Joyce Blau,
μια ξεχωριστή γυναίκα
Την Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024 πέθανε η Joyce Blau. Ειδική στον κουρδικό πολιτισμό και τη γλώσσα, αγωνίστηκε σε όλη της τη ζωή ενάντια στην αποκιοκρατία και τον φασισμό. Μια αναδρομή στην πορεία της, από το Κάιρο στο Παρίσι.
Sylvie Braibant
Orient XXI - 29.10.2024
Η Sylvie Braibant είναι ιστορικός, δημοσιογράφος, πρώην αρχισυντάκτρια στο TV5 Monde.
Πόσους αστυνομικούς ή και δικαστές έχει ξεγελάσει, στην Αίγυπτο, στη Γαλλία, ακόμη και στη Σοβιετική Ένωση, με τον "λόγο της τιμής της" και τα έκπληκτα βλέμματά της; Πόσους ανθρώπους, γυναίκες, άνδρες και παιδιά, έχει κερδίσει με την ευφυΐα, την κουλτούρα, το χιούμορ και τη γενναιοδωρία της; Από την Αίγυπτο ως τη Γαλλία, από το Βέλγιο ως το Κουρδιστάν, η στρατευσή της υπήρξε έντονη: κομμουνίστρια στο Κάιρο, διεθνίστρια στο πλευρό των Αλγερινών αγωνιστών της ανεξαρτησίας και όλων των κολασμένων της γης που ζητούσαν βοήθεια, ακτιβίστρια για την ειρήνη μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, γεφύρωσε πολιτισμούς και εισήγαγε στο γαλλικό πανεπιστήμιο τη μελέτη του κουρδικού πολιτισμού και της κουρδικής γλώσσας.
Την πορεία της Joyce Blau συνθέτουν γεωγραφικοί χάρτες της Ανατολής και της Μεσογείου, οικογένειες και πολλαπλοί έρωτες, όπου το γέλιο και το χιούμορ παραμονεύουν πάντα πίσω από την τραγωδία.
Γεννήθηκε στις 18 Μαρτίου 1932 στο Κάιρο, όπου κατέφθασαν τον 19ο αιώνα ένας παππούς της, γεννημένος στη Βλαχία (μετέπειτα Ρουμανία), με κάποιες σπουδές στη Σορβόννη προτού τον προσλάβει η υπό βρετανική κηδεμονία αιγυπτιακή μοναρχία, και ένας άλλος, γεννημένος στην Τύνιδα, που ήταν δάσκαλος και είχε δείξει ενδιαφέρον για τον εκσυγχρονισμό των σχολείων που προωθούσε ο χεδίφης Ισμαήλ Πασάς. Μια ταπεινή οικογένεια, αλλά αφοσιωμένοι γονείς. Τα τρία παιδιά - ένα αγόρι και δύο κορίτσια - ενθαρρύνονται να σπουδάσουν. Η Joyce περνάει από ένα σχολείο που διοικούνταν από Γαλλίδες καλόγριες σε ένα αγγλικό μοναστήρι. Καθώς η Ευρώπη βγαίνει μόλις από τον εφιάλτη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, επιστρέφει στον γαλλόφωνο κόσμο, στο Γαλλικό Λύκειο του Καΐρου. Η φρίκη του πολέμου έχει αγγίξει την Αίγυπτο, η Σοβιετική Ένωση εμφανίζεται θριαμβεύτρια, και στο Κάιρο, όπως και αλλού, οι δάσκαλοι επηρεάζονται από τον μαρξισμό. Ένας από αυτούς, στο γαλλικό Λύκειο, είχε αρκετή επιρροή πάνω στη νεαρή Joyce ώστε το 1947, σε ηλικία 15 ετών, αυτή να προσχωρήσει στην Iskra. [1]
Οι κομμουνιστικές οργανώσεις ξεπηδούν η μία μετά την άλλη στην αιγυπτιακή πρωτεύουσα και τσακώνονται για το σχέδιο διαμελισμού της Παλαιστίνης, που εγκρίθηκε στις 29 Νοεμβρίου 1947 από τα Ηνωμένα Έθνη, πάνω σε διαφορετικές πολιτικές ερμηνείες και θέσεις. Η Joyce επιλέγει τη θέση του αντισιωνιστή Hillel Schwartz, αντιπάλου του Henri Curiel, ο οποίος ήταν επίσης αντισιωνιστής αλλά υπέρ της διχοτόμησης. Ο πρώτος της εραστής τον λατρεύει. Το ζευγάρι συναντιέται ξανά για διακοπές στο Παρίσι το 1953. Η ίδια διηγείται γελώντας τι συνέβη στη συνέχεια: "Ο αρραβωνιαστικός μου μού είπε ότι θα συναντούσα κάποιον πολύ σημαντικό για τον οποίο δεν έπρεπε να μιλήσω σε κανέναν. Ήταν ο Henri Curiel. Τότε εγώ φώναξα "Τι; Ο σιωνιστής;" Ο αρραβωνιαστικός μου με χαστούκισε, ανταπέδωσα, κυλιστήκαμε στο πάτωμα και παλέψαμε. Εκείνη τη στιγμή, ο Henri μπήκε στο δωμάτιο."
Ο Henri Curiel, ιδρυτής του Αιγυπτιακού Εθνικού Απελευθερωτικού Κινήματος (MELN), μιας άλλης κομμουνιστικής οργάνωσης, είχε απελαθεί το 1950 από την Αίγυπτο στην Ιταλία πριν εγκατασταθεί στο Παρίσι. Εκεί, μαζί με άλλους εξορίστους, συνεχίζει να ηγείται του κόμματός του. Επιπλήττει αρχικά τον αρραβωνιαστικό: "Το επίθετο σιωνιστής δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση τα χτυπήματα σε νεαρό κορίτσι", κι έπειτα προσκαλεί την Joyce να τον συναντήσει την επόμενη μέρα σε ένα καφέ του Καρτιέ Λατέν. Εκείνη ήταν 21 ετών, εκείνος 40. Βρήκε "συγκινητικό τον ηλικιωμένο αυτόν άνδρα, τόσο ψηλόλιγνο, με το φθαρμένο σακάκι του, που έβηχε συνέχεια και τη ρωτούσε με βραχνή φωνή γιατί ήταν κομμουνίστρια". Εκείνη απάντησε: "Επειδή δεν μου αρέσει ο πόλεμος". Ο Henri Curiel την πηγαίνει τότε μια βόλτα κατά μήκος του Σηκουάνα μέχρι την Παναγία των Παρισίων, όπου τη ρωτάει αν θα συμφωνούσε, όταν επιστρέψει στην Αίγυπτο, να ενεργήσει ως σύνδεσμος μεταξύ "των συντρόφων του εξωτερικού και του εσωτερικού". Εκείνη συμφωνεί. Ήταν το πρώτο βήμα σε μια 25ετή σχέση, όπου η πολιτική δράση ήταν συνυφασμένη με τον έρωτα, μέχρι τη δολοφονία του Henri.
Τον Ιανουάριο του 1954 αποχαιρετάει τον αρραβωνιαστικό της στο Παρίσι και παίρνει το πλοίο στη Μασσαλία, έχοντας στις αποσκευές της ένα κουτί σοκολατάκια κάτω από το οποίο ήταν κρυμμένες προκηρύξεις και άλλα κείμενα που προορίζονταν για τους Αιγύπτιους συντρόφους, μια πρώτη αποστολή που της ανέθεσαν ο Henri Curiel και οι σύντροφοί του. Το πλοίο έχει μόλις περάσει τη Σικελία όταν λαμβάνει ένα τηλεγράφημα: "Φάε τις σοκολάτες". Όμως δεν της αρέσει η σοκολάτα και αφήνει τα γλυκά στο κουτί, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι έπρεπε να πεταχτεί στη θάλασσα εξαιτίας ενός σοβαρού συναγερμού. "Λόγω τιμής, δεν το είχα κατάλαβει", θα έλεγε πάλι 30 χρόνια αργότερα.
Στην Αίγυπτο, πιάνει δουλειά, στέλνοντας τη μία έκθεση μετά την άλλη στην ομάδα του Παρισιού, μαλώνοντας με τον αρραβωνιαστικό της, ο οποίος θεωρούσε ότι μπορούσε να της πει "τώρα εγώ σκέφτομαι και εσύ δρας", μέχρι που η αστυνομία του Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ τους συλλαμβάνει και τους δύο. Ο νεαρός στέλνεται σε στρατόπεδο για οκτώ χρόνια και η Joyce φυλακίζεται στη Citadelle. Ήταν η πρώτη από τις συλλήψεις της.
Στο Παρίσι, οι φίλοι της κινητοποιούνται, στέλνουν έναν δικηγόρο. Αθωώνεται και απελαύνεται. Μετά από ένα πέρασμα από την Αλεξάνδρεια και τη Μασσαλία, φτάνει στη Gare de Lyon στα τέλη του 1955, όπου την περιμένει μια επιτροπή υποδοχής αποφασισμένη να την κάνει σύμβολο των φρικτών συνθηκών κράτησης των Αιγύπτιων πολιτικών κρατουμένων. Ο Henri Curiel ψάχνει μια αδύνατη σιλουέτα με βαθουλωμένο πρόσωπο· απογοητεύεται ανακαλύπτοντας μια δροσερή νεαρή γυναίκα με στρογγυλά, κόκκινα μάγουλα. Ο διευθυντής της φυλακής Citadelle είχε συμπαθήσει τη Joyce και της είχε προμηθεύσει άπειρα σάντουιτς με μπανάνα, για τα οποία τρελαινόταν - "με έκανε να πάρω δεκαπέντε κιλά! Είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς όταν έχει γνωρίσει την τόσο λεπτή Joyce με το μακρύ και το τέλειο οβάλ πρόσωπο, που το στεφανώνουν καστανόξανθα και στη συνέχεια γκρίζα μαλλιά.
Στο Παρίσι, δηλώνει στον Henri Curiel ότι, πέρα από τον ακτιβισμό, επιθυμεί να ξαναρχίσει τις σπουδές της. Τείνει προς τη χημεία, αλλά εκείνος τη συμβουλεύει να μάθει αραβικά, περσικά και κουρδικά. Δεν λένε όχι στον Henri Curiel.
Το 1955 είναι 23 ετών. Έχοντας προσπαθήσει μάταια να κρατήσει την Ινδοκίνα, η Γαλλία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα ανάφλεξη στην αυτοκρατορία της - οι Αλγερινοί, μετά τους Βιετναμέζους, θέλουν την ανεξαρτησία τους. Η εκστρατεία στο Σουέζ το 1956 ήταν ένα φιάσκο για το Παρίσι, αλλά και μια πρώτη ευκαιρία για αντιαποικιακή δράση για τον Henri Curiel και τους συντρόφους του, οι οποίοι τάχθηκαν αποφασιστικά στο πλευρό του Νάσερ, παρά το γεγονός ότι οι σύντροφοί τους φυλακίστηκαν από τον raïs. Κατάλαβαν ότι η αποικιοκρατία, η οποία παρουσιάστηκε τον 19ο αιώνα ως χειραφετητική ωφέλεια, είναι ένα απόλυτο κακό.
Κάποιοι Γάλλοι πολίτες επίσης το κατάλαβαν αυτό και κινητοποιούνται εναντίον αυτού του "πολέμου χωρίς όνομα", αυτών των "γεγονότων" στην άλλη πλευρά της Μεσογείου: λιποτάκτες, που αρνήθηκαν να πάνε να πολεμήσουν στα Όρη Ωρές ενώνουν τις δυνάμεις τους με τους "αχθοφόρους" του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου της Αλγερίας (FLN) και το 1957 δημιουργούν το δίκτυο Jeanson, που παίρνει το όνομά του από τον εμπνευστή του, τον φιλόσοφο Francis Jeanson. Δύο χρόνια αργότερα, όμως, ο Jeanson συλλαμβάνεται και το δίκτυο αποδυναμώνεται, ενώ στην Αλγερία η φρίκη των βασανιστηρίων, των δολοφονιών, της διοχέτευσης αερίων στις σπηλιές και άλλων εγκλημάτων πολέμου ολοένα και μεγαλώνει. Ο Henri Curiel προσφέρεται για να πάρει τη σκυτάλη από τον Jeanson. Ένα από τα κύρια καθήκοντα του δικτύου είναι να μεταφέρει χρήματα που συγκεντρώνονται στη Γαλλία από υποστηρικτές του FLN στους λογαριασμούς των μαχητών της ανεξαρτησίας. Ο γιος ενός τραπεζίτη μετατρέπει το σύστημα - οι βαλίτσες γεμάτες χαρτονομίσματα εξαφανίζονται μέσω ενός λογιστικού τεχνάσματος.
Η Joyce συμμετέχει - βοηθάει στη μεταφορά λιποτακτών, χρημάτων και πολιτικών εγγράφων. Μέχρι τον Οκτώβριο του 1960 που συλλαμβάνεται στη Vanves και μεταφέρεται αμέσως στην έδρα της DST, των γαλλικών υπηρεσιών του "εσωτερικού". Οι επιθεωρητές που την "αναλαμβάνουν" πρέπει ακόμη να αναρωτιούνται τι τους συνέβη εκείνη την ημέρα, όταν προσπάθησαν να ανακρίνουν μια εύθραυστη νεαρή γυναίκα 28 ετών, φοιτήτρια ανατολικών γλωσσών. Τη σκηνή αφηγήθηκε ο Gilles Perrault στο Un homme à part, το βιβλίο που αφιέρωσε στον Henri Curiel.
"Η Joyce Blau είναι ένα φαινόμενο του οποίου η περιγραφή και η ερμηνεία ξεπερνούν τα όρια της τέχνης μας. Όταν έφτασε στο Les Saussaies, συστήθηκε ως δασκάλα παιδιών της Vanves. Έτρεμε τόσο πολύ που ένας συμπονετικός αστυνομικός της έφερε μια θερμάστρα, νομίζοντας ότι κρυώνει. "Πού είναι ο Guillaume;" τη ρώτησαν. Αυτό ήταν το ψευδώνυμο του Henri. Απάντησε με κάτι θλιβερούς θρήνους που δημιούργησαν μεγάλη ένταση. Οι τρεις αστυνομικοί έχασαν την ψυχραιμία τους: "Προσοχή! Μη μας αναγκάσεις να σε χτυπήσουμε! Θα σε χαστουκίσουμε!" Εκείνη έγινε έξαλλη. 'Αρχισε να φωνάζει υστερικά τη μητέρα της. Τη φώναζε ώρες ολόκληρες με διαπεραστική φωνή. Στις τέσσερις το πρωί, η DST σήκωσε τα χέρια ψηλά. Η Joyce μπήκε σε ένα αυτοκίνητο και οδηγήθηκε πίσω στη Vanves."
Την επόμενη ημέρα, οι αστυνομικοί διατάσσονται να διορθώσουν το σφάλμα τους και να επιστρέψουν στη Vanves. Η Joyce έχει ήδη φύγει μακριά. Μακιγιαρισμένη και μεταμφιεσμένη σε ηλικιωμένη αστή, έχει περάσει τα σύνορα με τη Γερμανία πριν συνεχίσει για το Βέλγιο, όπου ξαναβρίσκει τη μικρή της αδελφή. Αλλά στο Παρίσι, ο Henri συλλαμβάνεται με τη σειρά του και μεταφέρεται στις φυλακές της Fresnes και η Joyce είναι απελπισμένη, σίγουρη ότι εκεί τον βασανίζουν. Η μεμψιμοιρία δεν κρατάει πολύ. Μπαίνει στο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών ως ερευνήτρια, τελειοποιώντας τις γνώσεις της για την κουρδική γλώσσα και τον πολιτισμό. Εκεί παρουσιάζει την εργασία της, Le problème kurde, essai sociologique et historique [Το κουρδικό ζήτημα, κοινωνιολογικό και ιστορικό δοκίμιο -σ.σ.]. Ένα άλλο κεφάλαιο μπορεί τώρα να ανοίξει.
Το 1966 επιστρέφει στη Γαλλία. Παρουσιάζει εκεί τη διατριβή της με τίτλο Le dialecte kurde d'Amadiya et de Djabal Sindjar, υπό την επίβλεψη του καθηγητή Gilbert Lazard. Στη συνέχεια, δημοσιεύει δεκάδες άρθρα και δοκίμια για το κουρδικό θέμα. Το 1970, μετά τη συνταξιοδότηση του καθηγητή της Kamran Ali Bédir Khan, αναλαμβάνει τη θέση του σε αυτό που τότε ονομαζόταν ακόμη "Langues O" (Institut national des langues et civilisations orientales - Inalco) και γίνεται κάτοχος της έδρας του κουρδικού πολιτισμού και της κουρδικής γλώσσας.
Οι διαλέξεις της ενθουσιάζουν τους φοιτητές, ακόμη και εκείνους που παρακολουθούν χωρίς να γνωρίζουν τίποτα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, το ακροατήριο ήταν μοιρασμένο σε τρεις ομάδες και αποτελούνταν από νέους της κουρδικής διασποράς, από μερικούς αδέσποτους Γάλλους και από αυστηρά ντυμένους κυρίους που λίγο πολύ ήταν πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών. Αλλά δεν βρίσκονται εκεί για να την επιτηρούν, όπως θα μπορούσε κανείς να υποθέσει. Παρακολουθούν τη διάλεξή της για να μαθαίνουν, πίνουν τα λόγια της, κρατούν μανιωδώς σημειώσεις και ανταγωνίζονται ποιος θα κάνει τις περισσότερες ερωτήσεις. 'Ελεγε τότε γελώντας: "Είναι πολύ καλοί σπουδαστές!".
Ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο από συνέδριο σε συνέδριο. Τώρα πηγαίνει στη Μόσχα. Εκείνη την εποχή, η ΕΣΣΔ του Λεονίντ Μπρέζνιεφ είχε τον μεγαλύτερο αριθμό κουρδολόγων. Ο Henri Curiel, πολύ χαρούμενος και περήφανος γι' αυτό το ταξίδι στη χώρα του κομμουνισμού, της ζητάει μια χάρη: να συναντήσει έναν ξάδελφό του που φιλοξενήθηκε από την οικογένειά του στο Κάιρο από το 1936 έως το 1939, και ο οποίος ζούσε τώρα στη Μόσχα. Εκείνη την εποχή, ο Henri , που ενδιαφερόταν περισσότερο για τα night-clubs παρά για τις οικογενειακές σχέσεις, είχε παραμελήσει τον έφηβο. Αλλά από τότε, ο μικρός George Behar είχε γίνει γνωστός ως George Blake, [2] ένας από τους πιο διάσημους διπλούς πράκτορες του Ψυχρού Πολέμου. Καταδικασμένος σε 42 χρόνια φυλάκισης, η θεαματική του απόδραση το 1966 από την πιο απόρθητη αγγλική φυλακή, γέμισε τον Henri με ευτυχισμένη υπερηφάνεια.
Η Joyce ζήτησε αμέσως από τους οικοδεσπότες της που την υποδέχτηκαν στο αεροδρόμιο Σερεμέτιεβο να την οδηγήσουν στον George Blake. Την πηγαίνουν στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα όπου την ανακρίνουν πράκτορες της KGB, τους οποίους μπερδεύει με το "λόγο τιμής, δεν ήξερα ότι θα υπήρχε πρόβλημα". Φυσικά, υποχωρούν κι αυτοί και την οδηγούν στο Συνέδριο Κουρδολογίας στο Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ, διασχίζοντας τη Μόσχα με αναμμένους τους φάρους και τις σειρήνες.
Στο περιθώριο της καριέρας της, στο πλευρό του Henri Curiel, συμμετέχει στους αγώνες της Solidarité [3] και της "ομάδας των Αιγυπτίων" στο Παρίσι: βοήθεια στους "αχθοφόρους" του ANC (τα αγγλικά αρχικά του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, του κόμματος του Νέλσον Μαντέλα), στους λευκούς Νοτιοαφρικανούς που αγωνίζονταν κατά του απαρτχάιντ· βοήθεια στους Ισραηλινούς και τους Παλαιστίνιους που είναι αποφασισμένοι να διεξάγουν συνομιλίες για να προχωρήσουν προς την ειρήνη. Παίζει καθοριστικό ρόλο στην οργάνωση των συναντήσεων μεταξύ του στρατηγού Mattityahu Peled, του ισραηλινού "ήρωα" του πολέμου του Ιουνίου 1967, και του Dr Issam Sartaoui, σημαίνοντος μέλους της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) και στενού συνεργάτη του Yasser Arafat. [4]
Η δολοφονία του Henri Curiel στις 4 Μαΐου 1978 από μισθοφόρους, πρώην μέλη της Μυστικής Ένοπλης Οργάνωσης (OAS), που έκαναν τη βρώμικη δουλειά του καθεστώτος Giscard, την συνέτριψε. Στάθηκε, ωστόσο, ξανά στα πόδια της και έθεσε τον εαυτό της στην υπηρεσία των καλλιτεχνών Maria Amaral και Jean-Philippe Elantkowski, των "συνεχιστών" της Solidarité. Για σχεδόν 50 χρόνια, συντρέχει την οικογένεια του Curiel ώστε η δολοφονία αυτή να εξιχνιαστεί απόλυτα. Η έρευνα είναι πάντα ανοιχτή.
Δεν είχε παιδιά, αλλά ήταν η μητέρα και η γιαγιά όλων όσων το ήθελαν. Έζησε τη ζωή της ως ερωτευμένη γυναίκα, με πλήρη ελευθερία, σε μια μορφή "διαδοχικής μονογαμίας", όπως θεωρητικοποιήθηκε από την Alexandra Kollontaï, μια άλλη επαναστάτρια.
Με τον Roby Grunspan, τον τελευταίο της σύντροφο, από το διαμέρισμά τους πάνω από τους σταθμούς Gare de l'Est και Gare du Nord στο Παρίσι, μπορούσαν να δουν το Κουρδικό Ινστιτούτο στην οδό Lafayette. Τρεις εβδομάδες προτού η ασθένεια την εμποδίσει να το κάνει, σε ηλικία 92 ετών, πήγαινε ακόμα εκεί κάθε μέρα στο μικρό της γραφείο στο οποίο σκαρφάλωνε μέσω μιας απότομης σκάλας. Όταν ανακοινώθηκε ο θάνατός της, μια αδιάκοπη ροή αφιερωμάτων από Κούρδους σε όλο τον κόσμο εξαπλώθηκε σαν φωτεινή αχτίδα στα κοινωνικά δίκτυα. Μέχρι το Ιρακινό Κουρδιστάν, όπου ο πρόεδρος Nêçîrvan Barzanî απέτισε φόρο τιμής στο X στην:
"καθηγήτρια Joyce Blau, φίλη των Κούρδων, συγγραφέας και ειδικός στην κουρδική γλώσσα και λογοτεχνία. Η κα Blau έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της υποστηρίζοντας τον κουρδικό λαό και υπηρετώντας τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και τον πολιτισμό του. Για τις πράξεις της και την αστείρευτη φιλία της, θα παραμείνει για πάντα στις σκέψεις μας. Είθε η ψυχή της να αναπαυθεί εν ειρήνη και η μνήμη της να συνεχίσει να ζει."
Μια βιβλιοθήκη φέρει το όνομά της στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Εγγύς Ανατολής στο Ερμπίλ, στο ιρακινό Κουρδιστάν.
Η Σάρα, η μικρή της αδελφή, που την είχε ακολουθήσει σε τόσες μάχες, εισήχθη στο νοσοκομείο των Βρυξελλών τον Οκτώβριο και άφησε την τελευταία της πνοή την ίδια μέρα με τη μεγαλύτερη αδελφή της...
Την Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024, η Joyce Blau έφυγε στις μύτες των ποδιών, περιτριγυρισμένη από τους αγαπημένους της Lionel, Elsa και Clément Gresh, έχοντας μαγέψει τον κόσμο όλων όσων συνάντησε. Λόγω τιμής!
[1] "Σπίθα" στα ρώσικα.
[2] Σε συνέντευξή του στον Jean Lesieur που δημοσιεύτηκε στη γαλλικό εβδομαδιαίο περιοδικό L'Express στις 21 Φεβρουαρίου 1991, ο Blake αναγνώρισε ότι ο Henri Curiel έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μεταστροφή του στον κομμουνισμό. Στα απομνημονεύματά του, είπε ότι ο ξάδελφός του, ο οποίος ήταν οκτώ χρόνια μεγαλύτερός του, τον σημάδευσε για το υπόλοιπο της ζωής του.
[3] Δίκτυο που ιδρύθηκε από τον Henri Curiel για την υποστήριξη των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στον λεγόμενο τότε "Τρίτο Κόσμο".
[4] Ο Issam Sartaoui δολοφονήθηκε στις 10 Απριλίου 1983 στην Πορτογαλία, κατά τη διάρκεια του 16ου Συνεδρίου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς.