Τον είδαμε, πριν από μερικά χρόνια, να εγκωμιάζει τον Χιου Τζάκμαν και να φλερτάρει ως έφηβος την Αν Χάθαγουεϊ στην απονομή των Όσκαρ του 2011. Εκεί που άλλοι, όχι ακριβώς συνομήλικοι (δεν έχει μείνει και κανείς στη ζωή...), περιμένουν με απεγνωσμένη απάθεια την αναχώρησή τους για το Avalon της αρεσκείας τους, ο Κερκ Ντάγκλας, για άνθρωπο που πατάει τα 102, κάνει κανονικό πάρτι: έχει αφήσει πάλλευκη αλογοουρά για να τον μικραίνει, πηγαίνει σε συγκεντρώσεις, βγάζει λόγους, ανανεώνει όρκους πίστης με τη δεύτερη σύζυγό του, Αν Μπάιντενς, η οποία επέζησε των στρατοπέδων συγκέντρωσης και με την οποία είναι παντρεμένος 60 χρόνια, εγκαινιάζει παιδικές χαρές και ενθουσιάζεται με τις αγαθοεργίες, γράφει βιβλία, δίνει συνεντεύξεις. Με μέτρο βέβαια, αλλά είναι ορατός, και παρών, και αποδέχεται τις προσκλήσεις και τις προκλήσεις – ως και τον Ντόναλντ Τραμπ σκυλόβρισε! Ο πρεσβύτερος και γνωστότερος από τους γιους του, Μάικλ, ισχυρίζεται πως ο πατέρας του διανύει ενεργητικότερη φάση τώρα απ' ό,τι πέντε χρόνια πριν και δεν έχει συγκεκριμένα σχέδια για τα στρογγυλά γενέθλια που έρχονται, παρά τις προτάσεις.
Η σύγκριση του Κερκ με τον Μάικλ είναι αξιοσημείωτη, καθώς ελάχιστες περιπτώσεις τόσο διάσημων πατεράδων με εξίσου διάσημα παιδιά επέπλευσαν στα ατελείωτα ναυάγια ή τις φαντασμαγορικές τραγωδίες που έχουν χτυπήσει με δύναμη τον κόσμο του θεάματος. Η περίπτωση του Μάικλ παραμένει διαφορετική από εκείνη της Τζέιν Φόντα ή της Λάιζα Μινέλι, ας πούμε. Έχοντας σπουδάσει καλά και ψηθεί στην τηλεόραση, ο προνομιούχος γιος του γιου του ρακοσυλλέκτη Ισούρ Ντανιέλοβιτς (το κανονικό όνομα του Κερκ, πριν καν το εξαμερικανίσει μερικώς ως Ίζι Ντέμσκι, κι ο οποίος είχε επί δεκαετίες θάψει την εβραϊκή του ανατροφή, μια αποστροφή για τον πατέρα που ήταν στον πάτο της καπιταλιστικής αλυσίδας), ο όμορφος, ανήσυχος και ερωτύλος Μάικλ κατάλαβε τι σημαίνει σινεμά πέρα από τις φιλοδοξίες του ως ηθοποιού και κέρδισε το Όσκαρ Παραγωγής για τη «Φωλιά του Κούκου» – ένα πρότζεκτ που ο πατέρας του είχε αγοράσει, προσπάθησε να αναπτύξει για τον ίδιο, αλλά πέρασαν τα χρόνια, και μαζί η μπογιά του, και παραχώρησε το πολύτιμο πακέτο στον γιο, στον Μίλος Φόρμαν και στον Τζακ Νίκολσον, με τα γνωστά, μυθικά αποτελέσματα. Ο πατέρας ποτέ δεν μείωσε τον θρίαμβο του παιδιού με μισόλογα ματαιοδοξίας ή πικρίας ούτε κι όταν ο Μάικλ κέρδισε το Όσκαρ α' ανδρικού ρόλου, 12 χρόνια αργότερα, για το «Wall Street» του Όλιβερ Στόουν, ένα βραβείο που ο Κερκ δεν κέρδισε ποτέ, παρά τις τρεις υποψηφιότητές του και την υψηλή φήμη που είχε αποκτήσει με την ποικιλία των χαρακτήρων που είχε ενσαρκώσει. Το μυστικό στη συμμαχία του Μάικλ με τον Κερκ ήταν και παραμένει η διάσταση της πατρότητας και, κατά προέκταση, η έννοια της κληρονομιάς.
Ο Κερκ είχε ορκιστεί πως θα γινόταν ένας γενναιόδωρος πατέρας, αντίθετα από τον απόντα, βιοπαλαιστή πατέρα του. Μόλις ο Μάικλ ξεπέρασε το θέμα, που ποτέ δεν εξελίχθηκε σε κόμπλεξ, του ανταγωνισμού με έναν γίγαντα με βαρύ ίσκιο (διότι ο Κερκ ήταν μεγάλος ηθοποιός, μεγάλος σταρ και ποθητός άνδρας), δεν σταμάτησε να τον τιμά έμπρακτα και να τον μνημονεύει με καμάρι. Όταν ο Κερκ Ντάγκλας τιμήθηκε με Όσκαρ καριέρας πριν από 20 χρόνια, βλέποντας στο κοινό τους 4 γιους του, είπε, χαριτολογώντας ως συνήθως, πόσο περήφανοι ήταν για τον μπαμπά τους (ο μικρότερος, ο Τζόελ, δεν τα κατάφερε, υποκύπτοντας στον εθισμό του στα ναρκωτικά σε ηλικία 46 ετών). Υγιώς σκεπτόμενος, ο Μάικλ Ντάγκλας, ο πιο χορτασμένος και πιο χαϊδεμένος της οικογένειας, επαινεί, όπως έχει δηλώσει στον Τσάρλι Ρόουζ, το drive, την επιμονή, την ανεξαρτησία, την αναλυτική ικανότητα, την ανθεκτικότητα ενός ανθρώπου που έχει εδώ και πολλά χρόνια ξεπεράσει τις προσδοκίες και το προσδόκιμο, αφού επέζησε του βαρύτατου εγκεφαλικού που του έχει αφήσει μόνιμο πρόβλημα στην ομιλία και μιας σοβαρότατης σύγκρουσης του ελικοπτέρου του με ένα μικρό αεροπλάνο, που στοίχισε τη ζωή σε δύο ανθρώπους. Από τότε, στην αναζήτηση του απώτερου νοήματος, ανέκτησε την επαφή με την ιουδαϊκή θρησκεία που είχε απαρνηθεί παλιότερα, έχοντας αποκρούσει τις πιέσεις της οικογένειάς του να γίνει ραβίνος. Το όνειρό του ήταν να γίνει ηθοποιός και τα κατάφερε μετά από μια σειρά μικρών ρόλων στο θέατρο, στο ακαδημαϊκό, απρόσωπο «Strange love of Martha Ivers» του Λιούις Μάιλστοουν, δίπλα στην Μπάρμπαρα Στάνγουικ και κυρίως στο δυναμικό «Champion» του Μαρκ Ρόμπσον, το 1949, υποδυόμενος έναν πρωτο-Τζέικ ΛαΜότα, φουριόζο πυγμάχο με τραγικό τέλος, δίνοντας τον οργισμένο τόνο στο genre.
Το «Detective Story» του Γουίλιαμ Γουάιλερ (1951) και το «Bad and the Beautiful» (1952), δύο εκθαμβωτικά δείγματα ψυχολογικού νουάρ και ενδοχολιγουντιανού μελό αντίστοιχα, διεύρυναν το παράσημο/στίγμα του σκληρού, ώσπου ήρθε ο ρόλος της ζωής του ως Βίνσεντ Βαν Γκογκ στο «Lust for Life» το 1956, και πάλι του Βινσέντε Μινέλι, ο μοναδικός χαρακτήρας που τον απορρόφησε πραγματικά και στοιχειωτικά και τον ξεμάκρυνε προσωρινά από το διαγραφόμενο καλούπι του tough guy. Από μικρός, ο Μάικλ Ντάγκλας επέμενε πως το σημαντικό σε αυτήν τη δουλειά δεν είναι πόσο ζουμερός ή αβανταδόρικος θα είναι ο ρόλος σου αλλά πόσο δυνατή θα είναι η ταινία, για να επωφεληθούν όλοι. Ο Κερκ το κατάλαβε λίγο αργά, αν και είχε την τύχη να πέσει στα χέρια τρομερών σκηνοθετών, πριν συναντήσει τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ στους «Σταυρούς στο Μέτωπο», το 1957, και τον εμπιστευθεί για τον «Σπάρτακο», τρία χρόνια αργότερα. Ο χολιγουντιανός μύθος λέει πως ο Κιούμπρικ πήγε να εκμεταλλευτεί το κενό που δημιουργήθηκε από την επιθυμία του Ντάγκλας να αποκαταστήσει το όνομα του πραγματικού σεναριογράφου Ντάλτον Τράμπο στους τίτλους και τη νομική αδυναμία να ξεπεραστεί το μποϊκοτάζ που καλά κρατούσε από τη λίστα του βδελυρού γερουσιαστή Μακάρθι. Ο Κερκ πρόταξε το γυμνασμένο στήθος του κι έτσι ο Κιούμπρικ δεν υφάρπαξε το credit, όπως, τάχα μου συμβιβαστικά, είχε προθυμοποιηθεί να κάνει. Έτσι, μέχρι σήμερα ο Αμερικανός ηθοποιός, που έχει σκηνοθετήσει, χωρίς ωστόσο να διακριθεί, έγινε το δημιουργικό αφεντικό που πήρε το σχετικό ρίσκο, αψήφησε τον αντικομμουνιστικό παραλογισμό και έσπασε το εμπάργκο, ταυτόχρονα με τον Όττο Πρέμιντζερ, όπως είδαμε και στο πρόσφατο φιλμ «Trumbo», κερδίζοντας δικαωματικά την ισόβια democrat-ικότητά του. Ο «Σπάρτακος» είναι η κορωνίδα του Ντάγκλας στο παιχνίδι εξουσίας που επιχείρησε, ένας εισπρακτικός θρίαμβος που του εξασφάλισε επιρροή, απαθανάτισε το βλέμμα του και του χάρισε την αύρα του προοδευτικού σε μια επερχόμενη δεκαετία που δεν καλοέβλεπε τους αντιδραστικούς θεσμικούς.
Ο Ντάγκλας υπήρξε ο πιο ηρωικός και ρωμαλέος της μεταπολεμικής χρυσής γενιάς του Χόλιγουντ (μαζί με τον εξίσου fit και παλικαρά Μπερτ Λανκάστερ), ένας αρσενικός άνδρας με κυριολεκτικά θεληματικό πηγούνι, χαρακτηριστικό λακάκι, τραχιά φωνή και ξαναμμένη ιδιοσυγκρασία που υποδύθηκε τον Οδυσσέα, τον Βίκινγκ, τον Σπάρτακο, τον Κάπτεν Νέμο, τον στρατηγό Πάτον, συνταγματάρχες, ταγματάρχες και γερουσιαστές, μποξέρ και πιστολέρο, αστυνόμους και ραλίστες, με γρανιτένια πίστη, λαχτάρα, ορμή και μια ευελιξία που ξεπερνά τον μονολιθικό συμβολισμό της Δύσης που ανέδιδε ad infinitum ο Τζον Γουέιν, πάντα με αίσθηση ευθύνης και συνείδηση, όπως είχε επισημάνει ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, και χωρίς να αρνείται την ηθική αμφιβολία και τα ερωτήματα που εγείρονται.
Αποτυχίες; Φυσικά. Πολλές. Και ποικίλες. Από τον μπερδεμένο «Συμβιβασμό», που σήμανε το οριστικό τέλος της πρωτοκαθεδρίας του Ελίας Καζάν, μέχρι το ανεκδιήγητο «Saturn 3», που έθαψε με ξαφνικό θάνατο τις ελπίδες της Φάρα Φόσετ για πρωτοκαθεδρία στο σινεμά μετά τους «Άγγελους του Τσάρλι». Αλλά ποιος ασχολείται με φάλτσα σε μια τόσο μεγάλη καριέρα... Περισσότερο και από την ευαίσθητη παρένθεση του Βαν Γκογκ, τη συνεργασία του με τους ομόηχους γίγαντες Γουάιλερ και Γουάιλντερ (στο «Ace in the Hole», ένα πονηρό, έντεχνο, όπως πάντα βιτριολικό δοκίμιο πάνω στο tabloid ψέμα και στο ξεπούλημα των ιδανικών) και από όλα τα γουέστερν, με αποκορύφωμα το «Gunfight at the O.K. Coral» του Τζον Στέρτζες, το αγαπημένο του φιλμ είναι το κάπως παραμελημένο, ασπρόμαυρο «Lonely are the brave» του 1962, ένα μικρό δράμα μοναξιάς και μαγκιάς, όπου ο Ντάγκλας βασικά έχει επαφή κι αδυναμία, όχι στην Τζίνα Ρόουλαντς ή τα πάθη του, αλλά στο άλογο του, τον πιστό Γουίσκι, που μεταχειρίστηκε με σεβασμό και συνωμοτικότητα (όχι σαν τον τρελαμένο Λι Μάρβιν στο «Cat Ballou»), και μάλιστα αναγκάζεται να τον αποχαιρετήσει στο λυπητερό φινάλε. Από αυτό το άλογο που ίππευε με τη χάρη που άλλοι χορεύουν μπαλέτο ο Ντάγκλας δεν ξεπέζεψε ποτέ – ένας αιώνιος καβαλάρης του σινεμά που δεν έχασε το κουράγιο και την πίστη του, λες και συνεχίζει εκεί από όπου οι ακατάβλητοι χαρακτήρες που υποδύθηκε διακόπτονται απότομα στο «Τhe end».
Η προτίμηση του κατοστάρη ηθοποιού στην ταινία που σκηνοθέτησε ο Ντέιβιντ Μίλερ δείχνει πόσο απολαμβάνει τη συνεργασία με... τον εαυτό του, την πίστη που έχει στις δυνάμεις του αλλά και σε μια Αμερική που ενθαρρύνει τους libertarians και τους «δράστες επιτευγμάτων» με ταπεινή καταγωγή, αποκαλύπτοντας ενδεχομένως το μυστικό της μακροζωίας του και τον αναπόσπαστο δεσμό με τις ρίζες του. Κι ας είναι το «Lust for Life» το motto της ζωής του, ένας πόθος για ζωή, μια λύσσα για νιότη και σφρίγος, με πλαστικές επεμβάσεις ή ψυχολογικές ενέσεις, μπροστά και πίσω από την κάμερα.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 9.12.2016