Ταξίδι στη Σαλονίκη - Mέρος 1ο

Ταξίδι στη Σαλονίκη - Mέρος 1ο Facebook Twitter
1

Aπό τον Δημήτρη Καραίσκο

Ταξίδι στη Σαλονίκη - Mέρος 1ο Facebook Twitter

Φαινόταν από το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Μια λάμψη, μακρυά στον ορίζοντα, λες και υπήρχε μια αχτίδα ηλίου μέσα στο βράδυ, που αντανακλούσε στιγμιαία το φως της πάνω σ' ένα καθρέφτη. Η λάμψη πρέπει να 'ταν φάρος, γιατί είχε αναγνωρίσιμη περίοδο και ρυθμό. Και κάθε φάρος έχει το δικό του στίγμα, που δεν το 'χει κανένας άλλος.

Το επόμενο δευτερόλεπτο πέταξα πάνω από την επιφάνεια του Θερμαϊκού, και σε λίγες στιγμές, ζαλισμένος από την υπερβολική ταχύτητα, πλησίασα στον πύργο πάνω από τα βράχια και τρύπωσα στον κλωβό του φωτιστικού μηχανήματος.

"Αντικαταδιοπρτικός φανός τύπου Fresnel" απήγγειλα μόνος μου, αυστηρά και θεατρικά, λες και απέδιδα φόρο τιμής στον Γάλλο εφευρέτη που το 1818 άλλαξε τον κόσμο των ναυτικών, προσφέροντας τους ένα οπτικό μηχάνημα που πολλαπλασίαζε τη δύναμη ενός κεριού και το έκανε να λάμπει σαν τον ήλιο μέσα στο σκοτάδι.

Σκέφτηκα τον ευγενικό και δαιμόνιο κύριο Φρενέλ να εποπτεύει τους τεχνίτες στην κατασκευή των γιγάντιων αυτών φακών που έμοιαζαν ζωντανοί, σαν τεράστιες γυάλινες καρδιές, σαν μεγάλα κρυστάλλινα μάτια, και τριγύρω ν'απλώνεται το βιομηχανικό Παρίσι και τα εργοστάσια του, γιγάντια κτήρια με τεράστιες τζαμαρίες, γεμάτα τεχνίτες και εργάτες με μονόκλ στην τσέπη και ταπεινή καταγωγή από τη Βρετάνη.

Εκείνο το γλυκό βράδυ όμως εγώ βρισκόμουν καθισμένος, με τα πόδια μου να κρέμονται πάνω από το νερό, στο ξύλινο πάτωμα της παραλίας της Θεσσαλονίκης, αρχές Μαΐου, Παρασκευή βράδυ, με την πόλη σύσσωμη στο δρόμο, να βουίζει ολόκληρη σαν κουδούνι. Να τρώει, να πίνει, να φωνάζει, να γελάει, να μιλάει, να μιλάει ασταμάτητα, και μετά να ξαναπινει και να ξανατρώει και να ξαναγελάει.

Υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως την επόμενη μέρα θα πήγαινα να τον βρω αυτόν τον φάρο. Έπεισα μια φίλη να έρθει μαζί μου. Πήραμε την επομένη το αμάξι της και οδηγήσαμε παραλιακά. Στην Περαία ρώτησα έναν χαμογελαστό πιτσιρίκο αν ξέρει που είναι ο φάρος. Μου είπε: "Στο Αγγελοχώρι". Κι έτσι συνεχίσαμε παραλιακά ψάχνοντας το Αγγελοχώρι. Μπήκαμε σε μια μεγάλη ευθεία που κατέληγε στη θάλασσα. Οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου έκαναν την επαρχιακή άσφαλτο να γυαλίζει σαν μέταλλο.


Παρκάραμε σε μια παραλία με ένα μικρό πέτρινο μώλο, με μερικές βάρκες και αμέτρητους windsurfers. Μεσήλικες σχεδόν όλοι, μερικοί με τα παιδιά τους. Παραπέρα, προς τα νότια, ξεπρόβαλαν από το τοπίο οι αετοί των kitesurfers. Σαν κινέζικοι δράκοι, χορεύανε νευρόσπαστα στον αέρα.

Ταξίδι στη Σαλονίκη - Mέρος 1ο Facebook Twitter


Βγάλαμε τα παπούτσια μας και πατήσαμε στην άμμο. Ήταν μια παρατημένη μικρή πλαζ. Ίσως να ξαναζωντάνευε τα καλοκαίρια, αλλά τώρα έμοιαζε σαν το ερείπιο ενός παλιού της εαυτού. Ξεκοκκαλιασμένες ομπρέλες και ένα ζευγάρι ξεχαρβαλωμένα αποδυτήρια. Κι ένα φως που κατέβαινε προς το Θερμαϊκό, και ποιος να 'ξερε τι έβλεπα απέναντι, εκεί που πήγαινε να δύσει ο ήλιος. Ένα μεγάλο βουνό, για την ακρίβεια ένα τεράστιο βουνό, που μάλλον ήταν ο Όλυμπος.

Ταξίδι στη Σαλονίκη - Mέρος 1ο Facebook Twitter


Η αμμουδιά συνέχιζε προς τα νότια. Φαινόταν ένα ερειπωμένο σπίτι πάνω
στην άμμο.


Ταξίδι στη Σαλονίκη - Mέρος 1ο Facebook Twitter


Λίγο πριν το ρημαγμένο κτίσμα, μια βάρκα βουλιαγμένη ολόκληρη μέσα στην άμμο. Έγραφε πάνω της "Αθήνα" στα Γαλλικά. Σκέφτηκα για άλλη μια φορά χαμογελώντας, αυτό που πάντα μου συμβαίνει όταν βρίσκομαι σ' ένα μέρος που μου αρέσει, εκτός της Αθήνας: η πόλη μου μου στέλνει σημάδια για να τη θυμηθώ, λες και ζηλεύει.

Ταξίδι στη Σαλονίκη - Mέρος 1ο Facebook Twitter


Σαν την διαλυμένη βάρκα, όλα σ' αυτή τη γωνιά της γης ήταν πεταμένα, ρημαγμένα, αφημένα μόνα τους να βλέπουν τα ηλιοβασιλέματα πάνω από την Κατερίνη και τον Όλυμπο. Και ήταν όλα τόσο σιωπηλά και ήρεμα που ηρεμούσες κι εσύ. Σαν να έμπαινες σε μια μεγάλη αίθουσα με ένα τεράστιο ουράνιο τρούλο, που όλοι όσοι ήταν εκεί, μίλαγαν σιγανά και με ευγένεια. Και τότε κατάλαβα ότι στον τόπο αυτό υπάρχει ενός είδους γαλήνη που δεν υπάρχει στην ηλεκτρισμένη Αττική, την γεμάτη διαολεμένες δονήσεις. Στην Αττική ακόμα κι η ησυχία προμηνύει καταιγίδες, δράματα, μπλεξίματα. Η Αττική είναι ηλεκτροφόρα.

Συνεχίσαμε και λίγο μετά, πάνω στην άμμο, εμφανίστηκε μια λιμνοθάλασσα. Ή ήταν μήπως κόλπος, με ένα μικρό άνοιγμα προς τη θάλασσα? Και τι ήταν όλες αυτές οι παρατημένες εγκαταστάσεις? Υπέθεσα πως θα ήταν παλιές αλυκές. Και παραπίσω, στη λιμνοθάλασσα, κάποια πουλιά που δεν μπορούσα να διακρίνω τι ήταν. Θα μπορούσαν να είναι γερανοί, φλαμίνγκο, κορμοράνοι - σίγουρα ήταν κάποιος υδροβιότοπος.

Οι kitesurfers πια είχαν αρχίσει να αποχωρούν. Το τελευταίο τους νευρόσπαστο χαμήλωσε και χάθηκε. Και τότε ξαφνικά πίσω μας εμφανίστηκαν δυο καβαλάρηδες.

Τα άλογα τους ήταν πανέμορφα. Τους 
ρώτησα, "δικά σας τα άλογα?" "ναι" μου απάντησε ο ένας, χαμογελώντας περήφανος. "Τα παίρνουμε κάθε τόσο και πάμε βόλτες". Τους ζήλεψα. 50-60 χρονών και οι δυο, εμφανώς χαρούμενοι με αυτό που έκαναν εκείνη τη στιγμή. Τους έβγαλα φωτογραφία. Πόζαραν σαν μικρά παιδιά. Το χαμόγελο τους ζέστανε όλο το τοπίο. Όταν είσαι σε άγνωστη γη και οι κάτοικοι της σε καλωσορίζουν με χαμόγελο, ξαφνικά αυτή η γη γίνεται και δική σου.


Ταξίδι στη Σαλονίκη - Mέρος 1ο Facebook Twitter


Οι καβαλάρηδες χαίρετησαν, και λίγο πιο μετά η εξερεύνηση σταμάταγε. Ήταν φανερό πως σταμάταγε, γιατί η άμμος σχημάτιζε μια μύτη, ένα αμμουδερό μικροσκοπικό ακρωτήρι. Λες και ήσουν στο τέλος του κόσμου. Κι όμως ήταν απλά ένα μυτερό κομμάτι άσπρης άμμου. Παραδίπλα υπήρχε μια συστοιχία από ομπρέλες κι ένα ξύλινο beach bar, που ακόμα δεν ήταν έτοιμο για το καλοκαίρι.

Ταξίδι στη Σαλονίκη - Mέρος 1ο Facebook Twitter


Δυο ψαράδες, αραγμένοι κάτω από τις ομπρέλες, δίπλα στο νερό, με τα καλάμια τους να περιμένουν, μας είπανε ένα γεια γεμάτοι χαμόγελο κι αυτοί σαν τους καβαλάρηδες. Στο beach bar δυο άτομα δουλεύανε, κάνανε μερεμέτια. Ακουγόταν ο μονότονος ήχος ενός σφυριού μέσα στο ελαφρύ αεράκι. "Τακ, τακ, τακ..." Ήταν λες και άκουγες την αντίστροφη μέτρηση για το καλοκαίρι.


Ταξίδι στη Σαλονίκη - Mέρος 1ο Facebook Twitter


Ο αέρας δυνάμωνε. Ο ουρανός σκούραινε κι η θάλασσα μαζί του. Βούτηξα στα άγνωστα νερά. Που δεν ήταν ούτε Κυκλαδίτικα, ούτε Επτανησιακά, ούτε Αττικά, ούτε Ευβοιώτικα, ούτε τίποτε άλλο που γνώριζα. Ήταν κάτι άλλο. Όπως κάτι άλλο ήταν και η Θεσσαλονίκη. Δεν ξέρω τι, αλλά ήταν "άλλο". Άγνωστο, εξωτικό, με ένα τρόπο σχεδόν βορειοευρωπαϊκό. Και μου ήταν αδύνατον να το εξηγήσω, και ακόμα δεν μπορώ. Και γι' αυτό θέλω να ξαναπάω, και να ξαναπάω. Για να εξηγήσω τι είναι η Θεσσαλονίκη. Ίσως, εν τέλει, την έχω λίγο ερωτευτεί - αν κανείς στ' αλήθεια μπορεί να ερωτευτεί μια πόλη.

Ταξίδι στη Σαλονίκη - Mέρος 1ο Facebook Twitter


Στις παρατημένες αλυκές στο Αγγελοχώρι, όταν ο ήλιος πέθανε κάπου κοντά στην Κατερίνη, στον ορίζοντα, ξεκινήσαμε να περπατάμε προς τα πίσω. Προς το αυτοκίνητο, την οδήγηση, την πόλη, πέρα από την άσπρη άμμο και τα αμμουδερά ακρωτήρια, τους καβαλάρηδες, τις ξεχασμένες αλυκές, τα σμήνη κορμοράνων κι ερωδιών κι όλο αυτό το ξεχασμένο, ασήμαντο επεισόδιο λίγο έξω απ' τα σύνορα της αινιγματικής συμπρωτεύουσας.

Και εκεί που είχα εντελώς ξεχάσει τον φάρο, είδα τη λάμψη του. Ήταν ακριβώς πάνω από τον μώλο που είχαμε παρκάρει, αλλα πρωτύτερα δεν τον παρατήρησα. "Καταδιοπτρικός φανός τύπου Φρενέλ" ξανάπα μέσα μου. Φώτιζε τη θάλασσα και την έκανε να αστράφτει μέσα στο λυκόφως.



Αναρωτιέμαι τώρα, πίσω στην Αθήνα, έχοντας ψάξει και μάθει γι' αυτόν ό,τι μπορούσα: Να 'τανε άραγε εκεί πάνω ακόμα τα πυροβολεία των Γερμανών, τα οχυρωματικά έργα των Τούρκων από κάτω του; Που έσκασαν οι βόμβες των συμμαχικών αεροπλάνων στον πόλεμο και τον τσάκισαν; Ήθελα να περπατήσω το λόφο για να δω τη λάμψη του απο κοντά και να ρίξω μια μάτια σε όλο το Θερμαϊκό από 'κει πάνω, όμως έπρεπε να φύγουμε.

Το αμάξι πήρε μπρος και ο φάρος έμεινε πίσω. Η λάμψη του φαινόταν ακόμα, για λίγο, στο καθρεφτάκι. Σε λίγο χάθηκε κι έμεινε πίσω. Αργότερα, το ίδιο βράδυ όμως, εμφανίστηκε πάνω απ' τα ποτά που πίναμε στη Σαλονίκη. Εκεί που τσούγκρισαν δυο ποτήρια, τον είδα ξώφαλτσα να αστράφτει στο βάθος. Η Λεωφόρος Νίκης όμως, αυτάρεσκη και μεθυσμένη μέσα στο Σαββατόβραδο, δεν έδινε δεκάρα για τα σινιάλα του.


1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ταξίδι στην Οξφόρδη, στην πόλη που έχει μόνο νέους

Ταξίδια / Ένα τριήμερο στην Οξφόρδη των βιβλιοθηκών και του φοιτητόκοσμου

Μια ξενάγηση στην παλαιότερη πανεπιστημιούπολη της Αγγλίας, εκεί όπου ο Τόλκιν έγραψε τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» αλλά και στις τοποθεσίες όπου γυρίστηκαν οι ταινίες του Χάρι Πότερ.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Η Ζίτσα είναι το τέλειο μέρος για να χτίσεις μια γεμάτη ζωή»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Η Ζίτσα είναι το τέλειο μέρος για να χτίσεις μια γεμάτη ζωή»

Ο Κώστας δεν έφυγε ποτέ από τη Ζίτσα, ενώ η Άννα άφησε τη δικηγορία και τη Νέα Υόρκη για να ζήσουν μαζί εκεί, να δουλεύουν τον φούρνο του χωριού, να κάνουν workshops και να φιλοξενούν συναυλίες στη φάρμα τους.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ο Πέτρος Κέλλας βρήκε τον παράδεισό του στο Περιβόλι Γρεβενών

Γειτονιές της Ελλάδας / Ο Πέτρος βρήκε τον παράδεισό του σε ένα από τα μεγαλύτερα Βλαχοχώρια

Μαζί με τη σύζυγό του μετακόμισαν στην καρδιά της Βάλια Κάλντα, στο Περιβόλι Γρεβενών, που τον χειμώνα μετρά μόλις δέκα μόνιμους κατοίκους – και δεν το μετανιώνουν.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Το Μπουλούκι, ένα περιοδεύον εργαστήριο για τις παραδοσιακές τεχνικές δόμησης, βάζει το δικό του -σημαντικό- λιθαράκι στη διατήρηση της μνήμης και της ζωής στην ορεινή Ήπειρο

Γειτονιές της Ελλάδας / Δύο νέοι αρχιτέκτονες ανακατασκεύασαν τη στέγη ενός σχολείου στα Τζουμέρκα

Το Μπουλούκι, ένα περιοδεύον εργαστήριο για τις παραδοσιακές τεχνικές δόμησης, βάζει το δικό του -σημαντικό- λιθαράκι στη διατήρηση της μνήμης και της ζωής στην ορεινή Ήπειρο.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Δοτσικό Γρεβενών

Γειτονιές της Ελλάδας / Πήρε μόλις 5 δευτερόλεπτα στην Εύα για να αποφασίσει να αναλάβει το καφενείο στο Δοτσικό

Μια τριαντάχρονη διοργανώνει τέκνο πάρτι σε ένα καφενείο, σε ένα κυριολεκτικά «αγγελοπουλικό» σκηνικό με έξι μόνιμους κατοίκους στη Βόρεια Πίνδο.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Στον Σίβα της Κρήτης βρίσκεται ένα από τα πιο ιδιαίτερα καφενεία της Ελλάδας

Ταξίδια / Στον Σίβα της Κρήτης βρίσκεται ένα από τα πιο ιδιαίτερα καφενεία της Ελλάδας

Στο προπολεμικό στέκι του Κώστα Αργυράκη, στην πεδιάδα της Μεσαράς, θα συζητήσεις για τον Νίτσε και τον Καζαντζάκη και θα θαυμάσεις έργα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου.   
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ

σχόλια

1 σχόλια