Η Αθήνα του Μεσοπολέμου κρύβει εκπλήξεις πέραν και επιπλέον της βίαιης μετακίνησης πληθυσμών, της «άγριας αστικοποίησης» και ιδίως της προσφυγικής αποκατάστασης που δρομολογήθηκε τότε. Κρύβει εκπλήξεις διαρθρωτικής φύσης που αγγίζουν τον πυρήνα της αναπτυξιακής προσπάθειας και της κινητοποίησης του πληθυσμού για την επίτευξή της, που θα έπρεπε να μας προβληματίζουν σε σύγκριση με τις αποτυχίες κατά τη σημερινή κρίση. Στις προσφυγουπόλεις, που αρχικά χτίστηκαν από διεθνείς φορείς και έπειτα αναπτύχθηκαν αυθόρμητα, ανθούσε η ελπίδα, ακόμα και εκεί όπου ζούσε η φτωχολογιά. Φώλιαζε στις παραγκουπόλεις, στα εργοστάσια, στα στέκια του ρεμπέτικου. Oι πρόσφυγες ξανάστηναν τη ζωή τους και καινοτομούσαν ανανεώνοντας τον ελληνικό πολιτισμό, την οικονομία, την κοινωνία.
Η Αθήνα, μαζί με τον Πειραιά, αστικοποιήθηκε ταχύτατα από το 1834 που ανακηρύχτηκε πρωτεύουσα της μικρής τότε Ελλάδας, περικυκλωμένης από ένα μεταβαλλόμενο διεθνές πολιτικο-οικονομικό γίγνεσθαι. Στο τοπίο της πόλης προβάλλει ο ευρωπαϊκός νεοκλασικισμός στην αρχιτεκτονική μαζί με αφηγήσεις για τις ελληνικές του ρίζες, που αποσκοπούν στη συμφιλίωση των Ελλήνων κατοίκων της πόλης με τη βαυαρική εξουσία. Η πολεοδομία της Αθήνας, με τους αποικιακούς της απόηχους, συμβάλλει και αυτή στην ένταξη της νέας εθνικής ταυτότητας στον μοντερνισμό της Ευρώπης, σε αντιδιαστολή με το οθωμανικό παρελθόν που εγγραφόταν στις δαιδαλώδεις συνοικίες των πόλεων. Η αστική κοινωνία αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στους ντόπιους και στους επήλυδες, τους μεταπράτες και τη διασπορά, μέχρις ότου υψώνονται τα πρώτα εργοστάσια και αναδύεται η εργατική τάξη. Κάθε ιστορική καμπή αναπλάθει την πολιτισμική ταυτότητα των πολιτών με τις διαδοχικές μεταβάσεις από τη μεταπρατική κουλτούρα τον 19ο αιώνα στην εργατική συγκρουσιακή πόλη αρχές του 20ού, κι έπειτα στην προσφυγική πλημμυρίδα, που εκπλήσσει με τους αναδυόμενους δημιουργικούς εναλλακτικούς πολιτισμούς, για τους οποίους θα μιλήσουμε εδώ.
Μεγάλη έκπληξη για την ερευνήτρια της πόλης είναι η ξαφνική μετάβαση το 1922 από τις «πόλεις της σιωπής», όπως τις χαρακτήριζε ο Antonio Gramsci, στην πολύβουη λαϊκή προαστιοποίηση. Μέχρι τη δεκαετία του 1910 η Αθήνα και o Πειραιάς έκρυβαν το άκληρο προλεταριάτο, καθώς και αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα πρεκαριάτο, αποκλεισμένα σε άθλιες κεντρικές συνοικίες, κρυμμένες από τα «ευαίσθητα μάτια» των αστών, ακριβώς όπως ο Engels περιέγραφε τις εργατικές γειτονιές του Mάντσεστερ. Ενοικιαστές χωρίς υποδομές, αλλά και χωρίς προοπτικές για βελτίωση του χώρου κατοικίας τους, συνωστίζονταν σ' αυτές τις φτωχογειτονιές της απόγνωσης, σε παράγκες και ενοικιαζόμενα δωμάτια, που δημιουργούσαν έναν διάστικτο κοινωνικό διαχωρισμό στον χώρο, με άθλιους θύλακες στο κέντρο της πόλης.
H βίαιη μετακίνηση των προσφύγων, αντί για μιζέρια, εγκαινίασε μια εποχή δημιουργικότητας και αντικατέστησε τις «πόλεις της σιωπής» με πολύβουα λαϊκά προάστια.
Από το 1922, όμως, οι φτωχογειτονιές της απόγνωσης δίνουν τη θέση τους στις εκτεταμένες φτωχογειτονιές της ελπίδας. Παράδοξο κι αυτό, μια και η βίαιη μετακίνηση των προσφύγων, αντί για μιζέρια, εγκαινίασε μια εποχή δημιουργικότητας και αντικατέστησε τις «πόλεις της σιωπής» με πολύβουα λαϊκά προάστια. Η προσφυγική πλημμυρίδα κατέστησε μειονότητα τις σφήνες φτώχειας του άκληρου προλεταριάτου σε μια πόλη που επεκτεινόταν πλέον με τη λαϊκή αυτοστέγαση και την ιδιοκατοίκηση – έστω και σε παραπήγματα. Εδώ κάθε οικογένεια φρόντιζε τη «δική» της παράγκα, βελτιώνοντάς την σταδιακά όσο επέτρεπαν οι αποταμιεύσεις. Πρώτα τη μεταμόρφωνε σε «κουκλίστικο» σπιτάκι, έπειτα το μεγάλωνε και μετά προσέθετε «πανωσηκώματα» για τις επόμενες γενιές. Αυτή η δυνατότητα συντηρούσε την ελπίδα στις φτωχογειτονιές της περιφέρειας των πόλεων – αρχικά προσφυγικές, σύντομα όμως και γειτονιές μεταναστών από την ύπαιθρο προς την Αθήνα.
Η αναδρομική έκπληξη της αντικατάστασης της απόγνωσης από την ελπίδα στις λαϊκές συνοικίες μετά το 1922 προσφέρεται για συνολικό αναστοχασμό των «πόλεων της σιωπής» και της αυθόρμητης αστικοποίησης. Αυτό που συνήθως πιστεύεται, ότι δηλαδή η λαϊκή αυτοστέγαση αποτελεί παραδοσιακή κουλτούρα ή προκαπιταλιστικό απομεινάρι, είναι λάθος. Στην Ελλάδα ανακύπτει ακριβώς με την έλευση του περιφερειακού καπιταλισμού και ενώ είχαν προηγηθεί οι άθλιες εκείνες κεντρικές εργατικές φτωχογειτονιές της απόγνωσης του καπιταλισμού της Βόρειας Ευρώπης.
Η βίαιη εκδίωξη των Ελλήνων από τα παράλια της Μικράς Ασίας άρχισε τον Σεπτέμβριο του 1922, πριν υπογραφεί η Συνθήκη της Λωζάνης (1923), που θεσμοποίησε την ανταλλαγή πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Εκείνα τα χρόνια 1.200.000 πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα κι έφυγαν μόνο 500.000 Τούρκοι. Στο Λεκανοπέδιο της Αθήνας ο πληθυσμός σχεδόν διπλασιάστηκε, από 453.042 το 1920 σε 802.000 το 1928, και συνέχισε να αυξάνεται με την αθρόα εσωτερική μετανάστευση, για να φτάσει τους 1.124.109 κατοίκους το 1940.
Τους πρώτους μήνες μετά την άφιξή τους οι πρόσφυγες εγκαθίστανται όπου βρουν, καταλαμβάνοντας όχι μόνο γη αλλά και βαγόνια σιδηροδρόμων, εκκλησίες, ακόμα και τα θεωρεία του Δημοτικού Θεάτρου της Αθήνας. Η ελληνική κυβέρνηση και οι διεθνείς οργανισμοί έδρασαν αστραπιαία, με μια αποφασιστικότητα αξιοζήλευτη σήμερα. Εσπευσμένα συστάθηκε το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ΤΠΠ) τον Νοέμβριο του 1922 για την προσωρινή περίθαλψη. Πλημμύρισαν οι πόλεις από σκηνές και παράγκες παντού, ως και στις κοίτες των ποταμών, με εμβληματικό τον οικισμό του Ιλισού. Oι οικισμοί του ΤΠΠ περιτριγυρίστηκαν από παραπήγματα και τενεκεδουπόλεις.
Μετά από έναν χρόνο, τον Νοέμβριο του 1923, συνέρχεται για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ), υπό την άμεση εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών σε συμφωνία με την ελληνική κυβέρνηση, και το ΤΠΠ διαλύεται το 1925. Η ΕΑΠ δεν ασχολείται με προσωρινή περίθαλψη αλλά με αποκατάσταση των προσφύγων σε κατοικία και παραγωγική δραστηριότητα με πλείστους τρόπους, από την αγροτική μεταρρύθμιση και τα δάνεια σε μικροεπιχειρήσεις μέχρι την οικοδόμηση συγκροτημάτων κατοικιών σε μεγάλη κλίμακα και παροχή γης και υποδομής. Ταυτόχρονα, δρούσαν και άλλοι φορείς, όπως η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και το υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, το οποίο ανέλαβε το έργο της προσφυγικής αποκατάστασης μετά το 1930, που διαλύθηκε η ΕΑΠ.
Στην πρωτεύουσα η πολεοδομική πολιτική της ΕΑΠ ξεκινά με την επιλογή 4 συνοικισμών όπου δημιουργήθηκαν οι εμβληματικές προσφυγουπόλεις που τόσο σημαντικό ρόλο έπαιξαν στα χρόνια της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου. Στη Νέα Ιωνία, στην Καισαριανή και στον Βύρωνα, που απείχαν τουλάχιστον 4 χλμ. από το κέντρο της Αθήνας, χτίστηκαν 3.864, 1.998 και 1.764 κατοικίες αντίστοιχα, ενώ 5.584 κατοικίες προστέθηκαν στη Νέα Κοκκινιά (Νίκαια) κοντά στον Πειραιά, όπου προϋπήρχε προσφυγική εγκατάσταση. Μόνιμες προσφυγικές κατοικίες χτίστηκαν αμέσως και στο Παγκράτι και στην Καλλιθέα, ενώ σε άλλες περιοχές ανέκυψαν άλλες ρυθμίσεις, ιδιαίτερα όπου έδρασαν οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί, όπως στη Νέα Σμύρνη.
Η όμορφη, μινιμαλιστική θα λέγαμε, αρχιτεκτονική αυτών των πρώτων συνοικισμών της ΕΑΠ και αργότερα του υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας ακόμα κοσμεί το τοπίο της πρωτεύουσας, αν και οι γειτονιές σιγά-σιγά υποκύπτουν στη μονότονη νεωτερικότητα της πολυκατοικίας. Πέρα από τα εν σειρά σπιτάκια που διακόπτονταν από τις πρωτοβουλίες των οικιστών, είναι πρωτότυπα και ανύπαρκτα αλλού στην πρωτεύουσα τα χιαστί κλιμακοστάσια στις μακρόστενες διώροφες κατοικίες της Νίκαιας γύρω από τα αίθρια με τα πηγάδια και τους κήπους, τα κουκλίστικα σπιτάκια της Καισαριανής με τις γλάστρες και τα κεντητά κουρτινάκια και πιο πέρα τα μεταγενέστερα πέτρινα εκεί και στα Πετράλωνα. Οι απλές φόρμες διαφοροποιούνταν με την προσωπική εργασία των προσφύγων, που ποίκιλλαν τα ομοιόμορφα σπιτάκια δημιουργώντας πολύμορφες γειτονιές. Επίσης, τα δωμάτια ήταν πολλαπλών χρήσεων λόγω στενότητας χώρου. Αλλά κι αυτός ο υποτυπώδης εσωτερικός χώρος δεν ήταν πρόβλημα, γιατί η καθημερινή ζωή επεκτεινόταν στις αυλές, που χρησίμευαν και ως πλυντήρια και εργαστήρια, στα κατώφλια και στα πεζοδρόμια της άτυπης κοινωνικότητας, στις αλάνες που ξεχείλιζαν από παιδιά και στις πλατείες.
Η φροντίδα του οικιστικού χώρου, καθήκον βασικά γυναικείο, απαιτούσε συνεργασία και αλληλεγγύη για την ομαδική αντιμετώπιση των δυσκολιών της καθημερινότητας. Οι γυναίκες επωμίζονταν τεράστιο όγκο οικιακής εργασίας. Δεν ήταν μόνο τα πρακτικά ζητήματα που δημιουργούσε η έλλειψη υποδομών, όπως η ανάγκη να κουβαλούν νερό, να φροντίζουν για τη θέρμανση και την αποκομιδή των απορριμμάτων. Στην ουσία επρόκειτο για συλλογική παροχή κοινωνικής πρόνοιας, περίθαλψης, εκπαίδευσης, φροντίδας των παιδιών, αλλά και για την αισθητική αναβάθμιση του χώρου της κατοικίας. Το 2002 μια γερόντισσα στη Νίκαια μας έδειχνε τα ζωηρά χρώματα της ώχρας και του γαλάζιου στους τοίχους του σπιτιού της: «Αυτό είναι το βουνό μου, αυτή είναι η θάλασσά μου». Ξένοι ερευνητές στα Γερμανικά της Νίκαιας τη δεκαετία του 1970 δεν βρήκαν τις κοινόχρηστες κουζίνες που συνηθίζονταν στις βόρειες εργατικές κατοικίες και απορούσαν που οι Ελληνίδες επέμεναν στη δική τους κουζίνα, όσο κι αν ήταν μικρή, την οποία δεν μοιράζονταν ούτε με συγγενείς. Τα καφενεία ήταν προνομιακός χώρος των ανδρών και ο αποκλεισμός των γυναικών ήταν απόλυτος και αδιαπραγμάτευτος. Όμως οι γυναίκες, όσο κι αν ήταν περιορισμένες, ανέπτυσσαν μια πρωτόγνωρη τότε στην Ελλάδα συλλογικότητα και αλληλεγγύη, που τις έβγαζε από την απομόνωση της οικιακής εργασίας αλλά και της οικοτεχνίας. Πολλές επίσης στελέχωσαν τα εργοστάσια.
Οι πρόσφυγες έδειξαν τον δρόμο προς το μέλλον, μια και η αυθαίρετη δόμηση γενικεύτηκε και πλήθος μεταναστών περιτριγύρισε την πόλη με εκτεταμένα λαϊκά προάστια.
Οι περιγραφές της όμορφης αυτόχθονης αρχιτεκτονικής, βέβαια, εμπεριέχουν κάποια ρομαντική υπερβολή, αν ληφθούν υπόψη η φτώχεια και οι χαώδεις ανισότητες. Ο κοινωνικός αποκλεισμός στον χώρο επέμενε, με επίκεντρο τη διάκριση γηγενών/προσφύγων – και μάλιστα στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας, που είδε τον διαχωρισμό μεταξύ πόλεων γηγενών και προσφυγουπόλεων. Στην πρωτεύουσα η ΕΑΠ κατέστη στην ουσία ο «πολεοδόμος» της αστικής επέκτασης: οι 12 κύριοι και 34 μικρότεροι προσφυγικοί συνοικισμοί που δημιούργησε απείχαν 1-4 χλμ. από τα όρια της οικοδομημένης το 1920 περιοχής.
Εκτός από τη χωροθέτηση των προσφύγων στην περιφέρεια των πόλεων, στην πολιτική που εφάρμοσε η ΕΑΠ υπήρχαν και άλλες σκοπιμότητες. Πρώτα απ' όλα, στην ιδιοκατοίκηση: η δημιουργία ενός μεγάλου πληθυσμού μικρο-ιδιοκτητών αντί για ένα άκληρο προλεταριάτο θεωρήθηκε ότι θα αποτρέψει τον κομμουνιστικό κίνδυνο! Αυτό αναφέρεται για τους πρόσφυγες της Μακεδονίας και της Θράκης το 1929, αλλά οι πιο συχνές αναφορές είναι για τα αστικά κέντρα, όπως αυτή του Πεντζόπουλου ότι «οι καλύτερα στεγασμένοι πρόσφυγες των προαστίων της Νέας Σμύρνης και της Καλλιθέας αποδείχτηκαν πολίτες περισσότερο νομοταγείς από ορισμένους ντόπιους που ασπάστηκαν τον κομμουνισμό».
Για τους ίδιους λόγους αποθαρρύνθηκε η αυτοδιοίκηση στις προσφυγουπόλεις, αντίθετα με τις αγροτικές περιοχές. Οι αγρότες ενθαρρύνθηκαν να σχηματίσουν νόμιμα συγκροτημένες ομάδες και οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι παρέδιδαν τη γη σε συμβούλια εκλεγμένα από τους αρχηγούς νοικοκυριών. Στις πόλεις, αντίθετα, οι πρόσφυγες αποκαταστάθηκαν με βάση λίστες αναμονής, εκτός από ευπορότερους, που σχημάτισαν οικοδομικούς συνεταιρισμούς. Δεν αναφέρεται πουθενά καθεστώς αυτοδιοίκησης στις μεγάλες συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά. Η ΕΑΠ διατήρησε τη διοίκησή τους ως το 1930, οπότε αντικαταστάθηκε από τις τοπικές δημοτικές Αρχές.
Αυτές οι πολιτικές υπονομεύτηκαν σε όλα τα επίπεδα. Αρχικά, οι μικρο-ιδιοκτήτες αυτο-οργανώθηκαν σε «εξωραϊστικούς συλλόγους», αργότερα όμως έδρασαν ανατρεπτικά, όταν δημιούργησαν τις «κόκκινες» συνοικίες στην περιφέρεια της Αθήνας και του Πειραιά, αρχικά βενιζελικές και έπειτα κομμουνιστικές. Όσο για την αυτοστέγαση και την ιδιοκατοίκηση, αυτές αποτέλεσαν το έναυσμα για μια άνευ προηγουμένου αστική επέκταση. Στην ουσία, η ελληνική κυβέρνηση και η ΕΑΠ είχαν αποφασίσει μόνο την κατεύθυνση προς την οποία θα επεκτεινόταν η πρωτεύουσα. Ο όγκος όμως και ο βαθμός της οικιστικής εξάπλωσης και της πληθυσμιακής αύξησης των νέων συνοικισμών σχεδόν αμέσως ξέφυγαν από τον έλεγχο των φορέων αποκατάστασης. Με αυτή την έννοια, η ΕΑΠ και η κυβέρνηση απέτυχαν ως πολεοδόμοι. Η διαδικασία της λαϊκής μικροοικοδόμησης και των αυθαιρέτων είχε αρχίσει.
Στην αυθόρμητη αστικοποίηση των προαστίων αυτενεργούν οι οικιστές. Η ανυπακοή σε πολεοδομικούς (και άλλους) κανόνες και η αυθόρμητη δράση που επέδειξαν οι πρόσφυγες επιφέρουν μια καλπάζουσα οικιστική επέκταση που μεταβάλλει την πολεοδομία της πρωτεύουσας ανεξέλεγκτα, γεμίζοντας αυθαίρετα μια σχεδόν ακατοίκητη περιαστική περιοχή. Εκεί όπου το 1920 κατοικούσε μόλις το 6% του πληθυσμού της πρωτεύουσας, το 1940 κατοικεί το 44%. Η πόλη σκαρφάλωσε στους πρόποδες του Υμηττού και του Αιγάλεω και έφτασε ως τη Μονή Πεντέλης. Το εγκεκριμένο σχέδιό της –δηλαδή χωρίς να λογαριάσουμε την περιοχή αυθαιρέτων–, μετά από αλλεπάλληλες «νομιμοποιήσεις» ήδη κατοικημένων περιοχών στο πλαίσιο του εκάστοτε λαϊκισμού, τετραπλασιάστηκε, από 3.264 εκτάρια το 1920 σε 11.600 το 1940.
Συνεχίζοντας την πόλωση των προηγούμενων περιόδων στην κοινωνία και στον χώρο, άνοιξε το χάσμα ανάμεσα στην αναδυόμενη εργατική τάξη στις προσφυγουπόλεις από τη μια και στην αστική τάξη στις «κηπουπόλεις» του Ψυχικού, της Φιλοθέης και της Εκάλης από την άλλη. Τα «άλλα» προάστια δεν γεννήθηκαν μόνο από τον πλούτο αλλά και από την εξουσία και την επιρροή που ασκούσαν οι αστοί στην πολεοδομική νομοθεσία και στην κατεύθυνση της υποδομής της πόλης. Ο ίδιος ο οικοδομικός κανονισμός του Ψυχικού –ιδιαίτερα τα «ελάχιστα» επιτρεπόμενα (μεγάλα) μεγέθη οικοπέδων και κατοικιών, οι όροι δόμησης, τα (χαμηλά) ύψη οικοδομών και οι απαγορεύσεις σε χρήσεις γης– αποτέλεσε μηχανισμό κοινωνικού διαχωρισμού και αποκλεισμού κοινωνικών ομάδων, έτσι ώστε να θωρακιστούν οι αστοί απέναντι στην πλημμυρίδα της αστικοποίησης του Μεσοπολέμου. Την ίδια εποχή εμφανίστηκε και η μεσοαστική πολυκατοικία ως ενός είδους μεσαίος χώρος στην κοινωνική και οικιστική συγκρότηση.
Η «άγρια» αστικοποίηση οφειλόταν αρχικά στους πρόσφυγες, σύντομα όμως και σε γηγενείς, αρχικά μάλιστα σε όσους μετακινούνταν στην πρωτεύουσα από βόρειες προσφυγουπόλεις – αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Οι πρόσφυγες έδειξαν τον δρόμο προς το μέλλον, μια και η αυθαίρετη δόμηση γενικεύτηκε και πλήθος μεταναστών περιτριγύρισαν την πόλη με εκτεταμένα λαϊκά προάστια. Ο πληθυσμός πλέον διεκδικούσε περισσότερα δικαιώματα στην κατεύθυνση που είχαν εγκαινιάσει το κράτος και οι διεθνείς οργανισμοί – δικαιώματα οικιστικά και εργασιακά. Οι φτωχογειτονιές της ελπίδας έγιναν κανόνας για τη λαϊκή κατοικία. Ένα παραδοσιακό προνόμιο των κυρίαρχων τάξεων, το άνοιγμα νέας γης σε αστικοποίηση, επεκτάθηκε στους φτωχούς, στους πρόσφυγες, στο προλεταριάτο. Το 1940 αυτά τα λαϊκά στρώματα, που αποτελούσαν τα τρία τέταρτα του αστικού πληθυσμού, έλεγχαν το ένα τρίτο της οικοδομημένης περιοχής της πρωτεύουσας. Παρόλο που ο ποσοτικός υπολογισμός είναι πολύ δύσκολος, εκτιμούμε ότι την περίοδο 1940-70 περίπου 450.000-500.000 άνθρωποι στεγάστηκαν αυθαίρετα στα περίχωρα της Αθήνας.
Πέρα από τη διάκριση γηγενών/προσφύγων υπάρχουν και άλλοι δυϊσμοί, πολώσεις και διχασμοί, που μας ακολουθούν από τον Μεσοπόλεμο μέχρι σήμερα. Σημαντικός ήταν αυτός που αφορά τον άτυπο τομέα της οικονομίας και της οικιστικής ανάπτυξης, σε αντιδιαστολή με τον τυπικό ή τον επίσημο. Πλείστες δραστηριότητες αναπτύσσονταν αυθόρμητα, εκτός τυπικών κυκλωμάτων παραγωγής και κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Στον οικιστικό χώρο το φαινόμενο προϋπήρχε, όπως επίσης και η άτυπη εργασία, αλλά σε περιορισμένη κλίμακα. Μια μεγάλη περίοδος «υποβοηθούμενης ατυποποίησης», στο πλαίσιο της πολιτικής της ΕΑΠ να ενισχύσει μικροεπιχειρήσεις, αυτοαπασχολούμενους, αλλά και αυτοστέγαση, δημιούργησε στις πόλεις ένα δυαδικό σύστημα κατανομής της γης και της κατοικίας, όπου οι πρόσφυγες ήταν σχετικά ευνοημένοι, είτε έμμεσα, με ανοχή, είτε άμεσα, με νομοθεσία που τους επέτρεπε παρεκκλίσεις, ενώ οι ντόπιοι πληθυσμοί έπεφταν θύματα των κερδοσκόπων.
Στη συνέχεια, όμως, αναδύεται γύρω από τους οικισμούς της ΕΑΠ, καθώς και στη σφαίρα της παραγωγής, μια αυτοτροφοδοτούμενη άτυπη οικονομία για όλους. Νέοι τοπικοί πολιτισμοί αυθορμητισμού και αυτενέργειας ανθούν στις λαϊκές γειτονιές, όπου η κατοικία αντιμετωπίζεται ως αξία χρήσης και όχι ως ανταλλακτική αξία ή αντικείμενο εκμετάλλευσης. Χτίζεται όχι για το κέρδος αλλά για τη στέγαση της οικογένειας, και έτσι οι διάφοροι πολεοδομικοί κανόνες φαίνονται επιβαλλόμενοι και παράλογοι. Γενικεύεται η ανυπακοή και αμφισβητούνται έμπρακτα οι αξίες της «νόμιμης» δόμησης. Όμως η ιδιοκτησία γης και κατοικίας είναι σεβαστή: ελάχιστες ήταν οι καταλήψεις στη μεσοπολεμική Αθήνα, αντίθετα από άλλες πόλεις του Νότου. Η γη αγοράζεται και μόνο η δόμηση είναι αυθαίρετη. Η ανοχή της πολιτείας εξασφαλίζεται από την αδυναμία της να λύσει το στεγαστικό πρόβλημα αλλά και από σκοπιμότητες εκλογικής πελατείας. Ευρύτερα, η άτυπη οικονομία και κατοικία συγκρούονται αλλά και συνυπάρχουν με τους «τυπικούς» κανόνες των διεθνών φορέων αποκατάστασης και παροχής υποδομών.
Στον τομέα της παραγωγής επίσης γεννιέται μια μεγάλη «άτυπη» οικονομία, όχι παραδοσιακή ή προκαπιταλιστική, αλλά ενταγμένη στο πλαίσιο του περιφερειακού καπιταλισμού. Στην πρωτεύουσα πολλαπλασιάζονται οι οικοτέχνες, οι πλανόδιοι, τα παζάρια, οι λαϊκές αγορές, εμφανίζονται τα περίπτερα, καθώς και αυτό που μέχρι σήμερα ακολουθεί την άτυπη οικονομία: οι μεικτές χρήσεις γης. Εργασία ανεξάρτητη, σε σχέση με τυπικές μισθωτές μορφές στα εργοστάσια, εξασκείται από πλήθος αυτοαπασχολουμένων με το κομμάτι, μικροπωλητών και συμβοηθούντων μελών της οικογένειας. Το πρεκαριάτο περιτριγυρίζει τα νέα εργοστάσια που ξεφυτρώνουν στην πρωτεύουσα, ενίοτε αναλαμβάνει υπεργολαβίες και συνυπάρχει με το αναδυόμενο προλεταριάτο. Γύρω τους αναπτύσσεται ο εργατικός συνδικαλισμός σε συνθήκες μισθωτής αλλά και άτυπης εργασίας. Ευελιξία επιβαλλόταν σε όλους τους εργάτες και οι οικογένειές τους επιβίωναν με την αυτενέργεια και τον διαμοιρασμό εισοδήματος ανάμεσα σε μέλη τους.
Και στον χώρο της παραγωγής λειτουργούν πολιτικές σκοπιμότητες, όπως αυτή που σημειώνεται στον Απολογισμό της Εθνικής Τράπεζας το 1925 και ταυτίζεται με το σκεπτικό της ΕΑΠ «για την ένταξη μικροαστών προσφύγων... εις αυτονόμους μικροοικονομικούς οργανισμούς... αντί να πέσουν μοιραία και θλιβερά θύματα των διαφόρων ανατρεπτικών προπαγανδών με συνέπειαν την δημιουργίαν λυπηρών πολιτειακών και κοινωνικών διαταραχών, αν μη ανατροπών».
Αν, πάντως, οι διάφοροι δημόσιοι και διεθνείς φορείς επιχειρούσαν να υποτάξουν στην τυπική αγορά εργασίας και κατοικίας αυτή την άτυπη οικονομία, αμέσως θα την έχαναν. Αν οι πρόσφυγες εμποδίζονταν να περάσουν από την ευελιξία του μικροπωλητή ή του κατ' οίκον παραγωγού, δεν θα δημιουργούνταν επιχειρηματίες ούτε ανάπτυξη στην οικονομία της πόλης. Εκείνα τα δύσκολα χρόνια των συνεχών οικονομικών κρίσεων η άτυπη οικονομία αποτελούσε προϋπόθεση για την ανάπτυξη της Ελλάδας. Μαζί με αυτήν γεννιούνταν κοινωνίες αλληλεγγύης και οικονομίες διαμοιρασμού, όπως εκείνες που μόνο πρόσφατα επανεμφανίζονται με την κρίση στις ελληνικές πόλεις.
Αναπολώντας, λοιπόν, τον Μεσοπόλεμο αντιλαμβανόμαστε σε τι συνίσταται ο πυρήνας της αναπτυξιακής προσπάθειας που κάπου έχει λησμονηθεί πλέον στην Ευρωπαϊκή Ένωση του νεοφιλελευθερισμού και της κρίσης. Και τότε, όπως τώρα, η Ελλάδα ήταν υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο. Πόση, όμως, διαφορά από το σημερινό αδιέξοδο της λιτότητας... Σήμερα, παρόλο μάλιστα που εντασσόμαστε ως ισότιμο κράτος-μέλος στην Ε.Ε., αντί για στήριξη της ανάπτυξης, της ποιότητας ζωής, της βιωσιμότητας και της καινοτομίας, προκρίνεται η καταστροφή της άτυπης οικονομίας, η υπερφορολόγηση κάθε μικρής δραστηριότητας –των μικροεπιχειρήσεων και της μικροϊδιοκτησίας– και γενικά η οικονομική και γραφειοκρατική επιβάρυνσή τους αντί για την ελάφρυνση που προκρίθηκε τον Μεσοπόλεμο. Στο πλαίσιο αυτό καταστρέφεται και η μεσοαστική τάξη, που, αντίθετα, αναπτυσσόταν ταχύτατα μετά την έλευση των προσφύγων.
Το χειρότερο είναι ότι στη σύγχρονη Αθήνα της κρίσης αυτό που έχει πληγεί και είναι αμφίβολο αν ή πότε θα ζωντανέψει ξανά είναι αυτό που έφεραν οι πρόσφυγες και συμπαρέσυραν τους ντόπιους πληθυσμούς σε αγώνες για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους, κινώντας ταυτόχρονα τους ιμάντες της ανάπτυξης την περίοδο του Mεσοπολέμου: η ελπίδα.
ΠΗΓΕΣ
Το άρθρο αντλεί ελεύθερα από το βιβλίο της Λ. Λεοντίδου (1989 / 2013-3η Έκδοση) Πόλεις της Σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά, 1909-1940. ΠΙΟΠ- Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα.
Άλλες σημαντικές πηγές: Γκιζελή, Β.Δ. 1984. Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-1930). Επικαιρότητα, Αθήνα. / Δήμος Νίκαιας (επιμ.). Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας. Αθήνα: Λιβάνης, 2002. / Engels, F. (μτφρ.). Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία. Μπάυρον, Αθήνα, 1974. / Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (επιμ.). Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα: Οι προσφυγουπόλεις στην Ελλάδα. Σχολή Μωραΐτη, Aθήνα, 1997. / Gramsci, A. Selections from the Prison Notebooks. International Publishers, New York, 1971. / Hirschon, R. (μτφρ.) Κληρονόμοι της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η κοινωνική ζωή των Μικρασιατών προσφύγων στον Πειραιά. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2006. / Leontidou, L. The Mediterranean city in transition: Social change and urban development. Cambridge University Press, Cambridge, 1990 / 2006 (2nd edn). / Mavrogordatos, G.T. Stillborn Republic: Social coalitions and party strategies in Greece, 1922-1936. University of California Press, Berkeley, 1983. / Pentzopoulos, D. The Balkan exchange of minorities and its impact upon Greece. NCSR & CNRS, Athens & Paris, 1962. / Pooley, C. (επιμ.). Housing strategies in Europe, 1880-1930. European Science Foundation & Pinter Publishers, London, 1992.