Λίγες ώρες πριν πετάξω για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη, έψαχνα στο μυαλό μου εικόνες που να συνοψίζουν τι είναι για μένα αυτή η πόλη (έτσι όπως μου έχει συστηθεί μέσα από τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, τη λογοτεχνία, τη μουσική, την τέχνη, έτσι όπως συστήνεται σε κάθε δυτικό και τον παρακινεί να σχηματίσει άποψη για εκείνη, σαν γνωριμία δι' αλληλογραφίας ή μέσω διαδικτύου - σ' αυτό το κείμενο η Νέα Υόρκη είναι έμψυχος πρωταγωνιστής). Κατευθείαν το μυαλό μου πήγε στο «Shame» του Στιβ Μακουίν, στις σκηνές που ο Μάικλ Φασμπέντερ τρέχει στους νυχτερινούς δρόμους ή φλερτάρει στο μετρό. Και μετά στον «Ταξιτζή» του Σκορσέζε, πάλι σε όλες τις νυχτερινές περιπλανήσεις του ΝτεΝίρο, πριν και αφού μεταμορφωθεί σε «τιμωρό». Κι έπειτα στο «Μανχάταν» του Γούντι Άλεν και στην εμβληματική αφίσα της ταινίας με τον ίδιο και την Νταϊάν Κίτον καθισμένους στο παγκάκι που κοιτάζει προς τη γέφυρα. Και φυσικά στο «Sex and the City», σε όλο το «Sex and the City», που η πόλη ήταν η πέμπτη ηρωίδα. Θα έλεγα επίσης και ένα προσωπικό αγαπημένο, το «Eyes Wide Shut» του Κιούμπρικ, με τις απίστευτες σκηνές περιπλάνησης του Τομ Κρουζ στο Βίλατζ, αλλά δεν το βάζω στη λίστα επειδή γυρίστηκε σε στούντιο στο Λονδίνο και θα ήταν άδικο. Κάπως έτσι συνέθεσα μια δική μου πρόχειρη τετράδα εικόνων, βασικών αναφορών στην Πόλη, και λίγο πριν κλείσω τα 30, ήμουν έτοιμος να την αντιμετωπίσω, ακούγοντας σε όλη την πτήση τραγούδια όπως το «New York City Boy» των Pet Shop Boys, το «Empire State of Mind» του Jay Z και της Alicia Keys, το «I Love New York» της Μαντόνα, το «City of Blinding Lights» των U2 και το «New York, New York» του Φρανκ Σινάτρα, αλλά και από την υπέροχα μελαγχολική διασκευή της Κάρι Μάλιγκαν, πάλι για εκείνη τη συγκλονιστική σκηνή του «Shame» - όπως θα έχετε ήδη καταλάβει αυτό το κείμενο βρίθει από κλισέ, τόσα πολλά που όσοι ζουν ή έχουν ζήσει εδώ, αν το διαβάσουν σίγουρα θα γελάσουν, αλλά η Νέα Υόρκη, ακόμα και τη μετά Τραμπ εποχή, ανήκει σε όλους, και στους Νεοϋορκέζους και στους φερτούς και στους τουρίστες, σε όλους και σε κανέναν ταυτόχρονα.
1. Η πιο τέλεια αναμονή. Και μετά, απλώς, συμβαίνει.
Το συναίσθημα όταν φτάνεις και ξεκινάς για την πρώτη βόλτα είναι απερίγραπτο, μια παραλλαγή εκείνου του χριστιανικού «άνω σχώμεν τας καρδίας». Το βλέμμα σου ανηφορίζει διαρκώς προς τα πάνω, μιλάμε για μια ολόκληρη πόλη χτισμένη προς τα πάνω. Συνειδητοποιώ, με ένα πρόχειρο search στους Google maps, ότι γύρω από το ξενοδοχείο μου στην Canal street της TriBeCa, υπάρχουν σε απόσταση αναπνοής οκτώ Starbucks για να προμηθευτώ τον πρώτο μου καφέ. Οριακά γελοίο, αλλά αυτή η πόλη ζει με Starbucks και όλα τα παρακλάδια τους.
Και μόλις πάρεις τον πρώτο καφέ αρχίζει η παράνοια. Τι να πρωτοκάνεις, πού να πρωτοκινηθείς και να πρωτοεστιάσεις; Αν σε χαρακτηρίζει ένας κάποιος βαθμός ψυχαναγκασμού, αν αγχώνεσαι εύκολα με λίστες, κουτάκια, και to-dos, η Νέα Υόρκη θα σε δυσκολέψει γλυκά. Επί χρόνια απέφευγα αυτό το ταξίδι, νιώθοντας ανέτοιμος να Την αντιμετωπίσω, να επεξεργαστώ και να αφομοιώσω από κοντά τις εικόνες με τις οποίες μεγάλωσα, και όταν τελικά αποφάσισα ότι έφτασε η ώρα, η προετοιμασία άρχισε μήνες πριν. Χάρτες, σημειώσεις, άρθρα που περνούσαν καθημερινά από τα μάτια μου και είχαν να προτείνουν κάτι νέο, κάτι που πρέπει να δω, κάτι που είναι πιο καινούριο και καλύτερο από το χθεσινό, το οποίο θεωρείται ήδη πασέ… Αυτή άλλωστε δεν είναι και η ουσία του καπιταλισμού; Σημειώσεις και υπομνήματα ετών βγήκαν στην επιφάνεια, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να συνωστίσω όσα περισσότερα μπορώ σε 10 μέρες, να χαρτογραφήσω τα γνωστά και, αν σταθώ τυχερός, να ανακαλύψω και μερικά άγνωστα μόνος μου, να μην ξεχάσω τίποτα… Ψυχραιμία! Θέλει λοιπόν οργάνωση το ταξίδι της πρώτης φοράς και ο τρόπος που ακολούθησα ήταν να χωρίσω την πόλη σε γειτονιές, βόλτες και πράγματα που ήθελα να κάνω σε κάθε βόλτα, σαφώς ταξινομημένα με βάση το περπάτημα και τις γραμμές του μετρό, ώστε να μην ξεχαστώ και δεν στρίψω στην παραπάνω γωνία, ξεκινώντας με την εξής βασική ιεράρχηση του Μανχάταν: Downtown, Midtown, Upper East και West Side και Harlem. Και μετά Μπρούκλιν: Williamsburg, Bushwick, και ίσως αν προλάβω μια βόλτα (κάπου;) στο Κουίνς και την Αστόρια ή το Staten Island, θα ήθελα όμως και να βρεθώ στο θρυλικό Fire Island αλλά είναι μακριά και ακριβό, μήπως πρέπει να περάσω κι απέναντι στο Τζέρσι να δω και την από εκεί κορυφογραμμή του Μαχνάταν, να όμως που κάπου στην πορεία προέκυψε το Coney Island που μου έδωσε αναπάντεχα μερικές από τις πιο αξέχαστες εικόνες.
2. Στο Μανχάταν, για «βιολετιά μητροπολιτικά μεσονύχτια που δεν υποκύπτουν ποτέ στο απόλυτο σκοτάδι»
(Ντόνα Ταρτ – «Η Καρδερίνα», σελ. 117, μτφρ. Χριστιάννα Ελ. Σακελλαροπούλου, εκδ. Λιβάνη)
Εντωμεταξύ, διάβασα πρόσφατα ένα από εκείνα τα τρομολάγνα άρθρα που υποστηρίζει ότι το Μαχνάταν ερημώνει, οι μπουτίκ αδειάζουν η μία μετά την άλλη γιατί τα ενοίκια είναι πανάκριβα και άλλες τέτοιες ανακρίβειες. Το Μαχνάταν σφύζει από ζωή. Τέλη Αυγούστου, οι Νεοϋορκέζοι επέστρεφαν σιγά σιγά από τις διακοπές τους και προετοιμάζονταν για μια ακόμη τρελή σεζόν, καθώς και για τη Fashion Week, αλλά πριν από αυτή θα απολάμβαναν το τριήμερο της Labor Day, της εθνικής αργίας της πρώτης Δευτέρας του Σεπτεμβρίου, ενώ ο καιρός ψύχραινε. (Γενικά, ήμουν τυχερός και πέτυχα νομίζω την καλύτερη εποχή - καθόλου καύσωνας και αποπνικτική υγρασία που ταλαιπωρεί κάθε καλοκαίρι την Πόλη, ούτε ανυπόφορο χειμωνιάτικο κρύο, παρά ήλιος και μια όμορφη δροσιά που σου επιτρέπει να περπατάς χιλιόμετρα χωρίς να ιδρώνεις και το βράδυ απαιτεί ένα πανωφόρι. Είναι μαγευτική η αρχή του φθινοπώρου στη Νέα Υόρκη.)
Αποφάσισα λοιπόν να ακολουθήσω τον γενικό μπούσουλα του «από κάτω προς τα πάνω», κι έτσι την πρώτη μέρα κατηφόρισα προς τη Financial District, εκεί που ακριβώς πριν από 16 χρόνια σημειώθηκε το γεγονός που διχοτόμησε την ιστορία της Νέας Υόρκης σε προ και μετά 9/11 εποχή και άλλαξε ολόκληρο τον κόσμο. Δεν γνωρίζω τι πραγματικά μπορεί να σημαίνει για έναν Νεοϋορκέζο το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου και η συνακόλουθη κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων, φαντάζομαι όμως ότι ο καθένας το βίωσε με έναν ολόδικό του τρόπο, μια και το ίδιο συνέβη πάνω-κάτω παντού, αφού όλοι θυμόμαστε περίπου τι κάναμε εκείνη την αποφράδα για τον δυτικό πολιτισμό ημέρα. Το ίδιο το γεγονός και οι προεκτάσεις του έχουν αναλυθεί τόσο πολύ, οι θεωρίες συνωμοσίας γύρω από αυτό είναι ό,τι πρέπει για ατελείωτο Google search σε βράδια αϋπνίας ή κάθε χρόνο, στην επέτειο, πάντως η Νέα Υόρκη δεν είναι ποτέ πια η ίδια μετά τη 9/11. Στο μνημείο με τις δύο τετράγωνες κατασκευές και τα χαραγμένα ονόματα των 2.977 νεκρών, το νερό τρέχει 24/7 για να ξεπλύνει. Αυτή η «ταπεινότητα του νερού», όπως χαρακτηριστικά σχολίασε φίλος μου σε σχετική φωτογραφία και οι χαραγμένες στη συλλογική μνήμη εικόνες των δύο αεροπλάνων να καρφώνονται στους πύργους, σου σηκώνουν την τρίχα σε ένα σημείο της πόλης που με έναν εντελώς δικό του, παράδοξο τρόπο μοιάζει αποκομμένο από τη βουή και τους ρυθμούς της.
Παραδίπλα, από την άλλη, το δημιούργημα του Σαντιάγο Καλατράβα για τον τερματικό σταθμό του World Trade Center, το γνωστό Oculus των 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων προκαλεί χαμόγελα για το πώς οι Νεοϋορκέζοι την πάτησαν για ένα αρχιτεκτόνημα που δίχασε τόσο πολύ κι έμεινε στην ιστορία ως μια τεράστια σπατάλη δημόσιου χρήματος. ΟΚ, είναι εντυπωσιακό, αλλά όχι τόσο πολύ ώστε να προκαλεί αντίστοιχο ίλιγγο με το ποσό που δαπανήθηκε.
Γενικά το downtown Manhattan είναι cool. Κάποιοι θα σου πουν να εστιάσεις την προσοχή σου και τις μέρες σου εκεί και να μην ασχοληθείς καθόλου με το τι συμβαίνει από τους 20 δρόμους και πάνω (κι έχουν δίκιο, εν μέρει). TriBeCa, SoHo, NoHo, Chinatown, Little Italy, περιοχές πανέμορφες, γεμάτες ζωή όλη τη μέρα, περπατιούνται και σκανάρονται τόσο εύκολα (στη Νέα Υόρκη μπορεί να μπερδευτείς αλλά αποκλείεται να χαθείς). Αλλά και πιο πάνω, στο Chealsea, τη Hell's Kitchen και τις περιοχές γύρω από την Times square υπάρχει κάτι για τον καθένα.
Όμως, από την άλλη, αν ρωτήσεις για τη Νέα Υόρκη ντόπιους ή ανθρώπους που έχουν βρεθεί εκεί, ο καθένας σίγουρα θα σου πει τα δικά του tips και ελάχιστα πράγματα θα συγκλίνουν. Γίνεται, ας πούμε, να μην επισκεφθείς το νησάκι Έλις για να δεις από κοντά το Άγαλμα της Ελευθερίας; Μια χαρά γίνεται, αν δεν θες να διαθέσεις μια ολόκληρη εντελώς τουριστική μέρα, καθώς μπορείς να πάρεις το δωρεάν και εικοσιτετράωρο Staten Island Ferry (αυτό το πορτοκαλί πλοιάριο που ο Spider-Man του Τομ Χόλαντ «κόβει» στα δύο στη νέα του ταινία) που σε περνάει απέναντι και να το δεις πανοραμικά από σχετικά κοντινή απόσταση. Γίνεται να μην ανέβεις στο Empire State Building; Επίσης, μια χαρά γίνεται, αν αντί για τα 34 δολάρια της εισόδου, δώσεις 26 για ένα κοκτέιλ στο Bar 54 του ξενοδοχείου Hyatt και πάρεις εκεί μια γεύση από ψηλά (σίγουρα η εμπειρία δεν είναι η ίδια, αλλά η ιεράρχηση προτεραιοτήτων για το τι θα δεις και, κυρίως, πού θα ξοδέψεις χρήματα είναι ξεκάθαρα προσωπική υπόθεση στη Νέα Υόρκη).
3. Το sightseeing που δεν είναι ακριβώς sightseeing
Μόλις βρεθείς έξω από το «σπίτι της Κάρι Μπράτσο» στο Βίλατζ και δεις τις ορδές γυναικών που περιμένουν να φωτογραφηθούν σε καθημερινή βάση (13 χρόνια μετά τη λήξη του «Sex and the City»!) καταλαβαίνεις, ίσως με τον καλύτερο τρόπο το εξής: Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής έχουν βραχύβια ιστορία ως έθνος και περιορισμένα πραγματικά αξιοθέατα, όμως η ποπ κουλτούρα που «πουλάνε» και επιβάλλουν εδώ και αιώνες στον υπόλοιπο κόσμο είναι τόσο ισχυρή -πρακτικά η έννοια της μαζικής, διεθνούς ποπ κουλτούρας ξεκινά και τελειώνει εδώ-, που αρκεί για να υπερκαλύψει θεαματικά αυτό το κενό. Για μένα καθετί σε αυτό το ταξίδι έκρυβε από πίσω μια αναφορά, κινηματογραφική, τηλεοπτική, λογοτεχνική, και το στοιχείο αυτό ήταν τόσο έντονο που η σύνδεσή εικόνων και αναφορών υπήρξε από μόνη της μια ενδιαφέρουσα παράλληλη ενασχόληση - το να βλέπω, αλλά παράλληλα να θυμάμαι πού τα έχω «ξαναδεί».
Για μένα λοιπόν sightseeing ήταν η επίσκεψη στο Met (ο πλούτος αυτού του μουσείου είναι τόσο εξωφρενικός που πραγματικά χρειάζεσαι μέρες ολόκληρες αν θες να δεις προσεκτικά όλα τα εκθέματα) και η παρακολούθηση της καταπληκτικής έκθεσης με τα κοστούμια της Rei Kawakubo των Comme des Garçons, αλλά είχα στο μυαλό μου να βρω και την αίθουσα όπου υποτίθεται ότι γίνεται το τρομοκρατικό χτύπημα στην «Καρδερίνα» της Ντόνα Ταρτ. Sightseeing ήταν να περάσω από τη Wall Street και να δω το Χρηματιστήριο αλλά και να αφουγκραστώ τα βήματα και το lifestyle του Πάτρικ Μπέιτμαν από το «American Psycho» του Μπετ Ίστον Έλις. Ή να κάνω μια στάση οπωσδήποτε στη Lispenard Street, σε αναζήτηση του «σπιτιού με τη σκαλωσιά» που κοσμεί το εξώφυλλο της ευρωπαϊκής έκδοσης της «Λίγης Ζωής» της Χάνια Γιαναγκιχάρα ή να βρεθώ έξω από την πολυκατοικία όπου βρίσκονταν τα διαμερίσματα του Όλιβερ Σακς και του Μπίλι Χέιζ στην «Ξάγρυπνη Πόλη». Αλλά και να θυμηθώ παλιότερες αναφορές στην Πόλη, μέσα από πιο κλασικά λογοτεχνικά κείμενα όπως ο «Φύλακας στη Σίκαλη» του Σάλιντζερ ή ο «Μεγάλος Γκάτσμπι» του Φιτζέραλντ.
Από μουσεία, για πρώτη φορά ξεκίνησα από τα βασικά και πρόλαβα εκτός από το Μητροπολιτικό, το MoMA και το Guggenheim. Το MoMA είναι αυτό που περιμένεις, ένα τεράστιο πανηγύρι σύγχρονης τέχνης όπου μπορείς θα δεις από αριστουργήματα, όπως η λατρεμένη από πολλούς «Έναστρη Νύχτα» του Βαν Γκογκ μέχρι ακατανόητες μοντερνιές που δεν έχουν σε πολλές περιπτώσεις καμία συνοχή στον τρόπο που είναι τοποθετημένες σε σχέση με τα γύρω εκθέματα. Το Guggenheim ομολογώ ότι μου άρεσε περισσότερο, ίσως επειδή η διαρρύθμιση του μουσείου, που διαρθρώνεται γύρω από έναν κυκλικό ανηφορικό διάδρομο, είναι η πιο βολική που έχω δει ποτέ, ώστε να τα δεις όλα χωρίς να χάνεσαι ή να μπερδεύεσαι σε άσκοπα μπρος-πίσω. Εντάξει, στο Guggenheim πέτυχα και ένα από τα πιο «παιχνιδιάρικα» κλεισίματα ματιού που έχω δει ποτέ. Ο θεότρελος Ιταλός Μαουρίτσιο Κατελάν έχει τοποθετήσει, για τις ανάγκες του έργου του «America», σε μία από τις τουαλέτες του μουσείου μια ολόχρυση, πλήρως λειτουργική λεκάνη 18 καρατίων, την οποία μπορείς να χρησιμοποιήσεις κανονικά για την (όποια) ανάγκη σου. Θα καταλάβεις πού βρίσκεται από την ουρά που σχηματίζεται απ’ έξω. Κατά τα λοιπά, έμεινα έκθαμβος από τους Τζάκσον Πόλοκ που είδα σε αυτά τα μουσεία και έχω αφήσει New Museum, Whitney και Frick Collection για μελλοντική επίσκεψη.
Ένα σκρολάρισμα στο Facebook, πάντως, μπορεί να σε οδηγήσει σε κάποιο από τα πιο εντυπωσιακά «κρυμμένα» μυστικά της Πόλης. Χάρη στον αγαπημένο μου Πάνο Μιχαήλ, βρέθηκα στο LGBT Community Center, εκεί που δραστηριοποιούνται οι πραγματικοί ακτιβιστές, και είδα το αριστουργηματικό mural που φιλοτέχνησε ο Κιθ Χάρινγκ το 1989, λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του, για τους εορτασμούς των 20 ετών από το Stonewall. Καλλιτέχνες είχαν κληθεί τότε να δημιουργήσουν site-specific έργα στο κτίριο και ο Χάρινγκ επέλεξε να «ντύσει» με την προκλητική δουλειά του τα τζουρά του δεύτερου ορόφου. Χαζεύοντας το έργο του, που καλύπτει τους τέσσερις τοίχους των παλιών αποχωρητηρίων, μπορείς να νιώσεις όλη την απίστευτη ενέργεια της late ‘80s queer εποχής.
4. Το Μπρούκλιν
«Προορισμός Dumbo: Πώς η Ριβιέρα του Μπρούκλιν έγινε τουριστική Μέκκα» ήταν ο τίτλος στο εξώφυλλο της προηγούμενης Village Voice. Όντως, το Μπρούκλιν είναι πιο hot από ποτέ και γενικά η «φάση» της Νέας Υόρκης παίζει πολύ εδώ, κατά γενική ομολογία. Πάρτι, νέες hip γειτονιές, υπέροχα σπίτια, βιομηχανική αισθητική, στιλ, τέχνη. Ειδικά η τέχνη. Είναι σαν η πραγματική καλλιτεχνία της Νέας Υόρκης να ξεκινά από εδώ και το καταλαβαίνεις από μια βόλτα στο Dumbo, που αποτελεί απλώς το «σύνορο» του Μπρούκλιν, αφού περάσεις περπατώντας την εμβληματική Γέφυρα του Μπρούκλιν, ένα χάζεμα στην υπαίθρια αγορά της Κυριακής και στις τόσες πολλές κολεκτίβες και τα ατελιέ που κρύβονται μέσα στα πανέμορφα κτίρια της περιοχής. Ωστόσο, εξακολουθεί να μου δίνεται η αίσθηση πως όσο «εναλλακτικός» καλλιτέχνης κι αν θες να είσαι, όσο κι αν αγαπάς το Μπρούκλιν και την άπλα που σου δίνει, τον χώρο και την αισθητική του, πάντα θα αποβλέπεις κατά βάθος να περάσεις απέναντι.
Το Μπρούκλιν όμως είναι τεράστιο και θέλει να πας «μιλημένος» για να το εξερευνήσεις σωστά και, όπως και να το κάνουμε, δεν αποτελούσε μία από τις βασικές μου προτεραιότητες. Να, όμως, που βρέθηκα στο Coney Island, για μια εντελώς διαφορετική εμπειρία. Μιλάμε για το νοτιότερο άκρο του Μπρούκλιν, ένα καλοκαιρινό θέρετρο άλλης εποχής με μια μεγάλη ακτογραμμή που, αποκαλόκαιρο, προσέλκυε ακόμα πολύ κόσμο. Εδώ βρίσκεται και το γνωστότερο λούνα παρκ της Νέας Υόρκης, με το τεράστιο Thunderbolt που προκαλεί ίλιγγο και μόνο που το χαζεύεις από κάτω. Το Coney Island έχει αποτελέσει σκηνικό σε αναρίθμητες ταινίες και σειρές, με πιο χαρακτηριστικές το «Ρέκβιεμ για ένα Όνειρο» του Αρονόφσκι και το «Mr. Robot». Εδώ κρύβεται η «βαθιά Αμερικανίλα», η εργατική τάξη, οι αποθήκες και μια υπέροχη περατζάδα και απέχει μόλις μία ώρα από το κέντρο του Μανχάταν.
5. Το νωρίς
Στη Νέα Υόρκη όλα γίνονται νωρίς. Οι άνθρωποι (κι εσύ, προφανώς, που δεν θες να χάσεις χρόνο με το να κοιμάσαι) θα ξυπνήσουν με το χάραμα, θα κάνουν lunch break από τις δουλειές τους γύρω στις 12, θα σχολάσουν νωρίς και θα δειπνήσουν ή θα πάνε για ποτό νωρίς. Το βλέπεις στις ταινίες κι αναρωτιέσαι πώς τα προλαβαίνουν όλα. Η αίσθηση της χαμένης μέρας, αν σε πάρει ο ύπνος, είναι τόσο έντονη εδώ. Βρέθηκα σε early party της Κυριακής, κι όταν είπα σε θαμώνα που μου είχε πιάσει την κουβέντα ότι θα φύγω σε λίγο γιατί έχω κανονίσει κάτι άλλο για τη συνέχεια (έχοντας κλείσει εισιτήριο για την τελευταία προβολή της 3D επανέκδοσης του «Terminator 2» του Τζέιμς Κάμερον, στην οποία ήταν μετά βίας 10 άτομα), μου απάντησε με πραγματική απορία, «μα, πού θα πας Κυριακή βράδυ στις 9, δεν έχει τίποτα αυτή την ώρα».
6. Το multi-culti
Εδώ βρίσκεται η πραγματική πολυπολιτισμικότητα. Στη Νέα Υόρκη μπορείς να γνωρίσεις, να φλερτάρεις, να παρατηρήσεις ανθρώπους από πραγματικά όλο τον κόσμο. Το καταλαβαίνεις από την άφιξή σου στο JFK, σε εκείνη τη σχεδόν δίωρη ουρά που πρέπει να περιμένεις μέχρι να περάσεις από τον εξονυχιστικό έλεγχο για να παραλάβεις τις αποσκευές σου. Ένας πραγματικά πολύχρωμος πλανήτης που πασχίζει να στοιβαχτεί, έστω για λίγο, στους δρόμους της, αφού «αν τα καταφέρεις εδώ, μπορείς να τα καταφέρεις παντού». Παράλληλα, οι υποκουλτούρες και οι κοινωνικές ομάδες είναι σαφείς και ευδιάκριτες. Οι ισπανόφωνοι, οι Κορεάτες, οι μαύροι του Χάρλεμ και του Μπρονξ, η LGBT κοινότητα και φυσικά οι Έλληνες, παλιοί και νέοι, έχουν ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους και χαρακτηρίζονται από επιμέρους lifestyles με αρκετά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Κάπου εδώ όμως ξεκινούν και οι δυσκολίες. Πλέον το να πάρεις νόμιμη άδεια παραμονής και εργασίας στις ΗΠΑ είναι, ως γνωστό, πολύ δύσκολο αλλά οι συνθήκες που αντιμετωπίζεις για να ζήσεις αξιοπρεπώς είναι μάλλον ακόμα πιο δύσκολες. Ο ανταγωνισμός σε κάθε επάγγελμα ή τέχνη είναι ασύλληπτος και το κόστος ζωής τεράστιο. Όπως μου εξηγούσε ένας γνωστός μου, δεν γίνεται να μην δουλέψεις σερβιτόρος ή μπάρμαν εδώ, πρακτικά είναι πολύ δύσκολο να το αποφύγεις. Αλλά και γιατί να το αποφύγεις όταν μια βραδιά σε ένα μπαρ μπορεί να σου αποφέρει μέχρι και 800 δολάρια σε tips (όλοι οι άνθρωποι του service στις ΗΠΑ πληρώνονται από τα φιλοδωρήματα που είναι υποχρεωτικά, ο μισθός τους είναι βασικός και καλύπτει κυρίως εισφορές και ασφάλιση), πολύ παραπάνω από τον βασικό μισθό δηλαδή στην Ελλάδα; Με 3 τέτοιες βάρδιες την εβδομάδα, αλλά και με λιγότερο προσοδοφόρες, εξασφαλίζεις μια άνετη διαβίωση και μπορείς να εξασκείς τον υπόλοιπό σου χρόνο το πραγματικό σου επάγγελμα ή την τέχνη σου, περιμένοντας να πιάσεις την καλή. Ή να κάνεις έναν λευκό γάμο για να κερδίσεις την άδεια παραμονής.
Σε μια πόλη μεγάλης κοινωνικής διαστρωμάτωσης, η ευγένεια δεν έχει φθίνει καθόλου, ακόμα κι αν είναι τυπική. Παντού θα ακούσεις το «hi, how are you?», και τα «sorry» ή «excuse me» και παντού θα δεις ανθρώπους να μαζεύουν με πλαστικά γάντια μιας χρήσης τα περιττώματα των σκύλων τους.
7. Κι από φαγητό;
Το φαγητό στη Νέα Υόρκη είναι άλλο ένα χαώδες στοιχείο με μία βέβαιη διαπίστωση: το (πολύ) φθηνό φαγητό είναι συνήθως χάλια, τόσο χάλια που δεν το τρώνε ούτε τα σκυλιά. Όπως εκείνο το κομμάτι πίτσας που θα πάρεις ένα βράδυ από την εικοσιτετράωρη street πιτσαρία της γωνίας και τελικά θα πετάξεις γιατί απλώς δεν τρώγεται. Είναι ενδεικτικό ότι ο πάλαι ποτέ «Big Mac index» είναι πλέον πολύ πάνω από τα 5 δολάρια. Για να φας καλά (κι όταν λέμε καλά στην Αμερική, μιλάμε αυτόματα τουλάχιστον για οργανικές πρώτες ύλες που δεν θα αφήσουν τις «παρενέργειές» τους στο πεπτικό σου σύστημα, λίγο μετά τη χώνεψη), πρέπει να διαθέσεις αρκετά χρήματα. Πάντως, σίγουρα υπάρχει και street food που αξίζει, οι halal και kosher καντίνες είναι τόσες πολλές, κυριολεκτικά σε κάθε γωνιά του Μαχνάταν, και κάποιες από αυτές είναι μάλλον ξακουστές - πέτυχα ακόμα και καντίνα με ελληνικό φαγητό και τεράστια ουρά σε lunch break, έξω από πύργο πολυεθνικής στη Financial District.
Μια ενδιαφέρουσα τάση που σίγουρα θα ακουστεί πολύ το επόμενο διάστημα (ήδη έχει κάνει απόβαση και στην Αθήνα τους τελευταίους μήνες) είναι το Poke, το λεγόμενο «χαβανέζικο σούσι», ένα μπολ με ρύζι και διάφορα toppings επιλεγμένα από σένα, που μπορεί να περιλαμβάνουν από ωμό σολομό ή τόνο μέχρι nori, edamame, ανανά, ακόμα και γαρίδες tempura. Είναι νόστιμο, θρεπτικό, εύκολο και σχετικά οικονομικό. Στο «Sons of Thunder» που έχει το μεγαλύτερο rating της κατηγορίας του στο Foursquare, στην 38η και 3η λεωφόρο, έφαγα ένα τέλειο μεγάλο μπολ Poke που είχε όλα τα παραπάνω, με 17 περίπου δολάρια.
Οι Νεοϋορκέζοι προσέχουν τη διατροφή και την εικόνα τους πάρα πολύ, αν και πάλι μιλάμε για «πολλαπλές ταχύτητες», ανάλογα με το εισόδημα και το lifestyle τους. Όπως μου επιβεβαίωσε ο Γιάννης Τόμπας, Έλληνας σεφ που δραστηριοποιείται εδώ και χρόνια στη Νέα Υόρκη, τα flea markets, οι υπαίθριες αγορές με εκλεκτά προϊόντα, κάνουν θραύση και όλοι ψάχνουν το οργανικό, το φρέσκο, το ποιοτικό. Η διαστρωμάτωση είναι ορατή αν περάσεις από τα πιο exclusive ντελικατέσεν τύπου Dean & DeLuca και Eataly στα κανονικά σουπερμάρκετ. Και φυσικά οι διάφορες ειδικές δίαιτες έχουν επίσης μεγάλη πέραση. Η απαλλαγή από τη γλουτένη, τη λακτόζη και άλλα δαιμονοποιημένα στοιχεία της διατροφής είναι πανεύκολη εδώ, αν και πάντα κοστοβόρα, όπως ένα μικρό σάντουιτς από gluten free φούρνο του Upper East Side που μου κόστισε 12 δολάρια.
8. The all-American experience
Πώς αγγίζεις την «πραγματική αμερικανική εμπειρία»; Με ένα μαζικό θέαμα, σίγουρα την προσεγγίζεις. Για μένα, ας πούμε, ήταν η συναυλία της Lady Gaga στο Citi Field του Κουίνς. Δεν είμαι τρελός φαν της - όταν είχε έρθει στην Αθήνα, στο πλαίσιο της τουρ για εκείνο το τραγικό προηγούμενο άλμπουμ της, το «Artpop», δεν είχα καν σκεφτεί να πάω. Το «Joanne» όμως είναι σαφώς καλύτερο, ή έστω, πιο αυθεντικό, γι' αυτό βρέθηκα σε εκείνο το τεράστιο γήπεδο μπέιζμπολ τη δεύτερη βραδιά από τις δύο εμφανίσεις της στη γενέτειρά της. Μια συναυλία (αλλά φαντάζομαι, αντίστοιχα, και ένας αγώνας NBA ή μπέιζμπολ) έχει ένα μοναδικό τελετουργικό: άφιξη αρκετές ώρες νωρίτερα, περιπλάνηση στον χώρο, βρόμικο φαγητό όλων των ειδών, χάζεμα, χαμόγελα και κυρίως οργάνωση. Κανένας συνωστισμός, ούτε καν στο μετρό με το οποίο θα φτάσουν και θα αναχωρήσουν πάνω από 50 χιλιάδες άνθρωποι.
Και μια και λέμε για βρόμικο φαγητό σε all-American experience, το ξέρατε ότι ένα μεγάλο ποπ-κορν και μια μεγάλη Coca-Cola (όταν λέμε μεγάλα, εδώ, εννοούμε μεγέθη κουβά και λίτρου αντίστοιχα) κρύβουν πάνω από 2.000 θερμίδες; Πλέον σε κάθε κατάλογο στις ΗΠΑ αναγράφονται υποχρεωτικά οι αντίστοιχες θερμίδες για ό,τι πάρεις. Δίκαιο.