Οι τρεις αδελφές
Η χρονιά του μπακαλορεά μου
Στη μέση της χρονιάς του Μπακαλορεά, μετά από ένα ακόμη άσχημο καβγά με τον πατέρα - αιωνίως τα πολιτικά-, φεύγω από το σπίτι, αποφασισμένος να μην ξαναγυρίσω πίσω. Κι επειδή ο καβγάς συνεχίστηκε μέχρι την πόρτα, δεν προλαβαίνω να πάρω ούτε ένα ρούχο μαζί μου. Έχω ένα σχέδιο όμως, λίγο μακιαβελικό, που η επιπολαιότητα και το ανομολόγητο θράσος το κάνουν εφικτό. Οι γονείς μου είχαν τότε φιλικές σχέσεις με μία αριστερή οικογένεια που έμενε στο Romainville, ένα κοντινό προάστιο της "κόκκινης" περιφέρειας του Παρισιού που έβγαζε κομμουνιστή δήμαρχο από το 1935 ως το 1998. Εκεί έβρισκαν υποστήριξη Ισπανοί και 'Ελληνες εξόριστοι των αντίστοιχων ΚΚ, καθώς και βοήθεια σε θέματα στέγασης και εργασίας. Η οικογένεια ... Κοκκίνου με την οποία ανταλλάζαμε επισκέψεις είχε τρεις κόρες, τη Δωροθέα, που ήταν η μεγαλύτερη, την Ελένη, τη μεσαία, συνομήλική μου, και την Αναστασία που όλοι τη φώναζαν Bébé. 'Εμεναν με την χωρισμένη μητέρα τους και μεγάλωναν όπως μεγάλωνα κι εγώ, με ένα μείγμα ελληνο-γαλλικής κουλτούρας, με την ελληνική γλώσσα στο σπίτι, με ηρωικές και πικρές σελίδες από την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, και με ωραίες φαντασιώσεις από τα καλοκαίρια, εκείνες πήγαιναν στη Χαλκιδική, στα Νέα Μουδανιά, εγώ στο Γαλάτσι και στη Λούτσα με τους αμμόλοφους. Ο πατέρας τους, νομίζω, είχε επιστρέψει στην Ελλάδα. 'Ηξερα τα κορίτσια, αλλά τη Δωροθέα την γνώριζα κι από αλλού, ήμασταν στην ίδια οργάνωση. Τη συναντούσα συχνά στο "Αδιέξοδο", στα γραφεία της Impasse Guéménée, κοντά στη Βαστίλη, και φυσικά στις διαδηλώσεις, για το Βιετνάμ οι περισσότερες τότε. Την είχα δει και με κράνος, ήταν στην διαβόητη ομάδα κρούσης που είχε επιτεθεί κατά κύματα, σε στυλ ιαπωνικής Zengakuren, σε μία συγκέντρωση νεο-φασιστών, μία επίθεση που άφησε εποχή και οδήγησε και στην απαγόρευση της οργάνωσης. Συμμετείχα κι εγώ, αλλά στα μετόπισθεν, και χωρίς κράνο και ρόπαλο. Μη στενοχωριέσαι, μου είπε αμέσως η Δοροθέα, από συντροφική αντισταλινική αλληλεγγύη, έλα να μείνεις σε μας. Το ίδιο είπε και η μητέρα της που αγαπούσε πολύ τις κόρες της και τις εμπιστευόταν σε όλα, κι έτσι εγκαταστάθηκα για ένα διάστημα στο Romainville. Εκ των υστέρων απορώ και ντρέπομαι κιόλας που καταχράστηκα τόσο πολύ τη φιλοξενία, αλλά η μόνη μου δικαιολογία ήταν που ήθελα να βρίσκομαι κοντά στην Ελένη. Είχε την κοφτερή ομορφιά του μαύρου κρυστάλλου, ήταν ανεξάρτητη και ήξερε πως να βάζει στη θέση τους τα σκληρά αγόρια των προαστίων. Είχε τις δικές της ασχολίες και ήμουν πολύ άχρωμος για να την ενδιαφέρω, αλλά μια φορά με πήρε μαζί της στο σινεμά. Ήταν στο συνοικιακό τους Trianon, ιστορικό μνημείο σήμερα, που τότε ήταν πολύ μίζερο, κι ας είχε ήδη μία σεβαστή ιστορία πίσω του. Καθίσαμε δίπλα δίπλα, χωρίς να αγγιζόμαστε, με ελάχιστους άλλους θεατές σε απόσταση, σε μία μεγάλη άδεια, κρύα και παρακμιακή αίθουσα. Την ταινία ποιος να τη θυμάται τώρα, μόνο η υγρή, σχεδόν μουχλιασμένη ατμόσφαιρα με έχει διαποτίσει, και μπορώ να πω ότι τη νιώθω ακόμα, ίδια σχεδόν μ' αυτήν που ξαναβρήκα δεκαετίες αργότερα στο πορνοσινεμά Φως στον Πειραιά. Εν τω μεταξύ, τις ώρες που έλειπε ο πατέρας, έμπαινα κρυφά στο σπίτι μας για να παίρνω ρούχα, χαρτζιλίκι, και να τρώω ένα πιάτο φαΐ, ώσπου με τα πολλά, με τη μεσολάβηση της μητέρας επήλθε ανακωχή. Είχα ένα μήνα τώρα για να προετοιμαστώ για το Μπακαλορεά. Το πέρασα χάρη στη δεύτερη ξένη γλώσσα: τα ελληνικά.
Το Trianon στο Romainville γίνεται 70 ετών: ένας ιστορικός κινηματογράφος
Centre national du cinéma et de l'image animée (CNC)
16 Σεπτεμβρίου 2023
"70 χρόνια, αρχίζουν να μετράνε! " αναφωνεί με ενθουσιασμό ο Julien Tardif, διευθυντής και υπεύθυνος προγράμματος του Le Trianon από το 2020. Αυτή την εβδομάδα, ο κινηματογράφος στο Romainville γιορτάζει τις επτά δεκαετίες του στη σημερινή του μορφή, με αβάν πρεμιέρ, συναυλίες και λευκή επιταγή που δίνεται σε διάφορους σκηνοθέτες. "Είναι μια μακρά περίοδος στη ζωή ενός κινηματογράφου. Έχει αυτή την εθνική αύρα που του έδωσε το La Dernière Séance [η εκπομπή του Eddy Mitchell που γυρίστηκε σε μεγάλο βαθμό εδώ - σ.σ.], αλλά πριν δημιουργηθεί, ο χώρος υπήρχε με άλλη μορφή: στην αρχή, το Le Trianon ήταν ένα καφέ, στο οποίο έγιναν προβολές στα πρώτα χρόνια του κινηματογράφου. Από τη δεκαετία του 1930 και μετά, μετατράπηκε σε πραγματικό κτίριο προορισμένο για κινηματογράφο, το οποίο δυστυχώς καταστράφηκε στους βομβαρδισμούς του Β' Παγκοσμίου Πολέμου." Χρειάστηκε να περιμένουμε ως το 1953 για να ανοικοδομηθεί το Le Trianon υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Charles Genêtre, ο οποίος του έδωσε μία μορφή "υπερωκεάνιου", ακολουθώντας μία ύστερη υφολογική τάση του κινήματος Art Deco. Η οικογένεια Seigneur, μακροχρόνιοι ιδιοκτήτες, είχε μεγάλη αγάπη για την έβδομη τέχνη και συνέχισε να λειτουργεί τον κινηματογράφο μέχρι τη δεκαετία του 1980. "Τότε ήταν που υπήρξε μια στιγμή αβεβαιότητας στην ιστορία του Trianon, το οποίο ήταν περιζήτητο από τους κατασκευαστές ακινήτων. Ο κ. Seigneur είχε την καλή ιδέα να πάει να συναντήσει τον δήμαρχο του Romainville και να του πει ότι δεν ήθελε ο χώρος να μετατραπεί σε γκαράζ ή κατάστημα παπουτσιών. Ο δήμαρχος συμφώνησε να βοηθήσει, αλλά δεν μπορούσε να το κάνει μόνος του, οπότε συνεργάστηκε με τον δήμαρχο του Noisy-le-Sec, καθώς η οθόνη βρίσκεται σχεδόν στα σύνορα μεταξύ των δύο προαστίων. Μαζί αγόρασαν το Le Trianon, καθιστώντας το έναν πρωτοποριακό διακοινοτικό δημόσιο κινηματογράφο - η διακοινοτικότητα δεν ήταν πολύ της μόδας εκείνη την εποχή! Πάνω απ' όλα, επέτρεψε τη διαφύλαξη του ίδιου του κτιρίου, το οποίο δεκατέσσερα χρόνια αργότερα καταχωρήθηκε ως ιστορικό μνημείο."