Ο τελευταίος δίσκος του Γιάννη Αγγελάκα κυκλοφορεί συνημμένος με τη νέα ποιητική συλλογή του που φέρει τον τίτλο «Ήσυχα τραγούδια για ανέμελα λιβάδια». Έχω την αίσθηση, ωστόσο, πως παρά την ειρωνεία του τίτλου (ουδέποτε έφτιαξε τραγούδια «ήσυχα» ο Αγγελάκας, από την άποψη του κοινωνικοπολιτικού στόχου τους πάντα), εδώ πράγματι τα «λιβάδια» είναι «ανέμελα», σε ό,τι αφορά το ζήτημα της δισκογραφικής διανομής τουλάχιστον. Θέλω να πω ότι ενώ το label «Alltogethernow» (ένα δισκογραφικό label underground κατευθύνσεων) καλά κρατούσε, τόσο στο Διαδίκτυο όσο και στα δισκάδικα, πρόσφατα ενσωματώθηκε στη Feelgood, την εταιρεία –θυμίζω– της Νατάσσας Μποφίλιου, του Θέμη Καραμουρατίδη και άλλων εκπροσώπων του πιο mainstream –να το πω– ελληνικού τραγουδιού. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν αποτελεί μομφή, εφόσον σκοπός κάθε καλλιτέχνη είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επικοινωνία-επαφή με το κοινό του. Το ευτύχημα είναι ότι ο Αγγελάκας δεν δείχνει να κάνει την παραμικρή έκπτωση, πρωτίστως απέναντι στον εαυτό του και έπειτα απέναντι στο δικό του κοινό. Τα δέκα καινούργια τραγούδια του, εννιά σε δικούς του στίχους, μουσική και ερμηνεία, συν μία διασκευή στο «Δεν θέλω τα ματάκια σου» του Βασίλη Τσιτσάνη, αποτελούν αντίστοιχα μελοποιήσεις εννιά ποιημάτων από την ομότιτλη ποιητική συλλογή του, η οποία στο σύνολό της περιέχει 53 ποιήματα, χωρισμένα σε τέσσερις ενότητες.
Καταρχάς, υπάρχει επίσης νέα μπάντα που συνταξίδεψε δημιουργικά με τον Αγγελάκα, οι 100 Βαθμοί Κελσίου, δηλαδή η Λαμπρινή Γρηγοριάδου στις ακουστικές κιθάρες, τα φωνητικά και την ερμηνεία σε ένα τραγούδι-ντουέτο με τον Αγγελάκα («Παίρνε με μαζί σου»), ο Γιάννης Σαββίδης στις ηλεκτρικές κιθάρες, τα φωνητικά και το ukelele (έπαιζε και με τα Μωρά στη Φωτιά), ο Γιώργος Αβραμίδης στις τρομπέτες και τα φωνητικά, ο James Wylie στα σαξόφωνα και οι Αναστάσης Βουκυκλαράκης και Αλέξης Αρχόντης στα τύμπανα και στα κρουστά. Καταλυτική, ωστόσο, είναι η παρουσία και του Coti K. στους συνθετητές, το μπάσο και τα φωνητικά, όπως και του Νίκου Βελιώτη στο τσέλο σε ένα κομμάτι. Κινούμενος σε πιο βατούς μουσικούς δρόμους συγκριτικά με τις «Ανάσες των λύκων» του κοντινού παρελθόντος, πιο κοντά όμως στο ύφος του «Πότε θα φτάσουμε εδώ» (το δεύτερο κοινό δισκογραφικό πρότζεκτ του Αγγελάκα και του Νίκου Βελιώτη), ο δημιουργός καταθέτει ένα καθαρόαιμο εναλλακτικό ροκ άλμπουμ με στοιχεία punk και dark cabaret, σαν να άφησε τις πιο πειραματικές αναζητήσεις του και αποφάσισε να πιει νερό απ' την πηγή, εν προκειμένω τον Tom Waits.
Ο δίσκος ανοίγει με κιθαριστικές αρμονίες αλά Beatles, δίνοντας έτσι ένα κιθαροκεντρικό στίγμα που διατηρείται καθ' όλη την ακρόαση, παρά την έντονη χρήση και των άλλων, ηλεκτρικών κυρίως, οργάνων. Και από το εναρκτήριο «Μόνο από τη λύπη σου» περνάμε στον «Νεάντερταλ», το, κατά Γιάννη Αγγελάκα, πορτρέτο ενός νεοφασίστα ή ενός χρυσαυγίτη, μια και ζούμε στην Ελλάδα του 2017. Συμβαίνει το εξής οξύμωρο με το κομμάτι αυτό: ενώ σίγουρα θα πάρει όλο το ραδιοφωνικό air play, λόγω ρυθμού και ψυχωμένης ερμηνείας από τον Αγγελάκα, οι στίχοι του κατά την ταπεινή μου άποψη δεν είναι ιδιαίτερα εμπνευσμένοι. Η γνώριμη ποιητική του Αγγελάκα έχει κατρακυλήσει σε λέξεις φτηνές, φτιαγμένες λες από 15χρονο αντίφα. Παραθέτω ένα δείγμα: «Κι εσένα, ψευτοποιητή, που κάνεις τον καμπόσο, τις μπουρδοουτοπίες σου στον κώλο σου θα χώσω». Βέβαια, αφού δηλώσω ότι δεν έχω κανένα θέμα με τις «κακές» λέξεις στα τραγούδια (κάθε άλλο, θα έλεγα), οφείλω να παραδεχτώ ότι μόνο καλό θα κάνει το ραδιοφωνικό air play σε ένα αντιφασιστικό ροκ τραγούδι. Διότι ο «Νεάντερταλ» είναι ένα πραγματικά καλοφτιαγμένο κομμάτι, πιασάρικο από την άποψη της δομής του. Το αμέσως επόμενο «Ωσάν τυφλό σπουργίτι» είναι από τις καλές στιγμές του δίσκου, στο κλίμα του Tom Waits που λέγαμε πιο πάνω. Το ίδιο και το «Μια χαρά», που κινείται σε disco-funky δρόμους με τα παιγνιώδη φωνητικά της Γρηγοριάδου. Στο «Παίρνε με μαζί σου» με τις φωνές της Γρηγοριάδου και του Αγγελάκα έχουμε μια ρυθμική μπαλάντα στην οποία πρωτοστατούν οι ιδιαιτέρως συγκινητικοί στίχοι:
Έξω απ' την άγρια ψυχή σου
Είν' όλα θλιβερά και μαραμένα
Παίρνε με μαζί σου
Παίρνε με μαζί σου
Παίρνε με μαζί σου όταν το σκας από μένα...
Στον «Ψεύτη», πάλι, που ακούγεται σαν μια ηλεκτρική συχνότητα να διαπερνά τον κιθαριστικό πυρήνα της μελωδίας με τα δοξαστικά χορωδιακά φωνητικά προς το τέλος, ο Αγγελάκας ξαναβρίσκει τον ποιητή εαυτό του:
Μόνο ο ψεύτης μέσα μου
Γλυκαίνει την καρδιά μου
Αυτός μου δίνει δύναμη
Και τρέχω στη δουλειά μου
Να μεγαλώσουν να γενούν
Ψεύτες και τα παιδιά μου...
Με το «Φιλικό» ξαναθυμόμαστε τις Τρύπες των '80s-'90s σαν να μην πέρασε μια μέρα, μουσικά, ενορχηστρωτικά, στιχουργικά και ερμηνευτικά. Επίσης από τις καλές στιγμές του δίσκου, αν υποτεθεί πως τα τελευταία χρόνια ο δημιουργός επέλεξε να πειραματιστεί με την ηπειρώτικη και την κρητική μουσική παράδοση, φανερώνοντας ένα νέο καλλιτεχνικό πρόσωπο, συνειδητά ξεκομμένο κάπως από το ροκ ή new wave ή punk ξεκίνημά του (βάλτε όποιον χαρακτηρισμό θέλετε). Στο «Ποτέ», με ένα τέμπο που ενώνει τους Velvet Underground με τους Dead Kennedys, ο Αγγελάκας τα σπάει κανονικά, διά της ποιητικής και πάλι οδού:
Έτσι ο τρελός προσμένει σήματα
Από άλλα βουνά και από άλλα σύμπαντα
Και μια σιωπή τού λέει: Δεν θα σωθείς ποτέ...
Προτελευταίο τραγούδι, η διασκευή του Αγγελάκα στο ρεμπέτικο «Δεν θέλω τα ματάκια σου» του Βασίλη Τσιτσάνη, κίνηση όχι σπάνια εκ μέρους του, αν θυμηθούμε την «Πλημμύρα» του Βαμβακάρη, αλλά και το «Κάθε τρελό παιδί» του Χατζιδάκι στις «Ανάσες των λύκων». Έκπληξη, πάντως, αποτελεί η επιλογή του συγκεκριμένου θαυμάσιου τραγουδιού του Τσιτσάνη που σφράγισε μετά την Κατοχή η Νταίζη Σταυροπούλου (1912-1994), ο «θηλυκός Στράτος Παγιουμτζής», όπως την έλεγαν. Η διασκευή είναι εμπνευσμένη με την ενορχήστρωση ή, σωστότερα, την εναρμόνιση των μουσικών και ως εκ τούτου έχει λόγο ύπαρξης. Το CD κλείνει με τα «Ήσυχα τραγούδια για ανέμελα λιβάδια», ένα πραγματικά ήσυχο κομμάτι, μια νωχελική ηλεκτροακουστική μπαλάντα, με το ποίημα να ακούγεται σαν κατευόδιο του Αγγελάκα προς το ίδιο του το έργο που μόλις έλαβε τέλος:
Το χορτάρι μας καμένο
Κι όλα τα πηγάδια άδεια
Τι έχω πια να περιμένω
Μοναχά κείνα τα βράδια
Που μαζεύονται οι φίλοι
Και γινόμαστε ρημάδια
Πίνοντας και τραγουδώντας
Ήσυχα τραγούδια για ανέμελα λιβάδια...
Συνοπτικά, ο δίσκος του Γιάννη Αγγελάκα επιχειρεί την επανασύνδεση με τις Τρύπες ως κλίμα και ως αίσθηση, βασίζεται στον καλοδουλεμένο ήχο της νέας του μπάντας, αποτελεί ένα κλικ του ματιού σε αγαπημένα ξένα ακούσματα του ίδιου (και των φαν του, να υποθέσω), διακατέχεται από ένα σαρδόνιο χιούμορ και, πάνω απ' όλα, διαθέτει τραγούδια τραγουδένια, ικανά να ξεχωρίσουν μέσα στην τρέχουσα και μάλλον συμβατική δισκογραφική και ραδιοφωνική παραγωγή.
σχόλια