Μια παρέα παιδιών που ζουν μέσα στην απομόνωση και την πλήξη στις παρατημένες εγκαταστάσεις του Ολυμπιακού Χωριού, έρημου και ερειπωμένου δέκα χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, είναι το θέμα της ταινίας Park της Σοφίας Εξάρχου, η οποία κέρδισε μόλις το βραβείο του τμήματος «Νέοι Σκηνοθέτες» στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Σεμπαστιάν και ετοιμάζεται να ταξιδέψει σε ένα σωρό άλλα κινηματογραφικά φεστιβάλ (έχει ανακοινωθεί ήδη η συμμετοχή της σε αυτά του Ρέικιαβικ, της Βαρσοβίας, του Λονδίνου και της Ρώμης). Λίγες μέρες πριν από τη βράβευσή του στο Σαν Σεμπαστιάν, το Park προβλήθηκε στο Φεστιβάλ του Τορόντο, όπου κέρδισε τις εντυπώσεις του κοινού και των κριτικών – και τώρα η νέα κινηματογραφίστρια έχει μόλις επιστρέψει στην Αθήνα. Με το Park κάνει ουσιαστικά το ντεμπούτο της, αφού είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία στην οποία υπογράφει το σενάριο και τη σκηνοθεσία –στο ενεργητικό της έχει επίσης δύο μικρού μήκους ταινίες– και σε κερδίζει με την ωμή αλήθεια, χωρίς φτιασίδια και τάσεις ωραιοποίησης.
Τη ρωτώ γιατί θέλησε να ασχοληθεί με τη νέα γενιά, μια γενιά για πολλούς από χέρι χαμένη. «Η ιδέα ξεκινά από μια παρέα νέων παιδιών και όχι από το Ολυμπιακό Χωριό, όπως νομίζουν πολλοί» λέει. «Θέλησα να αφηγηθώ την ιστορία μιας παρέας έφηβων αγοριών που ζουν σε ένα απομονωμένο μέρος, απ' όπου δεν υπάρχει καμία διέξοδος και καμία ελπίδα, τίποτα. Το Ολυμπιακό Χωριό υπήρξε η έμπνευση για να κατασκευάσω έναν χώρο αφηρημένο και όχι τυπικά ελληνικό, ένα no man's land. Ουσιαστικά χρησιμοποίησα εγκαταστάσεις και εγκαταλελειμμένα αθλητικά κτίρια εκτός Ολυμπιακού Χωριού. Φυσικά, αυτό το "μέρος" κάνει και ένα καυστικό και σκληρό σχόλιο σε σχέση με την πορεία της χώρας μας, αλλά ταυτόχρονα δίνει και την αντίθεση μεταξύ της νέας γενιάς και ενός χώρου στοιχειωμένου. Αν οι Ολυμπιακοί της Αθήνας φαντάζουν μακρινή ανάμνηση, ας θυμηθούμε αυτούς του Ρίο. Η ιστορία του μεγάλου σόου και της πτώση, μετά το σόου επαναλαμβάνεται».
Η κρίση είναι παντού και η εικόνα που δημιουργεί είναι αρκετά ζοφερή. Ακόμα και η ίδια η πραγματικότητα μας ξεπερνά καμιά φορά.
«Άρα, θα ήταν λάθος να πούμε ότι πρόκειται για μια ταινία που μιλάει για την ελληνική κρίση» σκέφτομαι δυνατά. «Μου αρέσει που οι περισσότερες κριτικές που έχουν γραφτεί μέχρι στιγμής από ανθρώπους που έχουν δει την ταινία δεν αναφέρονται στην κρίση και στην Ελλάδα αλλά εντάσσουν την ιστορία στο πλαίσιο μιας γενικότερης κρίσης, πανευρωπαϊκής ή ακόμα και παγκόσμιας. Μιας κρίσης που αφορά περισσότερο τον δυτικό κόσμο, τέλος πάντων. Αυτό ήταν και η αρχική μου πρόθεση, να μιλήσω για το τι συμβαίνει εδώ, αλλά με έναν τρόπο που αυτό να αφορά κι έναν άνθρωπο που βρίσκεται οπουδήποτε στον κόσμο».
Η ιστορία του Park τοποθετείται δέκα χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 και παρακολουθεί μια παρέα αγοριών που ζει ανάμεσα στις εγκαταλελειμμένες αθλητικές εγκαταστάσεις του Ολυμπιακού Χωριού της Αθήνας. Τα αγόρια περιφέρονται άσκοπα ανάμεσα στα ερείπια, στήνοντας παιχνίδια-βίαιες απομιμήσεις των ολυμπιακών αθλημάτων και οργανώνοντας ζευγαρώματα σκύλων για να βγάλουν χρήματα. Ο μεγαλύτερος της παρέας, ο Δημήτρης, ετών 17, μαζί με την Άννα, ετών 22, και πρώην αθλήτρια, προσπαθούν να ξεφύγουν από το Χωριό με προορισμό τα τουριστικά ξενοδοχεία των νοτίων προαστίων, αναζητώντας την αποδοχή, πολλές φορές με άγριο και απελπισμένο τρόπο. Εκτός από ελάχιστους επαγγελματίες ηθοποιούς, οι πιο πολλοί από τους οποίους είναι σπουδαστές σχολών υποκριτικής, και έναν-δυο του Εθνικού, τους περισσότερους χαρακτήρες στην ταινία τους υποδύονται καθημερινά παιδιά, τα οποία είναι ως επί το πλείστον παιδιά μεταναστών. Για να τα βρουν, η Σοφία και οι συνεργάτες της χρειάστηκε να οργανώσουν κάστινγκ που κράτησαν σχεδόν έξι μήνες και από τα οποία πέρασαν πάνω από 500 παιδιά. «Νομίζω πως αυτή ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στη δημιουργία της ταινίας» εξηγεί. «Στο τελικό στάδιο των οντισιόν εστιάσαμε στα αυτοσχεδιαστικά παιχνίδια, προκειμένου να δημιουργηθεί μια ομάδα αγοριών που θα ταιριάζουν μεταξύ τους και θα είναι σε θέση να επικοινωνούν και να σχετίζονται. Η ταινία δεν έχει πολλούς διαλόγους και βασίζεται περισσότερο στην ωμή ενέργεια αυτών των παιδιών. Το σενάριο που έγραψα έγινε εκατό φορές πιο σημαντικό όταν ξεκίνησα να δουλεύω με αυτά τα παιδιά, κι αυτό με συγκινεί πολύ. Τα περισσότερα από αυτά βιώνουν δυσκολίες και στην πραγματική τους ζωή».
Αναρωτιέμαι πόσο δύσκολο είναι να φτιάχνεις μια ταινία στην οποία οι περισσότεροι συμμετέχοντες δεν είναι ηθοποιοί. «Ήταν πολύ δύσκολο. Κέρδισα όμως μια αμεσότητα που δεν θα μπορούσαν να μου δώσουν οι επαγγελματίες, κι ας με τρέλαιναν όταν καμιά φορά μου έλεγαν: "Μα, την ίδια σκηνή θα κάνουμε τώρα, κυρία; Βαριόμαστε. Ας κάνουμε κάτι άλλο". Δεν είχαν συναίσθηση του ότι κάναμε ταινία».
«Τελικά, αυτή η γενιά έχει μέλλον;» «Η εφηβεία αυτής της γενιά έχει, δυστυχώς, συμπέσει με μια πολύ δύσκολη συγκυρία κι έτσι κανείς δεν μπορεί να φανταστεί το μέλλον τους. Αυτό που διαφαίνεται όμως είναι πως θα χρειαστεί να καταβάλουν μεγαλύτερο κόπο απ' ό,τι οι έφηβοι της δικής μου γενιάς. Πάντως, σε ό,τι αφορά την ταινία, δεν είναι πρόθεσή μου να πω αν υπάρχει ή όχι ελπίδα, αν και καταλαβαίνω πως ο κόσμος την έχει ανάγκη. Μακάρι να μπορούσα να του τη δώσω, αλλά έτσι δεν θα ήμουν ειλικρινής σε αυτό που βλέπω εγώ. Η κρίση είναι παντού και η εικόνα που δημιουργεί είναι αρκετά ζοφερή. Ακόμα και η ίδια η πραγματικότητα μας ξεπερνά καμιά φορά. Κοίτα, για παράδειγμα, τις εγκαταστάσεις κάτω στο Φάληρο, όπου έγιναν κάποια από τα γυρίσματα. Σήμερα βρίσκονται μετανάστες εκεί και εν τέλει η εικόνα της πραγματικότητας είναι ακόμα πιο θλιβερή από αυτό που λέει η ταινία».
Ιnfo
Park
Σενάριο/σκηνοθεσία: Σοφία Εξάρχου
Πρωταγωνιστούν: Δημήτρης Κίτσος, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Ενούκι Γκβενετάτζε, Λένα Κιτσοπούλου, Γιώργος Παντελεάκης, Thomas Bo Larsen, Τζούλιο Κατσής, Γκόγκα Τσικλαούρι, Ντάβιντ Σίμτσακ, Μινέλλα Μπαλλή, Παναγιώτης Παπαδόπουλος, Νίκος Ζεγκίνογλου, Μάριο Τζούτι, Σάββας Μπαλαχαζβίλι, Γιώργος Μοναστηριώτης, Τεό Αγγέλοφ
Μουσική: Τhe Boy