Αττική #1
από τη Βέρα Φραντζή
Η πόλη μου εκτείνεται από μία απέραντη έκταση που χωνεύει μέσα λαούς, προπάτορες, ερείπα-περίπτερα, περιστερώνες και αγάπες σαν αυτή των γειτόνων μου που τσακώνονται κάθε μέρα και αγκαλιάζονται στην βεράντα με θέα τη λεωφόρο και το ντουμάνι από το συνοικιακό μεζεδοπωλείο -σφιχτά και συνειρμικά.
Η πόλη μου χώραει τα γυμνασιόπαιδα που έχουν αραδιαστεί κοπαδιαστά σε καλοκαιρινές παρέες και πάνε για μπάνια στον Άλιμο στις οργανωμένες πλαζ και απέναντι από τη νησίδα Κουμουνδούρου στην Καστέλλα, ιδρωκοπημένα και αλαλιασμένα από τη χαρά τους καβαλώντας τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο ή κομβόι με τα παπάκια. Πλάθουν χρωματιστά μαλλιά και χαϊμαλιά και όλοι φοβούνται να αναμοχλεύσουν τις ιστορίες που λένε οι αθυρόστομες γλώσσες τους... αυτή η τσογλαναρία που κάθε γειτονιά μαζεύει. Κάτω από τα μωσαϊκά της Ακρόπολης, μαυροφορεμένη να τραγουδά ρίμες και να καπνίζει στριφτά τσιγάρα εμπεδώνοντας το στιλ του «φτιαγμένου ροκά» χωρίς κανένα ήθος μα με λαμπρό μέλλον. Όσο πιο βούρκο, τέλμα και μίμηση υπάρχει στους εφήβους, τόσο λιγότερο μεταμφιεσμένο παρόν προβλέπω.
Στα συντριβάνια του Συντάγματος και στις ταράτσες των πολυκατοικιών που θεριεύουν κάτω από το αθηναϊκό λιοπύρι και γίνονται κάμποι και σαβάνες, πλένονται τα τσιγγανόπουλα και οι νομάδες των Ελλήνων.
Η αθηναϊκή πρωεύουσα παραδέρνει από τα πόδια των απεργών, των ανέργων, των τουριστών. Σκοντάφτουν τα γόνατα στα έργα της Μητροπόλεως, ταλαιπωρούνται οι κόρνες που δεν ακούγονται μέσα στο σούσουρο των επιβατών του μετρό που σκάνε στη γη μετά την εμπειριά των αρχαίων εγκάτων, μηχανορραφώντας στις λιγοστές ρίζες των δέντρων που φυτρώνουν στον Εθνικό Κήπο, στο Λυκαβηττό, στο άλσος Χαϊδαρίου, στην Πανεπιστημιούπολη.
Η πόλη μου εκτείνεται από το λιμάνι με το ηλεκτροκίνητο ηλιοβασίλεμα και το ναυαγισμένο πλοίο έως τις πλατείες του Παγκρατίου. Τις διατρέχω με το νου, πάνω-κάτω, κάνοντας μια δίαιτα που εφαρμόζουν χρόνια οι κάτοικοι για να επιβιώσουν από την ομορφιά της πόλης, αυτήν τη ξεζουμισμένη πύρινη ζωή που υπάρχει και την σφραγίζουμε σε δωμάτια με συρόμενα παράθυρα και λιγοστό φρέον και αποχευτεύσεις με χιλίων ειδών κόπρανα.
Έχουν γεμίσει οι γειτονιές με παιδιά που χορεύουν παραδοσιακούς χωρούς. Στριφογυρίζουν μαντωλωμένα με φορεσιές μάλλινες να τσιμπούν τα μαγουλά τους και χαιρετούν τον χειμώνα, τις σάκες και τα ξύσματα από τα μολύβια. Τέλος το σχολείο. Βόλτες και παγωτά και τηλεόραση και ιδρώτας μαύρος από το νέφος και κανένα μπάνιο με την ψυχή της μάνας μας στο στόμα που πρέπει να μαγειρέψει και να καθαρίσει.
Του χρόνου να έχουμε λεφτά -αχ, να έχουμε!- να νοικιάσουμε μια τρύπα σε ένα απόβρασμα-παραθαλάσσιο μέρος να μην ακούω το κουδούνι της πόρτας και να ξεχάσω τις ψείρες των συμμαθητών και τη φωνή του ταχυδρόμου που φέρνει την αναπηρική σύνταξη με ευλογίες και προσδοκία για φιλοδώρημα.
Πόλη μου που εκτείνεσαι.
Πόλη που ζεις από καφενέδες με κοτζαμπάδησες συνταξιούχους.
Πόλη αυτόπτης μάρτυρας του Γκρι.
Πόλη μου, Αθήνα.
Πόλη μου, Πειραιά.
Πώς γίναμε έτσι κουβάρι και αστοί και συνθλίψαμε τα φύλλα και την μυρωδιά του δέρματος;
Μυρίζει παγωμένος κλιματισμός. Καταχλωμιάζει κάθε πτερύγιο συναισθήματος που πάει να συγκεντρώσει οξυγόνο -να αποσβολωθούν τα μάτια μπροστά στην εφηβεία αυτής της πόλης που έχει χαρακιές από το γήρας, μα κλαίει σαν γαλαθηνό βρέφος.
Καλοκαίρι στην πόλη. Μια άδεια πόλη γεμάτη ανθρώπους που μισούν και χορεύουν χορούς με χέρια που ίσα-ίσα ακομπιώνται για να διαχωρίσουν τις υποστάσεις τους για πάντα...