«Η σχέση μου με αυτό το κείμενο ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2006, όταν το πρωτοδιάβασα. Είναι γραμμένο το 2003, ανέκδοτο. Πήρα αμέσως τον Δημητριάδη τηλέφωνο, αλλά δεν έγινε τότε.
Ήταν ένα από τα μεγάλα μου όνειρα να παίξω αυτό το κείμενο, δεδομένου ότι είχαν περάσει χρόνια από τη Μήδεια που έκανα με τη Νικαίτη Κοντούρη το 1997. Αυτός ο ρόλος με έχει σημαδέψει και μέσα από αυτόν γνώρισα όλο τον κόσμο σε μια μεγάλη περιοδεία που κράτησε δύο ολόκληρα χρόνια.
Στο έργο ο Δημητριάδης κρατά όλα τα πρόσωπα του Ευριπίδη, τη δομή της τραγωδίας, ακόμα και στίχους. Μιλάει πάρα πολύ για το σήμερα. Μιλά για μια τεράστια καταστροφή που έχει συμβεί στην ανθρωπότητα, στην κοινωνία, μέσα στην ίδια την ανθρώπινη φύση. Μιλά για μια κοινωνία υπό κατάρρευση, όπου δεν υπάρχουν πια θεοί, δεν υπάρχει πίστη ούτε ελπίδα. Η Μήδεια δεν έχει μαγικές ικανότητες και δεν μπορεί να κάνει κακό σε κανέναν.
Μέσα στο έργο, σιγά-σιγά, ακυρώνεται, χάνει τη θεϊκή της διάσταση και γίνεται ένας άνθρωπος. Απογυμνώνεται και βυθίζεται όλο και πιο πολύ μέσα στην απελπισία και την απόγνωση και στο τέλος την εγκαταλείπουν οι πάντες, ακόμα και τα παιδιά της. Την καταστροφή αυτή την έχει προκαλέσει η απομάκρυνση του ανθρώπου από τη μυστηριακή, τη θεϊκή του διάσταση. Ο σύγχρονος άνθρωπος την έχει αφήσει πίσω κι επικεντρώνεται σε ένα κυνήγι πλουτισμού κι εξουσίας. Είναι ένα δίπολο που αφορά το ότι είμαστε όλοι παιδιά της Μήδειας.
Για μένα είναι ένα κείμενο προφητικό, ένα Πεθαίνω σαν χώρα του 2013 και είναι καταπληκτικό πόσο πιο επίκαιρο είναι τώρα σε σχέση με τότε που γράφτηκε, γιατί αυτή η καταστροφή έχει έρθει.
Τότε, μέσα από το κείμενό του, ο Δημητριάδης την ανήγγειλε. Είναι ένα εσχατολογικό κείμενο. Παρ' όλα αυτά, μέσα από αυτό και τη σκηνοθετική επιλογή, εμείς θέλουμε να μιλήσουμε για τη νέα ελπίδα.
Η Μήδεια είναι ο αγαπημένος μου ρόλος γιατί έχει αγγίξει μέσα μου πράγματα βαθιά, πολύ προσωπικά. Δεν είμαι μητέρα, δεν γνωρίζω τη μητρότητα και αυτό το αναπλάθει, το αναπληρώνει η φαντασία μου.
Γνωρίζω όμως το γεγονός της ερωτικής προδοσίας που όλοι έχουμε βιώσει και εμένα προσωπικά με έχει φτάσει σε αδιέξοδα, σε μεγάλο πόνο και μεγάλη θλίψη, σε σκοτάδι, ερημιά και σε ένα μεγάλο ερωτηματικό.
Ταυτίστηκα πολύ με το «γιατί, για ποιον λόγο;» της Μήδειας, παρόλο που δεν είμαι άνθρωπος εκδικητικός από τη φύση μου και η νόησή μου έχει εξευγενίσει το ένστικτο.
Μολονότι η δική μου σκέψη τείνει να αντιληφθεί, να κατανοήσει τα πράγματα και να δώσει χώρο στους άλλους ανθρώπους ως προς το δικαίωμα της επιλογής τους, καταλάβαινα ότι ένας άνθρωπος που κάνει την υπέρβαση να σκοτώσει τον ίδιο του τον εαυτό, μέσα από τον φόνο των παιδιών ζει μέσα στην τεράστια διάσταση αυτού του πάθους.
Αναρωτιόμουν πάντα με ποιον μηχανισμό ένας άνθρωπος καθημερινός μπορεί να ενδυθεί τέτοιες ιδιότητες.
Το ότι δεν έχω παιδιά ήταν μια απόλυτη επιλογή μου. Οι λόγοι ήταν πολλοί και διάφοροι. Ένας ήταν ο υπαρξιακός μου τρόμος. Το ανεξήγητο της ζωής την ώρα που υπάρχει ο θάνατος. Η αίσθηση της ματαιότητας.
Αυτό μου προκλήθηκε από τότε που ήμουν παιδί, στο χωριό μου, στη Δόξα Διδυμοτείχου, όταν ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με το γεγονός ενός θανάτου.
Είχε πεθάνει μια πολύ νέα γυναίκα, μητέρα συμμαθήτριάς μου –ήμασταν 7 χρόνων–, και υπήρχε αυτή η ατμόσφαιρα θανάτου γύρω, οι πένθιμες καμπάνες, και ρώτησα τη μαμά μου τι σημαίνει αυτό και πώς θα είναι όταν θα τη θάψουμε στο χώμα, με το χώμα στα μάτια, στη μύτη. Ήταν ακατανόητο, το πρώτο μεγάλο σοκ. Τότε έκανα και την πρώτη μεγάλη ερώτηση που με ακολουθούσε για χρόνια: «Μαμά, γιατί με γέννησες»; Τη ρώτησα αυτό το πράγμα, το οποίο ενισχύθηκε στην πορεία και μέσα από άλλες προσωπικές απώλειες φίλων ή ερωτικών συντρόφων μου από βίαιους θανάτους. Όλο αυτό με τρόμαξε. Ήμουν τότε στην εφηβεία, διάβαζα αυτό το «πώς πεθαίνει ένας άντρας, παράξενο, κανείς δε το συλλογίστηκε»... του Σεφέρη. Αυτός ο τρόμος σχεδόν ακύρωνε την επιθυμία να φέρω παιδιά στον κόσμο.
Μετά ήταν και άλλα πράγματα, πιο πρακτικά. Ήμουνα έτσι κι αλλιώς ερωτευμένη με τη δουλειά μου και αφοσιωμένη. Οι σύντροφοί μου ποτέ δεν ήθελαν ένα παιδί, να αντιμετωπίσουν την ευθύνη ενός παιδιού, οπότε δεν υπήρχε η αίσθηση της ασφάλειας της προστασίας.
Δεν εκφράστηκε ποτέ μέσα μου ως επιθυμία. Αν το ήθελα πραγματικά, όλα αυτά που σου λέω τώρα δεν θα μετρούσαν, θα το είχα κάνει. Θαυμάζω τους ανθρώπους που έχουν κάνει αυτή την επιλογή.
Αυτό που καμιά φορά σκέφτομαι είναι η πιθανότητα να έχω στερήσει τον εαυτό μου από μια σχέση που σίγουρα είναι, όπως λένε, ό,τι σημαντικότερο και φορτισμένο με χιλιάδες πράγματα. Ενδεχομένως είναι ένα λάθος.
Μεγαλώνοντας αναθεωρώ και τη σχέση μου με τον θάνατο. Αυτό που ήταν κάποτε τόσο προβληματικό, μακρινό και τρομακτικό, μέσα από άλλες απώλειες, όπως αυτή του πατέρα μου, με έχει κάνει να συμφιλιωθώ περισσότερο με την επαφή με το παράξενο και με κάποιες εμπειρίες που μπορείς να χαρακτηρίσεις από μεταφυσικές έως γελοίες –δεν έχει σημασία– οι οποίες σε βάζουν μπροστά στο ερώτημα «πού ξέρεις;».
Καταλαβαίνω ότι πρέπει να υιοθετήσουμε ως στάση το ότι ο κόσμος δεν είναι κάτι αντιληπτό μόνο μέσα από τις αισθήσεις και τον νου μας. Μπορεί να υπάρχει ένα παράλληλο σύμπαν που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε.
Εγώ ανήκω στη γενιά εκείνη των παιδιών που τα αμφισβήτησε όλα. Γίναμε πολύ κυνικοί, ορθολογιστές, οπαδοί της επιστημονικής εξήγησης ακόμα και για τα ανεξήγητα. Το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου κύλησε έτσι. Απλώς σήμερα αφήνω μεγαλύτερα ανοίγματα, χαραμάδες. Λέω «ποιος είμαι εγώ που θα το αποκλείσω»;
Τα τελευταία χρόνια περνάω τη ζωή μου με πολλή δουλειά, πολύ περισσότερη απ' όσο παλιά, ειδικά την τελευταία δεκαετία. Κι αυτό γιατί οι υποχρεώσεις ήταν μεγαλύτερες, δεν υπήρχαν χρήματα από την οικογένεια και έπρεπε να ζω δουλεύοντας χειμώνα-καλοκαίρι, άσχετα αν δεν το ήθελα, άσχετα αν προτιμούσα να πάω διακοπές.
Η μεγάλη μου επιθυμία, η μεγάλη μου «ζήλια», είναι να τα καταφέρω κάποια στιγμή να μπορέσω να ταξιδέψω για λίγους μήνες, για έναν χρόνο, να σηκωθώ να φύγω και να χαθώ στον πλανήτη, να πάω σε αυτά τα μαγικά μέρη που βλέπω μόνο σε φωτογραφίες, να ζήσω εκεί, να περπατήσω από την Ασία και το Νεπάλ μέχρι τη Λατινική Αμερική, τους πόλους και, βέβαια, στα κέντρα του πολιτισμού.
Εκτιμώ αφάνταστα τους σκηνοθέτες που σε κάνουν να προχωράς. Είναι ιδανικό να βρίσκεσαι σε τέτοιες συνθήκες που να ξέρεις ότι ο σκηνοθέτης σου έχει ένα τεράστιο όραμα, ξέρει τι θέλει κι έχει «μάτι», αντιλαμβάνεται πραγματικά ποιο είναι το λάθος σου.
Εμένα λίγοι άνθρωποι μπορούσαν να μου το επισημάνουν σε τόσο έντονο βαθμό, να μου το δώσουν να το καταλάβω κι εγώ. Να νιώσω ποιες ήταν οι αδυναμίες μου και πού έπρεπε να επικεντρωθώ για να συνεχίσω.
Με τα χρόνια είχα την ανάγκη να προχωρήσω ακόμα περισσότερο στην ουσία των πραγμάτων, να αφήσω πίσω μου τις ευκολίες, το υποκριτικό στίγμα. Μου έδωσε μεγάλη βοήθεια η Ελένη Σκότη στο Λα Τσούνγκα.
Δεν μου επέτρεψε να προσδώσω καμία θεατρικότητα, καμία αίγλη σε αυτήν τη θεατρική ηρωίδα. Έπρεπε να είναι γειωμένη, να απευθύνεται. Αυτή, λοιπόν, την έννοια της επικοινωνίας, της απεύθυνσης εκεί την άσκησα περισσότερο. Είχα τέτοιου τύπου μείξεις, ήμουνα υποψιασμένη και όταν τύχαινε το χαιρόμουν, να ξεφεύγω, δηλαδή, από το δομημένο πράγμα, να ζω στιγμές απελευθέρωσης. Η Ελένη Σκότη μου έμαθε ότι το θέατρο δεν είναι δράση αλλά αντίδραση. Να επικεντρώνεσαι στον άλλον και όχι να σκέφτεσαι τι θα πεις εσύ και πώς θα είναι το σώμα σου. Εγώ δούλευα συνήθως με μια παρτιτούρα ηχητική και σωματική και με σκηνοθέτες οι οποίοι ερχόντουσαν διαβασμένοι και ζητούσαν πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Ας πούμε, δεν έχω κάνει θέατρο με κείμενα λογοτεχνικά ή σύγχρονα, μη θεατρικά, και αυτό το κομμάτι θα ήθελα να το διερευνήσω. Αυτή η τέχνη δεν τελειώνει ποτέ, αναπτύσσονται καινούργιοι τρόποι, καινούργιες φόρμες.
Να φέρω ένα παράδειγμα. Πρόσφατα είδα τη Ζωή της Αντέλ. Η ταινία αυτή μού άνοιξε δρόμους. Αυτό το κορίτσι έπαιζε χωρίς να παίζει. Ήταν, υπήρχε εκεί. Άκουσα κάποια στιγμή τον εαυτό μου να «βλασφημεί» λέγοντας «ποια Μέριλ Στριπ;». Ήταν αποκαλυπτικό αυτό. Όχι μόνο για το γεγονός ότι έπαιξε σκηνές ακραίες ερωτικά –γιατί και εκεί έβλεπες μια τόλμη, μια γενναιότητα και μια αλήθεια φοβερά αφοπλιστική–, αλλά και για τον τρόπο που περπατάει, που κινείται και κοιτάζει. Αυτό ήταν μάθημα για μένα.
Θέατρο βλέπω όσο μου επιτρέπουν οι υποχρεώσεις μου, περισσότερο τις παραστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών τα καλοκαίρια. Μας άνοιξε έναν δρόμο το φεστιβάλ, ένα παράθυρο, για να βγούμε από τον εαυτό μας και να δούμε τι συμβαίνει γύρω μας.
Μου αρέσει να ενημερώνομαι, να βλέπω πού πάει η τέχνη μας, γιατί δεν τα ξέρουμε όλα, ούτε είμαστε το κέντρο του κόσμου. Δίπλα μας υπάρχουν άνθρωποι που είναι τρεις δεκαετίες νεότεροι και κάνουν κάτι πραγματικά συναρπαστικό και αποκαλυπτικό. Εγώ έχω πάντα την ανάγκη αυτής της μαθητείας. Την είχα νεότερη από τους μεγαλύτερους, τους δασκάλους μου. Τώρα που έχω μεγαλώσει, θέλω να μαθαίνω από τους νεότερους.
Αυτήν τη στιγμή ανοίγεται μπροστά μας ένας χώρος που είναι πολύ παράξενος. Έχουμε όλοι τον φόβο και την ανασφάλεια του τι μέλλει γενέσθαι. Υπάρχουν οι τεράστιες οικονομικές αντιξοότητες και το πώς μπορεί κανείς να ζήσει με αυτά τα ελάχιστα χρήματα που εισπράττει πια. Αναφέρομαι κυρίως στα νεότερα παιδιά, γιατί εμείς, έστω και έναν μέτριο μισθό, θα τον έχουμε. Αλλά τίποτα δεν σε διασφαλίζει και μιλώ και για τη φετινή μου επιλογή. Αλλά από την άλλη, λες ότι όλος αυτός ο σπόρος που έπεσε κάποια στιγμή θα δώσει καρπούς – και δίνει καρπούς.
Είμαι 55 χρόνων και δουλεύω από το 1979. Ήταν πολύ μεγάλη ανάγκη μου προσωπική να είμαι έτσι, με μια ομάδα ανθρώπων ταλαντούχων φέτος και ας είναι μεγάλο το ρίσκο.
Δεν υπάρχει χορηγός, δεν υπάρχει παραγωγός, αλλά σκέψου αυτό: πολλές φορές, κυρίως μέσα στην τελευταία δεκαετία, έχω αναγκαστεί να κάνω παραστάσεις που αν είχα λυμένο το οικονομικό, δεν θα τις επέλεγα – οι οποίες ήταν αξιοπρεπείς, βέβαια. Αλλά εγώ όλο και πιο πολύ μετατοπίζομαι στο ψάξιμο, στην καινούργια φόρμα. Ό,τι μου ήταν πολύ γνώριμο δεν με ενδιέφερε, ήμουνα όμως υποχρεωμένη να το κάνω. Προτιμώ να είμαι με ομάδα, παρά σε ένα θέατρο του κέντρου, σε μια παράσταση με εξασφαλισμένο μισθό που δεν μου λέει τίποτα και σε ένα κείμενο που δεν θέλω επ' ουδενί να κάνω. Είναι θέμα επιλογής, τι βαραίνει μέσα σου περισσότερο. Και μέσα σε αυτήν τη γενικότερη κρίση με ενδιαφέρει η ψυχή μου.
Είμαι ευγνώμων που ζω σε μια σχέση εδώ και πεντέμισι χρόνια με ηρεμία, ευγένεια, σεβασμό, αμοιβαία εμπιστοσύνη. Τον Κρις (Ραντάνοφ) τον ξεχωρίζω και τον θαυμάζω για το τρομερό του ήθος, την ευγένεια και την καθαρότητα της ματιάς του. Υπάρχει ένα φως που δεν το βλέπεις εύκολα.
Για μένα είναι ένα παράδειγμα, γι' αυτό και μοιράζομαι αυτή την ιστορία.
Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος έχει ζήσει μια απίστευτη ζωή στη Βουλγαρία, με πολύ πόνο, φτώχεια. Με σπουδές πυρηνικής φυσικής, αναγκαζόταν και δούλευε μέσα στη νύχτα και όλες αυτές οι εμπειρίες όχι μόνο δεν τον άγγιξαν, δεν λέρωσαν την ψυχή του, αλλά του δημιούργησαν και την επιθυμία να ζήσει, να φτιάξει μια καλύτερη ζωή.
Όταν οι συνθήκες τον οδήγησαν εδώ –η οικογένεια είχε διαλυθεί– άρχισε να δουλεύει ως ντελίβερι και με τα χρήματα που έβγαζε πλήρωνε τη δραματική σχολή για να γίνει ηθοποιός και να κάνει το όνειρό του.
Και επειδή είναι άνθρωπος με μεγάλη ψυχή, βρίσκει τον δρόμο του πολύ ωραία, δουλεύει με τη γλώσσα, από το πρωί μέχρι το βράδυ, διδάσκοντας σκηνές δράσης και στήνοντας σκηνές δράσης στις ταινίες.
Εκτός από αυτά που μου δίνει η σχέση, με ευαισθητοποιεί για να βλέπω με άλλα μάτια τον κόσμο γύρω μου. Επειδή, μαθαίνοντας τις ιστορίες, γίνεται κανείς πιο ανοιχτός, λιγότερο ξενόφοβος, αποβάλλει προκαταλήψεις ριζωμένες χρόνια μέσα του, μετατοπίζεται, αντιλαμβάνεται πώς προχωρούν οι κοινωνίες και με ποιον τρόπο επουλώνουν τις πληγές τους.
Αν υπάρχει σήμερα πολιτισμός, είναι πρωτίστως αυτό».
=====
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη διαβάζει Δημήτρη Δημητριάδη για τη LiFO:
σχόλια