Η δεδομένη ανησυχία γύρω από τις γεωπολιτικές εξελίξεις θα μπορούσε να έχει πολλαπλασιάσει τις ταινίες με θέμα τη μετανάστευση και τις πραγματικές τρομοκρατικές απειλές. Ύστερα από ένα πρώτο ρεύμα ευαισθητοποίησης, το πλατύ κοινό αποφάσισε πως δεν αντέχει το μείγμα ρεαλισμού και πεσιμισμού που προσφέρουν κινηματογραφιστές από όλο τον κόσμο, από τον Ρίντλεϊ Σκοτ μέχρι τον Πάνο Καρκανεβάτο. Τα φεστιβάλ καλοδέχονται κινηματογραφικές ερμηνείες μιας κοινωνίας που αλλάζει, αλλά τα ταμεία δεν «κελαηδούν» όταν γνωστοί ηθοποιοί σηκώνουν το βάρος μιας ταινίας με προβληματισμούς, αμφισημίες και, κυρίως, πολλές πληροφορίες για πληθυσμούς και κράτη που δεν ενδιαφέρουν τον μέσο θεατή, αν δεν είναι απλώς περιγεγραμμένα, δραματικά φωτογενή και απολύτως ανατινάξιμα. Αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που το είδος της κατασκοπείας προσφέρει την ψευδαίσθηση της επαφής με την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα – ευσεβής πόθος, αφού οι σεναριογράφοι ουδόλως επιχειρούν να εμβαθύνουν στα γεγονότα αλλά συλλέγουν ακροθιγώς την επικαιρότητα, για να προσδώσουν σοβαρότητα στο παραμύθι.
Πάρτε για παράδειγμα τον Τζέιμς Μποντ που επιστρέφει με το Spectre τον Νοέμβριο. Όπως αποδείχτηκε από τη διάρκεια, παρά τις αλλαγές προσώπων και ύφους, ο κόσμος ήθελε να δει τον πράκτορα με τα συγκεκριμένα πάνω-κάτω χαρακτηριστικά, τις γκόμενες, τους κακούς και τα αξεσουάρ, και όχι απαραίτητα τους αναλώσιμους πρωταγωνιστές. Συνεπώς, αυτό που ήταν επίκαιρο από το 1962 και για μια γεμάτη δεκαετία ξένισε για λίγο διάστημα, όπως συμβαίνει με τις μεγάλες αγάπες, πέρασε στο ρετρό και τον μύθο και έκανε χαλύβδινο comeback. Γιατί; Μια εξήγηση είναι πως κάτω από τη σοβαρή, στομφώδη, σπουδαιοφανή πλοκή του τύπου «ο κόσμος καταστρέφεται από ένα οργανωμένο σχέδιο του παράφρονα εκδικητή» κρύβεται μια απλή οπερέτα με μυστήριο, κάποια αγωνία, καλλίπυγες διακοσμητικές, νόστιμους κακούς και θεληματικούς σωτήρες, καθώς και την αγαπημένη επωδό της μάζας: τη συνωμοσία.
Ύστερα από κοίλες και ποικίλες φάσεις, φέτος φτάνουμε στο αποκορύφωμα της μεταμοντέρνας εποχής των κατασκόπων, όπου όλοι οι τύποι ευδοκιμούν.
Δώσε στον λαό, με μαστοριά στη δόμηση των τριών πράξεων και σεβασμό στην αφήγηση, την εντυπωσιακή υποψία πως κάποιος έχει στήσει παγίδα στην πλάτη του, ενισχύοντας έτσι τον φόβο του πως ό,τι κι αν κάνει οι παγκόσμιες υπερδυνάμεις παίζουν συνεχώς υπόγεια παιχνίδια, και πάρε του το ποπκόρν. Κάποτε ήταν οι Αμερικανοί με τους Σοβιετικούς και η Βρετανική Αντικατασκοπεία στη μέση. Δεν είναι τυχαίο που την ίδια χρονιά με το ντεμπούτο του Τζέιμς Μποντ, το 1962, με τον Dr. No, μια σημαντική αμερικανική ταινία, το Manchurian Candidate με τον Λόρενς Χάρβεϊ (ως πιόνι που έχει υποστεί πλύση εγκεφάλου στον πόλεμο της Κορέας), τον Φρανκ Σινάτρα και την Άντζελα Λάνσμπερι έδωσε νέα διάσταση στην αόρατη συστημική απειλή, προφητεύοντας την καμικάζι τρομοκρατία που θα ερχόταν δεκαετίες αργότερα και προσθέτοντας τον εξόχως κινηματογραφικό παράγοντα της παράνοιας, με αμέτρητες απολήξεις, όπως, για παράδειγμα, τα πιο πρόσφατα Burn after reading των αδελφών Κοέν και Εξομολογήσεις ενός επικίνδυνου μυαλού του Τζορτζ Κλούνι, με απρόσμενους πράκτορες και αφελή θύματα, με φόντο ένα γυμναστήριο και τον κόσμο των τηλεπαιχνιδιών αντίστοιχα! Με αυτό τον τρόπο, το είδος εκμοντερνίστηκε θεματικά, ως παραλλαγή των εντυπωσιακών τεχνικολόρ ασκήσεων του Άλφρεντ Χίτσκοκ με τα '50s αριστουργήματά του Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά και Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων, σε μια διαφορετική στόφα που προϊδέαζε για τις Τρεις μέρες του Κόνδορα του Σίντνεϊ Πόλακ, μια πολιτικότερη θεώρηση της απλής κατασκοπείας, με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ να συνεχίζει την αναφορά στο είδος με το μεταγενέστερο, εξίσου ενδιαφέρον Spy Game. Η εποχή το ζητούσε και οι κινηματογραφιστές ανταποκρίθηκαν. Τότε ήταν που το ανασηκωμένο υφάκι του Τζέιμς Μποντ απορρίφθηκε, προσωρινά, ως αντιδραστικός και άσχετος πλεονασμός. Ωστόσο, οι ρίζες στην ποπ κουλτούρα είχαν εισχωρήσει για τα καλά. Παράλληλα με τον 007, ο δραματικός Ρίτσαρντ Μπάρτον ως Κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο, ο πιο ψυχεδελικός Χάρι Πάλμερ του Μάικλ Κέιν στον Φάκελο Ίπκρες, ο γκομενιάρης και groovy Φλιντ του Τζέιμς Κόμπερν στα αναλώσιμα Our Man Flynt και In Like Flynt, αλλά και τηλεοπτικές σειρές όπως οι «Επικίνδυνες Αποστολές», ο «Άνθρωπος της ΑΝΚΛ», το διαφυλετικό «I Spy» με τον επονείδιστο αυτές τις μέρες Μπιλ Κόσμπι και οι αμετανόητα βρετανοί «Εκδικητές» με την, κατά τα άλλα, σαιξπηρική Νταϊάνα Ρινγκ και τον ατσαλάκωτο Πάτρικ Μακνί, που έφυγε από τη ζωή πριν από λίγες εβδομάδες, έκαναν επιτυχία, οδηγώντας αναπόφευκτα σε παρωδίες, όπως το ατυχές, ακατάληπτο και φασαριόζικο Καζίνο Ρουαγιάλ με τον Ντέιβιντ Νίβεν, τον Πίτερ Σέλερς και τον Γούντι Άλεν, σημάδι ενός είδους που σατιρίζεται επειδή ξεχειλίζει από την υπερπροσφορά και αρχίζουν να διακρίνονται οι ραφές του στυλιζαρίσματός του. Ως και ο Θανάσης Βέγγος γύρισε μία από τις ελάχιστες σουρεαλιστικές, και εντελώς παλαβές κωμωδίες του ελληνικού σινεμά, υποδυόμενος τον Θου Βου, γνωστό και ως φαλακρό πράκτορα 000.
Υστερα από κοίλες και ποικίλες φάσεις, φέτος φτάνουμε στο αποκορύφωμα της μεταμοντέρνας εποχής των κατασκόπων, όπου όλοι οι τύποι ευδοκιμούν. Βασισμένο σε κόμικ, το σβέλτο, γεμάτο γκάτζετ, βία, ατάκες και παιγνιώδεις ανατροπές στα κατασκοπικά στερεότυπα Kingsman: Η Μυστική Υπηρεσία με τον Κόλιν Φερθ στον ρόλο του ευειδούς, φλεγματικού μέντορα ενός πολλά υποσχόμενου νεαρού πράκτορα έκανε παγκόσμια επιτυχία την άνοιξη που μας πέρασε, στο ύφος του Γκάι Ρίτσι, από τον σκηνοθέτη πλέον Μάθιου Βον, που ήταν ο παραγωγός του Δύο καπνισμένες κάννες. Το ενδιαφέρον στοιχείο του Kingsman είναι ότι επιτέλους παραδέχεται πως το μέλλον των πρακτόρων ανήκει στην εργατική τάξη: ο αλητάκος με τις προοπτικές κερδίζει αμέσως τη συμπάθεια απέναντι στους σνομπ διεκδικητές της θέσης που μόλις χήρεψε και το φιλμ υποδεικνύει πως το μέλλον των άλλοτε γαλαζοαίματων Βρετανών πρακτόρων προδιαγράφεται προλεταριακό.
Με τη σειρά του, ο Ρίτσι, με τη σιγουριά των δύο Σέρλοκ Χολμς, επιστρέφει με την κινηματογραφική μεταφορά της προαναφερθείσας τηλεοπτικής σειράς, με φρέσκο τίτλο Κωδικό όνομα UNCLE. Ο Βρετανός Χένρι Κάβιλ και ο Αμερικανός Άρμι Χάμερ, καλοραμμένα και απαστράπτοντα φιγουρίνια με φόντο τη Ρώμη στις μεγάλες της δόξες, υποδύονται τον Αμερικανό Σόλο και τον Ρώσο πράκτορα Ίλια αντίστοιχα, σε μια ταινία που υπόσχεται μια κοσμοπολίτικη αναπαράσταση των '60s με ένταση και φωτογένεια, παντρεύοντας τη CIA με την KGB για τα μάτια της κόρης ενός εξαφανισμένου Γερμανού επιστήμονα. Αυτές οι δύο ταινίες με το ρετρό, ποζάτο και τεχνολογικά ανανεωμένο οπλοστάσιό τους δείχνουν να ελαφραίνουν ενσυνείδητα τη σοβαρότητα που πλάκωσε το είδος όχι μόνο από τον σαφώς πιο βαρύ και no bullshit Μποντ του Ντάνιελ Κρεγκ, που δεν ανέχεται πλέον εύκολες λύσεις και γυναίκες με διφορούμενα και καλαμπουρτζίδικα ονόματα τύπου Pussy Galore, αλλά και από την αμνησιακή, φονική μηχανή που άκουγε στο όνομα Bourne κι έδωσε νέο αέρα και κυρίως μεγαλύτερη υπαρξιακή οντότητα στην έννοια του πράκτορα – ποιος είναι, από ποιον ακριβώς δέχεται εντολές και πώς μπορεί, με βάση την πρότερη εκπαίδευσή του, να ξεφύγει από τις προγραμματισμένες, αδιάκοπες αποστολές;
Και μετά την εμπορικότατη, σε μεγάλο βαθμό απολαυστική παρένθεση του Όστιν Πάουερς του Μάικ Μάγιερς, ήρθε πριν από έναν περίπου μήνα μια εντελώς διαφορετική, πολύ πιο απρόθυμη κι εξίσου αστεία πρακτόρισσα, η Μελίσα Μακάρθι, στο Spy, για να υπενθυμίσει πως ο κόσμος της CIA εξάπτει ακόμη τη φαντασία των σεναριογράφων, ανεξαρτήτως μεγέθους και φύλου. Και στο μεταξύ, οι φάμπρικες συνεχίζουν κανονικά: ο Λίαμ Νίσον, ως βετεράνος πράκτορας Μπράιαν Μιλς, σκοτώνει όποιον σκεφτεί πλέον να πειράξει την κόρη του στην ατελείωτη Αρπαγή (το τρίτο μέρος προβλήθηκε τον περασμένο Ιανουάριο) και ο Ίθαν Χαντ του Τομ Κρουζ επιστρέφει στο τέλος του καλοκαιριού, σε μια ακόμη από τις Επικίνδυνες Αποστολές του και καλώς συνεχίζει, αφού η προηγούμενη, τέταρτη τον αριθμό, σε σκηνοθεσία Μπραντ Μπερντ, ήταν η πιο συμπαγής, άρτια και κατανοητή – ακόμη προσπαθούμε να βγάλουμε άκρη από την πρώτη σπαζοκεφαλιά του Μπράιαν ντε Πάλμα...
Ψυχαγωγικό παρακλάδι της πολεμικής ταινίας, με το έξυπνο μπόλιασμα του κυβερνητικού στρατιώτη/υπαλλήλου με έναν ανεξέλεγκτο ντετέκτιβ παλαιάς νέας κοπής, το είδος της κατασκοπικής ταινίας συνεχίζει να εξάπτει το ενδιαφέρον γιατί καταπιάνεται, έστω και ξύνοντας απλώς την επιφάνεια, με έναν κόσμο κρυφό και μυστικοπαθή, ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη φαντασία, που απεχθάνεται εγγενώς τον πεζό ρεαλισμό και προσπερνάει με φαντεζί κόλπα την απλή εξαπάτηση. Οι πρωταγωνιστές είναι σαφώς πιο σέξι, ευσταλείς, βιρτουόζοι και γουστόζοι από τους ψυχρούς εκτελεστές των μπρούτων περιπετειών, γι' αυτό και ανοίγουν διάπλατα την αγκαλιά τους σε ένα γυναικείο κοινό και πολλαπλασιάζουν αυτόματα τα εισιτήρια στις αίθουσες. Ακόμη περισσότερο, πρόκειται για ένα είδος που έχει μετατραπεί σε κινηματογραφική κατηγορία που περιλαμβάνει όλα τα είδη, από το δράμα και τη δράση μέχρι την κωμωδία και την παρωδία, εμπεριέχοντας την αυτοαναφορικότητά του ως μαξιλαράκι ασφαλείας για μια τεράστια και αυξανόμενη κοινωνική και ηλικιακή γκάμα θεατών που, αν και περίπου ξέρουν τι θα δουν και σίγουρα γνωρίζουν το θριαμβευτικό αποτέλεσμα, δεν διστάζουν να θαυμάσουν ακόμη μια φορά το φλερτ του αγαπημένου τους ήρωα με τον θάνατο στο πιο cool και άπιαστο επάγγελμα του κόσμου.