Η Σύμη για τους περισσότερους Ροδίτες, όπως και για μένα, θα είναι για πάντα ο τόπος της πρώτης διαφυγής από τη γονική επίβλεψη. Θυμάμαι έντονα τον ενθουσιασμό μου εκείνο το καλοκαίρι των γυμνασιακών χρόνων, όταν πήρα το καΐκι από τη μαρίνα της Ρόδου για να βρεθώ, έπειτα από δυο ώρες, στο νησί για μονοήμερη εκδρομή με όλη μου την παρέα, για πρώτη φορά μόνοι μας, μερικές στιγμές να μπορούμε να κάνουμε ελεύθερα ό,τι θέλουμε, σε μια ασφαλή απόσταση από γονείς και κηδεμόνες. Μαγεία!
Φυσικά, η Σύμη είναι πολύ περισσότερα από τη συγκεκριμένη ανάμνηση και αντιλήφθηκα πολύ αργότερα πόσο καθηλωτική είναι η ενέργεια αυτού του μικροσκοπικού νησιού που βρίσκεται πολύ κοντά στην τουρκική ακτογραμμή και –τι ειρωνεία!– το πρόσεξαν όλοι προ δωδεκαετίας, όταν έγινε το ιδανικό σκηνικό ενός ελληνοτουρκικού απαγορευμένου έρωτα σ' εκείνη την τουρκική σαπουνόπερα «Τα σύνορα της αγάπης», που λάνσαρε τη σχετική μόδα στην ελληνική τηλεόραση. Η Σύμη, καταρχάς, άλλοτε κέντρο σφουγγαράδων, διατηρεί εδώ και χρόνια αναλλοίωτο τον μη τουριστικό χαρακτήρα της, σε μεγάλο βαθμό προφανώς επειδή δεν διαθέτει αεροδρόμιο ούτε γρήγορη ακτοπλοϊκή σύνδεση με την Αθήνα – μπορείς να φτάσεις εκεί μέσω Ρόδου ή με πολύωρο ταξίδι από Πειραιά, εκτός αν διαθέτεις σκάφος. Πολλοί σκαφάτοι την επιλέγουν λοιπόν, ειδικά από το εξωτερικό και την Τουρκία συγκεκριμένα, με πανάκριβα γιοτ και ιστιοφόρα, και αυτό τα τελευταία χρόνια τής έχει προσδώσει μια «high-end» αισθητική και μια κομψότητα που έχει ενδιαφέρον, σε συνδυασμό με την ηρεμία που παρέχει, αφού λίγοι θα θελήσουν να περάσουν τις διακοπές τους αποκλειστικά εδώ. Κάποιοι από αυτούς θα έρθουν «μιλημένοι» λόγω της ιδιαίτερης γεωμορφολογίας της (μεγάλο μέρος του νησιού είναι ακατοίκητο), που όντως της χαρίζει έναν κάπως απόκοσμο χαρακτήρα – δεν είναι τυχαία ο παράδεισος των γιόγκι και όσων λατρεύουν τις πεζοπορίες.
Πολλοί σκαφάτοι την επιλέγουν και αυτό τα τελευταία χρόνια τής έχει προσδώσει μια «high-end» αισθητική και μια κομψότητα που έχει ενδιαφέρον, σε συνδυασμό με την ηρεμία που παρέχει, αφού λίγοι θα θελήσουν να περάσουν τις διακοπές τους αποκλειστικά εδώ.
Η αμφιθεατρική εικόνα που θα αντικρίσεις καθώς το πλοίο μπαίνει στο λιμάνι είναι πανέμορφη. Είτε επιλέξεις να μείνεις σε αυτό (στον Γιαλό) είτε στον κοντινό οικισμό Πέδι, η βόλτα του λιμανιού από το πρωί ως το βράδυ θα κυριαρχήσει στο πρόγραμμά σου. Το νησί μπορεί να μη φημίζεται για τις παραλίες του, αφού οι επιλογές είναι αρκετά περιορισμένες και μάλλον μέτριες, ωστόσο θα βρεις καταγάλανα νερά στη Μαραθούντα, στο Νημποριό και στον Άγιο Νικόλαο. Αν έχεις πρόσβαση σε σκάφος, σίγουρα η εξερεύνηση των πιο δύσβατων ακτών θα σε ανταμείψει – του Αγίου Γεωργίου Δυσάλωνα, για παράδειγμα, με τον εντυπωσιακό κάθετο βράχο που τον πλαισιώνει. Μια βόλτα μέχρι το τεράστιο μοναστήρι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτη, που βρίσκεται στην άλλη πλευρά και όπου κάνουν στάση τα περισσότερα καΐκια ή καταμαράν από Ρόδο, επιβάλλεται, όχι μόνο για θρησκευτικούς λόγους (ο πολιούχος της Σύμης και προστάτης των ναυτικών και των σφουγγαράδων θεωρείται θαυματουργός) αλλά και επειδή για να φτάσεις ως εκεί ανεβοκατεβαίνεις όλο το βουνό. Αν το 'χεις με τα δίκυκλα, να προτιμήσεις μηχανάκι – εξάλλου τα αυτοκίνητα στο νησί δεν είναι πολλά, τα ταξί ελάχιστα και η σύνδεση με το λεωφορείο όχι και τόσο συχνή. Είναι καταπληκτική η αίσθηση της διαφοράς θερμοκρασίας όταν ξεκινάς και ολοκληρώνεις τη συγκεκριμένη διαδρομή σε σχέση με το ενδιάμεσο – στη Σύμη τα 45άρια είναι εύκολη υπόθεση, γι' αυτό μην ξεχνάς την ενυδάτωση.
Απόφυγε οτιδήποτε τουριστικό ως προς την εστίαση – ευτυχώς η μη ανάπτυξη του νησιού τα έχει κάνει να βγάζουν μάτι, κολλημένα καθώς είναι σε άλλες εποχές. Στον Γιαλό θα φας στο Σπιτικό, πάνω στο Χωριό, τον παραδοσιακό οικισμό που είναι σκαρφαλωμένος στον βράχο, θα πας στον Σύλλογο, στον Άγιο Νικόλαο, στην ομώνυμη παραλιακή ταβέρνα, και στο Μουράγιο, στον «Κάβο», παραδοσιακές επιλογές όλες, που τις προτιμούν οι ντόπιοι.
Και μιλώντας για φαγητό, στη Σύμη το πρώτο πράγμα που θα βρίσκεται σε κάθε παραγγελία σου είναι το φημισμένο συμιακό γαριδάκι. Αυτές οι μικροσκοπικές γαρίδες μήκους λιγοστών εκατοστών, του είδους Plesionika narval, μοιάζουν με γόνο, δεν μεγαλώνουν, αφθονούν στο νησί, απ' το οποίο έχουν λάβει το όνομά τους, γεννούν αυγά όλο τον χρόνο (οπότε δεν τίθεται θέμα έλλειψής τους) και η γεύση τους, που γλυκίζει ελαφρά, είναι ασύλληπτη. Τις καταναλώνεις ολόκληρες ως σνακ και, πίστεψέ με, θα πάθεις πλάκα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO