Ο περιηγητής, λόγιος, φιλέλληνας και ήρωας πολέμου Πάτρικ Λη Φέρμορ ανέλαβε την υποχρέωση το 1966 να γράψει ένα μικρό άρθρο για την περίφημη απαγωγή του γερμανού στρατηγού Χάινριχ Κράιπε, στην οποία πρωταγωνίστησε, στην κατεχόμενη Κρήτη το 1944. Παρέδωσε τελικά 36.000 λέξεις προξενώντας απελπισία στον επιμελητή του. Στο βιβλίο που κυκλοφόρησε τώρα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο περιλαμβάνεται το πλήρες κείμενο εκείνης της αφήγησης, που εκδόθηκε πρώτη φορά το 2014, μετά τον θάνατό του, υπενθυμίζοντάς μας πώς μια μικρή ομάδα βρετανών δολιοφθορέων σε συνεργασία με μερικούς αφοσιωμένους κρητικούς αντάρτες έφεραν εις πέρας έναν αντιστασιακό άθλο.
To LIFO.gr αναδημοσιεύει δύο κεφάλαια του συναρπαστικού αυτού βιβλίου, με την άδεια του εκδότη.
ΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ
Η μυστικότητα ήταν απαραίτητη τόσο κοντά σε τόσες δυνάμεις του εχθρού: Ούτε η παραμικρή κίνηση δεν έπρεπε να γίνεται έξω στη διάρκεια της ημέρας. Παρόλο που δεν υπήρχαν άλλα σπίτια εκεί κοντά, υπήρχαν μονοπάτια σε όλες τις πλευρές των αμπελώνων.
Ο Μίκης και ο Ηλίας μάς ενημέρωσαν ότι ο στρατηγός συνήθως καθόταν δίπλα στον οδηγό του. Επέστρεφε συχνά αφού είχε πέσει το σκοτάδι. Μερικές φορές στο πίσω κάθισμα κάθονταν κάποιοι αξιωματικοί. Το αυτοκίνητό του δεν ήταν πάντα μόνο. Ο Ηλίας είχε δουλέψει παραπάνω –ή μάλλον είχε απλοποιήσει– το σύστημα του συναγερμού: Τοποθετώντας έναν σκοπό σε ένα ύψωμα στις Αρχάνες μπορούσαμε να δούμε πότε ο στρατηγός έφευγε από το αρχηγείο του ή τη Λέσχη Αξιωματικών και έμπαινε στο αυτοκίνητο. Παίρνοντας τότε το ποδήλατό του, ο σκοπός, κάνοντας πετάλι σαν τρελός, θα έφτανε στο σημείο όπου θα ήταν κρυμμένο το καλώδιο και θα έστελνε την πληροφορία με ένα καλώδιο πολύ πιο μικρό από αυτό που είχαμε αρχικά προβλέψει: σημαντική βελτίωση.
Τότε φώναξα «Hande hoch!» και με το ένα μου χέρι κόλλησα το περίστροφό μου στο στήθος του στρατηγού –που έβγαλε μια κραυγή έκπληξης– και πέρασα το άλλο μου χέρι γύρω από το σώμα του τραβώντας τον έξω από το αυτοκίνητο. Ένιωσα ένα δυνατό χτύπημα από τη γροθιά του και μια στιγμή αργότερα προσπαθούσε να ξεφύγει από τα χέρια του Μανώλη
Ο Μίκης έφερε στρατιωτικές στολές για μένα και τον Μπίλι. Δεν μπορώ να θυμηθώ πού τις βρήκε – ήταν θερινές στολές, σε ανοιχτό γκρι χρώμα. Είχε βρει κάποιες επωμίδες και διακριτικά, σιρίτια και πηλήκια υποδεκανέων. Αρκετά πειστικά όλα για το λίγο που θα τα έβλεπε κανείς. Είχε φέρει μέχρι και μια πινακίδα τροχονόμου, με λευκό και κόκκινο κύκλο. Δοκιμάσαμε τις στολές με τα δικά μας αυτόματα κολτ στη ζώνη με τις γερμανικές αγκράφες που έγραφαν Gott Mit Uns και στιλέτα κομάντο ως επιπλέον όπλα. Είχα μόλις ξυρίσει το μουστάκι μου και ο Μίκης μας φωτογράφιζε, όταν ο Παύλος σήμανε συναγερμό: Τέσσερις Γερμανοί πλησίαζαν στο σπίτι. Τρέξαμε στον επάνω όροφο και περιμέναμε, με τα αυτιά τεντωμένα και τα πιστόλια έτοιμα στο χέρι, καθώς οι Γερμανοί μπήκαν μέσα και μιλούσαν με τον Παύλο και την αδελφή του την Άννα. Είχαν βγει απλώς να δουν αν θα κατάφερναν να εξασφαλίσουν τίποτα κοτόπουλα και αυγά. Αλλά όταν έφυγαν χρειαστήκαμε όλοι μας ένα δυνατό ποτό. Ο καλύτερος τρόπος να πείσουμε τον εχθρό ότι η επιχείρηση ήταν δουλειά των βρετανών καταδρομέων και μόνο έμοιαζε να είναι να αφήσουμε μια επιστολή σε περίοπτη θέση στο παρατημένο αυτοκίνητο. Έγραψα λοιπόν τα ακόλουθα, με επικεφαλίδα: Προς τις Γερμανικές Αρχές της Κρήτης, 23 Απριλίου 1944:
Κύριοι,
Ο διοικητής της μεραρχίας σας, στρατηγός Κράιπε συνελήφθη λίγη ώρα πριν από μία ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ Καταδρομική Ομάδα, η οποία βρίσκεται υπό τις διαταγές μας. Όταν θα διαβάζετε αυτή την επιστολή, τόσο εκείνος όσο κι εμείς θα έχουμε ήδη αναχωρήσει για το Κάιρο.
Θα επιθυμούσαμε να τονίσουμε κατηγορηματικά ότι αυτή η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε χωρίς τη συνδρομή ΚΡΗΤΙΚΩΝ πολιτών ή ΚΡΗΤΙΚΩΝ αντιστασιακών και οι μοναδικοί οδηγοί που χρησιμοποιήθηκαν ήταν στρατιώτες εν υπηρεσία των ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΤΗΣ ΑΥΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΟΣ της Μέσης Ανατολής, οι οποίοι ήρθαν μαζί μας.
Ο στρατηγός σας είναι επί τιμή αιχμάλωτος πολέμου και θα τύχει της μεταχείρισης που αρμόζει στον βαθμό του. Συνεπώς, οποιαδήποτε αντίποινα εις βάρος του τοπικού πληθυσμού θα είναι εξολοκλήρου αναίτια και άδικα.
Auf baldiges Wiedersehen!
Π. Λη Φέρμορ, ταγματάρχης, Διοικητής Κομάντο
Γ. Στάνλεϊ Μος, λοχαγός 2/υποδιοικητής
ΥΓ.: Είμεθα ιδιαιτέρως δυσαρεστημένοι που δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας και αυτό το υπέροχο αυτοκίνητο.
Βάλαμε και σφραγίδες με τα εμβλήματα των μονάδων μας κάτω από τα ονόματά μας, για την πλάκα, αλλά και επειδή αυτά τα εμβλήματα θα ήταν αδύνατο να τα έχουν οι αντιστασιακοί. Το σύνολο έπειθε ότι δεν επρόκειτο για ντόπιους. Σκέφτηκα ότι το μήνυμα και το ύφος θα ήταν πειστικότερα στα αγγλικά παρά στα γερμανικά μου, τα οποία χειρίζομαι με ευχέρεια, αλλά με τόσα λάθη όσα θα έκανε και ένας γερμανόφωνος Έλληνας. Έγραψα τον παραλήπτη σε τρεις γλώσσες με παχιά γράμματα στον εντυπωσιακό φάκελο και τον στερέωσα με μια παραμάνα στην εσωτερική τσέπη της καινούργιας μου στολής.
Η ομάδα της ενέδρας είχε κενά που έπρεπε να καλυφθούν. Δύο από αυτά καλύφθηκαν αμέσως, από τον Νίκο Κόμη (που ήταν, όπως ο Γρηγόρης, από το Θραψανό) και τον Μήτσο Τζατζά από την Επισκοπή, στέρεοι, ήρεμοι ορεσίβιοι και οι δυο τους, που ήταν οι οδηγοί μας τις δύο τελευταίες μέρες. Ο τρίτος, ο Στρατής Σαβιολάκης, ήταν ένστολος χωροφύλακας –πράγμα ανεκτίμητο από μόνο του– από την Ανώπολη των Σφακίων. (Αποδείχθηκαν όλοι τους αξιοθαύμαστοι.) Σχετικά με τον τέταρτο, τον Γιάννη, που ήρθε την τελευταία στιγμή ως οδηγός για την περιοχή των Ανωγείων, δεν γνωρίζαμε πολλά, αλλά φαινόταν εντάξει. Κοιμηθήκαμε επιτέλους, ελπίζοντας να πραγματοποιήσουμε την επιχείρηση την επόμενη μέρα. Όλα ήταν έτοιμα.
Την επόμενη μέρα όμως ο στρατηγός επέστρεψε στην Κνωσό νωρίς το απόγευμα, κι έτσι η επιχείρηση αναβλήθηκε για άλλες είκοσι τέσσερις ώρες. Ο ενθουσιασμός έπεσε και νιώσαμε απογοήτευση. Ακόμα χειρότερα, ο Στρατής, επιστρέφοντας από την υποτιθέμενη περιπολία του, μας είπε ότι κάποιοι από τους αντιστασιακούς, μην αντέχοντας, όπως ήταν φυσικό, τον εγκλεισμό στο πατητήρι, είχαν αρχίσει να βγαίνουν έξω πότε πότε. Η παρουσία τους ήταν πλέον γνωστή σε πολύ κόσμο. Δεν υπήρχε άλλο μέρος για να τους κρύψουμε. Κι έτσι, δυστυχώς, θα έπρεπε να τους πω να φύγουν. Ο κίνδυνος ήταν πολύ μεγάλος. Σκόπευα να τους ενημερώσω σχετικά με την επιχείρηση και τη θέση και τον ρόλο του καθένα την τελευταία στιγμή. Τώρα, τρυπώνοντας στο πατητήρι αφού είχε δύσει ο ήλιος, τους είπα ότι τα σχέδια είχαν αλλάξει, τους ευχαρίστησα για τη βοήθεια και την προθυμία τους και τους έδωσα όλα τα επιπλέον όπλα Μάρλιν που είχαμε μαζί μας. Αγκαλιαστήκαμε με τον Μπουρτζάλη και ξεκίνησε αμέσως. Ήταν ωραίος άνθρωπος.
Στενοχωρήθηκα που έφυγαν. Αυτή η απότομη μείωση του ανθρώπινου δυναμικού μας μείωνε και τις πιθανότητες επιτυχίας μας. Τώρα η τύχη έπαιζε πιο καθοριστικό ρόλο. Αλλά μειώνονταν και οι πιθανότητες να αποτύχουμε λόγω πολυπλοκότητας. Η ομάδα είχε κερδίσει σε ελαφράδα και ευκινησία.
Ο Μίκης μού είπε ότι είχε πετύχει τον Αντώνη Ζωιδάκη στο Ηράκλειο. Αυτά ήταν εξαιρετικά νέα. Ο Αντώνης, που ήταν από το Αμάρι, από την άλλη πλευρά του Ψηλορείτη, συνεργαζόταν μαζί μας εδώ και χρόνια, κρύβοντας και βοηθώντας στρατιώτες, αλλά και προσφέροντάς μας βοήθεια με ένα σωρό άλλους τρόπους. Του έστειλα μήνυμα παρακαλώντας τον να έρθει μαζί μας και μέσα στα άγρια μεσάνυχτα εμφανίστηκε η οικεία μορφή του καθισμένη στο κρεβάτι μου, με το φθαρμένο του αστυνομικό αμπέχονο, το αδύνατο, πονηρό και κεφάτο πρόσωπό του φωτισμένο από ένα καντήλι όσο μιλούσαμε και καπνίζαμε μέχρι την αυγή.
Ο Παύλος και η αδελφή του είχαν αρχίσει να αγχώνονται με την παρουσία μας στο σπίτι τους, και όχι άδικα. Μετακινηθήκαμε όλοι στο καταφύγιο μιας συστάδας νεαρών δέντρων σε μια βαθιά, ξεραμένη κοίτη ποταμού λίγο παραπέρα, όπου αναγκαστήκαμε να μείνουμε χωρίς να κουνηθούμε στο ελάχιστο όλη τη μέρα. Ακουγόταν ότι οι Γερμανοί σάρωναν την περιοχή. Ακόμα χειρότερα, ο Παύλος μού έφερε μια επιστολή από τον τοπικό ηγέτη του ΕΑΜ, που μου απευθυνόταν μυστηριωδώς με το όνομά μου – «Μιχάλη» δηλαδή. Άφηνε να εννοηθεί, εμμέσως πλην σαφώς, ότι γνώριζε για ποιον λόγο βρισκόμασταν εδώ (ίσως και να είχε μαντέψει, κρίνοντας από τη μικρή απόσταση που μας χώριζε από το γερμανικό αρχηγείο) και απειλούσε να μας προδώσει «στις αρχές», προκειμένου να εξαλείψει τον κίνδυνο από την παρουσία μας στην περιοχή.
Οι πιθανότητες εναντίον μας όλο και αυξάνονταν. Η αγωνία, αν και δεν επηρέαζε τις παλιές καραβάνες, πλανιόταν στον αέρα. Ανησυχούσα για τον Γιάννη, τον οδηγό. Ήμουν υποχρεωμένος να επιδεικνύω ευθυμία και αισιοδοξία προς τα έξω για να διατηρήσω το ηθικό ακμαίο. Περάσαμε την ώρα μας μιλώντας και διαβάζοντας δυνατά. Το απόγευμα προχωρούσε και, όταν ο Ηλίας και ο Στρατής, που παρακολουθούσαν τον δρόμο, μας ειδοποίησαν ότι ο στρατηγός δεν είχε βγει από τη βίλα όλη τη μέρα, τα πράγματα άρχισαν να δείχνουν πολύ μαύρα. Ο ήλιος έδυσε έπειτα από μια ατέλειωτη μέρα ακινησίας. Τώρα όμως, τουλάχιστον, μπορούσαμε να σηκωθούμε και να κινηθούμε τριγύρω. Σχεδίασα το αυτοκίνητο με ένα κλαδί στο χώμα και κάναμε πρόβα την ενέδρα κάτω από το φως των αστεριών μέχρι που ήξερε ο καθένας τέλεια τον ρόλο του και ο συγχρονισμός μας ήταν άψογος. Μετά ξαπλώσαμε τραγουδώντας σιγανά ώσπου μας πήρε ο ύπνος.
Η Άννα, πιο αγχωμένη από ποτέ, μας έφερε ένα καλάθι με φαγητό την αυγή και νέες ανησυχητικές φήμες. Νιώθαμε όλο και πιο απομονωμένοι. Ανάμεσα στην εκτέλεση κάποιας τρομερής πράξης και την πρώτη κίνηση, όλος ο ενδιάμεσος χρόνος μοιάζει ψεύτικος ή σαν τρομακτικό όνειρο. Το όνειρο έγινε ακόμα πιο τρομακτικό όταν ο Γιάννης, ο οδηγός, έπαθε ξαφνικά μια κρίση που προκλήθηκε ίσως από την ένταση της αναμονής: αφροί στο στόμα, άναρθρες κραυγές, βογκητά και παράξενοι σπασμοί, που κατέληξαν σε μια κατατονία, και παρέμενε πρηνής ανάμεσα στις μυρτιές. Αναγκαστήκαμε να τον αφήσουμε εκεί, καθώς η βροχή μάς ανάγκασε να απομακρυνθούμε, και δεν τον ξαναείδαμε. Προχωρώντας στη σειρά σκυφτοί από τη μια κρυψώνα στην άλλη, ακολουθούσαμε τον Παύλο σε μια ανηφόρα, όπου στριμωχτήκαμε όλοι σε μια υγρή και στενή σπηλιά, περνώντας το μπουκάλι με την τσικουδιά από το ένα χέρι στο άλλο. Μόλις που είχαμε προλάβει. Η ξαφνική βροχούλα έκανε το τοπίο να γεμίσει με συλλέκτες σαλιγκαριών. Το σκηνικό ήταν ζοφερό και η επιχείρηση έμοιαζε όλο και πιο αδύνατη.
Ωστόσο, όταν μας ειδοποίησαν από τον δρόμο ότι ο στρατηγός είχε φύγει για το αρχηγείο του τη συνηθισμένη ώρα, συνειδητοποιήσαμε ξαφνικά ότι η αποψινή ήταν η μεγάλη νύχτα. Μας κυρίευσε όλους απόλυτη ηρεμία. Ήταν λες και τα πάντα τώρα κινούνταν μόνα τους. Le vin est tiré, il faut le boire: Γνωρίζαμε όλοι τι έπρεπε να κάνουμε.
Με το που άρχισε το σούρουπο να θολώνει το σκηνικό, ο Μπίλι κι εγώ φορέσαμε τις γερμανικές στολές μας, οι άλλοι πέρασαν τα όπλα τους και ακολουθήσαμε τον Παύλο και τον Στρατή στην κατηφόρα και διασχίσαμε τους αμπελώνες, προφέροντας δυνατά γερμανικές λέξεις όποτε περνούσαμε κοντά από κάποιο καλύβι επιστάτη. Ήταν πια σκοτάδι όταν φτάσαμε στο Σημείο Ε. Πήραμε όλοι τις θέσεις μας στα χαντάκια ένα δυο μέτρα βορειότερα από τη συμβολή των δρόμων. Ο Μπίλι κι εγώ στην ανατολική πλευρά, πιο μακριά απ’ όλους, μετά ο Μανώλης, ο Γρηγόρης και ο Αντώνης Παπαλεωνίδας. Ο Γιώργος, ο Αντώνης Ζωιδάκης και ο Νίκος, με αυτή τη σειρά, στη δυτική πλευρά. Πιο πέρα, ψηλά στο ανάχωμα, ο Μήτσος βρισκόταν δίπλα στον συναγερμό. Πήγε μαζί του και ο Στρατής. Αφού είχαμε πάρει θέσεις, σφυρίξαμε ο ένας στον άλλο. Επικρατούσε ηρεμία. Εκτός οπτικού πεδίου, στην άλλη άκρη του σύρματος, ξέραμε ότι περίμενε ο Μίκης. Και στο σημείο παρακολούθησης στις Αρχάνες ο Ηλίας θα ακουμπούσε ανέμελα στο ποδήλατό του. Ήταν 8 μ.μ.
Κατά τη μιάμιση ώρα που περιμέναμε σε εγρήγορση πέρασαν ανά διαστήματα μερικά γερμανικά αυτοκίνητα και φορτηγά και μια μοτοσικλέτα με καλάθι, πολύ κοντά μας, και έρχονταν όλα από τα νότια με κατεύθυνση προς το Ηράκλειο. Κανένα όχημα δεν εμφανίστηκε από τον μικρότερο δρόμο που ερχόταν από τις Αρχάνες. Όλα καλά και ήσυχα, αλλά ο χρόνος έμοιαζε νε περνάει με απελπιστική βραδύτητα. Η ώρα περνούσε. Μήπως είχε γίνει κάπου κάποιο λάθος;… Αρχίσαμε να ανησυχούμε. Τη στιγμή ακριβώς που το ρολόι έδειξε 9:30, ο φακός του Μήτσου έλαμψε ολοκάθαρα τρεις φορές. «Το αυτοκίνητο του στρατηγού» σήμαινε αυτό το σήμα. «Ασυνόδευτο. Πάμε». Ο Μανώλης μού έσφιξε τον αγκώνα.
Οι δύο δεκανείς στάθηκαν στη μέση του δρόμου, στραμμένοι προς τη συμβολή των δρόμων, ο Μπίλι δεξιά κι εγώ αριστερά. Έπειτα από λίγο φάνηκε να παίρνει αργά τη στροφή ένα αυτοκίνητο με χρωματιστά σημαιάκια και στα δύο φτερά. Ο Μπίλι έκανε νόημα με την πλακέτα του τροχονόμου κι εγώ κουνούσα πέρα δώθε τον κόκκινο φακό μου και φώναξα «Αλτ!». Το αυτοκίνητο σταμάτησε και προχωρήσαμε αμέσως ο ένας αριστερά, ο άλλος δεξιά, για να αποφύγουμε το φως των φαναριών του αυτοκινήτου, που, αν και μερικώς καλυμμένα, ήταν και πάλι πολύ έντονα. Περπατήσαμε αργά, ο καθένας προς την πόρτα που είχε αναλάβει. Το αυτοκίνητο είχε τις δύο σημαίες, αλλά ίσως να βρισκόταν μέσα μόνο ο οδηγός...
Από το ανοιχτό παράθυρο μπορούσα να διακρίνω το χρυσό σιρίτι και τον Σταυρό των Ιπποτών και ένα χλωμό πρόσωπο στο ενδιάμεσο. Χαιρέτησα στρατιωτικά και είπα «Papier, bitte schön». Ο στρατηγός, με το χαμόγελο του αξιωματικού προς τον υφιστάμενό του, έβαλε το χέρι στην πάνω τσέπη του σακακιού του κι εγώ άνοιξα απότομα την πόρτα (αυτό ήταν το σύνθημα για την υπόλοιπη ομάδα να εμφανιστεί) και το εσωτερικό του αυτοκινήτου φωτίστηκε. Τότε φώναξα «Hände hoch!» και με το ένα μου χέρι κόλλησα το περίστροφό μου στο στήθος του στρατηγού –που έβγαλε μια κραυγή έκπληξης– και πέρασα το άλλο μου χέρι γύρω από το σώμα του τραβώντας τον έξω από το αυτοκίνητο. Ένιωσα ένα δυνατό χτύπημα από τη γροθιά του και μια στιγμή αργότερα προσπαθούσε να ξεφύγει από τα χέρια του Μανώλη και, μια που δεν υπήρχαν άλλοι επιβάτες, και του Αντώνη Π. και του Γρηγόρη επίσης. Έπειτα από μια σύντομη μάχη και έναν καταιγισμό από διαμαρτυρίες και κατάρες στα γερμανικά, ο στρατηγός ήταν δεμένος, με τις χειροπέδες του Μανώλη περασμένες στα χέρια του, και τον έσπρωχναν για να μπει στο πίσω κάθισμα. Ο Μανώλης και ο Γιώργος μπήκαν γρήγορα δίπλα του, ένας από κάθε πλευρά. Τους ακολούθησε και ο Στρατής. Έκλεισαν τις πόρτες με φόρα και οι κάννες των όπλων προεξείχαν από τα παράθυρα. Μάζεψα το πηλήκιο του στρατηγού, που του είχε πέσει όσο πάλευε, κάθισα στο άδειο του κάθισμα, έκλεισα με δύναμη την πόρτα και φόρεσα το πηλήκιό του.
Ο Μπίλι βρισκόταν ήδη ήρεμος στο τιμόνι, με την πόρτα κλειστή και τη μηχανή αναμμένη. Μισό δευτερόλεπτο αφού είχα ανοίξει τη δεξιά πόρτα, ο Μπίλι είχε ανοίξει την αριστερή. Ο οδηγός, τρομαγμένος με την ξαφνική αναμπουμπούλα, έκανε να πιάσει το Λούγκερ που είχε περασμένο στη ζώνη του. Ο Μπίλι τον χτύπησε δυνατά στο κεφάλι με ένα κλομπ, ο Γιώργος τον τράβηξε έξω από το αυτοκίνητο και ο Μπίλι μπήκε μέσα, έριξε μια ματιά στον δείκτη της βενζίνης, έλεγξε το χειρόφρενο και είδε ότι η μηχανή ήταν στο ρελαντί. Ο Γιώργος και ο Αντώνης Ζ. κουβάλησαν τον οδηγό, αιμόφυρτο και προσωρινά αναίσθητο, για να τον κρύψουν στο χαντάκι. (Όταν οι δύο Αντώνηδες, ο Γρηγόρης και ο Νίκος ξεκίνησαν την πορεία τους μαζί του –θα τους συναντούσαμε στον Ψηλορείτη σε δύο μέρες– μπορούσε να περπατήσει, αν και με δυσκολία.) Ο Μίκης και ο Μήτσος είχαν τρέξει από τις θέσεις τους και ξαφνικά, εκτός από τον Ηλία, όλη η ομάδα βρισκόταν εκεί, γύρω από το αμάξι ή ήδη στο εσωτερικό του. Ο Μίκης είχε σκύψει μέσα από το παράθυρο, υψώνοντας τη γροθιά του και φωνάζοντας παθιασμένα «Ζήτω η ελευθερία! Ζήτω η Ελλάδα! Ζήτω η Αγγλία!» και απειλητικά προς τον στρατηγό «Κάτω η Γερμανία!». Τον παρακάλεσα να σταματήσει βλέποντας το ανήσυχο βλέμμα του αιχμαλώτου μας. Είχε ήδη ένα τρομακτικό στιλέτο καταδρομέων στον λαιμό του.
Για μερικά δευτερόλεπτα αφεθήκαμε όλοι σε μια παραληρηματική έκρηξη ζητωκραυγών, αγκαλιών και φιλικών χτυπημάτων, κραυγών και γέλιων. Παρατήρησα ξαφνικά ότι το φως στο εσωτερικό του αυτοκινήτου ήταν ακόμη αναμμένο. Η πολύ παράξενη ομάδα μας φωτιζόταν σαν από κάποιο μαγικό λυχνάρι. Κι έτσι, μια που δεν έβλεπα κάπου διακόπτη, χτύπησα το φως με τη λαβή του όπλου μου. Το καθησυχαστικό σκοτάδι μάς τύλιξε και πάλι. Ο Μπίλι άφησε το φρένο και ξεκινήσαμε, αποχαιρετώντας τις δύο ομάδες που θα έφευγαν με τα πόδια. (Αφού θα έφευγαν οι άλλοι, ο Μίκης και ο Ηλίας θα έκρυβαν τα όπλα τους, θα απομάκρυναν τυχόν ενδείξεις από το σημείο, θα σκέπαζαν με χώμα όλα τα σημάδια της μάχης και μετά θα πήγαιναν στο Ηράκλειο, όπου, όταν θα μαθεύονταν τα νέα, θα άρχιζαν να διαδίδουν φήμες που θα μας βοηθούσαν.) Όλα αυτά, που απαιτούν χρόνο για να τα καταγράψει κανείς, είχαν διαρκέσει, από τη στιγμή που κάναμε σήμα στο αυτοκίνητο, μόνο εβδομήντα δευτερόλεπτα. Όλοι ήταν τέλειοι.
Ούτε ένα λεπτό αργότερα, από την αντίθετη κατεύθυνση, ερχόταν προς το μέρος μας ένα κομβόι. Δύο μεταγωγικά γεμάτα στρατιώτες καθισμένους με τα όπλα τους ανάμεσα στα πόδια τους, κάποιοι με κράνη, κάποιοι με μπερέδες, πέρασαν από δίπλα μας. Οι φωνές μας χαμήλωσαν και έγιναν συγκρατημένοι ψίθυροι. Ίσα που είχαμε προλάβει. (Προς τα πού να κατευθύνονταν, αναρωτήθηκα αργότερα. Ήλπιζα ότι πήγαιναν να ξετρυπώσουν εκείνη τη φανταστική ομάδα καταδρομέων στα βουνά του Λασιθίου.) Ο στρατηγός ήταν ακόμη παραζαλισμένος. «Πού είναι το πηλήκιό μου;» ρωτούσε διαρκώς. Αναγκάστηκα να του πω πού βρισκόταν το πηλήκιο. Λίγα λεπτά αργότερα περνούσαμε μέσα από την Κνωσό και, καθώς πλησιάζαμε τη βίλα Αριάδνη, δύο φρουροί στάθηκαν προσοχή, ενώ ένας τρίτος, ειδοποιημένος από έναν τέταρτο, σήκωσε την μπάρα. Πρέπει να ξαφνιάστηκαν όταν τους προσπεράσαμε χωρίς να μπούμε στο προαύλιο. Οι φρουροί επέστρεψαν σε στάση ανάπαυσης. Γονάτισα στο κάθισμα, γύρισα προς τα πίσω και είπα τις λέξεις που είχα προβάρει όσο πιο αργά και πειστικά γινόταν: «Herr General, είμαι βρετανός ταγματάρχης. Δίπλα μου βρίσκεται ένας βρετανός λοχαγός. Οι άντρες δίπλα σας είναι έλληνες πατριώτες. Είναι καλοί άνθρωποι. Είμαι διοικητής αυτής της ομάδας κι εσείς επί τιμή αιχμάλωτος πολέμου. Θα σας μεταφέρουμε από την Κρήτη στην Αίγυπτο. Για σας ο πόλεμος τελείωσε. Λυπάμαι που αναγκαστήκαμε να συμπεριφερθούμε βίαια. Αν κάνετε ό,τι σας λέω, όλα θα πάνε καλά».
Το λογύδριο αυτό έπιασε τόπο. «Είστε πραγματικά βρετανός ταγματάρχης;» «Μάλιστα, στρατηγέ. Δεν υπάρχει λόγος να φοβάστε». Παραπονέθηκε ξανά για την απώλεια του πηλήκιού του και υποσχέθηκα να του το επιστρέψω. «Danke, danke, Herr Major». Ήταν ακόμη ταραγμένος, αλλά βελτιωνόταν.
Εκείνη τη στιγμή ο Μπίλι είπε: «Σημείο ελέγχου μπροστά μας». Κάθισα πάλι κανονικά. Δύο άντρες –όπως πρέπει να είχαμε φανεί κι εμείς– έκαναν σήμα με ένα κόκκινο φως στη μέση του δρόμου και ακούστηκαν να φωνάζουν «Αλτ!». Ο Μπίλι έκοψε λίγο ταχύτητα. Όταν είδαν τις σημαίες, οι δύο άντρες πήδηξαν στο πλάι, στάθηκαν προσοχή και χαιρέτησαν. Τους χαιρέτησα κι εγώ και ο Μπίλι πάτησε πάλι το γκάζι μουρμουρίζοντας «Αυτό είναι υπέροχο». «Herr Major» ακούστηκε η φωνή από το πίσω κάθισμα «πού με πηγαίνετε;». «Στο Κάιρο». «Όχι, εννοώ αυτή τη στιγμή». «Στο Ηράκλειο». Έγινε μια παύση και στη συνέχεια ακούστηκε, με τόνο μεγάλης έκπληξης και αρκετές οκτάβες πάνω από το κανονικό: «ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ;». «Μάλιστα. Καταλαβαίνετε ότι πρέπει να σας κρατήσουμε κρυμμένο. Θα φροντίσουμε να είστε όσο πιο άνετα γίνεται αργότερα».
Τώρα πια τα σπίτια είχαν αρχίσει να πυκνώνουν δίπλα στον δρόμο και συναντούσαμε πιο συχνά διαβάτες και ζωντανά και βλέπαμε τα φώτα από περίπτερα, ταβέρνες και καφενεία. Και πολύ σύντομα είδαμε άλλο ένα κόκκινο φανάρι, τον δρόμο να στενεύει και ακούσαμε και πάλι «Αλτ!» και λίγο πιο κάτω πάλι τα ίδια. Περάσαμε αυτά τα σημεία ελέγχου και όσα ακολούθησαν με τον ίδιο τρόπο όπως το πρώτο. Στη Φορτέτζα υπήρχε επιπλέον και μια ξύλινη μπάρα που έκλεινε τον δρόμο. Και πάλι οι σημαίες την έκαναν να σηκωθεί αμέσως. Πολύ σύντομα βρισκόμασταν μέσα στο μεγάλο ενετικό τείχος της πόλης. Μας κατάπιε ο κεντρικός δρόμος. Τα όπλα, κατεβασμένα τώρα, ήταν σε ετοιμότητα πίσω από τις πόρτες.
Οι συνεργάτες μας στο πίσω κάθισμα κρατούσαν τώρα με δύναμη τον στρατηγό χαμηλότερα από τα παράθυρα. Το στιλέτο του Γιώργου ήταν ακόμη στραμμένο απειλητικά προς το μέρος του στρατηγού, και όταν ακούγονταν πιο δυνατά γερμανικές φωνές δίπλα στο αυτοκίνητο τα χέρια τους του έκλειναν το στόμα. Μας καθυστέρησαν διάφορα φορτηγά που έκαναν μανούβρες και όπισθεν και ύστερα από λίγο ξανά ένα χαρούμενο πλήθος στρατιωτών που έβγαινε από τον κινηματογράφο της μεραρχίας. (Ήταν Σάββατο βράδυ.) Ο Μπίλι πατούσε την κόρνα ήρεμα και μεθοδικά περνώντας μέσα από το πλήθος. Ένας ποδηλάτης παραλίγο να πέσει κάνοντας έναν ελιγμό για να μας αποφύγει. Προχωρώντας πολύ αργά και δεχόμενοι χαιρετισμούς καθώς οι στρατιώτες έκαναν στην άκρη, φτάσαμε στη στροφή στην κρήνη Μοροζίνη και στρίψαμε αριστερά προς τη Χανιόπορτα. Ήταν ο μοναδικός τρόπος να βγούμε από την πόλη.
Αν κάτι πήγαινε στραβά διασχίζοντας την πόλη, το σχέδιό μας ήταν να οδηγήσουμε με ταχύτητα προς τη Χανιόπορτα και, αν η μπάρα ήταν κατεβασμένη, να τη σπάσουμε και στη συνέχεια, αν μας κυνηγούσαν, να πυροβολήσουμε για ώρα από το πίσω μέρος και τα πλαϊνά παράθυρα και να ρίξουμε τις χειροβομβίδες Mιλς που βάραιναν τις τσέπες όλων μας. (Είχαμε αρκετά πυρομαχικά για τα ημιαυτόματα και τα πολυβόλα μας.) Εκτός Πύλης είχαμε πιθανότητες να ξεφύγουμε. Αυτό το δυνατό ολοκαίνουργιο Opel πρέπει να ήταν το γρηγορότερο αυτοκίνητο σε όλο το νησί, και ο Μπίλι ήταν οδηγός ικανός και με φαντασία. Με ένα καλό προβάδισμα θα μπορούσαμε να κατευθυνθούμε προς τα βουνά με μεγάλη ταχύτητα, να κατεβούμε από το αυτοκίνητο πολύ προτού μας προλάβουν από τα δυτικά τα στρατεύματα από το Ρέθυμνο που θα είχαν ειδοποιηθεί μέσω τηλεφώνου, να ρίξουμε το αμάξι από κάποιον γκρεμό και, αφού καλύψουμε τα ίχνη μας, να αρχίσουμε την ανάβαση. Όμως, σε περίπτωση που υπήρχε μαζική πρόθεση να μας σταματήσουν στη Χανιόπορτα, θα κάναμε γρήγορα μεταβολή και θα μπαίναμε στα δρομάκια –ήξερα αρκετά καλά πού θα μπορούσαμε να πάμε, χάρη σε όλες αυτές τις περιπλανήσεις μαζί με τον Μίκη στο σκοτάδι–, θα αφήναμε τον στρατηγό δεμένο και με κλεισμένα τα μάτια («Μην ξεχνάτε, στρατηγέ, λυπηθήκαμε τη ζωή σας! Όχι αντίποινα!»), θα κλείναμε τον δρόμο με το αυτοκίνητο και θα εξαφανιζόμασταν. Υπήρχε ένας λαβύρινθος από δρομάκια, τοίχους πάνω από τους οποίους μπορούσε να πηδήξει κανείς, λούκια όπου μπορούσαμε να σκαρφαλώσουμε, φεγγίτες, επίπεδες στέγες που επικοινωνούσαν, κελάρια και υπόνομοι και σήραγγες –όπως είχαμε ανακαλύψει με τον Μανώλη όταν κάναμε την επιδρομή στο λιμάνι– τα οποία οι Γερμανοί αγνοούσαν παντελώς. Αν μας στρίμωχναν, είχαμε άφθονες χειροβομβίδες και επιπλέον πυρομαχικά και προμήθειες σε φαγητό. Ίσως, αν κρυβόμασταν, να καταφέρναμε να ξεφύγουμε. Η πόλη ήταν διάσπαρτη με σπίτια φίλων και, τελικά, με την εξαίρεση ελάχιστων κατασκόπων και προδοτών, ολόκληρη η πόλη θα μπορούσε να είναι στο πλευρό μας.
Δεν υπήρχε μονοπάτι. Τα Ανώγεια απείχαν μόνο πέντε με έξι μίλια στην ευθεία, αλλά θα μας έπαιρνε τρεις φορές περισσότερο. Ο δρόμος ήταν όλο φαράγγια, γκρεμούς, βράχους, θάμνους και αγκάθια. Ευτυχώς έφεγγε ένα νέο φεγγάρι. Οι μόνοι άνθρωποι που συναντήσαμε όλη τη νύχτα ήταν δύο αγόρια με δαυλούς που κυνηγούσαν χέλια σε ένα ρέμα.
Από τον στενό κεντρικό δρόμο προς τη Χανιόπορτα ήταν μια ευθεία. Αλλά καθώς πλησιάζαμε στη μεγάλη πύλη, που οι Γερμανοί είχαν στενέψει με τσιμεντένια αντιαρματικά μπλοκ, είδαμε ότι δεν βρίσκονταν εδώ μόνο οι συνηθισμένοι σκοποί και φύλακες αλλά και πολλοί άλλοι στρατιώτες. Αυτός που έκανε σινιάλα με τον κόκκινο φακό δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Έμοιαζε σαν να σκόπευαν να μας σταματήσουν. Η ένταση μέσα στο αυτοκίνητο ήταν αισθητή. Ο Μπίλι έκοψε ταχύτητα –είχαμε σχέδιο για αυτή την πιθανότητα–, απασφάλισε το περίστροφό του και το ακούμπησε στα πόδια του. Το δικό μου ήταν ήδη έτοιμο. Πίσω μας ακούσαμε τα τρία τουφέκια Μάρλιν να οπλίζουν. Όταν είχαμε φτάσει σχεδόν δίπλα τους και ένας από τους φρουρούς μάς πλησίαζε, κατέβασα το παράθυρο και φώναξα: «Generals Wagen!».
Οι λέξεις «Generals Wagen!» πέρασαν αμέσως από στόμα σε στόμα. Χαμήλωσαν τον φακό την κατάλληλη στιγμή. Ο Μπίλι πάτησε το γκάζι, οι στρατιώτες έκαναν στην άκρη και χαιρέτησαν, οι σκοποί στάθηκαν προσοχή. Ανταποκρίθηκα σε όλα αυτά με μια βαριά καληνύχτα και συνεχίσαμε τον δρόμο μας. Περάσαμε με ευκολία τα σημεία ελέγχου (οι υπόλοιποι επιβάτες του αυτοκινήτου μέτρησαν είκοσι δύο μπλόκα από την αρχή ως το τέλος). Στα αριστερά του δρόμου περάσαμε δίπλα από τον τάφο του Τζον Πέντλμπιουρι. Επιτέλους τα μπλόκα και τα άχαρα προάστια βρίσκονταν πίσω μας και ορμούσαμε στον δρόμο του Ρεθύμνου, με τα φανάρια μας να φωτίζουν μόνο βράχια και ελαιώνες. Το όρος Ίδη υψωνόταν στα αριστερά μας και η θάλασσα ίσα που ξεχώριζε να γυαλίζει ήρεμα πιο κάτω.
Το αυτοκίνητο πλημμύρισε με ένα αίσθημα θορυβώδους αγαλλίασης. Για άλλη μια φορά μιλούσαμε, γελούσαμε, χειρονομούσαμε και τελικά τραγουδούσαμε δυνατά όλοι μαζί και προσφέραμε τσιγάρα ο ένας στον άλλο, και στον στρατηγό. Όσοι κάθονταν πίσω φρόντισαν να είναι τώρα ο στρατηγός όσο πιο άνετα γινόταν. Του έδωσα πίσω το πηλήκιό του και τον ρώτησα αν θα μας έδινε τον λόγο του ότι δεν θα επιχειρούσε να το σκάσει. Το έκανε, προς μεγάλη μου ανακούφιση. Στη συνέχεια του σύστησα επισήμως τον Μπίλι. Εκείνος δεν μιλούσε γερμανικά και ο στρατηγός καθόλου αγγλικά, κι έτσι αντάλλαξαν μερικά τυπικά λόγια στα γαλλικά, με κάποια δυσκολία και από τις δύο πλευρές. Στη συνέχεια του σύστησα τον Μανώλη, τον Γιώργο και τον Στρατή με τα μικρά τους ονόματα και για μια στιγμή έμοιαζε λες και οι τέσσερις άνθρωποι στο πίσω κάθισμα υποκλίνονταν με επισημότητα ο ένας στον άλλο. Λίγο αργότερα ο στρατηγός έγειρε μπροστά και είπε: «Για πείτε μου, ταγματάρχα, και τώρα που καταφέρατε αυτή την πράξη Ουσάρων, τι θα κερδίσετε;». Δύσκολη ερώτηση. (Περνούσαμε από το μοναχικό χάνι του Γενί Γκαβέ –σημερινή Δροσιά– κοντά στον πρώτο μας προορισμό. Απείχε μόλις είκοσι μίλια από το Ηράκλειο, αλλά λόγω της κακής κατάστασης του δρόμου η ώρα ήταν ήδη περασμένες έντεκα.) Είπα στον στρατηγό ότι θα του τα εξηγούσα όλα αύριο.
Δεν είχαμε τώρα κάποιον ντόπιο για οδηγό μετά την κρίση του Γιάννη, αλλά ο Στρατής είχε υπηρετήσει στην περιοχή ως νεαρός χωροφύλακας και ο Μανώλης κι εγώ γνωρίζαμε λίγο τα μέρη. Σταματήσαμε στο ξεκίνημα μιας γιδόστρατας που έπειτα από μερικές ώρες ανηφορικής πορείας κατέληγε στα Ανώγεια. Βγήκαμε όλοι από το αυτοκίνητο και ο Μανώλης έβγαλε τις χειροπέδες από τον αιχμάλωτο. Ο στρατηγός ταράχτηκε όταν είδε ότι ετοιμαζόμουν να φύγω με τον Γιώργο. («Θα με αφήσετε μόνο με αυτούς τους... ανθρώπους;») Του είπα ότι ο λοχαγός θα ήταν επικεφαλής και ότι ο ίδιος βρισκόταν υπό την ιδιαίτερη φροντίδα του Μανώλη. Η δήλωση αυτή ακούστηκε διφορούμενη, αλλά ο Μανώλης είχε κάτι που ενέπνεε εμπιστοσύνη. Η ομάδα θα κρυβόταν έξω από τα Ανώγεια και θα μας περίμενε. Ο Μανώλης και ο Στρατής ήξεραν με ποιον να επικοινωνήσουν για φαγητό και αγγελιοφόρους, για μηνύματα στους κοντινότερους σταθμούς με ασύρματο. Χαιρέτησα στρατιωτικά, ο στρατηγός ανταπέδωσε τον χαιρετισμό (είχε σημασία για μένα να δώσω τουλάχιστον αυτό τον τόνο επισημότητας στην κατά τα άλλα μποέμικη ομάδα μας). Ο Μπίλι με τον στρατηγό ξεκίνησαν στην ανηφόρα, με τον Στρατή να οδηγεί, τον Μανώλη οπισθοφυλακή με το όπλο του στερεωμένο στην κλείδωση του αγκώνα.
Ακούστηκαν γέλια από την ανηφόρα όταν επιτέλους, έπειτα από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες, το αυτοκίνητο άρχισε να κινείται στον δρόμο. Μετά βίας κατάφερα να το κρατήσω στον δρόμο διανύοντας δύο μίλια ως το ξεκίνημα του μονοπατιού που περνούσε μέσα από το χωριουδάκι Χελιανά και έφτανε στον κόλπο των υποβρυχίων με το μικροσκοπικό νησάκι Περιστέρι. Αφήσαμε το αυτοκίνητο σε εμφανές σημείο μέσα στον δρόμο. Στο εσωτερικό είχαμε ρίξει επίτηδες γόπες από τσιγάρα Player’s. Τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία ενισχύονταν και από έναν μπερέ των καταδρομικών δυνάμεων («Όποιος τολμά νικά») που είχαμε σουφρώσει από κάπου και ένα μυθιστόρημα της Αγκάθα Κρίστι. Τρέξαμε κάτω στο μονοπάτι και αφήσαμε εκεί ένα στρογγυλό κουτί από τσιγάρα Player’s κι ένα περιτύλιγμα από σοκολάτα Cadbury’s πιο κάτω. (Μακάρι να είχαμε κι ένα κασκέτο ναυτικού...) Στερεώσαμε σε εμφανέστατη θέση στο μπροστινό κάθισμα την επιστολή προς τις γερμανικές αρχές. Μετά –δεν μπορούσαμε να αντισταθούμε στον πειρασμό– πήραμε ο καθένας από μια από τις σημαίες που τόσο μας είχαν βοηθήσει. Έδωσα τη δική μου στον Γιώργο, που τις ανέμισε και τις δύο λέγοντας «Αιχμάλωτες σημαίες!» και τις έχωσε στο σακούλι του, με τα σιδερένια τους στηρίγματα να εξέχουν.
Δεν υπήρχε μονοπάτι. Τα Ανώγεια απείχαν μόνο πέντε με έξι μίλια στην ευθεία, αλλά θα μας έπαιρνε τρεις φορές περισσότερο. Ο δρόμος ήταν όλο φαράγγια, γκρεμούς, βράχους, θάμνους και αγκάθια. Ευτυχώς έφεγγε ένα νέο φεγγάρι. Οι μόνοι άνθρωποι που συναντήσαμε όλη τη νύχτα ήταν δύο αγόρια με δαυλούς που κυνηγούσαν χέλια σε ένα ρέμα. Χαιρετηθήκαμε από απόσταση και μας υπέδειξαν τη σωστή κατεύθυνση. Κάθε μία ώρα περίπου καθόμασταν να καπνίσουμε ένα τσιγάρο. Η νύχτα αντηχούσε από τριζόνια και βατράχια και αηδόνια. Το χιόνι στην Ίδη γυάλιζε στον ουρανό και κανείς από τους δυο μας δεν μπορούσε να πιστέψει, μέσα σ’ αυτό το ήρεμο και έρημο περιβάλλον, ότι όσα έγιναν νωρίτερα είχαν πραγματικά συμβεί. Τα κουδουνίσματα από τα πολλά κοπάδια με κατσίκες που ξυπνούσαν στους γύρω λόφους ανακοίνωσαν τον ερχομό της μέρας και ακριβώς από πάνω μας διακρίναμε τα λευκά σπίτια των Ανωγείων να απλώνονται σαν φρούριο κατά μήκος μιας ψηλής λεπίδας βράχου.
____________
Πάτρικ Λη Φέρμορ: Η απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε. Μετάφραση: Μυρσίνη Γκανά. ISBN: 978-960-566-977-5. Σελίδες: 296
©Εκδόσεις Μεταίχμιο
ΣΠΑΝΙΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ: Ο ΠΑΤΡΙΚ ΛΗ ΦΕΡΜΟΡ ΞΑΝΑΣΥΝΑΝΤΑ ΤΟΝ ΚΡΑΪΠΕ- ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ
σχόλια