Ο Διονύσης Σαββόπουλος αλλάζει μέσα στα χρόνια στίχους από τα τραγούδια του. Είναι γνωστό αυτό – λιγότερο από τη δισκογραφία, περισσότερο από τα live. Τα τραγούδια εκσυγχρονίζονται κατά μίαν έννοια, όσον αφορά σε ορισμένα πραγματολογικά στοιχεία τους, ενώ κάποιες πιο σοβαρές αλλαγές μπορεί να μεταβάλλουν ακόμη και ολόκληρα νοήματα.
Φυσικά, δεν τίθεται θέμα. Δικά του είναι τα τραγούδια τού Σαββόπουλου, όπως θέλει τα μεταχειρίζεται. Δεν θα μας ρωτήσει – ασχέτως, αν εμείς κάποια απ’ αυτά, πολλά (ιδίως των sixties και των seventies), τα αντιμετωπίζουμε σαν κειμήλια, στα οποία δεν χωράει ούτε κόμμα.
Γιατί, εδώ που τα λέμε, κάθε τραγούδι εκφράζει μιαν εποχή. Δίνει στοιχεία για το κλίμα, την ψυχολογία και κυρίως τη συνείδηση των χρόνων εκείνων – των χρόνων της νεότητας τού καλλιτέχνη χοντρικά. Κι ένα τραγούδι, που το γράφει ένας νέος άνθρωπος, ακόμη κι αν έχει «λάθη», είναι πάντα νέο. Δεν γερνάει.
Το «δράμα», που αφήνει η εγγραφή, δεν συγκρίνεται μ' εκείνο τού «10 Χρόνια Κομμάτια» – αν αναλογιστούμε δηλαδή την εποχή και τις συνθήκες στις οποίες αποτυπώνεται το κομμάτι και βεβαίως τις λέξεις - κλειδιά, που αλλάχτηκαν αργότερα, και οι οποίες κάνουν τη διαφορά.
Ένα τέτοιο τραγούδι είναι «Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη», που το μάθαμε όλοι μας, ή μάλλον σχεδόν όλοι μας, από το άλμπουμ «10 Χρόνια Κομμάτια» [Lyra, 1975].
Το τραγούδι αυτό το έγραψε ο Σαββόπουλος μετά τα μέσα του ’60 και φυσικά το τραγουδούσε στις μπουάτ της εποχής. Πιθανώς πριν πλακώσει η δικτατορία. Και φυσικά ούτε λόγος να γίνεται για ενδεχόμενη επίσημη ηχογράφησή του, αναλογιζόμενοι τους πρωταρχικούς στίχους του.
Προσφάτως από το αρχείο τού φίλου Κώστα Αρβανίτη (Manwolf Louie), ανασύρθηκε ένα μεγάλο ντοκουμέντο. Μια ηχογράφηση τής «Θανάσιμης μοναξιάς» από ’κείνα τα χρόνια – ’66-’67, κάπου ’κει.
Δεν χρειάζεται να πω πως η απόδοση του νεαρότατου ακόμη Σαββόπουλου σ’ αυτό το τραγούδι είναι συγκλονιστική. Το «δράμα», που αφήνει η εγγραφή, δεν συγκρίνεται μ’ εκείνο τού «10 Χρόνια Κομμάτια» – αν αναλογιστούμε δηλαδή την εποχή και τις συνθήκες στις οποίες αποτυπώνεται το κομμάτι και βεβαίως τις λέξεις «κλειδιά», που αλλάχτηκαν αργότερα, και οι οποίες κάνουν τη διαφορά.
Είναι ο αριστερός Σαββόπουλος των mid-sixties, της εποχής του «Φορτηγού», με τις επικλήσεις στον ιρλανδό ποιητή και συγγραφέα Μπρένταν Μπήαν (και όχι στον «μπαρμπ' Αλέξανδρο»), στο έργο «Ένας Όμηρος» δηλαδή (Βασίλης Ρώτας, Βούλα Δαμιανάκου, Μίκης Θεοδωράκης), στον πόλεμο του Βιετνάμ (και όχι στα «Ι.Χ.»), στον Μπομπ Ντύλαν (και όχι στον Τσιτσάνη) κ.λπ. Παραθέτω τους στίχους στη συνέχεια.
Με bold γράμματα είναι τα λόγια, που άλλαξαν αργότερα, ενώ μέσα στις παρενθέσεις είναι τα λόγια έτσι όπως ακούγονται στα «10 Χρόνια Κομμάτια».
Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη
Τη νύχτα αυτή η αστυνομία
μάζεψε τους αλήτες απ’ το πάρκο
πλάκωσε το εκατό
κι ακουγόταν μέχρι εδώ η σειρήνα.
Φύγε φύγε όσο έμεινε καιρός
γιατί η νύχτα στο κρατητήριο είναι κρύα
πώς βαστιέται τέτοιος εξευτελισμός
και το στόμα σου φαρμάκι απ’ τα τσιγάρα
το πρωί στο λεωφορείο στριμωχτός
μια διαδήλωση κοιτάς πίσω απ’ τα τζάμια.
Από όλα τα τραγούδια
αγαπούσα πιο πολύ τα λαϊκά
η ζωή μου έχει αλλάξει
κι έτσι τώρα δεν με ζαχαρώνουν πια
το κλειδί βάζω στην πόρτα για να μπω
το δωμάτιο είναι κρύο και παλιό (στενό)
όταν πέφτει το βραδάκι τι να πω
σε θυμάμαι με το πράσινο παλτό.
Όταν πέφτει το σκοτάδι
στα υπόγεια τα ρεύματα βουίζουν
την αλήθεια ποιος θα μάθη
ένορκοι πληρωμένοι θα με κρίνουν
η ζωή μου έχει γεμίσει μυστικά
στους διαδρόμους ψευδομάρτυρες καπνίζουν
και οι φίλοι με κερνούν ναρκωτικά
και το κόμμα με τραβάει απ’ το μανίκι.
Κι έτσι εδώ σε ξαναβρίσκω
Αλέξη πες μου, Αλέξη πες μου αν με θυμάσαι
το καλοκαίρι έχει τελειώσει
από καιρό έχει τελειώσει τι ζητάς;
στην παραλία τα καφενεία είναι κλειστά
κι είν’ η θάλασσα βρώμικη και σάπια
οι μετανάστες ξαναγύρισαν εδώ
νικημένοι φύγαν (τρομαγμένοι φεύγουν) απ’ τη Γερμανία
την καρδιά μου στους σταθμούς την τυραννώ.
Μην κυττάς τους στρατιώτες
που μοιράζουν καραμέλες στα παιδιά
(στα δημόσια ουρητήρια σοβαροί)
μου θυμίζουνε εικόνες (επεμβάσεις)
μου θυμίζουνε σκηνές απ’ το Βιτενάμ (δυσκολίες Ι.Χ.).
Την θυμάμαι έναν κάμπο να διαβαίνει
στο ασανσέρ όλο φοβότανε να μπει
η ομορφούλα (συννεφούλα) μου κερδίζει το παιχνίδι
τώρα στα χέρια της κρατάει το λεπίδι (ψαλίδι)
κι έτσι είναι περισσότερο ορφανή.
Κι έτσι εδώ σε ξαναβρίσκω
Αλέξη πες μου με τι λόγια να στο πω
τα ορφανά μου που κρυώνουνε
με κάνουν πιο πολύ αριστερό
(μου κάνουνε βαρύ εκβιασμό).
Πού ακούστηκε ο Άλκης να πεθαίνει
όλη νύχτα ψήνονταν στον πυρετό
στο διάδρομο είχα δει ένα νεκρό
οι γιατροί δεν μας δίνουν σημασία
βιαστικά μας κουβαλούν στα χειρουργεία.
Η μποτίλια έχει αδειάσει
του Μπρένταν Μπήαν (μπάρμπ' Αλέξανδρου) η μποτίλια έχει αδειάσει
κι απ’ το πάρκο μέχρι εδώ
η σειρήνα τού εκατό ακούς ουρλιάζει.
Το δωμάτιο είναι κρύο και παλιό (στενό)
κι ο Μπομπ Ντίλαν (Τσιτσάνης) μ’ ένα έι (γιάλα) με προγκάρει
αυτή τη νύχτα η καρδιά μου είναι βαριά
δεν υπάρχει ούτε μια λέξη να την ψάξεις (μου δώσης)
αλλά εσύ που μ’ αγαπούσες μια φορά
όπως πριν έτσι και τώρα θα με νιώσεις.
Μερικές φορές η ιστορία γράφεται δυο φορές, χωρίς καμιά της να είναι φάρσα. Αυτή, πάντως, είναι η πρώτη…
σχόλια