Δεν υπάρχει τίποτε που να μη μου άρεσε σε αυτό το instant classic του Τζέισον Ράιτμαν. Είμαι σχεδόν σίγουρος πως δεν θα εντυπωσιάσει τους ανυπόμονους λάτρεις υψηλών προσδοκιών γιατί δεν φέρει τη σφραγίδα ενός πρωτοπόρου κολπατζή της σκηνοθεσίας και γιατί δεν βασίζεται σε καλλιτεχνίζουσες επιταγές της μόδας αλλά στην υπηρεσία σεναρίου και ηθοποιών, με επίκεντρο το περιεχόμενο. Με λίγα λόγια, ο δημιουργός των Thank you for smoking και Juno μοιάζει να βγήκε από τη στέρεη δομή των παλιών στούντιο, τότε που οι σκηνοθέτες εφάρμοζαν το ταλέντο τους στο story και φρόντιζαν να μη φαίνονται και πολύ.

Αυτό δεν τον κάνει χειρότερο από εγνωσμένης αξίας στυλίστες, απλά πιο αόρατο (ταλέντο κυρίως κάποιων Αμερικανών), και στα μάτια των καχύποπτων, άντε μέχρι καλό επαγγελματία. Πόση διαφορά έχει, ωστόσο, από τους διεκπεραιωτές! Καταρχάς, χωνεύει την πιο επίκαιρη ιστορία της χρονιάς στο στομάχι μιας αισθηματικής κομεντί, όχι με την τοξικότητα ενός Γουάιλντερ ή ενός Στάρτζες (δυο από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες από παλιά και για πάντα), αλλά με μια πολύπλοκη τεχνική μετατόπισης του κυρίως θέματος σε μια μπερδεμένη καθημερινότητα. Το ζουμί της ταινίας άπτεται του ντοκιμαντέρ. Άνθρωποι χάνουν τη δουλειά τους και δεν έχει τελικά σημασία αν ανήκουν στα χαμηλόμισθα στρώματα ή στα υψηλά κλιμάκια. Ο Τζέισον Ράιτμαν είχε την ιδιοφυή ιδέα να αναμείξει ηθοποιούς (όπως τον κωμικό Ζακ Γαλιφιανάκη) με κανονικούς εργαζόμενους για να πιάσει το μάξιμουμ της αυθεντικότητας στις αντιδράσεις των απολυμένων.

Στη δεύτερη περίπτωση, ζήτησε από τα στελέχη είτε να ανακαλέσουν την αντίδρασή τους και να την ερμηνεύσουν χωρίς φιοριτούρες, είτε να φανταστούν τι θα ήθελαν να είχαν πει στο αφεντικό τους μέσω του πληρωμένου «δημίου» που τους μετέφερε την απόλυση και δεν είχαν το θάρρος και την ετοιμότητα να το κάνουν την ώρα που έπρεπε. Η στιγμή είναι καίρια και ανατριχιαστική, καθώς όλοι μας έχουμε φανταστεί το σενάριο της απόλυσής μας, αν δεν το έχουμε ήδη βιώσει, και παραπάνω από μια φορά. Μην ξεχνάμε ότι η πλειοψηφία των σημερινών στελεχών 40 ετών και πάνω, στις περισσότερες περιπτώσεις, άρχισε να δουλεύει νομίζοντας πως θα κρατήσει το πόστο εργασίας του για μια ζωή, ανήκοντας σε μια επιχείρηση που δεν θα τους έδιωχνε ποτέ χωρίς σοβαρό λόγο. Ο Μπίνγκαμ, αν και στην αντίθετη όχθη, είναι κι αυτός μέλος της συγκεκριμένης γενιάς και απόλυτα εξαρτημένος από τη ροή της επίπλαστης ζωής του. Ταξιδεύει αποφεύγοντας τις δεσμεύσεις.

Σπίτι του είναι τα αεροδρόμια, οι καμπίνες της πρώτης θέσης και το κινητό του τηλέφωνο. Οικογένειά του είναι οι πιλότοι και οι αεροσυνοδοί. Στόχος του είναι η πλατινένια κάρτα του ενός εκατομμυρίου μιλίων - συμπυκνωμένη καταξίωση, όπως η περίτεχνη κάρτα στους γιάπηδες του American Psycho. Είναι πραγματικά καλός στη δουλειά του. Χρυσώνει τη φρίκη με υπολογισμένα λόγια παρηγορητικής προοπτικής και καταπίνει την κακή αύρα με ένα χαμόγελο κατανόησης. Τα δεδομένα αλλάζουν όταν γνωρίζει μια ενδιαφέρουσα, αυτόνομη γυναίκα που ταξιδεύει επίσης εκτεταμένα και του μοιάζει πολύ (όπως του λέει χαρακτηριστικά, «εγώ είμαι εσύ με αιδοίο»), αλλά και από τη στιγμή που ένα νέο κορίτσι έρχεται στη δουλειά του και προτείνει με πειθώ και φόρα να καταργηθούν τα ταξίδια, για να μειωθεί το λειτουργικό κόστος, και οι απολύσεις να γίνονται με βιντεο-διάσκεψη.

Ο κώδικας δεοντολογίας του παλιομοδίτη δήμιου θίγεται βάναυσα: πώς μπορείς να οδηγήσεις κάποιον στη συμφορά, αν δεν έχεις τα κότσια και την τσίπα να τον κοιτάξεις τουλάχιστον στα μάτια. Η πορεία του αρχίζει να ταυτίζεται με εκείνη των θυμάτων και, ω του θαύματος, η καρδιά του ξυπνάει από το τεχνητό οξυγόνο που ανέπνεε επί μακρόν. Σχεδόν μεταφυσικά (εννοώντας τελικά αν τα τόσα χρόνια εκπαίδευσης στην ευγενική μοναξιά θα γυρίσουν μπούμερανγκ), θα βρεθεί μπροστά σε ένα τεστ θάρρους. Θα καταφέρει να διεκδικήσει τον έρωτα, την ίδια στιγμή που η επαγγελματική του υπόσταση απειλείται, ή θα επιστρέψει σε αυτό που γνωρίζει καλύτερα και που τον έχει βολέψει σε ένα ιπτάμενο συναισθηματικό απυρόβλητο;

Με ένα σενάριο που μάλλον θα αποσπάσει Όσκαρ, ο Τζέισον Ράιτμαν πειράζει συνεχώς την πορεία μιας ήρεμης πτήσης, μιας ζωής χωρίς εξάρσεις, θέλοντας να φέρει τους πρωταγωνιστές στα όρια μιας υπαρξιακής αγωνίας, υπεύθυνους για τη δική τους μοίρα και για τις επιπτώσεις των αποφάσεων και των επιλογών τους. Η ατμόσφαιρα, ψυχρή σαν τους κοινόχρηστους χώρους ενός σύγχρονου αεροδρομίου και μίζερη σαν νοικιάρικη γκαρσονιέρα ενός έμψυχου προϊόντος του καπιταλισμού, είναι πρώτης τάξης.

Και οι ερμηνείες, ραμμένες για μια τέτοια κατάσταση. Εκτός από τον πλήρως «εταιρικό» και διόλου υψιπετή κυριλέ εντολοδόχο Κλούνι, που εμβαθύνει ακόμη περισσότερο στην ψυχοσύνθεση του unquiet American που αρματώνεται με τα τικ της επιτυχίας για να ξεχάσει την καταγωγή του, οι δυο γυναίκες είναι αποκάλυψη. Η Βέρα Φαρμίγκα (που στον Πληροφοριοδότη έκανε σωστά τη δουλειά της, αλλά στο Nothing but the truth έλαμψε διά της οργής της) αναζωογονεί τον ρόλο της ενήλικης, σέξι γυναίκας που φαίνεται να αφήνεται στα casual χάδια του επαναλαμβανόμενου one night stand αλλά ελέγχει πλήρως τις διαθέσεις και τις κινήσεις της. Και η Άνα Κέντρικ, η φίλη της Κρίστεν Στιούαρτ στο Twilight, είναι μια μικροκαμωμένη μπάλα φιλοδοξίας και βερμπαλιστικής ημιμάθειας, μόνο και μόνο για να καταρρεύσει από ανασφάλεια και φόβο.