, που είναι γεμάτος γεγονότα και αισθητικές εξελίξεις. Όπως λέει στον κατάλογο της έκθεσης ο ζωγράφος Στέφανος Δασκαλάκης: «Πόσο τυχερός είναι ο Βυζάντιος που έζησε σε μια εποχή όπου η παράδοση, οι συνήθειες και τα έθιμα της μεγάλης εποχής της ζωγραφικής ήταν ακόμα ζωντανά και συγχρόνως ήταν η εποχή των ανησυχιών, των πειραματισμών και των σύγχρονων ρευμάτων, χωρίς να χαθεί η σοφία της παράδοσης».

Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση εδώ.
Πηγές:
Περικλής Βυζάντιος, «Η ζωή ενός ζωγράφου: Αυτοβιογραφικές σημειώσεις», εκδ. ΜΙΕΤ, 1995
«Περικλής & Dico Βυζάντιος - Ζωγραφικές συγγένειες και αντιθέσεις», κατάλογος της τρέχουσας έκθεσης, εκδ. Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών & Μουσικής Β & Μ Θεοχαράκη