Στη συμβολή των οδών Φώκαιας και Βρυούλων, στην είσοδο της Καισαριανής, ένα σύμπλεγμα τριώροφων κατοικιών του Μεσοπολέμου υπενθυμίζει τη μεγάλη περιπέτεια της προσφυγικής εγκατάστασης. Προορισμένα για λίγους τυχερούς ανάμεσα στους χιλιάδες που εποίκισαν την περιοχή, τα τριώροφα κτίσματα πρότειναν τη μοντερνιστική ομοιομορφία ως αντίβαρο στο χάος της άναρχης εγκατάστασης που μεταμόρφωνε τους αναδυόμενους συνοικισμούς πέριξ του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Η περίπτωση της Καισαριανής είναι ενδεικτική της ραγδαίας αλλαγής: τις παραμονές της Μικρασιατικής Καταστροφής οι κάτοικοί της δεν ξεπερνούσαν τις μερικές δεκάδες· το 1928 περισσότεροι από δεκαπέντε χιλιάδες άνθρωποι ζούσαν σε αυτοσχέδια παραπήγματα που με τη σειρά τους συγκροτούσαν ένα δαιδαλώδες οικιστικό πλέγμα. Στο εσωτερικό του, τα ομοιόμορφα διώροφα και τριώροφα κτίσματα της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων αποτελούσαν νησίδες διεξόδου από την ασφυκτική καθημερινότητα της παραγκούπολης. Σχεδόν έναν αιώνα μετά, τα κτίσματα αυτά παραμένουν νησίδες μέσα σε ένα διαφορετικό οικιστικό αρχιπέλαγος. Αποτελούν, πλέον, σπάνια τεκμήρια του προσφυγικού παρελθόντος της πόλης μέσα στη σύγχρονη εικόνα των εργατικών και λαϊκών συνοικισμών.
Οι τριώροφες προσφυγικές κατοικίες προσφέρουν μια στρωματογραφία του ελληνικού εικοστού αιώνα. Οι αρχιτεκτονικές τους προδιαγραφές φανερώνουν την επιρροή του μοντερνισμού, την αναζήτηση της κεντρικής ρύθμισης του κοινωνικού ζητήματος, τις εκσυγχρονιστικές, συνήθως ημιτελείς προσπάθειες ενσωμάτωσης των προσφυγικών πληθυσμών στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Την ίδια στιγμή, οι πυκνές παρεμβάσεις των κατοίκων τους −ορατές στους κλεισμένους ημι-υπαίθριους, στα χτισμένα παράθυρα, στα εξέχοντα κλιματιστικά και στις ορθωμένες κεραίες− υπογραμμίζουν τον διαρκή μετασχηματισμό του κατοικημένου χώρου, τις νέες καταναλωτικές δυνατότητες και τις αδιάκοπες πληθυσμιακές μετακινήσεις που μεταμορφώνουν, ιδίως σήμερα, την αθηναϊκή καθημερινότητα. Τέλος, οι προσόψεις των τριώροφων κτισμάτων στην είσοδο της Καισαριανής συμπυκνώνουν μια κρίσιμη ιστορική στιγμή: τη μάχη της Αθήνας, την αναμέτρηση του Δεκεμβρίου του 1944 που οριοθέτησε τη μετάβαση από την αντιφασιστική ενότητα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στην ελληνική εμφύλια σύγκρουση και τον Ψυχρό Πόλεμο. Στην περίπτωση αυτή, οι χαίνουσες τρύπες δεν οφείλονται στη φυσική φθορά αλλά σε βλήματα και σφαίρες. Είναι τα ίχνη της προσπάθειας των ντόπιων μαχητών του ΕΛΑΣ να ανακόψουν την προώθηση των βρετανικών αρμάτων μάχης στη γειτονιά τους, στην «κόκκινη» Καισαριανή.
Η ελληνική κοινωνία αντιμετώπισε τους πρόσφυγες από την πρώτη στιγμή της άφιξής τους στο λιμάνι του Πειραιά ως ένα πρόβλημα. Ανεξάρτητα από τις πατριωτικές ρητορικές εξάρσεις και ορισμένες σημαντικές, και ειλικρινείς, προσπάθειες ενσωμάτωσης, ο ελληνικός Μεσοπόλεμος σφραγίστηκε από την ανάδυση δύο ξεχωριστών κόσμων μέσα στην ίδια πόλη: την πόλη των ντόπιων και την πόλη των προσφύγων
Συχνά τείνουμε να συνδέουμε γραμμικά τις συνθήκες της μεσοπολεμικής προσφυγικής εγκατάστασης με τη συμμετοχή των προσφύγων στην Εθνική Αντίσταση και την ταύτισή τους με τις μεταπολεμικές περιπέτειες της ελληνικής Αριστεράς. Σύμφωνα με μια σχηματική αντίληψη, που αναπαράγεται με ποικίλους τρόπους, οι φτωχοί κάτοικοι των προσφυγικών συνοικισμών δεν μπορούσαν παρά να ταυτιστούν με το πολιτικό και κοινωνικό κίνημα που υποσχόταν τη ριζική βελτίωση της καθημερινότητάς τους. Είναι όμως τόσο απλό; Μάλλον όχι. Η οπτική αυτή, άλλωστε, παραγνωρίζει μερικά πεισματάρικα δεδομένα. Σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, και κατεξοχήν τη δεκαετία του 1920, οι προσφυγικοί πληθυσμοί της Αθήνας ήταν, στη συντριπτική τους πλειονότητα, αδιάφοροι για τα κηρύγματα της επαναστατικής ανατροπής. Ο εκλογικός χάρτης της πόλης, για παράδειγμα, φανερώνει την απόλυτη κυριαρχία του Κόμματος των Φιλελευθέρων υπό την ηγεσία του Ελευθέριου Βενιζέλου. Στα γνώριμα σημεία της εγκατάστασης των νεοφερμένων τα ποσοστά εντυπωσιάζουν. Έτσι, στην αναμέτρηση του 1928 ο βενιζελικός συνδυασμός συγκέντρωσε 97,3% στον Βύρωνα, 98,1% στη Νέα Ιωνία, 98,5% στην Καισαριανή. Τα αποτελέσματα αυτά μαρτυρούν το αυτονόητο. Η εξαθλίωση δεν οδηγεί αυτόματα στην πολιτική ριζοσπαστικοποίηση. Συνήθως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Την ίδια στιγμή όμως, και ανεξάρτητα από την εκλογική τους συμπεριφορά, οι νέοι κάτοικοι της πόλης, οι πρόσφυγες, παρουσιάζονταν στη δημόσια συζήτηση ως μια κοινωνική απειλή. Τίποτα ίσως δεν μαρτυρεί τη διάσταση αυτή περισσότερο από την ίδια την εικόνα της Αθήνας και του Πειραιά. Οι προσφυγικοί συνοικισμοί ήταν συνώνυμοι της περιθωριοποίησης: αφενός εξαιτίας των συνθηκών ζωής στο εσωτερικό τους, αφετέρου διότι η θέση τους στον συνολικό χάρτη ήταν στα περιθώρια της πόλης, μακριά από το βλέμμα των γηγενών. Εκεί βρίσκεται, νομίζω, το κλειδί για να κατανοήσουμε όσα συνέβησαν τη δεκαετία του 1940. Η ελληνική κοινωνία αντιμετώπισε τους πρόσφυγες από την πρώτη στιγμή της άφιξής τους στο λιμάνι του Πειραιά ως ένα πρόβλημα, ως ένα ανεπιθύμητο βάρος. Το στοιχείο αυτό καθόρισε τις μετέπειτα εξελίξεις. Ανεξάρτητα από τις πατριωτικές ρητορικές εξάρσεις και ορισμένες σημαντικές, και ειλικρινείς, προσπάθειες ενσωμάτωσης, ο ελληνικός Μεσοπόλεμος σφραγίστηκε από την ανάδυση δύο ξεχωριστών κόσμων μέσα στην ίδια πόλη: την πόλη των ντόπιων και την πόλη των προσφύγων. Ο διαχωρισμός αυτός παρήγαγε εντάσεις και αντιπαλότητες, αλλά κυρίως παρήγαγε ένα σημαντικό χάσμα στην πρόσβαση στους μηχανισμούς πρόνοιας, στις ευκαιρίες κοινωνικής ανόδου, στις σχέσεις με το κράτος και τους εκπροσώπους του.
Στο έδαφος αυτό η Αριστερά, και ειδικότερα το Κομμουνιστικό Κίνημα, πρόσφερε μια εξισωτική υπόσχεση, την προοπτική της κοινωνικής ισότητας μέσα από μια ριζική πολιτική μεταβολή. Σε αντίθεση με τις στερεότυπες αντιλήψεις που στα πρόσωπα των προσφύγων έβλεπαν είτε τα αθώα θύματα της Ιστορίας είτε τους πολίτες δεύτερης διαλογής, η Αριστερά αναγνώριζε σε αυτά τους ίδιους τους δημιουργούς της ιστορικής εξέλιξης. Δεν πρόκειται προφανώς για μια αποκλειστικά ελληνική ιστορία. Τα επαναστατικά κινήματα του 19ου και του 20ού αιώνα βρίσκονταν σε διαρκή διάλογο με τις κοινότητες των εκπατρισμένων, των προσφύγων, των μεταναστών, των ανθρώπων που βρίσκονταν μετέωροι ανάμεσα σε διαφορετικούς γεωγραφικούς τόπους. Ο διάλογος αυτός δεν στηριζόταν στη ρητορική ικανότητα των επαναστατών να περιγράφουν τις σκληρές συνθήκες ζωής και εργασίας των περιθωριοποιημένων πληθυσμών των πόλεων − αυτό άλλωστε θα ήταν περιττό. Σχετίζεται πολύ περισσότερο με τη δυνατότητα των επαναστατικών ιδεών να προσφέρουν μια σταθερή βεβαιότητα σε εκείνους που είχαν χάσει κάθε βεβαιότητα στη ζωή τους: ότι οι ίδιοι αποτελούσαν τους κινητήριους μοχλούς της ιστορικής εξέλιξης.
Οι ιστορικές αναλογίες είναι ένας ολισθηρός, αλλά διαδεδομένος δρόμος για να καταλάβουμε τι συμβαίνει γύρω μας. Συχνά, όμως, καταφεύγουμε σε αυτές για να κατανοήσουμε φαινόμενα και μετασχηματισμούς που φαντάζουν πρωτοφανή. Έτσι, τα τελευταία χρόνια η ελληνική δημόσια συζήτηση έχει επιστρέψει στην οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου, στην Κατοχή και στον Εμφύλιο Πόλεμο για να αντλήσει ερμηνευτικά σχήματα και κυρίως να ανιχνεύσει ομοιότητες ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν. Το ίδιο συμβαίνει σήμερα με την προσφυγική κρίση ή, όπως εύστοχα έχει γράψει ο Δημήτρης Χριστόπουλος, με την κρίση υποδοχής, δηλαδή την απροθυμία των ευρωπαϊκών κοινωνιών να αποδεχτούν τους πρόσφυγες. Στο πλαίσιο αυτό, στρεφόμαστε στο προσφυγικό παρελθόν της χώρας, προσπαθώντας να δούμε τους μηχανισμούς εγκατάστασης, τις διαδικασίες ενσωμάτωσης, τις κοινωνικές εντάσεις που αυτή παρήγαγε. Ίσως εδώ θα ήταν χρήσιμο να σκεφτούμε αντίστροφα. Δεν είναι το παρελθόν αυτό που θα μας διδάξει τι συμβαίνει σήμερα αλλά οι σύγχρονες συνθήκες της σχεδιασμένης περιθωριοποίησης των προσφύγων θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε πώς είδαν οι γηγενείς τους νεοφερμένους σχεδόν έναν αιώνα πριν: ως ένα αχρείαστο πρόβλημα. Αυτή ίσως είναι η αναγκαία παραδοχή για να απελευθερώσουμε τη φαντασία μας και να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τους νέους πρόσφυγες συμπολίτες μας όχι μόνο ως θύματα της Ιστορίας αλλά ως πρωταγωνιστές της επόμενης μέρας.
σχόλια